ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Θεωρία των δύο σταδίων ανάλογη του Pufendorf διατυπώνει και ο John Locke. Έχοντας απομακρυνθεί από το ακραία συγκρουσιακό πρότυπο του Hobbes θεωρεί ότι η “φυσική κατάσταση” δεν είναι μια κατάσταση γενικευμένου πολέμου μεταξύ ατόμων αλλά μια κατάσταση ατελούς εξασφάλισης των ατομικών δικαιωμάτων. Άρα, σε πρώτη φάση η κοινωνία -της οποίας τα μέλη επειδή δεν βρίσκονται σε χομπσιανή κατάσταση σύγκρουσης αλλά μόνο επισφάλειας των ατομικών τους δικαιωμάτων- αυτοσυγκροτούνται σε κοινωνία πολιτών και στη συνέχεια προβαίνουν στη φάση του γνωστού συμβολαίου, όπου ο καθένας παραδίδει τα φυσικά του δικαιώματα στο όνομα του κοινού καλού -αλλά ως εκεί. Η ιδέα του κοινού καλού, κεντρική για τον Locke, συνεπάγεται μια κυρίαρχη εξουσία η οποία πρέπει να είναι προστατευτική και όχι καταστροφική, απειλητική για τους πολίτες. Την ύψιστη εξουσία έχει το νομοθετικό σώμα, από το οποίο, αντιπροσωπευτικά, εκπηγάζει -ως βούληση της πολιτικής κοινωνίας- το θετικό δίκαιο.
Δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί κανείς να συνδέσει άμεσα τα ζητήματα της κυριαρχίας με τη λοκιανή θεωρία της “φυσικής κατάστασης”. Ωστόσο, το απειλητικό ενδεχόμενο της εξόδου μιας χώρας, προκειμένου να μην τρωθεί η εθνική της κυριαρχία, από την διεθνή πολιτική κοινωνία παραπέμπει στην κατάσταση της φύσης, όπου ισχύει ως μοναδικός και απόλυτος όρος το “δικαίωμα της αυτοσυντήρησης”. Τότε όμως ενεργοποιείται ολόκληρος ο κύκλος μιας ανάμνησης που “υπήρξε πραγματικά” και από τον οποίο οι άνθρωποι έπρεπε να αναζητήσουν τη θεραπεία των δεινών της. Όπως σε κάθε ατομικό ιστορικό είναι εγγεγραμμένος ο αναπόφευκτος συμβιβασμός και η αποδοχή της απάρνησης του δικαιώματος της αυτοσυντήρησης και της ελευθερίας που συνεπάγεται και κατ' επέκταση της παράδοσης της φυσικής δύναμης, με αντάλλαγμα την είσοδο στην πολιτική κοινωνία έτσι και στις συλλογικές αναπαραστάσεις το ενδεχόμενο της πρόσδεσης της κυριαρχίας με το “έσχατο δικαίωμα” της αυτοσυντήρησης γίνεται αντιληπτό ως έσχατο και απευκταίο δεινό. Αυτό είναι το σημείο που μπορεί η θεωρία του Locke να φανεί γόνιμη στα ζητήματα της κυριαρχίας.
Αλλά και από μια άλλη αφετηρία ο Locke, έχοντας σαν γνώμονα την υπεράσπιση της “φυσικής κατάστασης” στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων, αντιμετώπισε τις αρχές της αποφυγής της επιθετικότητας και της αναγνώρισης του δικαιώματος για αυτοκυβέρνηση, όπως τις διατύπωσε στη Δεύτερη Πραγματεία, όχι ως απόλυτες. Τα κράτη, όμοια με τα άτομα, ενδέχεται να παραβιάζουν δικαιώματα που απορρέουν από τη φυσική κατάσταση, οπότε η διεθνής κοινότητα δικαιούται να παρεμβαίνει, ακόμα και με χρήση βίας για την αποκατάστασή τους. Η κυριαρχία του κράτους που διαπράττει το αδίκημα τίθεται σε δεύτερη μοίρα, ο πόλεμος της επιβολής της τάξης χαρακτηρίζεται “δίκαιος” και δεν ισοδυναμεί με “επιθετική” συμπεριφορά.
Θεωρία των δύο σταδίων ανάλογη του Pufendorf διατυπώνει και ο John Locke. Έχοντας απομακρυνθεί από το ακραία συγκρουσιακό πρότυπο του Hobbes θεωρεί ότι η “φυσική κατάσταση” δεν είναι μια κατάσταση γενικευμένου πολέμου μεταξύ ατόμων αλλά μια κατάσταση ατελούς εξασφάλισης των ατομικών δικαιωμάτων. Άρα, σε πρώτη φάση η κοινωνία -της οποίας τα μέλη επειδή δεν βρίσκονται σε χομπσιανή κατάσταση σύγκρουσης αλλά μόνο επισφάλειας των ατομικών τους δικαιωμάτων- αυτοσυγκροτούνται σε κοινωνία πολιτών και στη συνέχεια προβαίνουν στη φάση του γνωστού συμβολαίου, όπου ο καθένας παραδίδει τα φυσικά του δικαιώματα στο όνομα του κοινού καλού -αλλά ως εκεί. Η ιδέα του κοινού καλού, κεντρική για τον Locke, συνεπάγεται μια κυρίαρχη εξουσία η οποία πρέπει να είναι προστατευτική και όχι καταστροφική, απειλητική για τους πολίτες. Την ύψιστη εξουσία έχει το νομοθετικό σώμα, από το οποίο, αντιπροσωπευτικά, εκπηγάζει -ως βούληση της πολιτικής κοινωνίας- το θετικό δίκαιο.
Δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί κανείς να συνδέσει άμεσα τα ζητήματα της κυριαρχίας με τη λοκιανή θεωρία της “φυσικής κατάστασης”. Ωστόσο, το απειλητικό ενδεχόμενο της εξόδου μιας χώρας, προκειμένου να μην τρωθεί η εθνική της κυριαρχία, από την διεθνή πολιτική κοινωνία παραπέμπει στην κατάσταση της φύσης, όπου ισχύει ως μοναδικός και απόλυτος όρος το “δικαίωμα της αυτοσυντήρησης”. Τότε όμως ενεργοποιείται ολόκληρος ο κύκλος μιας ανάμνησης που “υπήρξε πραγματικά” και από τον οποίο οι άνθρωποι έπρεπε να αναζητήσουν τη θεραπεία των δεινών της. Όπως σε κάθε ατομικό ιστορικό είναι εγγεγραμμένος ο αναπόφευκτος συμβιβασμός και η αποδοχή της απάρνησης του δικαιώματος της αυτοσυντήρησης και της ελευθερίας που συνεπάγεται και κατ' επέκταση της παράδοσης της φυσικής δύναμης, με αντάλλαγμα την είσοδο στην πολιτική κοινωνία έτσι και στις συλλογικές αναπαραστάσεις το ενδεχόμενο της πρόσδεσης της κυριαρχίας με το “έσχατο δικαίωμα” της αυτοσυντήρησης γίνεται αντιληπτό ως έσχατο και απευκταίο δεινό. Αυτό είναι το σημείο που μπορεί η θεωρία του Locke να φανεί γόνιμη στα ζητήματα της κυριαρχίας.
Αλλά και από μια άλλη αφετηρία ο Locke, έχοντας σαν γνώμονα την υπεράσπιση της “φυσικής κατάστασης” στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων, αντιμετώπισε τις αρχές της αποφυγής της επιθετικότητας και της αναγνώρισης του δικαιώματος για αυτοκυβέρνηση, όπως τις διατύπωσε στη Δεύτερη Πραγματεία, όχι ως απόλυτες. Τα κράτη, όμοια με τα άτομα, ενδέχεται να παραβιάζουν δικαιώματα που απορρέουν από τη φυσική κατάσταση, οπότε η διεθνής κοινότητα δικαιούται να παρεμβαίνει, ακόμα και με χρήση βίας για την αποκατάστασή τους. Η κυριαρχία του κράτους που διαπράττει το αδίκημα τίθεται σε δεύτερη μοίρα, ο πόλεμος της επιβολής της τάξης χαρακτηρίζεται “δίκαιος” και δεν ισοδυναμεί με “επιθετική” συμπεριφορά.
Για τον J.J. Rousseau η κυριαρχία θεμελιώνεται στη βούληση και εξ αυτού του λόγου είναι αναπαλλοτρίωτη και αμεταβίβαστη (αντίθετα με την εξουσία). Έδρα της γενικής βούλησης είναι ο λαός ο οποίος είτε είναι συγκροτημένος ως λαός επειδή κατέχει ο ίδιος τη γενική βούληση είτε δεν υφίσταται ως λαός. Είναι πράξη ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του λαού, κατά τον Rousseau, να μεταβιβάζει ή να εκχωρεί τη γενική βούλησή του. Ως προς αυτό η κυριαρχία ανήκει θεμελιακά, αδιαχώριστα και αδιαμεσολάβητα στο λαό και όχι στους θεσμούς αντιπροσώπευσής του. Η κυριαρχία συνεπώς συνυφαίνεται με τη δημοκρατία και μάλιστα στην άμεση έκφρασή της. Όμοια, ως εκπορεύσεις της κυριαρχίας η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία μπορούν να διαιρούνται όχι όμως η ίδια η κυριαρχία. Απόρροια αυτών των ιδιοτήτων της κυριαρχίας είναι και το στοιχείο του αλάθητου που διαθέτει. Αν ο κυρίαρχος λαός, ως συλλογική προσωπικότητα, προσωρινά απατάται, λοξοδρομεί ή σφάλλει μακροπρόθεσμα τείνει στο σωστό, που είναι η γενική ευημερία. Η ιδέα του λαού ως τελικού εγγυητή της κυριαρχίας και της δημοκρατίας εκφράστηκε στη Γαλλική Επανάσταση και διαπνέει τα σύγχρονα δημοκρατικά συντάγματα ως τελική και απόλυτη ρήτρα μέσω της οποίας οι αρετές της κυριαρχίας και της δημοκρατίας καθίστανται συνταγματικές υποχρεώσεις του λαού.
Θάνος Κωτσόπουλος
Θάνος Κωτσόπουλος