Στη διάρκεια της νύχτας της 7ης Αυγούστου, λίγο πριν την εναρκτήρια τελετή των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου, ο Πρόεδρος της Γεωργίας Μ. Σαακασβίλι διέτασσε μεγάλης έκτασης στρατιωτική επίθεση κατά της Τσχινβάλι, πρωτεύουσας της Νότιας Οσετίας.
Οι εναέριοι βομβαρδισμοί και οι χερσαίες επιθέσεις κατευθύνθηκαν κατά ένα μεγάλο μέρος εναντίον πολιτικών στόχων (κατοικημένων περιοχών, νοσοκομείων και του πανεπιστημίου). Οι επιθέσεις οδήγησαν σε περίπου 1500 θανάτους αμάχων, σύμφωνα τόσο με ρωσικές όσο και δυτικές πηγές.
Η Γεωργία αποτελεί πλέον ένα προκεχωρημένο φυλάκιο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, στα σύνορα της Ρωσίας και πολύ κοντά μέσα στα ανοικτά μέτωπα της Κεντρικής Ασίας και της Μέσης Ανατολής. Η Νότια Οσετία είναι επίσης στρατηγικό σταυροδρόμι των αγωγών πετρελαίου και αερίου.
Είναι παγκοίνως γνωστό ότι Γεωργία δεν ενεργεί στρατιωτικά χωρίς τη συγκατάθεση της Ουάσιγκτον. Ο αρχηγός του γεωργιανού κράτους είναι όργανο των Αμερικανών και η Γεωργία αποτελεί αμερικανικό προτεκτοράτο.
Είναι λοιπόν φανερό ότι οι επιθέσεις συντονίστηκαν προσεκτικά από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Η Μόσχα έχει κατηγορήσει το ΝΑΤΟ για «την ενθάρρυνση της Γεωργίας και έχει στείλει σαφείς προειδοποιήσεις μηδενικής ανοχής για περαιτέρω νατοϊκές παρεμβάσεις.
Με βάση ένα προγενέστερο σχέδιο επίθεσης πρώτος στόχος θα ήταν η Αμπχαζία αλλά στη συνέχεια η Ν. Οσετία θεωρήθηκε πιο εύκολη περίπτωση.
Η Μόσχα φυσικά περίμενε την επίθεση αυτή και γι αυτό πραγματοποίησε την αντεπίθεση ακαριαία.
Ρώσοι αλεξιπτωτιστές στάλθηκαν από αερομεταφερόμενα τμήματα του Ιβάνοβο, της Μόσχας και του Πσκοβ ενώ ακολούθησαν τανκς, θωρακισμένα οχήματα και αρκετές χιλιάδες πεζά τμήματα. Τα χτυπήματα από αέρα στόχευαν κυρίως σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο έδαφος της Γεωργίας συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής βάσης Γκόρι.
Το εύλογο ερώτημα όλων είναι αν αυτή η γεωργιανή επίθεση αποτελεί προβοκάτσια κατά της Ρωσίας, να την εμπλέξει δηλαδή σ’ ένα πόλεμο από τον οποίο το ΝΑΤΟ θεωρεί ότι θα βγει κερδισμένο. Ποιοι ήταν οι λόγοι για να ξαναγυρίσουν οι αμερικανορωσικές σχέσεις στην εποχή της κουβανικής κρίσης του 1962.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η στρατιωτική παρουσία της Γεωργίας στο Ιράκ είναι η τρίτη δκατά σειρά, μετά την αμερικανική και τη βρετανική. Τώρα τα στρατεύματα αυτά επιστρέφουν, με βάση αμερικανικούς σχεδιασμούς, για να χρησιμοποιηθούν σε αναμετρήσεις με τη Ρωσία.
Πρόκειται λοιπόν για την πρώτη πράξη ενός ευρύτερου πολέμου στην κεντρική Ασία, ο οποίος σχεδιάζεται από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ αλλά και το Ισραήλ, το οποίο απέστειλε έναν αριθμό από στρατιωτικούς συμβούλους του και πολεμικό υλικό στην επίθεση της 7ης-8ης Αυγούστου. Το Ισραήλ αποτελεί στρατηγικό εταίρο στην εκμετάλλευση του αγωγού Μπακού-Τιφλίδας-Σεϊχάν. Το 20% του πετρελαίου του προέρχεται από το Αζερμπαϊτζάν και περνά μέσα από αυτόν τον αγωγό αλλά πέρα από αυτό φιλοδοξεί να παίξει ρόλο στην επανεξαγωγή του καυκασιανού πετρελαίου στις ασιατικές αγορές.
Πάντως τα ρωσικά πολεμικά αεροσκάφη έκαναν επιθέσεις στο εργοστάσιο πολεμικών αεροσκαφών στα περίχωρα της Τιφλίδας. Η βάση Γκόρι χρησιμοποιήθηκε για την εκπαίδυση των γεωργιανών που στάλθηκαν με αμερικανική εντολή στο πολεμικό θέατρο του Ιράκ.
Η όλη δραματική στρατιωτική επίθεση της Γεωργίας στη Νότια Οσετία στις τελευταίες ημέρες έχει φέρει τον κόσμο ένα βήμα πιό κοντά στη φρίκη του όχι τόσο ενός ψυχρού πολέμου όσο ενός πυρηνικού πολέμου.
Τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης – και πολλά άλλα – παρουσιάζουν τη Μόσχα ως την «επιτιθέμενη» πλευρά.
Ήδη έχει διατυπωθεί η «αφελής» άποψη ότι ο Μπους και ο Τσένι διέταξαν το όργανό τους στη Γεωργία Πρόεδρο Μ. Σαακασβίλι με σκοπό να υποχρεώσουν τον επόμενο αμερικανό πρόεδρο να συνεχίσει το δόγμα Μπους.
Η Ουάσιγκτον διευρύνει συστηματικά το ΝΑΤΟ με βάση τα ιμπεριαλιστικά σχέδιά της, δημιουργώντας ένα δίκτυο στρατιωτικών βάσεων από Κόσοβο έως την Πολωνία, την Τουρκία το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Το 1999, τα πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας Ουγγαρία, Πολωνία και η Τσεχία προσχώρησαν στο ΝΑΤΟ. Ακολούθησαν η Βουλγαρία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Ρουμανία, ακολουθούμενες και η Σλοβακία. Τώρα η Ουάσιγκτον ασκεί ασφυκτική πίεση στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ανήκουν στο ΝΑΤΟ, ειδικά τη Γερμανία και τη Γαλλία, για την είσοδο της Γεωργίας και της Ουκρανίας.
Για τη σύγκρουση μεταξύ Γεωργίας, Νότιας Οσετίας και Αμπχαζίας μπορούν να σημειωθούν κατ’ αρχήν τα εξής: Η Νότια Οσετία, που ως το 1990 αποτελούσε μια αυτόνομη περιοχή της σοβιετικής δημοκρατίας της Γεωργίας, επιδίωξε να ενωθεί με το ομοεθνές τους κράτος της Βόρειας Οσετίας, μια αυτόνομη δημοκρατία της τότε ΕΣΣΔ και τώρα της Ρωσίας. Οι Οσέτιοι αισθάνονταν ανασφαλείς από τον γεωργιανό εθνικισμό ήδη από την εποχή του Ζβιαντ Γκαμσαχουρδία. Μετά την επικράτηση – με αμερικανική υποστήριξη – του Σαακασβίλι στη λεγόμενη «ρόδινη» επανάσταση οι φόβοι για αναζωπύρωση του εθνικισμού ενισχύθηκαν.
Τόσο η Αμπχαζία (χώρα-θέρετρο της Μαύρης Θάλασσας) όσο και η Νότια Οσετία επιδίωξαν, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ να αποσχιστούν από τη Γεωργία (η πρώτη το 1992-94 η δεύτερη το 1991). Το Δεκέμβριο του 1990 (επί Γκαμσαχουρδία) η Γεωργία έστειλε τα στρατεύματα στη Νότια Οσετία δηλώνοντας την κυριαρχία της στην περιοχή. Η κίνηση αυτή της Γεωργίας αποτράπηκε από τα σοβιετικά στρατεύματα. Κατόπιν η Γεωργία δήλωσε την κατάργηση της αυτονομίας της Νότιας Οσετίας και της ενσωμάτωσής της στη Γεωργία.
Μέχρι τα τέλη του 2005, η Γεωργία υπέγραψε συμφωνία ότι δεν θα χρησιμοποιούσε στρατιωτική δύναμη, ενώ οι Αμπζάζιοι θα επέτρεπαν τη βαθμιαία επιστροφή 200.000 Γεωργιανών. Αλλά η συμφωνία κατέρρευσε στις αρχές του 2006, όταν ο Σαακασβίλι έστειλε στρατεύματα για την ανακατάληψη της κοιλάδας Κοντόρι στην Αμπχαζία. Από τότε ο σαακασβίλι έχει κλιμακώσει τις προετοιμασίες του για στρατιωτική δράση.
Η Ρωσία είναι φυσικά απρόθυμη να δει τη Γεωργία προσχωρεί στο ΝΑΤΟ. Οι Οσέτιοι είναι οι παλαιότεροι σύμμαχοι της Ρωσίας και έχουν ενισχύσει τα ρωσικά στρατεύματα σε πολλούς πολέμους. Η Ρωσία επίσης δεν επιθυμεί να εγκαταλείψει την Αμπχαζία.
Σε δημοψήφισμα του Νοεμβρίου του 2006, η συντριπτική πλειοωηφία των Οσ’ετιων ψήφισε για την ανεξαρτησία τους από τη Γεωργία, κρατώντας οι περισσότεροι τα ρωσικά τους διαβατήρια. Αυτό επέτρεψε στον Ρώσο πρόεδρο Μεντβέντεφ να δικαιολογήσει την αντεπίθεση των ρώσων στρατιωτών στη Γεωργία ως προσπάθεια «να προστατευθούν οι ζωές και η αξιοπρέπεια των ρώσων πολιτών, οπουδήποτε κι αν βρίσκονται.»
Για τη Ρωσία (όχι μόνο τώρα αλλά από την εποχή των τσάρων) η Οσετία είναι μια σημαντική στρατηγική βάση κοντά στα τουρκικά και ιρανικά σύνορα. Η Γεωργία είναι επίσης σημαντική χώρα διέλευσης για το πετρέλαιο που αντλείται από την Κασπία και φτάνει μέσω του αγωγού Μπακού-Τιφλίδας στον τουρκικό λιμένα Σεϊχάν.
Για τους Γεωργιανούς τόσο η Νότια Οσετία και η Αμπχαζία θεωρούνται απλά τμήματα του εθνικού τους εδάφους. Οι υποσχέσεις από τους ηγέτες του ΝΑΤΟ για την ένταξη της Γεωργίας στη συμμαχία, και οι επιδεικτικές δηλώσεις υποστήριξης από την Ουάσιγκτον, έχουν ενθαρρύνει τον Σαακασβίλι και τις στρατιωτικές επιθέσεις του ενάντια στη Νότια Οσετία και την Αμπχαζία. Τόσο όμως αυτός όσο και οι αμερικανοί υποστηρικτές του φαίνεται πως έκαναν μια λάθος κίνηση. Η Ρωσία έχει καταστήσει σαφές ότι δεν έχει καμία πρόθεση να παραμείνει αδρανής.
Η Ρωσία είναι μεν ασθενέστερη από την αμερικανονατοϊκή συμμαχία αλλά δεν παύει να αποτελεί ένα φιλόδοξο ιμπεριαλιστή παίκτη στον έλεγχο του πλούτου του Καυκάσου και παραμένει ένας μεγάλος αντίπαλος. Αλλά οι μικρές χώρες πρέπει να εκμεταλλεύονται αυτές τις αντιθέσεις. Καθώς η Ρωσία αναπολεί τα χαμένα μεγαλεία της ΕΣΣΔ είναι βέβαια ευάλωτη σε σπασμωδικές κινήσεις, παρέχοντας έτσι μια μεγάλη ευκαιρία για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Μέχρι στιγμής πάντως κατέκτησε μια σημαντική διπλωματική αλλά και επικοινωνιακή νίκη. Δυστυχώς, το ενδεχόμενο μιας μυστικής αμερικανορωσικής συμφωνίας δεν είναι εντελώς απίθανο, κάτι δυσοίωνο για τους λαούς της εγγύς και μέσης Ασίας.
Θάνος Κωτσόπουλος
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου