Ήρθε κι αυτό στην επικαιρότητα. Ένας «βαθύς» προβληματισμός για το κατά πόσο η «σκανδαλολογία» μετατρέπει τον πολιτικό στίβο σε ρωμαϊκή αρένα και εντέλει αποπροσανατολίζει. Ξαφνικά θυμήθηκαν τα «πραγματικά» προβλήματα του λαού (οικονομία, περιβάλλον, παιδεία, υγεία). Αυτή η αιφνίδια «φώτιση» εκφράστηκε και στα δυο κόμματα εξουσίας. Επιστρατεύτηκε και σχετική δημοσκόπηση καναλιού η οποία «δείχνει» ότι ο κόσμος έχει κουραστεί από τη μονοθεματική ατζέντα των τελευταίων ημερών. Τόσο στη Ν.Δ. (αναμενόμενο) όσο και στο ΠΑΣΟΚ υπήρξαν εσωτερικές αντιδράσεις για το μονόπλευρο προσανατολισμό στα σκάνδαλα και πίεση για στροφή στην «πολιτική».
Ας το πω με ένα γρήγορο και άμεσο τρόπο: πρόκειται για υποκρισία και απ τις δύο πλευρές των δύο κομμάτων. Η διαλεύκανση των σκανδάλων όχι μόνο δεν αποκλείει την παραγωγή πολιτικής αλλά και την προϋποθέτει. Η ενασχόληση με τα σκάνδαλα δεν ήταν γνήσια επιλογή κάθαρσης των κομμάτων εξουσίας αλλά προέκυψε, γι αυτό και το πρόβλημά τους δεν είναι η αποκάλυψη αλλά η συγκάλυψη. Προκαλεί φυσικά δυσφορία η προεκλογική εκμετάλλευση των σκανδάλων. Ωστόσο, άλλα τα κίνητρα της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ και άλλα της λαϊκής απαίτησης. Αν έχει ακόμα κάποιο νόημα να μιλά κανείς για ηθική ανάταξη και δημοκρατική διαφάνεια στην Ελλάδα, ελάχιστη προϋπόθεση είναι η αποκάλυψη όλης της αλήθειας για τα σκάνδαλα. Αυτό δεν σημαίνει πως θα εγκαταλειφθούν τα ζωτικά θέματα στην τύχη τους. Μήπως δεν έχει ήδη αφεθεί η χώρα ακυβέρνητη;
Παραμένει όμως άσβεστη η απαίτηση για λογοδοσία των υπευθύνων στο λαό. Όταν οι διαχειριστές της εξουσίας θα μιλούν αύριο για «αντιμετώπιση της κρίσης» θα εννοούν παραπέρα λιτότητα και άρση εργασιακών δικαιωμάτων. Τα σκάνδαλα όμως και η συνενοχή τους δεν τους δίνει το δικαίωμα να απαιτούν θυσίες από τον ελληνικό λαό πριν οι ίδιοι υποστούν το δημοκρατικό έλεγχο. Επομένως, έστω και αυτός ο κουτσουρεμένος κοινοβουλευτικός έλεγχος, έχει σημασία να φτάσει όπου φτάσει (διότι κι από κει θα βγουν συμπεράσματα).
Εδώ, υπάρχει το θέμα πώς ιεραρχεί κανείς τη σημασία τους. Σε μια κατάταξη σοβαρότητας θα τοποθετούσα πρώτη την υπόθεση της Ζήμενς, δεύτερο το Βατοπέδιο, τρίτα τα δομημένα ομόλογα και τέταρτη την υπόθεση του Παυλίδη.
Η Ζήμενς θέτει προβλήματα εξάρτησης της χώρας, αποκάλυψης της γενικής διαφθοράς της άρχουσας πολιτικής ελίτ, κατάρριψης του μύθου της ελεύθερης και ανταγωνιστικής αγοράς και βαθιάς διαπλοκής του μονοπωλιακού κεφαλαίου με το κράτος.
Το Βατοπέδι αποκαλύπτει όψεις της νεοελληνικής καθυστέρησης μέσα από τις σχέσεις εκτελεστικής εξουσίας-εκκλησίας-δικαστικής εξουσίας και την καταλήστευση της δημόσιας περιουσίας.
Το σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων των ασφαλιστικών ταμείων παρουσιάζει ανάγλυφα στα μάτια των εργαζομένων τις ανεπάρκειες και τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής αγοράς, διαλύει το μύθο της χρηματιστηριακής επένδυσης και δείχνει τη ληστρική συμπεριφορά του χρηματιστικού κεφαλαίου στον κουμπαρά του εργάτη.
Το βδελυρό (εφόσον αποδειχτεί βεβαίως!) μέρος της υπόθεσης Παυλίδη είναι ασήμαντο, αδιάφορο. Η πλευρά όμως της μεταχείρισης των αναγκών του νησιωτικού χώρου με την τεράστια εθνική και κοινωνική σημασία προκαλεί το λαό.
Στη σφαίρα της μαζικής επικοινωνίας η κατάταξη είναι η ακριβώς αντίστροφη. Μοναδικό εύπεπτο, γαργαλιστικό και με ακροαματικότητα θέ(α)μα απομένουν οι κουτοπονηριές του Παυλίδη. Για να ενεργοποιηθούν και όλα εκείνα τα σχετικά κλισέ: «όλοι τα ίδια κάνουνε», «όλοι δίνουν και παίρνουν μίζες και φακελάκια»,» για την κόρη του το έκανε» κλπ. που λειτουργούν ως πεπτικά υγρά στο παμφάγο στομάχι της βολεμένης μάζας.
Λόγω της σημασίας του σκανδάλου της Ζήμενς, όπως τόνισα και στην αρχή, θέλω απλώς να θυμίσω ορισμένες πληροφορίες, κατά τα άλλα γνωστές από δημοσιεύματα.
Με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου η Ζήμενς είχε απομείνει ένα βομβαρδισμένο ερείπιο, με δημευμένα τα περιουσιακά της στοιχεία. Πήρε το δρόμο της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης εισδύοντας σε αγορές φτωχών χωρών όπου μπορούσε εύκολα να δωροδοκεί ξενόδουλες και διεφθαρμένες κυβερνήσεις. Η μέθοδος αποδείχτηκε αποτελεσματική. Η Ζήμενς έγινε ξανά ένας μονοπωλιακός γίγαντας. Δε θα μπορούσε να γίνει αυτό χωρίς τη βοήθεια των ποικιλώνυμων πολιτικών ηγεσιών.
Δεν είναι φυσικά η μόνη πολυεθνική που κάνει κάτι τέτοιο. Πριν μερικά χρόνια αντίστοιχα σκάνδαλα αποκαλύφθηκαν και για τη γαλλική εταιρεία «Αλστόμ Γκρουπ» (τα γρήγορα τρένα) τα οποία κουκούλωσε ο Σαρκοζί. Η Ζήμενς όμως έγινε σημαία μιας ολόκληρης κουλτούρας γύρω από τις δωροδοκίες πολιτικών αξιωματούχων και το όνομά της κατέστη συνώνυμο της «διαφθοράς». Δυόμιση δις δολάρια θα χρειαστεί να δαπανήσει τώρα σε πρόστιμα και εσωτερική κάθαρση.
Αφγανιστάν, Μπαγκλαντές, Ιράκ, Σομαλία, Νιγηρία, Μιανμάρ, Αϊτή, Κίνα, Ρωσία, Αργεντινή, Ισραήλ, Ελλάδα, Βενεζουέλα ήταν χώρες τις οποίες η Ζήμενς «χτυπούσε» δημιουργώντας ένα αδιαφανές μονοπωλιακό πλαίσιο σε σημείο όμως που εξόργιζε τους ανταγωνιστές της.
Μέχρι το 1999 στο εθνικό πλαίσιο της Γερμανίας η Ζήμενς δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα, αφού οι μίζες σε ξένες κυβερνήσεις θεωρούντο νόμιμες και μάλιστα υπολογίζονταν ως κανονικές λογιστικές δαπάνες με έκπτωση φόρου.
«Χρήσιμο χρήμα» αποκαλούσαν χαριτολογώντας όλα τα ανώτερα στελέχη της εταιρείας τα ποσά για μίζες πιστεύοντας πως ουδέποτε θα λογοδοτήσουν. Από το 1999 όμως η Γερμανία υπογράφει, όπως και πάρα πολλές χώρες, τη διεθνή σύμβαση για την καταπολέμηση της δωροδοκίας. Μετά το 2000 η Ζήμενς κινείται πια σε καθεστώς διεθνούς παρανομίας φιλοδοξώντας να στήσει έναν μη ανιχνεύσιμο μηχανισμό δωροδοκίας. Για μια 5ετία τα σαΐνια της Ζήμενς είχαν κατασκευάσει ένα σύστημα εσωτερικού ελέγχου -ίσα για τα μάτια του κόσμου- αφήνοντας άθικτες τις συμμορίες και την «κουλτούρα» της μίζας.
Εν τέλει η γερμανική δικαιοσύνη αρχίζει να ασχολείται μαζί της από το 2005. Πίσω από αυτές τις εντάσεις κρύβονταν αντιθέσεις μεταξύ πολυεθνικών, ιδίως αμερικανικών. Με δεδομένο ότι οι μετοχές της Ζήμενς κινούντο στο χρηματιστήριο της Ν. Υόρκης, από το 2006 αρχίζει η ανάμειξη και αμερικανών στους ελέγχους.
Για να αμυνθεί απέναντι στη χιονοστιβάδα των διώξεων η Ζήμενς απευθύνεται και προσλαμβάνει την αμερικανική νομική εταιρεία Ντεμπεβουάζ και Πλίμτον. Η αμοιβή της ξεκινούσε το 2007 από τα 500 εκατ. δολάρια. Την ίδια χρονιά απολύθηκαν 1250 εργάτες, στα πλαίσια περικοπών κόστους. Το κόστος των μισθών τους αποτελούσε ένα πολύ μικρό μέρος της προκαταβολής στην Ντεμπεβουάζ. Οι εργάτες πληρώνουν κάθε μορφή καπιταλιστικού κέρδους: όχι μόνο του νόμιμου αλλά και του παράνομου.
Η δουλειά ήταν καλοστημένη. Το σχέδιο το αποκάλυψε ο ίδιος ο κατηγορούμενος ως αρχισυντονιστής Ράινχαρτ Σίκατσεκ, ο οποίος συνεργάστηκε με τις διωκτικές αρχές για να ανταλλάξει τη φυλάκισή του με μια χρηματική αποζημίωση και περιορισμό κατ’ οίκον.
Πρώτο μέλημα η δημιουργία λογαριασμών σε χώρες με ισχυρό τραπεζικό απόρρητο όπως η Ελβετία. Ροή χρημάτων έφευγε από γερμανικές ή αυστριακές τράπεζες προς ελβετικές ή του Λιχτενστάιν και από κει για παράκτιες εταιρίες του Ντουμπάι ή των Βρετανικών Παρθένων Νήσων. 40 με 50 εκατ. δολάρια ήταν η μέση ετήσια ροή χρήματος για μίζες.
Για την Ελλάδα, πιο συγκεκριμένα, 10 με 15 εκατ. το χρόνο. Το 5-6% της αξίας το συμβολαίου ήταν για μίζα αλλά σε χώρες με ιδιαίτερες επιδόσεις στη διαφθορά το ποσοστό μπορεί να έφτανε το 40%.
Απαραίτητος ενδιάμεσος κρίκος στην αλυσίδα Ζήμενς-πολιτικών ηγεσιών ήταν μια ολιγομελής ομάδα, μια συμμορία «συμβούλων» στην οποία θα κατέληγαν τα χρήματα και από εκεί, με πάσα μυστικότητα, στους τελικούς αποδέκτες. Περίπου 2.700 παρόμοιους συμβούλους σε παγκόσμιο επίπεδο είχε επιστρατεύσει η Ζήμενς.
Σχεδόν πιστό αντίγραφο αυτού του σχεδιασμού ακολουθούσε και η γαλλική Αλστόμ με μπίζνες στη Λατινική Αμερική και τη ΝΑ Ασία και ξέπλυμα χρήματος από εμπόριο ναρκωτικών. Πόσες Ζήμενς ακόμα θα χρειαστούν ξεκουκούλωμα…
Θάνος Κωτσόπουλος
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου