TRANSLATION

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

TO ZHTHMA TOY ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΟΝ HEGEL ΚΑΙ ΣΤΟΝ HEIDEGGER

Α΄ ΜΕΡΟΣ: O ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΝ HEGEL

Ας περάσουμε πρώτα στον Hegel. Πριν οτιδήποτε, παραθέτω αυτούσιο, διότι έχει μεγάλη αξία και τοποθετεί εξαιρετικά την αφετηρία της προβληματικής για το θάνατο στον Hegel, ένα μικρό απόσπασμα από τον Κώστα Παπαϊωάννου («Χέγκελ», Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1992, μτφ. Γ. Φαράκλας, σελ. 104-106).

Στο βαθμό που η αυτοσυνείδηση είναι ακόμη «βυθισμένη στο είναι της ζωής» (Φαιν.Πν. 143) αποκλείει από μέσα της «ό,τι είναι άλλο». Ο άλλος άνθρωπος της εμφανίζεται σαν ένα «πράγμα». Καθώς η πραγμοποίηση αυτή είναι αμοιβαία «είναι ο ένας για τον άλλον απλώς αντικείμενο» Έτσι διεξάγεται, πάνω στο βιολογικό υπόβαθρο του αγώνα για ζωή μια μάχη μέχρι θανάτου που θα ενεργοποιήσει την πρώτη άρνηση των δεσμών του ανθρώπου με τη φύση: η φυσική μάχη για τη ζωή γίνεται πνευματικός αγώνας για αναγνώριση. Όπως η καταστρεπτική επιθυμία του ζώου υπόκειται σε άρνηση, απωθείται, εξιδανικεύεται μέσα στην ανθρώπινη εργασία, έτσι και η ζωική επιθυμία, που αναφέρεται στον άλλο άνθρωπο σαν σε ένα αντικείμενο αρνείται τον εαυτό της, εξανθρωπίζεται, καθότι γίνεται επιθυμία αναγνώρισης από τον άλλον. Μέσα σ’ αυτή την επιθυμία πραγματοποιείται η αληθινή υπέρβαση της απομόνωσης και της εξατομίκευσης (Vereinzelung) της φυσικής κατάστασης. «Μέσα στην πράξη της αναγνώρισης το Εγώ παύει να είναι μεμονωμένο (Einzelne) […] Αυτή ακριβώς η κίνηση αναιρεί τη φυσική του κατάσταση. [Ο άνθρωπος] είναι αναγνώριση. «Το Απόλυτο Πνεύμα», όπως θα πει αργότερα ο Χέγκελ, «είναι μια αμοιβαία αναγνώριση» (ΦΠ 471). Αυτή η αναγνώριση που αποτελεί ήδη την πρώτη εκδήλωση της πραγματικής καθολικότητας του Λόγου δε γίνεται με τρόπο ειρηνικό. Ούτε πάνω στο βιολογικό ένστικτο (τον σωματικό έρωτα) μπορεί να θεμελιωθεί ούτε πάνω στην εν γένει επικοινωνία: η γλώσσα λόγου χάρη «εξαφανίζεται έτσι όπως εμφανίζεται, δεν είναι μια μόνιμη, πραγματική αναγνώριση». Μόνο όταν επιδιώκει το θάνατο του άλλου και επωμίζεται τον κίνδυνο του θανάτου, μπορεί ο άνθρωπος να επιβάλλει πραγματικά την αναγνώρισή του ως ανεξάρτητου όντος, με όλη τη σημασία της λέξης, δηλαδή ως «έλλογου» όντος: το «μηδέν του θανάτου» θεμελιώνει την πρώτη αυθεντικά ανθρώπινη συνύπαρξη.

Η εγελιανή «Ρωβινσονιάδα» του Κυρίου και του Δούλου περιγράφει ακριβώς το πρώτο στάδιο της διαδικασίας του εξανθρωπισμού. Ο Κύριος και ο Δούλος είναι τα δύο πρώτα αυθεντικά ανθρώπινα ατομικά μορφώματα: τα δύο πρώτα σχήματα της «αυτοσυνείδησης» που αναδύθηκαν από την πρωτόγονη ζωικότητα. Ο Κύριος έγινε άνθρωπος και υπάρχει «για τον εαυτό του», επειδή αντιμετώπισε μέχρι τέλους το μηδέν του θανάτου και υψώθηκε έτσι πάνω από τη ζωή. Ο Δούλος, που διακινδύνεψε «πληγές όχι την ίδια τη ζωή», διατήρησε τη ζωή του διακόπτοντας τη μάχη: έγινε το πράγμα του άλλου που τον άφησε να ζήσει επειδή εκείνος τον αναγνώρισε για κύριό του. Ο Χέγκελ όμως δεν είναι ο Νίτσε: ο αφέντης δεν είναι ο νιτσεϊκός δημιουργός των αξιών. Καταναλώνει χωρίς να εργάζεται και εξαρτάται από τον Δούλο. Αυτός έπαψε να είναι το αδρανές πράγμα, το αντικείμενο της θέλησης για δύναμη. Η αγωνία που γνώρισε, «όχι για το τάδε ή το δείνα (πράγμα), όχι για την τάδε ή τη δείνα στιγμή αλλά για όλο του το ον» τον χειραφέτησε από τη ζωή της οποίας υπήρξε δούλος. Απελευθερωμένος, μέσω της εμπειρίας της αγωνίας από τους φυσικούς περιορισμούς τού είναι του, ο δούλος κατακτά τελικά την ανθρώπινη υπόστασή του μέσα από τη δουλειά.

Αυτή είναι η σκέψη του Hegel, όπως ωραία την συνοψίζει ο Παπαϊωάννου. Αμφότερα τα μέρη παίρνουν τα δίκια τους και μια διαλεκτική ισορροπία επέρχεται μετά την αναμέτρηση. Ο Δούλος ενώ σε πρώτη φάση υποδουλώνεται εξαιτίας του φόβου του θανάτου και της επιθυμίας για ζωή εντέλει «ελευθερώνεται» από τα δεσμά της ζωής και εξ αυτού καθίσταται ικανός για εργασία. Ο Κύριος, απ’ την άλλη, ενώ σε πρώτη φάση ελευθερώνεται εξαιτίας του μη φόβου του θανάτου και της επιθυμίας για αναγνώριση, εντέλει υποδουλώνεται στα δεσμά της ζωής και εξαρτά την επιβίωσή του από το Δούλο.

Ο θάνατος και η εργασία είναι εδώ οι κεντρικές έννοιες, δεμένες κι αυτές με βαθύτερους δεσμούς διαλεκτικής σχέσης. Η εργασία, όπως θα το πούμε και στη συνέχεια, είναι «αντικειμενικά» ένας διαρκής θάνατος μέσα στη διαδικασία της ζωής. Αλλά και η ζωή χωρίς εργασία (έξω από την εργασία) είναι «υποκειμενικά» ένα κενό, συνώνυμο του θανάτου (μια κατάσταση που ευνοεί τη χαϊντεγκεριανή προσμονή του).

Ανακύπτει, εντωμεταξύ το εξής: ποιο είναι το θεμέλιο για τις «δύο λογικές» της άρνησης του θανάτου, εκείνης του Δούλου ο οποίος επιλέγει την αποφυγή της αναμέτρησης και την αργή συμφιλίωση μαζί του μέσω της εσωτερίκευσή του και εκείνης του Κυρίου, ο οποίος επιλέγει την αναμέτρηση μαζί του. Έτσι όπως θέτει το ζήτημα ο Hegel μπορεί να εννοηθεί ότι είναι ζήτημα ευψυχίας και αρετής: ο Κύριος είναι ένας γενναίος ενώ ο Δούλος ένας δειλός. Ένας τέτοιος ο δρόμος θα οδηγούσε κατευθείαν στο Nietzsche. Ωστόσο δε νομίζω ότι μια τέτοια εκδοχή προκύπτει από τον Hegel. Η αναμέτρηση για αναγνώριση προηγείται του θανάτου και μόνο όταν η σύγκρουση φτάσει στην ακραία της συνέπεια ο θάνατο γίνεται καταλύτης της αυτοσυνείδησης. Ποιο είναι λοιπόν το «κινούν αίτιο» της αναμέτρησης για αναγνώριση;

Το θεμέλιο δεν είναι ο θάνατος αλλά η επιθυμία. Αν μπορεί εύκολα να γίνει δεκτό ότι το Απόλυτο Πνεύμα είναι, ουσιαστικά, αναγνώριση και, συνεπώς, εκδήλωση του Λόγου δεν είναι το ίδιο αυτονόητο γιατί ο Λόγος πρέπει υποχρεωτικά να απαιτήσει, ως άλλος Μολώχ, τον ανελέητο αφανισμό του ενός από τα δύο μέρη που συγκροτούν την κοινωνική σχέση.

Σ’ αυτό το σημείο εισάγει ο Hegel την έννοια της επιθυμίας. Η αυτοσυνείδηση είναι επιθυμία (ΦΠ 174). Η επιθυμία είναι για τον Hegel η κινητήρια μηχανή της ιστορικής διαδικασίας. Το Πνεύμα γνωρίζει αρχικά τον εαυτό του ως υποκειμενικό αίσθημα. Μόλις το αίσθημα αυτό εντοπιστεί εξωτερικά ή «αντικειμενικοποιηθεί» διχάζεται σε εσωτερικό και εξωτερικό κόσμο. Αλλοτριώνομαι από τον εαυτό μου σημαίνει ότι θεωρώ πως ο αληθινός εαυτός μου περιέχεται στο εξωτερικό αντικείμενο. Τότε αρχίζω να επιθυμώ να το «καταπιώ», να το εξαφανίσω αφομοιώνοντάς το για συντελεστεί ο κύκλος της οικείωσης. Η επιθυμία είναι επομένως επιθυμία για τον εαυτό μου ή για κάποια βαθύτερη ουσία μου από την οποία αισθάνομαι αποκομμένος. Υπάρχει ένα «επίδικο» κομμάτι που λείπει από τον εαυτό μου και πρέπει να ξαναγίνει δικό μου για να είμαι ολόκληρος. Ο αγώνας μου να ικανοποιήσω την επιθυμία μου για ολοκλήρωση με οδηγεί στην ανάπτυξη της ατομικής μου συνείδησης. Ποιο είναι όμως αυτό που λείπει; Ποια είναι η έλλειψη; Αυτό είναι ένα ζητούμενο για καθένα που μπαίνει στην τροχιά της αυτοσυνείδησης.

Η αναζήτηση ταυτότητας, στο βαθμό που αποτελεί θεμελιώδες αίτημα του Πνεύματος, το κάνει να έρχεται αντιμέτωπο με την ίδια τη ζωή. Η επιθυμία είναι μια απεριόριστη ορμή ιδιοποίησης της ζωής, όχι ενός εντοπισμένου μικρού τμήματος το οποίο βρίσκεται κάπου και το Πνεύμα το αναζητά ως το απολεσθέν κομμάτι του αλλά ως άρνηση της ζωής ως επιθυμία θανάτου στο όνομα της ταυτότητας. Επομένως η επιθυμία επιζητεί την άρση της ανεξαρτησίας της ζωής και την υποταγή της στο Εγώ.

Ωστόσο η ένταση μεταξύ επιθυμίας και ζωής (και επομένως της ζωής της επιθυμίας) δεν μπορεί να διατηρηθεί παρά μόνο στο βαθμό που το αντικείμενο της επιθυμίας παραμένει ανεξάρτητο. Το αίτημα της απόλυτης ικανοποίησης της επιθυμίας θα μείνει ανικανοποίητο και το επιθυμούν υποκείμενο θα αντιληφθεί ότι δεν είναι ανεξάρτητο αλλά παραμένει εξαρτημένο από τη διαρκώς μετέωρη επιθυμία του για το αντικείμενο. Ανεξαρτησία όμως του αντικειμένου συνεπάγεται ανεξαρτησία της ζωής και αυτό, με τη σειρά του, άρνηση της επιθυμίας. Η επιθυμία απειλείται από τους ίδιους τους όρους της τροφοδότησής της.

Επομένως, καθώς η ένταση αυτή κορυφώνεται, κάθε υποκείμενο που επιθυμεί θα πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να εκπληρώσει την επιθυμία του επιβεβαιώνοντας την απόλυτη ανεξαρτησία του από τη ζωή, αρνούμενο την ίδια τη ζωή. Στρέφεται έτσι σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου όχι πλέον για ένα αντικείμενο αλλά για την ίδια του την αυτό-επιβεβαίωση και αναγνώριση.

Επιστρέφει όμως ο φαύλος κύκλος της εξάρτησης. Η επικύρωση της αναγνώρισης θα επέλθει από τη σχέση δύο συνειδήσεων. «Η αυτοσυνείδηση μπορεί να φτάσει στην ικανοποίηση μόνο όταν αυτό το ίδιο το αντικείμενο πραγματοποιεί την άρνηση μέσα του» επομένως, η «αυτοσυνείδηση επιτυγχάνει την ικανοποίησή της μόνο σε μια άλλη αυτοσυνείδηση» (ΦΠ 175). Ο θάνατος λειτουργεί (αρχικά) ως πραγματικός καταλύτης της αυτοσυνείδησης στη συνέχεια όμως η ίδια η αέναη αλληλεξάρτηση των αυτοσυνειδήσεων του απονέμει ένα συμβολικό ρόλο, τον καθιστά ένα είδος «νομίσματος» μεταξύ των αυτοσυνειδήσεων οι οποίες για να υπάρξουν πρέπει, μέσω της σχέσης Κυρίου και Δούλου να παραμερίσουν τον κυριολεκτικό θάνατο και να βάλουν στη θέση του την εργασία. Ωστόσο αυτή η σιωπηρή συμφωνία δεν είναι εσαεί κατεστημένη, ένα «κοινωνικό συμβόλαιο». Οποτεδήποτε ο Δούλος αμφισβητήσει την αναγνώριση της εξουσίας του Κυρίου καιροφυλακτεί ο φόβος μιας απειλούμενης ανατροπής της ισορροπίας της, ενεργοποιείται εκ νέου ο κύκλος του φόβου του θανάτου.

Άρα, επιθυμία σημαίνει πρόκληση καταστροφής και επομένως σημαίνει επιθυμία θανάτου. Η πραγματική ελευθερία υπάρχει πέρα από το σώμα. Ενώ αρχικά η επιθυμία επιδιώκει την εσωτερίκευση του διαφορετικού, του Άλλου, στη συνέχεια επιζητεί να γίνει μια αφηρημένη ταυτότητα πέρα από σωματικές ανάγκες και περιορισμούς, επομένως στρέφεται εντέλει κατά της ίδιας της ζωής. Μέσω της επιθυμίας η αυτοσυνείδηση εμπλέκεται σε ένα θανάσιμο αγώνα κατά της ίδιας της σωματικής ύπαρξης του Άλλου, στο όνομα όμως της Ελευθερίας. Αυτή την τρομακτική ένταση έρχεται να εκτονώσει η σχέση Κυρίου και Δούλου η οποία διαμεσολαβεί και προσφέρει ως «πρόταση του πολιτισμού» να τοποθετηθεί η επιθυμία του θανάτου μέσα στο πλαίσιο της ζωής. Το Άλλο δεν χρειάζεται να θανατωθεί, αρκεί να βιώσει τον ίδιο του το θάνατο, να μετατραπεί σε ένα Μηδέν εντός της ζωής. Αυτό θα επιτευχθεί μέσα στο πλαίσιο της εργασίας και μέσω της δομικής σχέσης Κυρίου και Δούλου.

Ο θάνατος στον Hegel στη μεγάλη περιπέτεια του Πνεύματος και αποσπάται από τη «φυσική» του θέση. Επομένως δεν είναι η φύση που θέτει το θάνατο πάνω στη διαδρομή του Πνεύματος. Αντίθετα, ο θάνατος υποτάσσεται σε μιαν ανώτερη υπόθεση, η οποία καθόλου ή μόνο φαινομενικά είναι ατομική. Τοποθετείται στο κέντρο της κοινωνικής σχέσης και της ιστορίας.

Αν όμως, για τον Hegel, ο θάνατος είναι το υπόβαθρο πάνω στο οποίο τοποθετείται η πραγματική, ιστορική και «πολιτισμένη» ζωή των ανθρώπινων κοινωνιών τότε από την κατάσταση της στοχαστικής, ατομοκεντρικής, μελαγχολικής χαϊντεγκεριανής «προσμονής» του θανάτου πάμε σ’ αυτό που ο Παπαϊωάννου αποκαλεί «εκμηδενίζουσα ανησυχία του απείρου», σε μια προσμονή του διχασμού, όταν οι αντιθέσεις χάσουν το βαθύτερό τους ειρμό και καταστούν αυτοδύναμες, οπότε ο Λόγος ως φιλοσοφία (θα ήθελε ο Hegel) ή ο Λόγος ως κοινωνία (θα θέλαμε εμείς) θα κληθούν να αποφανθούν αν ο διχασμός μπορεί να υπαχθεί και να τιθασευτεί μέσα στο Απόλυτο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: