ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ
8
Σε ένα προηγούμενο
σημείο, στο έκτο, έγραψα κάτι για το
καφέ χρώμα. Παράθεσα μια σκέψη του
Spengler αλλά, φυσικά, δεν
είναι ζήτημα που μπορώ να διαπραγματευτώ.
Προσπαθώ απλώς να πιάσω, στο όνομα της
συντροφιάς και της συζήτησης, στο μέτρο
των μικρών μου δυνάμεων, μέσα από λοξές
ματιές, σε γωνιές που διαφεύγουν της
ευθείας παρατήρησης, λίγες κρυμμένες
στιγμές μιας πολυπλοκότητας που
δημιουργεί το ήθος του πεπερασμένου.
Μ' αρέσει ο τίτλος του βιβλίου του David
Lowenthal, “Το παρελθόν είναι μια ξένη
χώρα”. Πάντα περιμένουμε το παρελθόν
να έρθει σε μας και κάποιοι ανυπομονούν
γι αυτό περισσότερο από ότι για το
μέλλον. Είναι η πρόθεση που κάνει το
παρόν για κάποιους βολικό και για άλλους
άβολο.
Για παράδειγμα,
η γενίκευση της καύσης ξυλοκάρβουνου
για θέρμανση και η βαριά ρύπανση του
αέρα δημιούργησε στους ζωγράφους της
Ευρώπης πολύ σοβαρά τεχνικά προβλήματα
και επέδρασε στην αισθητική δύο αιώνων.
Οι εποχές του καθαρού αιθέρα και φωτός
και των λαμπερών χρωμάτων της αρχαίας
Κίνας, Αιγύπτου, Ελλάδας και Ρώμης είχαν
παρέλθει. Είναι όμως και αλήθεια πως
σπουδαία καλλιτεχνικά αποτελέσματα
έχουν επιτευχθεί με πολύ λίγη πρόσθεση
χρώματος ή και αφαίρεση, όπως με το
sfumatto του Leonardo
ή τη σινική.
Για να επιστρέψουμε
στον “ξύλινο κόσμο”, ένα από τα θαυμαστά
αποτελέσματα των φυσικών βερνικιών
εκείνων των εποχών ήταν οι αντανακλάσεις
του φωτός πάνω στη γυαλισμένη επιφάνεια
αναδεικνύοντας τις διαβαθμίσεις των
χρωμάτων του ξύλου και δημιουργώντας
την αίσθηση της διαφάνειας. Ένα γνωστό
και παλιό εικαστικό πρόβλημα ήταν η
απόδοση πάνω στον καμβά, με χρώματα και
πινέλο μιας γυαλισμένης επιφάνειας
επίπλου από βελανιδιά ή σφένδαμο.
Ας προσθέσουμε,
παίζοντας με τους κανόνες του χρόνου,
ότι τον 17ο και κυρίως τον 18ο αιώνα
εμφανίζεται στις βόρειες περιοχές των
Κάτω Χωρών η μόδα του καπλαμά από σφένδαμο
ή σημύδα με κοντράστ ανοιχτόχρωμων και
σκουρόχρωμων σχεδίων πάντα στις
αποχρώσεις του καφέ. Πρόκειται ουσιαστικά
για αναβάθμιση μιας παλιότερης
τεχνοτροπίας του 16ου αιώνα, της μαρκετερί,
αυτού που θα αποδίδαμε στα ελληνικά με
τον όρο “ένθετη διακόσμηση με φύλλα
ξύλου”. To παλιό ρωμαϊκό
και ισλαμικό αραμπέσκ παίρνει τη μορφή
του γκροτέσκ της Αναγέννησης (grottesche)
-μέσω Ραφαήλ- και εν συνεχεία, απλοποιημένο
και προσιτό ως μαρκετερί για τους
μικρόκοσμους των ευκατάστατων τάξεων!
9
Προειδοποιώ
έγκαιρα τον αναγνώστη και του ζητώ
κάποια συγκατάβαση, ότι θα ακολουθήσει
μια ανεκδοτολογία όχι όμως ολότελα
στερημένη ιστορικής αλήθειας. Για να
γίνω σαφέστερος, νομίζω πως μόνο ένας
απολύτως εξειδικευμένος ιστορικός της
επιπλοποιίας θα μπορούσε να αντικρούσει
τον ισχυρισμό μου ότι εκείνος που
επέδρασε, έστω και έμμεσα, στο σχεδιασμό
της chaise longue ήταν ο
Agostino Chigi (Κίτζι). Ο Σιενέζος αλλά
διαμένων στη Ρώμη του Πάπα Λέοντα του
Δέκατου υπήρξε ο ισχυρότερος τραπεζίτης
της εποχής του. Η τράπεζα του είχε πάνω
από 100 υποκαταστήματα σε όλη την Ιταλία,
στην Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια,
το Λονδίνο, το Άμστερνταμ και πολλές
άλλες πόλεις. Ένας τεράστιος εμπορικός
στόλος ταξίδευε με τη σημαία του. Κράτη,
δουκάτα, ο Δόγης της Βενετίας Leonardo
Loredan, οι Πάπες Αλέξανδρος ΣΤ΄ και
Ιούλιος Β΄, ο Σουλτάνος Μπεγιαζίτ Β΄
και άλλοι πολλοί σπουδαίοι της εποχής
ήταν χρεωμένοι στα κατάστιχα του. Κάποια
στιγμή είπε κι αυτός να κτίσει στη δεξιά
όχθη του Τίβερη una casa
"adeguata" οικία η οποία πήρε τη σεμνή
ονομασία “Villa Chigi” (η
σημερινή Villa Farnezina).
Αρχιτέκτων ο Baldassarre Peruzzi. Τη διακόσμηση
στα αργυρά και χρυσά σερβίτσια τα είχε
σχεδιάσει ο ίδιος ο Ραφαήλ.
Εδώ, με την
ευκαιρία, να θυμηθούμε ότι τα μεγάλα
αρχιτεκτονικά έργα της Αναγέννησης,
πέρα από τον ή τους επικεφαλής αρχιτέκτονες,
είχαν πολυπληθή συνεργεία με αυστηρή
ιεραρχία. Με κουράτορες, “κομπιουτίστι”,
“μενσουρατόρι”, “ντεποζιτάρι”,
“σεγκρεγκάρι”, “σοπραστάντι”, “σότο
σοπραστάντι”, “σόπρα ι λενιάμι” και
“καπομαέστρι”.
10
Μόλις τελείωσαν
και οι στάβλοι της έπαυλης και μία μέρα
πριν εγκατασταθούν τα άλογα, δώρα του
Σουλτάνου Βαγιαζίτ Β' (προτιμώ Μπεγιαζίτ),
αποφάσισε να παραθέσει εκεί γεύμα προς
τον Πάπα Λέοντα Ι' και δεκατέσσερις
Καρδιναλίους. Στο τέλος του γεύματος
έλειπαν έντεκα αργυρά πιάτα. Ο Αγκοστίνο
απαγόρευσε να γίνει ανάκριση. Οι τάπητες,
τα έπιπλα, τα σκεύη μαζεύτηκαν και ο
χώρος αποδόθηκε στα άλογα, πλάσματα
απείρως ευγενέστερα από τους Επισκόπους.
Το έλεγε και ο
Αισχύλος, η αυξημένη αγχίνοια έχει
σχέσεις εντάσεως με το ήθος.
Οπότε, στο έντονα
ανεκδοτολογικό κλίμα της Villa
Chigi ο ισχυρισμός μου μπορεί να
φαίνεται πιστευτός. Ότι, άκου τώρα, ο
Antonio da Sangallo ο Νεώτερος, σημαντικός
ξυλουργός και σοβαρός αρχιτέκτων αλλά
όχι πρώτο όνομα, κατασκεύασε (με ευσεβείς
προθέσεις) πολυθρόνες για πιο άνετη,
φιλική, στοχαστική, διαλογική ατμόσφαιρα
μεταξύ των συνδαιτυμόνων στην
φαντασμαγορική Villa Chigi. Ότι
ο ίδιος αυτός μαραγκός-αρχιτέκτων αύξησε
τη γωνία ανάκλισης της πλάτης (dossier),
παρείχε sgabella δίπλα στην
κάθε πολυθρόνα για να
ανεβάσουν επάνω τους οι χορτάτοι άγιοι
πατέρες τα πόδια τους και αμφισβήτησε
το ακαταμάχητο κύρος της ορθογώνιας
πλάτης, μιας πόζας συμβόλου της δεσποτικής
και θεοκρατικής εξουσίας. Μετά όμως τις
αχαρακτήριστες κλοπές των Καρδιναλίων
και την ανωτερότητα του Chigi
το θράσος των προκαθημένων επιτάθηκε.
Έβαλαν σε εφαρμογή την πανάρχαια τακτική
“φωνάζει ο κλέφτης”. Επιτίμησαν
αυστηρότατα τις καινοτόμες πολυθρόνες
της βίλας του, μουρμούριζαν ότι μοχλεύουν
φιλήδονες και αμαρτωλές ροπές και ότι,
εντέλει, τα καθίσματα εγκαινίαζαν μια
“αφύσικη” και “ανθυγιεινή” στάση του
σώματος. Τα επιχειρήματα και η ισχύς
των “14” κατίσχυσαν και τα υπέροχα
σχέδια του Sangallo κλείστηκαν
στα σεντούκια. Ο αριθμός 14 υπήρξε
σημαδιακός.
11
Η Γαλλία υπήρξε
λίκνο γοτθικού ύφους στην επιπλοποιία.
Το 1382 το Παρλαμέντο
των Παρισίων ενέκρινε την ίδρυση μιας
νέας συντεχνίας. Οι παλαιοί huchier, όπως
αποκαλούντο τότε (κατασκευαστές και
διακοσμητές ξύλινων αντικειμένων,
κυρίως σεντουκιών), θα ονομάζονταν πλέον
menuisiers.
Ο
Γάλλος αντίστοιχος του Antonio da Sangallo ήταν
ο λίγο νεώτερος Hugue Sambin. Τα
αριστουργηματικά του έπιπλα μπορεί
πλέον, δοξασμένος να είναι ο Ιστός, να
τα θαυμάσει το ευρύ κοινό.
Αργότερα
παράγονται αντικείμενα εξεζητημένα,
όπως δύο καρέκλες tournissèe (sic)
ή chaises à bras tournantes τις
οποίες ο μινιατουρίστας Jean Bourdichon (ένα
πρόσωπο με σημαντική θέση στις Αυλές
του Καρόλου 8ου και του Λουδοβίκου 12ου)
είχε δωρίσει στην Anne de Bretagne. Μέχρι τον
16ο αιώνα η chaises à bras δεν
έχει πλήρως αντικατασταθεί από αυτό
που ονομάστηκε fauteuil. Αλλά η μετάβαση
από την chaises à bras στο
fauteuil είναι αινιγματική και πεδίο για
πλούσια ιστορική έρευνα.
Βεβαίως, ο
ανδρικός κόσμος εκείνων των εποχών είχε
ισοπεδώσει όλες τις οι περίτεχνες και
αναπαυτικές κατασκευές με την απρεπή
γενίκευση chaires (chaises) à
femmes. Κατά κανόνα αρκούσε ένα escabeaux
ή, το πολύ, μια chaises Dagobert,
(trône de Dagobert). Το τραπέζι, με ύψος
μεγαλύτερο από το σημερινό στάνταρ,
τοποθετημένο στο κέντρο της αίθουσας
ή του σπιτιού φαινόταν, παρά τις περίτεχνες
διακοσμήσεις και τις μετατροπές, να
κρατά τον χαρακτήρα ενός αντικειμένου
ασφαλούς από την άποψη των πατροπαράδοτων
αξιών.
12
Μέχρι τον 18ο
αιώνα τα κοινά σπίτια δεν είναι χωρισμένα
σε ιδιαίτερα δωμάτια. Θυμάμαι, μαθητής
στο Δημοτικό, έκανα Αγγλικά με τον
αείμνηστο Νίκο Σταυριανόπουλο. Στα
βιβλία της γενιάς μου, πιο σχολαστικά
και λιγότερο ελκυστικά από τα δικά σας,
Ζένια, Κυριάκο, Αλέξη, Νίκο, Θάνο,
Παναγιώτη, υπήρχε εκείνη η παράξενη και
παλιομοδίτικη λέξη για το σαλόνι:
“drawing room”! Πάντα αναρωτιόμουν
αλλά ντρεπόμουν να ρωτήσω τον αυστηρό
αλλά εξαιρετικό δάσκαλο μου από πού κι
ως πού αυτό το ξεκάρφωτο “drawing”.
Δηλαδή τι στην ευχή έκαναν στο
σαλόνι, ζωγράφιζαν; Πολύ αργότερα (τι
να κάνουμε) έμαθα ότι ο χώρος αυτός,
εξέλιξη των parlours, και σε
συνέπεια με την αρχική χρήση των
βικτωριανών μικρών σαλονιών,
ονομαζόταν “w i t h d r
a w i n g” room, δωμάτιο απόσυρσης
(από την τραπεζαρία) για εγγύτερο
σχετισμό. Στη συνέχεια απεβλήθη το with
για να μείνει ο εξημερωμένος απόγονος
του dragan, το σκέτο “drawing”.
Τo
parlour ήταν μεγάλη εξέλιξη.
Δωμάτιο διαλόγου! Στις σημερινές
περιστάσεις οικιακός χώρος αδιανόητος.
Μπορεί να ήταν σχεδιασμένο για διακριτική
κουβεντούλα, ενθαρρυντικό των tête-à-tête
προσεγγίσεων αλλά το δεσπόζον τραπέζι
εξακολουθούσε να παρεμβάλλεται ως
φύλακας ηθικής μεταξύ των συνομιλητών.
Βλέπουμε εικόνες με δυσανάλογα ογκώδη
τραπέζια-κέρβερους προς εκφοβισμό του
Μέλανος Ίππου του Πλάτωνος. Δικαίως το
τραπεζομάντηλο υπήρξε ο λυτρωτής του
περιεσταλμένου ερωτισμού. Πρόσφερε
έναν ελεύθερο χώρο διακίνησης των
ερωτικών επιθυμιών των συνδαιτυμόνων
με αγγίγματα, σπρωξίματα, πατήματα ακόμα
και κλωτσιές!
Αλλά, καθώς η
Αναγέννηση εισαγόταν στη Γαλλία και
παράλληλα με αυτή την αναδυόμενη αξία
της επικοινωνίας, ένα νέο δημιούργημα
εμφανίστηκε με υπόκωφη δύναμη ήθους.
Ήταν η caquetoire, η καρέκλα για ανθρώπους
που συζητούν ή, έστω, κουτσομπολεύουν.
Σήμερα λέμε το “τραπέζι του διαλόγου”.
Τότε έλεγαν η “καρέκλα του διαλόγου”.
Ασύγκριτη
απέναντι στη chaise longue από
πλευράς υπόσχεσης διαπροσωπικής
επικοινωνίας, παρά το υποτιμητικό
προσωνύμιο “gossip chair”.