TRANSLATION

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

Παράλληλη αφήγηση δύο επιζώντων των Κερκυραϊκών - μέρος δεύτερο

Τι απέγιναν οι δυο αυτοί άνθρωποι από την Κέρκυρα, ο Θέρσιλος και ο Ναυκίδης την εποχή που στην Αθήνα οι πολίτες συναντούσαν στο δρόμο τον Σωκράτη και παρακολουθούσαν στο θέατρο τραγωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη όπως την “Ηλέκτρα” και την “Εκάβη”;
Ο πρώτος, δούλος, με καταγωγή από την απέναντι Ιλλυρική και ο δεύτερος, ελεύθερος πολίτης, με ρίζες αριστοκρατικές. Δυο χωριστοί κόσμοι στη γενικότητα αλλά με κοινή μοίρα στις συγκεκριμένες περιστάσεις που αναγκαστικά βίωσαν.

Είχαμε αφήσει τον Θέρσιλο στην Αίγινα, όπου μετά τη ναυμαχία στα Σύβοτα αιχμαλωτίστηκε και πουλήθηκε δούλος σ' έναν Αιγινήτη έμπορο, τον Πράξανδρο. Απ' την άλλη, αιχμάλωτος βρέθηκε στην Κόρινθο και ο Ναυκίδης, μαζί με άλλους διακόσιους πενήντα πρωτοκλασάτους Κερκυραίους. Οι Κορίνθιοι τους καλομεταχειρίζονταν και διαπραγματεύονταν την απελευθέρωση με λύτρα, ανταλλάσσοντας ευγνωμοσύνη με φιλοκορινθιακά φρονήματα.
Θα ακούσουμε τους ίδιους να αφηγούνται τα όσα έζησαν στη συνέχεια.
Πρώτος θα μιλήσει ο Θέρσιλος.

« Κάμποσους μήνες πέρασα στο κτήμα και τις αποθήκες του Πράξανδρου. Οι μέρες αργές, βασανιστικές. Δίψα αφόρητη. Νοσταλγούσα τη δροσερή, καταπράσινη Κέρκυρα με τα πλούσια νερά.
Μια καυτή καλοκαιρινή μέρα ένα μαντάτο έκανε όλους να τρέχουν απελπισμένοι, να θρηνούν, να ικετεύουν τους θεούς τους. Ο Πράξανδρος με διέταξε να μαζέψω σ' ένα μικρό τσουβάλι τα αναγκαία. Θα φεύγαμε όλοι απ' το νησί.
Καράβια Αθηναϊκά κατέπλευσαν. Ένοπλοι Αθηναίοι μας φόρτωσαν με βία. Κατηγορούσαν με μίσος όλους τους Αιγινήτες πως αυτοί φταίγανε για τον πόλεμο που ξεκίνησε. Δεν ξέρω πόσοι βρεθήκαμε στοιβαγμένοι στις κοιλιές των καραβιών. Δεν ξέρω πώς, δούλος εγώ, παλιός ναυμάχος των Κερκυραίων, είχα σωθεί από το θάνατο και τώρα περιμένω τη μοίρα μου δίπλα στον Πράξανδρο. Ανοιχτήκαμε στη θάλασσα χωρίς να ξέρουμε τι θ' απογίνουμε.
Ταξιδέψαμε όλη τη μέρα με απαλό άνεμο, ευνοϊκό και αργά το βράδυ έβγαλαν τους περισσότερους σε μια ακτή άγνωστη σε μένα. Αυτή εδώ θα είναι η καινούργια σας πατρίδα, ούρλιαζαν. Κράτησαν μερικούς στα καράβια. Δεν τους ξαναείδαμε ποτέ.
Οι φρουρές μας έδειξαν την άλλη μέρα πού θα κάναμε τον πρώτο καταυλισμό. Ο τόπος μάθαμε πως λέγεται Θυρέα. Τη νέμονταν οι Λακεδαιμόνιοι και ποιος ξέρει πώς τα συμφώνησαν με τους Αθηναίους να μεταφέρουν εκεί τους ξεσπιτωμένους Αιγινήτες.
Λίγοι θα κρατούσαν το μικρό λιμανάκι στη θάλασσα κι εμείς, οι περισσότεροι, θα φτιάξουμε την πάνω πόλη, δέκα στάδια από την ακτή. Έτσι οι Αθηναίοι ξεμπέρδεψαν με τους μουλωχτούς Αιγινήτες.
Εγώ έμεινα στη δούλεψη του καλού Πράξανδρου. Η κακοτυχία τον μαλάκωσε, μου φερόταν καλύτερα στη νέα μας πατρίδα.
Έχουν περάσει μήνες, χρόνια. Ξεχασμένοι από θεούς και ανθρώπους ζούμε σε τούτη την ερημιά, κι ο κόπος μου πηγαίνει ίσα να μένει ζωντανός ο κύριος μου... »

Η αφήγηση του Θέρσιλου σταματά σ' αυτό το σημείο. Κανείς δεν ξέρει το τέλος του. Το πιθανότερο να σκοτώθηκε κατά την επιδρομή των Αθηναίων στη Θυρέα λίγο αργότερα. Ξεπατώσανε πέρα ως πέρα την πόλη που είχαν πετάξει τους Αιγινήτες. Κάποιοι βέβαια έμειναν ζωντανοί και μεταφέρθηκαν, μαζί με τον Λακεδαιμόνιο πολέμαρχο Τάνταλο, να πουληθούν ως δούλοι στην Αθήνα. Από εκεί, ένας δουλέμπορος τους πήρε για τη βόρεια Πελοπόννησο. Πήγαν σε μια καθυστερημένη περιοχή, σε κάποιους που μεγαλοπιάνονταν και επέμεναν να ονομάζονται “Αχαιοί”.

Ας ακούσουμε τώρα τον Ναυκίδη.

« Οι γαλιφιές των Κορινθίων ήταν τόσες ώστε μας ενημέρωναν ανελλιπώς για τον εμφύλιο σπαραγμό στην Κέρκυρα. Αν πω ότι, έξω από μένα, όλοι ανεξαιρέτως οι δικοί μας Κερκυραίοι αιχμάλωτοι είχαν προσκυνήσει τους Κορίνθιους δεν θα είναι υπερβολή. Στην πατρίδα μου, την Κέρκυρα, οι αθλιότητες έπαιρναν και έδιναν. Εγώ, αν και αριστοκράτης στην καταγωγή, έχω φρόνημα δημοκρατικό, αντιπαθώ τους ολιγαρχικούς αλλά και οι δικοί μου, οι δημοκρατικοί της Κέρκυρας, καταλαβαίνω, είναι έτοιμοι για κάθε είδους ανηθικότητα. Έρμη πατρίδα μου, Κέρκυρα αγαπημένη! Ποιος νοιάζεται για σένα και την περήφανη ιστορία σου;
Μα αυτές ήταν οι σκέψεις ενός αιχμαλώτου. Όσες ελπίδες ελευθερίας κι αν έδινε η εθελοδουλεία των συναιχμαλώτων μου προς τους Κορίνθιους είχαμε όλοι σίδερα στα πόδια.
Η προφητεία μια μέρα εκπληρώθηκε. Στην πολιτική εφικτό είναι μόνο το συμφέρον της εξουσίας. Επιστρέψαμε στην Κέρκυρα. Ένα καράβι φορτωμένο με 250 πράκτορες της Κορίνθου. Μόλις ξεμπερδέψαμε με τα πανηγύρια οι συμπατριώτες μου έπιασαν δουλειά, να απομακρύνουν την Κέρκυρα από την Αθήνα και να την δέσουν στη Σπάρτη.
Αυτά τα ήξερα από πρώτο χέρι. Μα να, ήρθε και μια ηλιόλουστη μέρα για την πατρίδα μου. Ένα κορινθιακό και ένα αθηναϊκό πλοίο έφτασαν με σκοπό τη συμφιλίωση. Και οι συμπατριώτες μου, ανέλπιστο, συμφώνησαν να έχουν ειρηνικές σχέσεις με τις δυο πανίσχυρες πόλεις.
Μα η χαρά δεν κράτησε πολύ. Δε θα αναφερθώ στα γεγονότα με τον φιλοαθηναίο Πειθία και στη φρίκη του πραξικοπήματος των ολιγαρχικών – έσφαξαν τον Πειθία κι άλλους εξήντα δημοκρατικούς. Αυτοί οι αισχροί πραξικοπηματίες ολιγαρχικοί έφτασαν να διακηρύξουν πολιτική ουδετερότητας (μακάρι η Κέρκυρα να κρατιόταν έξω απ' τον πόλεμο κι ας είχαμε τυράννους).
Την επόμενη μέρα οι δημοκρατικοί πέρασαν στην αντεπίθεση. Έσφαξαν κι εκείνοι, άπλωσαν τρομοκρατία και έφεραν Αθηναίους και πεντακόσιους Μεσσήνιους ένοπλους να επιβάλλουν έξωθεν τη “δημοκρατία”. Η Κέρκυρα πέρασε στην Αθηναϊκή συμμαχία. Οι ολιγαρχικοί κυνηγήθηκαν ανηλεώς. Ούτε κι αυτό κράτησε πολύ και τα πράγματα γύρισαν υπέρ της Σπάρτης. Προσωρινά κι αυτό. Με νέες επεμβάσεις οι Αθηναίοι ξαναπαίρνουν τον έλεγχο. Φρικτές σκηνές όπως η εκτέλεση ικετών στο Ηραίο.
Οι τάχα δημοκρατικοί (γιατί δεν μπορώ να ονομάσω δημοκρατία ένα καθεστώς που το επιβάλουν τα όπλα μιας υπερδύναμης) έχουν επικρατήσει. Και η τρομοκρατία σε βάρος των ολιγαρχικών (που, όπως είπα, αντιπαθούσα για τις αδικίες τους) ξεπέρασε κάθε έννοια πολιτισμού. Οι Αθηναίοι κατακτητές φάνηκαν πιο ήπιοι και δίκαιοι παρά οι δικοί μας Κερκυραίοι.
Οι ολιγαρχικοί που τόσο είχαν πιστέψει στις υποσχέσεις των Σπαρτιατών και δελεαστεί από τις γαλιφιές των Κορινθίων διαψεύστηκαν. Τους εγκατέλειψαν αβοήθητους στις θηριωδίες των δημοκρατικών. Μα κι εκείνοι, με τους Πελοποννήσιους συμμάχους τους, θα έκαναν χειρότερα αν είχαν επικρατήσει.
Τις αγριότητες μετά το Ηραίο και την Ιστώνη δεν θέλω να ιστορήσω. Γιατί δε θέλω ο πόλεμος να γίνει ποτέ για μένα δάσκαλος της βίας κι εγώ αφηγητής του μίσους και της ανθρώπινης κατάπτωσης.»

Εδώ τελειώνει η αφήγηση του Ναυκίδη. Καμιά πληροφορία δεν βρέθηκε για την τύχη του.
Από σεβασμό στην επιθυμία του να μην αναπαράγονται χωρίς σπουδαίο λόγο οι φρικαλεότητες του πολέμου αφήνουμε στους φιλίστορες να πληροφορηθούν τις λεπτομέρειες όπως τις αποτύπωσε ο Θουκυδίδης (Γ, 82).

Δεν υπάρχουν σχόλια: