TRANSLATION

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008

Ξανά το φάντασμα των Ελλήνων!

Στην Κυριακάτικη Αυγή της 5ης Οκτωβρίου 2008 δημοσιεύτηκε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του κ. Δ. Βεργέτη με τίτλο «Η μίμηση ως αρχαιολογία της νεωτερικότητας» το οποίο προσφέρει μια ευκαιρία για διάλογο και προβληματισμό.Ο λόγος λοιπόν για την Ευρώπη και για ένα ‘φάντασμα’ που εδώ και αιώνες, κατά τον κ. Βεργέτη, την «ταλαιπωρεί»: το φάντασμα των αρχαίων Ελλήνων. Διαβάζω ότι από την Αναγέννηση και μετά η Ευρώπη δεν μορφοποιεί την ταυτότητά της με αυτοθέσμιση αλλά μέσω μίμησης των «θεσμικών και αισθητικών μοτίβων του αρχαιοελληνικού κόσμου». Η ευρωπαϊκή σκέψη, όχι μόνο στο επίπεδο του πολιτικού λόγου αλλά και της φιλοσοφικής και αισθητικής αναζήτησης, κατά τον συντάκτη του άρθρου, αυτοπαγιδεύτηκε στο αδιέξοδο του καθορισμού της μήτρας της ταυτότητάς της με βάση τη μίμηση μιας εξιδανικευμένης ‘ετερότητας’, ενός επινοημένου μύθου, ο οποίος δεν ήταν καν ακριβές αντίγραφο (του όποιου) πρωτοτύπου του. Το οποίο πρωτότυπο, όπως αναπτύσσεται στο δεύτερο μέρος του άρθρου, το «ίδιον» των Ελλήνων «ουδέποτε έλαβε χώρα», κατά τον Λακού-Λαμπάρτ. Αλλά επ’ αυτού και για το θέμα της μίμησης θα επανέλθουμε αργότερα.

Ας δούμε πρώτα το θέμα της μίμησης των Ελλήνων: μια κακή ‘ιστορική στιγμή’ (άλλη εξήγηση δεν προτείνεται) έφερε το σχηματισμό αυτού του τύπου της ευρωπαϊκής ταυτότητας να συμβαδίζει παράλληλα με αναδυόμενες «εθνικές ή εθνικιστικές ανάγκες» αλλά και να συναρτάται, ακόμη πιο ‘εργαλειακά’, με ιδεολογικές και πολιτικές συγκυρίες (εθνικιστικές εξάρσεις, ρατσισμό, φονταμενταλιστικό ολοκληρωτισμό και παρόμοια).
Ως παραδειγματική συνέπεια της εμμονής σ’ αυτό το μιμητισμό παρατίθεται ο ναζιστικός εκτροχιασμός της Γερμανίας. Η Γερμανία, μάλιστα, προτείνεται ως το κατεξοχήν παράδειγμα, αφού, «αναζητώντας την εθνική και πολιτική της ταυτότητα επινόησε μια όλως άλλη αρχαιότητα – μια τελείως άλλη Ελλάδα – ως απαρχή και πρότυπο ενός ασύγκριτου πεπρωμένου». Αυτό το «ανεκτέλεστο» πεπρωμένο ανέλαβε να ενσαρκώσει η Γερμανία με τη γνωστή οδυνηρή κατάληξη.
Ο κ. Βεργέτης δεν παραλείπει να αναφερθεί στη «σαγήνη» της μίμησης των αρχαίων Ελλήνων όπως έλαβε χώρα και στη Γαλλία και Ιταλία, μόνο που εκεί παρέμεινε στο επίπεδο της «νεοκλασικής επικαιροποίησης» των Ελλήνων (οπότε, προκύπτει λογικά, ο περιορισμός της στο αισθητικό πεδίο και η μη επέκτασή της στο πολιτικό λειτούργησε ως ένας βαθμός προστασίας σε σύγκριση με όσα συνέβησαν στη Γερμανία).
Κατάπληξη μου προκάλεσε καταρχήν η ριζικότητα και ευρύτητα της κριτικής. Διότι αν στόχος της ήταν μια χώρα σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο θα καταλάβαινα το εφικτό του εγχειρήματος. Αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με ολόκληρη την Ευρώπη, από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα και με όλους τους (αρχαίους) Έλληνες! Πρόκειται για πολύ φιλόδοξο σχέδιο, αναμφισβήτητα.
Σχέδιο που βασίζεται οπωσδήποτε σε τρεις παραδοχές:
(α) Υποτίθεται μια «ευρωπαϊκή ταυτότητα» η οποία, από την εποχή που μπορεί κανείς να μιλά για Ευρώπη, συγκροτήθηκε μιμούμενη τους αρχαίους Έλληνες. Αυτή την πρώτη παραδοχή θα ήθελα να σχολιάσω και να αμφισβητήσω.
(β) Το προς μίμηση πρότυπο ήταν επινοημένο και «τελείως άλλο» (προφανώς από κάποιο το οποίο διαθέτει πιστοποιητικό μοναδικότητας και αυθεντικότητας – κάτι που όμως στο άρθρο αποκλείεται με την απόφανση του Λακού-Λαμπάρτ ότι ουδέποτε υπήρξε «ίδιον» των Ελλήνων, συνεπώς παραδοχή άτοπη).
(γ) Η απροϋπόθετη και ανεπιφύλακτη υποδοχή της πρώτης ύλης του προτύπου στους υποψήφιους μιμητές, ιδίως στο πολιτικό πεδίο, συνεπαγόταν περισσότερο κίνδυνο ολοκληρωτικών εκτροπών. Ας μου επιτραπεί για λόγους προφανείς να μη σχολιάσω αυτή την τρίτη παραδοχή -εκτός απροόπτου!

Καταρχήν από πού προκύπτει το αυτονόητο της ευρωπαϊκής ταυτότητας.Πώς είναι, στη συνέχεια, δυνατό να σαρώνονται με τόση ευκολία μεγάλα θέματα όπως π.χ. η Αναγέννηση, η αρχαία Ελλάδα κλπ. Να υποθέσουμε ότι η Αναγέννηση (με όλο της το γοτθικό βάθος) σηματοδοτεί το θεμέλιο λίθο της ευρωπαϊκής ταυτότητας και το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα μίμησης της ελληνικής αρχαιότητας; Ίσως είναι πολύ δύσκολο να ορίσει κανείς τις απαρχές της ευρωπαϊκής ταυτότητας αλλά, για την ευκολία της συζήτησης, έστω, ας αρχίσουμε από την Αναγέννηση παραθέτοντας σκόρπιες στιγμές που δείχνουν ότι η ευρωπαϊκή ταυτότητα (δυστυχώς) πολύ λίγο διαμορφώθηκε από μια βαθειά σχέση με την αρχαία Ελλάδα.Ο Πετράρχης (στο πρόσωπο του οποίου συμβολίζεται η Αναγέννηση, ο δυτικός κλασικισμός αλλά και ο ιδεαλιστικός τύπος θεώρησης της αρχαιότητας) μελετούσε και αγαπούσε τα έργα των Ελλήνων, προσπαθώντας να μάθει ελληνικά από το μοναχό Βαρλαάμ από την Καλαβρία χωρίς ωστόσο να βγαίνει από τη λατινική παράδοση. Ο Βοκάκιος μόλις που μπορούσε να διαβάσει ελληνικά και ανέθεσε στον ανεπαρκή Λέοντα Πιλάτο τη μετάφραση του Ομήρου. Αναβίωση των κλασικών σπουδών δε θα συνέβαινε, αναμφισβήτητα, χωρίς τη συμβολή των λόγιων Κωνσταντινουπολιτών (Χρυσολωράδες, Αργυρόπουλοι, Βησσαρίωνες και λοιποί), αν και η Ανατολή δεν ήταν καν στο στοίχημα της μίμησης, ή χωρίς την υψηλή αίσθηση της αξίας των αναξιοποίητων χειρογράφων τα οποία οι δυτικοί λόγιοι διέσωσαν. Ωστόσο, η συνείδηση των δυτικών χριστιανών ουμανιστών, του σαλονιού ή του κελλιού, της τιάρας ή του σκούφου, δεν διαχώριζε εντελώς καθαρά το latinus graecissimus από το graecus latinissimus.Μετά από 15 αιώνες λήθης ήταν τα έργα του Τερέντιου και του Πλαύτου που άρχισαν να παίζονται στα θέατρα της Φλωρεντίας, της Ρώμης, της Φεράρας ή της Παβίας και όχι του Αριστοφάνη. Με πόση ειλικρίνεια δεν ομολόγησε ο Αριόστο ότι τα θεατρικά έργα του, Cassaria και Suppositi, υπήρξαν απλές απομιμήσεις των λατίνων δασκάλων του! Κι αν η απόπειρά του στον Orlando Furioso να μιμηθεί τον Όμηρο εξαντλήθηκε σε έναν απλοϊκό ποσοτικό στόχο, να καταφέρει δηλαδή να φτάσει τους 39.000 στίχους, όσοι και της Ιλιάδας και Οδύσσειας, τα θέματά του, με τους ιππότες του Καρλομάγνου, εξαντλούνται στο νικηφόρο πεπρωμένο της χριστιανοσύνης απέναντι στο Ισλάμ. Την ίδια ώρα στους φλορεντινούς δρόμους διοργανώνονταν τα καρναβαλικά triomfi με διασημότερο το «Θρίαμβο του Βάκχου» σε στίχους του Μέδικου Λαυρέντιου. Τη βακχεία του στίχου chi vuol esser lieto sia θα επιχειρήσει να αποδώσει στην «Άνοιξη» ο Μποτιτσέλι, θαυμαστής (όπως και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες) του Σαβοναρόλα.Αργότερα, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου έκαναν την εμφάνισή τους οι momari και η βενετσιάνικη κωμωδία του τύπου του Stephanium, του Φρα Αρμόνιο, ενώ όποιος στεκόταν στο Ριάλτο ήταν αδύνατο να αποφασίσει αν βρίσκεται στην Ανατολή ή στη Δύση.Η βιβλιοθήκη του μέγιστου Λεονάρντο ντα Βίντσι αριθμούσε 37 όλους κι όλους τόμους: Βίβλο, Αίσωπο, Διογένη Λαέρτιο, Οβίδιο, Λίβιο, Πλίνιο (Πρεσβύτερο), Δάντη, Πετράρχη Πότζιο, Φίλελφο, Φιτσίνο και Πούλτσι. Από πού λοιπόν μπορούσε να αντλήσει υλικό για μίμηση;Αλλά και τι κοινό θα μπορούσε κανείς να βρει ανάμεσα στις ηδυπαθείς σαρκώδεις γυναίκες του Τισιανού, όπως η «Φλόρα» ή η «Κόρη της Ηρωδιάδας» και την Αφροδίτη της Μήλου ή στον τρόπο που προσλαμβάνει το διονυσιακό στοιχείο στον «Βάκχο και Αριάδνη»; Πόση είναι η αρχαιοελληνική μίμηση στην «Κοιμωμένη Αφροδίτη» ή την «Υπαίθρια Γιορτή» του Τζιορτζιόνε; Τουλάχιστον ο Τσόσερ παραδεχόταν καθαρά ότι στον «Τρωίλο και Χρυσηίδα» είχε κατακλέψει τον Βοκάκιο.Υπήρξε, φυσικά, η μετανάστευση της αρχαίας Ελλάδας στην Ιταλία (που δεν ήταν άσχετη από την προσπάθειά της να χειραφετηθεί από το βυζαντινό και μαυριτανικό γούστο) και αξίζει να μνημονεύσει κανείς περιπτώσεις όπως του πάπα Νικολάου Ε΄. Αλλά η λατρεία του προς τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη, τον Ξενοφώντα, τον Πολύβιο, το Διόδωρο, το Θεόφραστο δεν ήταν μεγαλύτερη από εκείνη για τον Μέγα Βασίλειο, το Γρηγόριο Ναζιανζηνό, το Γρηγόριο Νύσσης ή το πρωτότυπο του Ευαγγελίου του Ματθαίου, με τον ίδιο τρόπο που ο Ραφαήλ θα τοποθετούσε στις αίθουσες του Βατικανού τους Έλληνες φιλοσόφους δίπλα στους χριστιανούς αγίους, οργανώνοντας έτσι τη μεγαλοφυέστερη συναίνεση (αλλά και απόπειρα καθυπόταξης της Ελλάδας, όπως πιστεύω) που μπορεί να συλλάβει νους, με την κατά τα άλλα αριστουργηματική «Σχολή των Αθηνών».Η αντιχριστιανική εξέγερση του Μακιαβέλι έγινε στο όνομα της ρωμαϊκής και όχι της ελληνικής ηθικής.Ο Έρασμος είχε πάθος για τα ελληνικά αλλά δεν διέκρινε τον Ευριπίδη και τον Επίκουρο από τον Σενέκα και αυτόν από τον Απόστολο Παύλο. Προσπάθησε να επεξεργαστεί τις επικούρειες αντιλήψεις του θεολογικά συνδιαλλάσσοντας τον Επίκουρο με το Χριστό.Ο αντιαναγεννησιακός και αντιουμανιστής Λούθηρος είχε πολύ κακές προδιαθέσεις και επιδόσεις με τα ελληνικά. Αποκαλούσε τον Αριστοτέλη καταραμένο, αλαζόνα και αισχρό ειδωλολάτρη. Για το «μέγα» κατόρθωμά του να μεταφράσει τη Βίβλο στα γερμανικά χρησιμοποίησε τη λατινική έκδοση της Καινής Διαθήκης που είχε κάνει ο Έρασμος το 1516.Ακόμη και τον Ζβίγγλιο χαρακτήρισε «άπιστο» ο Λούθηρος μόνο και μόνο γιατι στο έργο του Christianae fidei brevis et clara expositio ισχυρίστηκε ότι στον παράδεισο θα συναντήσει μαζί με τον Αβραάμ, το Μωυσή και τον Ησαΐα και πολλούς άλλους αγαθούς Εβραίους και Έλληνες ειδωλολάτρες, όπως τον Ηρακλή, το Θησέα, το Σωκράτη, τους Κάτωνες ή τον Σκιπίωνα.Τέλος, ενώ η συμβολή του Λούθηρου στη συζητούμενη διαμόρφωση της «ευρωπαϊκής ταυτότητας» δεν είναι διόλου ασήμαντη, την ίδια στιγμή κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη σχέση μεταξύ των ιδεών του και του αφυπνιζόμενου γερμανικού εθνικισμού. Θα θεωρούσα λοιπόν πολύ περισσότερο επικίνδυνο παράγοντα για το ναζιστικό «εκτροχιασμό» της Γερμανίας τη φονταμενταλιστική αδιαλλαξία και τον δηλωμένο, άγριο αντισημιτισμό του Λούθηρου από το μιμητισμό της αρχαίας Ελλάδας.Ή μήπως η θεοκρατική δικτατορία του Καλβίνου, ο φριχτότερος ολοκληρωτισμός των νεώτερων χρόνων, άντλησε την έμπνευσή της από την αρχαία ελληνική αυτονομία;Αργότερα πάλι, ο κλασικισμός, με περισσότερο ρωμαϊκές επιρροές παρά ελληνικές, αυτοπαγιδεύτηκε σ’εναν αμφίβολο ενθουσιασμό για το καθαρά διακοσμητικό στοιχείο και δεν αποτελούσε πια ούτε καν μίμηση παρά μίμηση μιας παλαιότερης μίμησης, μια μίμηση μίμησης.

«Μίμηση» της ελληνικής αρχαιότητας κατά τη γνώμη μου δεν υπήρξε. Και μόνο γιατί οι «Έλληνες» μετά το τέλος της αρχαίας πόλης αποτελούσαν, πια, για τους δυτικούς ευρωπαίους περισσότερο μια θρησκευτική έννοια, μια κοινότητα πίστης ή ένα ζήτημα αισθητικής, γούστου με καλό ιστορικό ένστικτο, ένα υποταγμένο συμπλήρωμα παιδείας και όχι ένα στοίχημα αγώνα. Αλλά και η ίδια η μίμηση (και δε μιλάμε για το μαϊμουδισμό) είχε υποστεί τη φθορά της μεταφύτευσής της σε ένα ακατάλληλο πια έδαφος.
Είναι προφανής και κατανοητή η εχθρότητα ορισμένων για τη μίμηση, στο βαθμό που τους παραπέμπει στην ομοίωση κι απο κει στον εφιάλτη του «ιδίου» και την απαλειφή του διχασμένου εαυτού ως θεμέλιας και καταστατικής πρότασης τηε κοσμοθεώρησής τους. Η ιστορία του Οδυσσέα και του Αβραάμ είναι γνψστή από τον Λεβινάς. Αλλά ας σκεφτούν ότι η μίμηση αποκαλύπτει με περισσότερο θάρρος όχι μόνο το ρήγμα του εαυτού και του άλλου αλλά αποτελεί η ίδια μια μαιευτική. Για παρηγοριά από τους φόβους για τους Έλληνες ας ανατρέξουν στο Σεφέρη και την ενθάρρυνσή του για τη μίμηση, γενικά αλλ΄και ειδικά για την ποίηση, παραπέμποντας σ’ εκείνους που έλεγαν ότι η μίμηση αποτελεί «μέγα νόμο των κοινωνιών και των φιλολογιών και ότι η αληθής εθνική ποίησις δεν είναι παρά η ποίησις χωρίς πατρίδα».
Σύμφωνα με μια αφήγηση η μίμηση είναι η ουσία της τέχνης ενώ με μια άλλη η μίμηση είναι το καταφύγιο του ψεύδους, της νοσηρότητας όταν γίνεται μίμηση της μίμησης. Η τέχνη της μίμησης ωστόσο είχε ήδη χαθεί από τα ρωμαϊκά χρόνια. Πόσο μάλλον στη σκοτεινή και μουδιασμένη Δύση του ύστερου Μεσαίωνα.Το δέος απέναντι στην ελληνική αρχαιότητα που αισθάνονταν όχι μόνο αμφισβητίες της θεοκρατίας, όπως οι ουμανιστές διανοούμενοι αλλά και πρόσωπα βυθισμένα στο δόγμα, σκληροί ηγέτες της Μεταρρύθμισης, αποτελούσε μια αμφίθυμη στάση μεταξύ της απόλαυσης της ελευθερίας της ύπαρξης (που συνδεόταν με το αρχαίο πνεύμα) και του φόβου του θανάτου και του σκοτεινού προορισμού (που συνδεόταν με το δυτικό θρησκευτικό φονταμενταλισμό). Και δεν ήταν βέβαια μόνο τα πρόσωπα, ήταν, πολύ περισσότερο μια νεαρή γοτθική ψυχή, που με τόση επιδεξιότητα ανακατεύτηκε με την Αναγέννηση, μια νεότητα ενός πολιτισμού ο οποίος ένοιωθε ταπεινοφροσύνη σε έστω απαρχαιωμένες αλλά μεγάλες μορφές στις οποίες έριχνε λοξές ματιές, αρχικά με ζήλεια και αργότερα, ωριμάζοντας, με μνησικακία. Γι αυτό και η αμηχανία, ο παγερός ακαδημαϊσμός, το μασκάρεμα, η αρχαιότητα ως «φάντασμα». Μέσα στο μοτίβο της «μίμησης» (αυτής της λέξης που δεν υπήρχε πριν απ’ τον Πίνδαρο, ίσως όμως ούτε μετά την κατάργηση του χορού από το δράμα), υπάρχουν νωπά τα τραύματα μιας ‘ευρωπαϊκής’ ψυχής που δεν είχε επιλογή παρά την εξιδανίκευση, για την οποία υπεύθυνος μπορεί να είναι μόνο ο δυτικός Θεός και η ψευδαίσθηση της λατρείας στην αρχαιότητα που δεν υπήρξε τίποτε άλλο από την επαλήθευση μιας έλλειψης.


Θάνος Κωτσόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: