Β’ ΜΕΡΟΣ: Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΝ HEIDEGGER
Το εννοιολογικό σύστημα του Heidegger, όπως εξάλλου και στον Hegel, είναι τόσο αυστηρά δομημένο και αυτοτελές ώστε είναι όχι μόνο πολύ δύσκολο αλλά και εξαιρετικά παράτολμο να αποσπά κανείς τις φιλοσοφικές του έννοιες και να τις θέτει σε τρέχοντα λόγο. Οπότε, όσα στη συνέχεια αναφέρονται στη σκέψη του μεγάλου φιλοσόφου ας συσχετιστούν με την απλοϊκότητα του γράφοντος και ας υπάρξει ως ελαφρυντικό για το τόλμημα η ανάγκη του να θέσει ερωτήματα.
Στον Heidegger, όπως και στον Hegel, ο θάνατος είναι θεμελιώδης έννοια αφού από τη στάση απέναντι στο θάνατο εξαρτάται η «αυθεντικότητα» του Dasein (εδωνά-Είναι). Ο Heidegger μάλιστα όρισε ένα κοινό τόπο στον οποίο εκδηλώνεται η σχέση του «αυθεντικού» με το «μη αυθεντικό» Dasein: την «καθημερινότητα» ( υπενθυμίζεται ότι «αυθεντικός», ή «μη», κατά τον Heidegger, είναι αυτός που έχει, ή όχι, ιδιοποιηθεί τον εαυτό του).
Το Dasein βρίσκει τον εαυτό του «ριγμένο» (Geworfen) στον κόσμο, στο, Da, το «εδωνά» του, σε μια κατάσταση που δεν διάλεξε το ίδιο. Το ρίξιμο αυτό, (ή η «διάρριψη», όπως επίσης έχει αποδοθεί) συνδέεται με τη «γεγονότητα» (Faktizität) έναν όρο που αναφέρεται στον ειδικότερο, κατά τον Heidegger, τρόπο ύπαρξης του Dasein, διαφορετικό από εκείνον ενός δέντρου ή μιας πέτρας και συνδέεται με το μες-στον-κόσμον-Είναι, δηλαδή με το ότι ως ον «κατανοεί τον εαυτό του ως «μοιραία» δεμένο με το Είναι των όντων που συναντά μες στον κόσμο του».
Οι δύο καταστάσεις «αυθεντικού» και «μη αυθεντικού» δε διαχωρίζονται με εννοιολογικά στεγανά, αφού φυσικός τόπος επιστροφής του αυθεντικού Dasein είναι η καθημερινότητα. Η αυθεντικότητα, λοιπόν, βρίσκεται σε λανθάνουσα μορφή μέσα στην καθημερινότητα και στόχος της φαινομενολογικής έρευνας είναι να την φέρει στην επιφάνεια, να την βγάλει από την κατάσταση λήθης.
Μέσα στη μη αυθεντική καθημερινότητα το Dasein έρχεται αντιμέτωπο με τους «Πολλούς» (das Man), μάλιστα με τη «δικτατορία» των «Πολλών». Υπαρκτικό χαρακτηριστικό των «Πολλών» είναι ότι καλλιεργούν, μέσω της συναλληλίας, ένα «μέσο όρο» τρόπου ζωής ο οποίος ισοπεδώνει τις δυνατότητες του Είναι και στο τέλος «καταστέλλει αθόρυβα την υπεροχή». Η ισοπέδωση, εκφρασμένη συνήθως ως «κοινή γνώμη» χαρακτηρίζεται από την αναισθησία της απέναντι στις διαφορές «επιπέδου και γνησιότητας».
Ο μόνος δρόμος για το Dasein να «ιδιοποιηθεί» τον εαυτό του και να είναι «αυθεντικό» περνά μέσω της προσμονής του θανάτου, ενός ορισμένου είδους αγωνίας για το θάνατο, να είναι- προς -τον -θάνατο (Sein zum Tode).
Ο θάνατος δεν είναι ένα απλό βιολογικό γεγονός, και μάλιστα «εξωτερικό» (όπως θα το έβλεπαν οι επικούρειοι ή οι υλιστές) ως προς το Dasein, αλλά ένα εσώτατο προς αυτό φαινόμενο, ένας θάνατος τον οποίο το Dasein πρέπει να θεωρεί αποκλειστικά δική του υπόθεση, ένα γεγονός που σχετίζεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο με την ουσία της ύπαρξής του.
Όπως είναι φανερό, ο Heidegger κάθε φορά χρησιμοποιεί έναν όρο με εντελώς ειδική σημασία, ο οποίος συνδέεται με άλλους, επίσης ειδικής σημασίας. Είναι, λοιπόν, ευκολότερο να καταλάβουμε τι δεν είναι η προσμονή του θανάτου για τον Heidegger παρά να περιγράψουμε επακριβώς τι είναι:
«Προσμονή» του θανάτου δεν σημαίνει απλώς αναμονή ενός «λογικού» γεγονότος το οποίο γνωρίζουμε ότι θα συμβεί, κάποια στιγμή, και σε μας όπως έχουμε διαπιστώσει να συμβαίνει σε όλους τους υπόλοιπους συνανθρώπους μας.
Δεν σημαίνει, επίσης, θανατοπληξία, να σκεφτόμαστε μανιωδώς το τέλος μας ή θανατολαγνεία. Ούτε σημαίνει μια διαρκή «αερολογία» περί του θανάτου, (όπως π.χ. με τις διάφορες ακαδημαϊκές «φιλοσοφίες του θανάτου» τύπου S. Kagan).
Αλλά δεν σημαίνει, περεταίρω, ούτε και τις «φυσικές», στενόχωρες σκέψεις που κατά καιρούς κάνουμε (και ταχύτατα αποδιώχνουμε) υπολογίζοντας πόσος χρόνος μας απομένει να ζήσουμε. Προσμονή δεν σημαίνει κατάθλιψη στην ιδέα του θανάτου. Ούτε σημαίνει τις μορφές συμπάθειας στο θάνατο των άλλων. Αν θέλαμε να συνοψίσουμε, (σε γλώσσα χαϊντεγκεριανή) θα λέγαμε ότι η προσμονή του θανάτου δεν είναι «οντική» αλλά «οντολογική».
Ίσως αν λέγαμε πως η ολική, διαρκής, σοβαρή και εναργής συναίσθηση και ενατένιση της θνητότητάς μας και η μη περίσπασή μας στην αναυθεντική όψη της καθημερινότητας, η οποία απομακρύνει το θάνατο ως ένα εξωτερικό και μη ριζικά συνδεόμενο με την ύπαρξη γεγονός να έδινε μια αμυδρή περιγραφή για το πώς αντιλαμβάνεται ο Heidegger τη σημασία του θανάτου για το Dasein, δηλαδή για την ανθρώπινη συνείδηση (στην καθομιλουμένη).
Η οπτική του Heidegger για το θάνατο βρίσκεται, όπως είναι αυτονόητο, σε ριζική διαφορά από εκείνη του Επίκουρου η οποία συνοψίζει, σε φιλοσοφικό επίπεδο, την αλλοτριωμένη πρακτική των «Πολλών». Ένα θετικό άγχος για το θάνατο κάνει τη διαφορά με την αμεριμνησία των «Πολλών» οι οποίοι, επειδή διακατέχονται από το φόβο του θανάτου, τον ξορκίζουν ζώντας «μη αυθεντικά», ανακουφίζοντας το αδήριτο του θανάτου στην ελαφρότητα και την ανευθυνότητα.
Το επίκεντρο της απέκδυσης από την περίσπαση της μη αυθεντικής καθημερινότητας είναι η προσμονή από το Dasein του «δικού του» θανάτου. Ο θάνατος, συνεπώς, τοποθετείται από τον Heidegger στην περιοχή του ατομικού, καθίσταται ο ύψιστος τρόπος της εξατομίκευσης. Προφανώς, αυτή η κατάσταση ενάργειας που προκύπτει από την προσμονή του θανάτου συνεπάγεται επιλογές και αποφάσεις, ένα νέο προσανατολισμό δράσης ή στάσης ζωής (προς-το-θάνατο) στοιχεία τα οποία αποτελούν την έμπρακτη απομάκρυνση από τον τρόπο ζωής των «Πολλών».
Δεν είναι φυσικά δυνατόν να συνοψιστεί τόσο σχηματικά η οπτική του Heidegger για το θάνατο. Υπάρχουν όμως ερωτηματικά που προκύπτουν έστω και με βάση αυτή τη χοντροκομμένη παρουσίαση:
Μολονότι τόπος τόσο του αυθεντικού όσο και του μη αυθεντικού είναι η καθημερινότητα, ο Heidegger αποσπά το άτομο από την κοινωνική του συνεύρεση. Απομένει λοιπόν απόμακρο, σε μια φιλτραρισμένη, «αποστειρωμένη» καθημερινότητα, στο επίκεντρο της οποίας δεν έχει απομείνει τίποτε άλλο από την αγωνία ή την προσμονή του θανάτου.
Αν δεν είχε φροντίσει να υπάρχει αυτό το πλαίσιο θανάτου θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε γιατί, π.χ., δεν έχει το Dasein προσμονή θανάτου (και μάλιστα πολύ πιο εξασφαλισμένη) όταν αγωνίζεται, συμπράττοντας μάλιστα και με τους «Πολλούς» για πολιτικά ιδανικά, όπως η ανεξαρτησία της πατρίδας του, η ελευθερία, η δημοκρατία, η κοινωνική δικαιοσύνη, με δράσεις που συνεπάγονται μεγάλους κινδύνους απώλειας της ζωής του.
Αφήνοντας ο Heidegger το θέμα στην υποκειμενική ευχέρεια του κάθε ξεχωριστού Dasein ουσιαστικά δεν θέτει κανένα ορατό και ξεκάθαρο κριτήριο για το αν αυτή η προσμονή του θανάτου συντελείται ή όχι με τους φαινομενολογικούς όρους που ο ίδιος θέτει. Προφανώς δεν εννοεί ο Heidegger ότι το Dasein θα πρέπει να κατέχει φαρσί το «Είναι και Χρόνος».
Ακριβώς αυτή η αβεβαιότητα είναι που τροφοδοτεί το άγχος όχι πλέον για το θάνατο αλλά για την τήρηση μιας μεθόδου (της χαϊντεγκεριανής). Αν πάλι αφήνεται το Dasein σε έναν επαναπαυμένο στοχασμό για την προσμονή του θανάτου του ο οποίος ασκείται μακροχρόνια (όσο σε πιο νεαρή ηλικία το Dasein αρχίζει να προσμένει το θάνατο τόσο δυσκολότερο) και σε στάση απόσυρσης από τη, μη αυθεντική, «βουή της καθημερινότητας» τότε είναι πιθανό να διαμορφωθεί μια κατάσταση που καταλήγει στη μελαγχολία, όχι με την ψυχαναλυτική αλλά την οντολογική έννοια. Αυτό όμως το τελευταίο ενδεχόμενο ανοίγει ένα άλλο κύκλο θεμάτων.
Θάνος Κωτσόπουλος
1 σχόλιο:
O Heidegger χρησιμοποιεί την έκφραση "das Eigentliche" ή το "Uneigentliche" αντίστοιχα σαν αντίθετο το πρώτου το οποίο εδώ μεταφράζεται σαν αυθεντικό ή μη-αυθεντικό. Παρ' αυτά η λέξη στην Γερμανική έχει μάλλον την σημασία του ουσιώδες ή μη-ουσιώδες αν πούμε ότι δεν μιλούμε "απλώς" φαινομενολογικά οπότε το "αυθεντικό" έχει μια σχετικά άμεση μεταφραστική αντιστοιχία. Καθώς στο κέντρο της συζήτησης μας είναι ο θάνατος κρίνω ότι το "ουσιώδες" μεταφέρει σαφώς πιο άμεσα την διάθεση του Heidegger. Επίσης η μετάφραση του "das Man" ως "οι Πολλο" είναι ελλειπέστατο για τη χαϊντεγκεριανή γλώσσα ακόμη και αν την κατηγορήσουμε ως κοινότοπη αναφορικά με την θεματική της. Συνεπέστερα θα μεταφράζαμε το "das Man" ο κάποιος, ο όποιος ή ο καθείς, καθώς με αυτά απευθυνόμαστε/αναφερόμαστε σε ένα ουδέτερο και γενικό συνήθως τρίτο πρόσωπο όπως είναι και η πρόθεση του Heidegger. Επίσης τοποθετούμε το "κάποιος" στη θέση μιας αντωνυμίας ακριβώς όταν αποφευγουμε να γίνουμε συγκεκριμένοι ως προς την ταυτότητά του, π.χ. θα έλεγε "κάποιος" ότι...κλπ.
Ευχαριστώ,
Αλέξανδρος Μήνας.
Δημοσίευση σχολίου