TRANSLATION

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2008

ΑΔΕΣΠΟΤΟΙ και ΑΠΑΙΤΗΤΙΚΟΙ

Τελευταία ακούγεται όλο και πιο συχνά η υπόδειξη ότι η διάθεση για κοινωνική αλληλεγγύη είναι καλύτερα να διοχετεύεται σε ατομικές πράξεις ανθρωπισμού και όχι σε εκκλήσεις για διοργάνωση συλλογικής και πολιτικής δράσης. «Υπάρχουν κοινωνικοί χώροι που μπορεί να πάει κανείς και να προσφέρει, τι χρειάζονται οι κεντρικές πολιτικές πρωτοβουλίες», συμβουλεύουν αυτές οι φωνές. Υπάρχει η επιτροπή της γειτονιάς, η βοήθεια στους μετανάστες, κλπ.
Πρόκειται, αναμφίβολα, για μια καλοπροαίρετη κριτική η οποία ίσως υπονοεί ότι πριν καλά-καλά κάποιοι εξαντλήσουν τα όρια του προσωπικού τους καθήκοντος για κοινωνική αλληλεγγύη καταφεύγουν στο πεδίο της πολιτικής για να υποκαταστήσουν το έλλειμμά τους, την αδυναμία τους ή, ίσως, και την αδιαφορία τους. Δίπλα στις παροτρύνσεις αυτές ακούγεται κι άλλη μια: «ο καθένας θα προσφέρει από τη θέση που βρίσκεται» (λες και είναι λυμένο το θέμα: ποιος όρισε αυτές τις θέσεις και γιατί θα πρέπει να θεωρούνται σταθερές και δεδομένες). Η «θέση» του καθενός είναι η δουλειά του, η συνοικία του, όχι όμως η κεντρική πολιτική σκηνή. Η απαίτησή του να παίξει σ’ αυτήν θεωρείται υπέρμετρη φιλοδοξία, παραγοντισμός, ύποπτος γιακωβινισμός. Την κεντρική πολιτική σκηνή την έχουν καταλάβει «άλλοι», προφανώς οι επαγγελματίες των κομμάτων ή οι οργανώσεις με «ρόλο». Δεν υπάρχει χώρος για τσαρλατάνους, άνεργους, ημιμαθείς, «λοξούς», αδέξιους και ρομαντικούς μπούφους.
Αυτή η κριτική έχει καταρχήν το σοβαρό μειονέκτημα ότι ωθεί το διάλογο στο επίπεδο του: «Πού ξέρεις εσύ ποια είναι η δική μου ατομική προσφορά στο συνάνθρωπο; Επειδή δεν την επιδεικνύω;» Δηλαδή σε ένα λόγο περί φαρισαϊσμού.
Αν το θέμα του ατομικού καθήκοντος για αλληλεγγύη δεν πρέπει να υπάρχει στο δημόσιο διάλογο είναι γιατί η ίδια η ηθική συνείδηση το απεχθάνεται. Μένει λοιπόν το χρέος του ηθικού καθήκοντος του κράτους ως φορέα αξιών και υποχρεώσεων που πρέπει να συζητηθεί –τι άλλο από πολιτικά.
Η κριτική για την οποία μιλάμε οδηγεί πρακτικά στην παραίτηση από την πολιτική δράση (διότι αυτό το ρόλο τον έχουν αναλάβει οι «αρμόδιοι», με την κοινωνιολογική έννοια του «επαγγέλματος») και τον περιορισμό του σε απλό ψηφοφόρο.
Θα υπάρξει βέβαια το επιχείρημα: υπάρχουν τα κοινωνικά κινήματα, τα οποία έχουν αποδείξει πόσο πολιτικά είναι, δεν αρκούν για να συμπεριλάβουν και να εκφράσουν την κοινωνική αλληλεγγύη;
Θα έλεγα πως άλλοτε ναι και άλλοτε όχι. Όσο περισσότερο ανοικτά είναι τα κοινωνικά κινήματα, μη ελεγχόμενα από επαγγελματίες συνδικαλιστές και γραφειοκρατία του δικομματισμού τόσο το καλύτερο. Γι αυτό και αναζητείται ένας τέτοιος ανοικτός κοινωνικός χώρος.
Αυτό το πρόβλημα με ώθησε να γράψω ένα προηγούμενο κείμενο με τίτλο «Η πολιτική ως θρησκευτικό καθήκον». Σ’ εκείνο το κείμενο θέλω να πω ότι ο τρέχον πολιτικός πολιτισμός στη χώρα μας αρχίζει να διαποτίζεται, πλέον, από ένα «πνεύμα» όχι απλώς ευρωκεντρικό αλλά, εντελώς ειδικά προτεσταντικό. Αυτό το πνεύμα περιορίζει τη δημοκρατία, νομιμοποιεί τον ελιτισμό και θέτει εκτός πολιτικού εργοταξίου τους «μη έχοντες εργασίαν» (δηλαδή τους αδέσποτους).
Όποιος διαβάσει το κείμενο αυτό θα δει με άλλα λόγια αυτό που ήδη γνωρίζει, πώς επιτεύχθηκε η συναίνεση για την «πολιτική ως επάγγελμα», γιατί οι πολιτικές πρωτοβουλίες των «μη επαγγελματιών» της πολιτικής λοιδορούνται, γιατί πρέπει ο καθένας να παραμείνει στο δικό του μικρόκοσμο που «έτυχε» να βρεθεί, να παίξει το μικρό του ρολάκι, να απαρνηθεί τη φιλοδοξία να συμβάλλει στο μεγάλο θέατρο της πολιτικής, να διαγράψει δια παντός την όποια προσδοκία του για συμμετοχική και άμεση δημοκρατία ως ιδέα ουτοπική και ανεφάρμοστη. Επί τη ευκαιρία, η αξία της απαίτησης για άμεση δημοκρατία δεν έγκειται σε τίποτε περισσότερο παρά στην υπενθύμιση ότι πραγματικό πολιτικό υποκείμενο είναι «ο καθένας». Είναι λογικό η απαίτηση για άμεση δημοκρατία να φοβίζει τη διάχυτη πια (φανερή ή κρυφή, συνειδητή ή μη) αντίληψη για δικομματική, γραφειοκρατική και κουτσουρεμένη δημοκρατία.

Θάνος Κωτσόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: