Εύχομαι το κείμενο αυτό να εκληφθεί ως ευκαιρία για προβληματισμό και να διαβαστεί με εύθυμη και ανάλαφρη διάθεση, σαν μια φλύαρη θεωρητικολογία χωρίς άμεσα υπονοούμενα.
Ομολογώ βέβαια ότι την αφορμή μου έδοσε η διαπίστωση, από πλήθος δημοκρατικών ανθρώπων, κυρίως δε εν αποστρατεία αριστερών, της αναγκαιότητας «κάτι να κάνουν» στην κρίσιμη τούτη εποχή. Όλοι συμφωνούν ότι υπάρχει πολιτικό έλλειμμα και πιεστικά προβλήματα του τόπου και ισχύει αυτό που λέμε «δεν πάει άλλο». Έχει όμως ενδιαφέρον η ανάπτυξη κριτικής σκέψης για τα κίνητρα της ανάγκης για δράση. Σημασία δεν έχει μόνο να επιλέξει κανείς τι να κάνει αλλά και να μπορέσει να τοποθετήσει τη δράση σ’ ένα πλαίσιο κριτικής δοκιμασίας.
Η ρητορική περί ενός πολιτικού «κενού» και η συνακόλουθη απόρριψη όλων των διαθέσιμων κομμάτων ως πεδίων απορρόφησης αυτής της ανάγκης για δράση σημαίνει ότι υπάρχει (αυτό τουλάχιστον υποθέτουμε) ένας άλλος χώρος, ένα άλλο πεδίο. Οι πράξεις όμως που θα εκδηλωθούν και θα γεμίσουν αυτό τον άλλο χώρο θα πρέπει να διερευνηθεί μήπως είναι «ουσιαστικού περιεχομένου» (και θα εξηγήσω στο τέλος τι εννοώ με αυτό τον όρο).
Ας φύγουμε τώρα από το σημείο που στεκόμαστε και ας πάμε στη θέση μιας καθαρά χριστιανικής αντίληψης. Για τον συνεπή χριστιανό (περισσότερο τον προτεστάντη) το «πολιτικό καθήκον» δεν είναι κάτι αδιάφορο. Στις ΗΠΑ και τις αναπτυγμένες δυτικοευρωπαϊκές χώρες το θέμα αυτό είναι σημαντικό και καταλαμβάνει συνεχώς περισσότερο χώρο στο σύνολο του πολιτικού πράττειν (θεσμικό και μη). Στις χώρες αυτές ο χριστιανός οφείλει να θέτει επιτακτικά το ερώτημα όχι απλώς αν κάνει αυτό που πρέπει αλλά και να μη μένει αδρανής από τη στιγμή που αισθάνεται την «προσκαλούσα φωνή» να επιτάσσει στη συνείδησή του να πράξει το καθήκον του.
Το «προσκλητήριο για το καθήκον», η vocatio του χριστιανικού μεσαίωνα, είχε την έννοια της κλήσης προς ειδικότερα θρησκευτικά καθήκοντα μέσα από την ιδιότητα του κληρικού ή μοναχού. Αργότερα, στη Μεταρρύθμιση, η vocatio αποσπάστηκε από την αυστηρά θρησκευτική διάσταση και ειδικά από την εκκλησιαστική ιεραρχία και πήρε την έννοια μιας ευρύτερης προσήλωσης σε καθήκοντα και συμπεριφορές με εγκόσμιο περιεχόμενο, κυρίως μέσα από την χρησιμότητα και την προσφορά του επαγγέλματος. Μέσα από τη φιλότιμη, συνετή, έντιμη, υπεύθυνη άσκηση του επαγγέλματος καταργείτο η διαφορά μεταξύ θρησκευτικού και κοσμικού, υψηλότερου και ταπεινότερου καθήκοντος, ενώ ταυτόχρονα, κατά την προτεσταντική ηθική πάντα, μπορούσε ο ασκών το επάγγελμα (άσχετα αν ήταν κληρικός, γεωργός, γιατρός ή δημόσιος υπάλληλος) να διατηρεί ελπίδες για την προσωπική του σωτηρία.
Σημειωτέον ότι, ουσιώδες χαρακτηριστικό της προτεσταντικής ηθικής ήταν και είναι η φιλοτιμία και η υπευθυνότητα να μην επιδεικνύεται με ατομικιστικό κίνητρο αλλά με την αίσθηση της προσφοράς στο συνάνθρωπο, στην ευρύτερη ανθρώπινη κοινότητα.
Τα θέματα αυτά έχει αναλύσει με μοναδικό τρόπο ο γερμανός κοινωνιολόγος Μ. Βέμπερ ιδίως στο έργο του Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού.
Θα έλεγε λοιπόν κανείς, μετά από αυτά, ότι ο Ευρωπαίος ή ο Αμερικανός που τηρεί με την παραπάνω έννοια τους κανόνες του επαγγελματισμού μπορεί να είναι ήσυχος ότι, σε μεγάλο βαθμό, εκπληρώνει το ηθικό χρέος του και μόνο συμπληρωματικά μπορεί να αισθάνεται ανάγκη για περισσότερη προσφορά.
Κάθε άλλος, ο οποίος δεν ασκεί επάγγελμα ή θεμελιώδη κοινωνικό ρόλο με αναγνωρισμένη προσφορά (όπως π.χ. μητέρα), δε βρίσκεται δηλαδή σε μια δραστηριότητα η οποία επαρκεί για την εκπλήρωση του καθήκοντος, οφείλει να αναζητήσει (πάντα κατά τη χριστιανική και ιδίως προτεσταντική ηθική) την «κλήση» του σε ένα ευρύτατο πεδίο δραστηριοτήτων του καθενός: φιλανθρωπική δράση, συμπαράσταση σε κάθε δοκιμαζόμενο συνάνθρωπο κλπ.
Το αμέσως επόμενο ζήτημα προς εξέταση είναι αν η πολιτική συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτή την έννοια του επαγγέλματος. Δύο τρόπους έβλεπε ο Μ.Βέμπερ να υπάρχουν για να θεωρηθεί η πολιτική επάγγελμα: ή να ζει κανείς «για» την πολιτική ή να ζει «από» την πολιτική, χωρίς όμως (και εδώ θέλει προσοχή) το ένα να αποκλείει το άλλο (κατά τον Βέμπερ βέβαια ο οποίος εντάσσεται σ’ έναν προτεσταντικό πολιτισμό). Η προτεσταντική έννοια του επαγγέλματος όχι μόνο δεν ενοχοποιεί το οικονομικό στοιχείο αλλά ίσα-ίσα το εξυψώνει. Γι αυτό και σε μας εδώ η έννοια του επαγγελματία πολιτικού ηχεί σχεδόν δυσφημιστικά ενώ στο προτεσταντικό πλαίσιο το αντίθετο, εφόσον βέβαια τηρούνται οι γενικές προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν.
Ας επιστρέψουμε όμως στο κυρίως θέμα, της πολιτικής συμμετοχής και δράσης ως χριστιανικού θρησκευτικού καθήκοντος. Εδώ, ιδίως στις προτεσταντικές χώρες, θα ανέμενε κανείς λογικά να υπάρχει μια καταρχήν αδιαφορία για την ενασχόληση με τα πολιτικά εφόσον υπάρχουν οι αντίστοιχοι επαγγελματίες οι οποίοι, εφόσον κάνουν σωστά τη δουλειά τους, επικουρούμενοι και από τους υψηλού επαγγελματισμού δημοσίους υπαλλήλους, καλύπτουν κάθε ανάγκη σχετική με το πολιτικό στοιχείο.
Ωστόσο δεν είναι τόσο απλό. Ο εκλεκτός χριστιανός (υπενθυμίζω ότι εστιάζουμε πάντα στον προτεστάντη) οφείλει να φροντίζει διαρκώς για τη δόξα του θεού (του) και επομένως να είναι κοινωνικά χρήσιμος. Διακατέχεται συνεπώς πάντα από το άγχος του ανεκπλήρωτου χρέους (με συνέπειες και στην προσωπική του σωτηρία). Το άγχος αποτελεί θεμελιώδη και με θετικό πρόσημο έννοια όχι μόνο στη σύγχρονη θεολογία και φιλοσοσφία αλλά και ψυχανάλυση.
Ιδίως στην αμερικανική φιλελεύθερη παράδοση το χρέος της πολιτικής συμμετοχής ως εκπλήρωσης ενός κατ’ ουσίαν θρησκευτικού καθήκοντος είναι αυτονόητο. Από το σημείο αυτό εύκολα μεταβαίνει ο αμερικανός ευαγγελιστής πλέον στην αντίληψη της δημοκρατίας ως απλού «μέσου» για την επίτευξη ενός θρησκευτικού χρέους.
Στην άλλη πλευρά, της ρωμαιοκαθολικής πρακτικής, η Ιταλία αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα γραφής. Το επίθετο "ηθικός" έχει γίνει η μαγική λέξη. Η "επιστροφή στην ηθική" η τελευταία λέξη της μόδας. Μια νεόκοπη πολιτική "φιλανθρωπία" έχει εμφανιστεί, αυτοδιαφημιζόμενη ως "αριστερή" με άκρες στο Βατικανό αλλά και στον μπερλουσκονισμό, τον οποίο υποτίθεται επικρίνει.
Αντίστοιχα γίνεται αντιληπτή και η έννοια του ακτιβισμού. Η αναζήτηση δράσεων γίνεται με βάση ένα βαθύ νομιμοποιητικό ηθικό στοιχείο που θα πρέπει αυτοτελώς να διαθέτει η πράξη. Προϋποτίθεται συνεπώς ένα «ουσιαστικό περιεχόμενο» σε κάθε ενέργεια. Κάθε «ουσιώδες» που εκπληρώνεται αποτελεί μια εκδήλωση χάρης, κάθε πραγματοποίηση ενός ουσιώδους περιεχομένου επικυρώνει την εγωκεντρική αυτάρκεια της ανταπόκρισης στο χρέος. Αυτό ακριβώς το άκριτα ουσιολογικό και ενδεχομένως φετιχιστικό στοιχείο είναι που καθιστά την επιλογή ακτιβιστικών δράσεων τυχαία, ανάλογα με την περίσταση, γιατί σημασία δεν έχει ο βαθύτερος ειρμός μεταξύ της μιας και της άλλης δράσης αλλά το ατομικό ηθικό κέρδος από την ίδια την πράξη ως αυτοσκοπού, όπως και στη φιλανθρωπία.
Θάνος Κωτσόπουλος
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου