Ένας τρόπος να χωρίσει κανείς τη ζωή του σε περιόδους είναι και με βάση τη συναισθηματική αντίδραση της αηδίας.
Ας πούμε:
«Κάποτε μου προκαλούσε απίστευτη αηδία η τάδε τροφή ή η δείνα συμπεριφορά, σήμερα όχι».
Συχνά μάλιστα συνδέεται και με τη διαδικασία ωρίμασης:
«Δεν είμαι πια παιδάκι να σιχαίνομαι τις μπάμιες».
Αντίστοιχη εξοικείωση επέρχεται και με τους τρόπους συμπεριφοράς, το ντύσιμο, την ανοχή πράξεων και ιδεών. Πάντοτε τίθενται ορισμένα «αδιαπραγμάτευτα» όρια η υπέρβαση των οποίων προκαλεί την επέμβαση της αηδίας ως θεματοφύλακά τους: η έντονη κολόνια, ορισμένα αξεσουάρ, τα βαμμένα νύχια, το αμπιγιέ ντύσιμο, η κακογουστιά, η κολακεία, η δουλικότητα, τα ρουσφέτια μπορεί να ενεργοποιούν σε ορισμένους το συναγερμό της αηδίας, η οποία εν συνεχεία εξελίσσεται σε περιφρόνηση και απόρριψη.
Η αηδία λοιπόν, ενώ εμφανίζεται ως συναισθηματική – ψυχολογική αντίδραση, συνδέεται εξαιρετικά στενά με ιδεολογικά και πολιτισμικά πρότυπα, όπως πολύ χαρακτηριστικά παρουσιάζει το θέμα ο William Ian Miller στο ενδιαφέρον βιβλίο του The Anatomy of Disgust.
Η αηδία θεμελιώνεται πρωταρχικά πάνω στην απέχθεια για τις τροφές και συνδέεται με τη γεύση και την όσφρηση. Κατά τούτο διακρίνεται κάπως από τη σιχασιά, η οποία συνδέεται με την αφή και την όραση. Η αηδία οδηγεί ασυζητητί σε απόρριψη ενώ η σιχασιά όχι αναγκαστικά. Μπορεί επειδή κάτι το θεωρούμε σιχαμερό, βδελυρό να μη θέλουμε την παραμικρή επαφή μαζί του κι ωστόσο να το θαυμάζουμε, όπως π.χ. ένα έντομο με ωραία χρώματα ή μια σαύρα ή έναν μεγάλο γύπα.
Μολονότι συγγενικές προς την αηδία οι έννοιες σιχασιά, απέχθεια, αποστροφή δεν αποδίδουν το νόημα της σύγχρονης νεοελληνικής λέξης. Αν και ετυμολογικά προέρχεται από το μη-ηδύ, η αηδία παραπέμπει σε κάτι που δεν είναι ανεκτό στην κατάποση και την πεπτική λειτουργία, μια «φυσική», αντανακλαστική αντίδραση.
Επίσης, η αηδία δεν είναι ναυτία.
Η αηδία είναι η ultima ratio της σωματοποιημένης ένδειξης ότι ένα «εξωτερικό» αντικείμενο είναι πλήρως απορριπτέο από το σώμα του υποκειμένου.
Όταν όμως πληροφορούμαστε ότι στην Άπω Ανατολή απολαμβάνουν τις τηγανιτές κατσαρίδες, τους ψητούς γρύλους και τους σκορπιούς σουβλάκι συνειδητοποιούμε τη σχετικότητα του αηδιαστικού και πόσο το αίσθημα της αηδίας συνδέεται με απαγορεύσεις που έθεσαν οι ηθικοί κώδικες κυρίως των θρησκειών.
Ειδικότερα, στη χριστιανική Δύση το αίσθημα της αηδίας προσδιορίστηκε με βάση τις βιβλικές διατροφικές εντολές του Λευιτικού και τη διάκριση "καθαρών" και "ακάθαρτων", βρώσιμων και μη τροφών.
Το αρχικό κανονιστικό πλαίσιο εμπλουτίστηκε από την περίοδο του Διαφωτισμού κι έπειτα με εκδοχές ανώτερου επιπέδου εξιδανίκευσης, φιλοσοφικής και αισθητικής, από τον Hume, τον Burke, τον Kant, τον Adam Smith κ.ά.
Ωστόσο, η επίγνωση της ιστορικής, ιδεολογικής και πολιτισμικής σχετικότητας αυτού του τόσο αυτοσυντηρητικού αισθήματος δεν πρέπει να περιορίζεται στην αποδόμησή του αλλά και στην απόδοση ενός νέου, επίκαιρου νοήματος.
Διότι τα τελευταία χρόνια, η μεταμοντέρνα σκέψη και αισθητική επιχείρησε να ανατρέψει τις παλιές κατεστημένες εξιδανικεύσεις τοποθετώντας στη θέση τους πειραματισμούς οι οποίοι εμπνέονταν από την εξοικείωση με το αηδιαστικό ή και αποτρόπαιο.
Η ερευνητική τόλμη, η ελευθερία του πειραματισμού, ο έλεγχος των προϊδεασμών της παράδοσης μέσα από την ατομική εμπειρία, η ανάδειξη της ανοχής ως πρωτεύουσας ένδειξης πολιτικού καθωσπρεπισμού, η επικράτηση του πολυ-πολιτισμικού, περνούν μέσα από την αναμέτρηση με την αηδία. Η καλή επίδοση του μεταμοντέρνου ανθρώπου φαίνεται πρωτίστως από τη ριζική αναθεώρηση των αντιδράσεων αηδίας που αισθάνεται: την ελαχιστοποίηση και ει δυνατόν «θεραπεία» του από αυτήν. Καλό θεωρείται να μην αηδιάζει κανείς με τίποτα, αφού η ίδια η αηδία αποτελεί κατ’ ουσίαν έναν αναχρονισμό.
Ο σχετικισμός που συνοδεύει την αηδία γίνεται ακόμη εντονότερος στο κοινωνικό πεδίο, μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Παλαιότερα οι συντηρητικοί είχαν το θάρρος να ομολογούν την αηδία τους απέναντι στον όχλο, τη μάζα, τη δημοκρατία. Οι ρομαντικοί, επίσης, δεν ντρέπονταν να θαυμάζουν την επαναστατικότητα ή τη ζωτικότητα της κτηνώδους μάζας. Οι αστοί αηδίαζαν με τους άνεργους και τους προλετάριους, οι εργάτες με τους εργοστασιάρχες, οι μαγαζάτορες με τους τοκογλύφους, οι μεγαλέμποροι με τους μικροπωλητές, οι νοικοκύρηδες με τους αλήτες κ.ο.κ.
Η αηδία κάποτε υπενθύμιζε τη Διαφορά, τις διαφορές και τα όρια. Σήμερα, στη μεταμοντέρνα κατάσταση η αηδία έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Επιβιώνει βέβαια ως πρόσχημα πολιτικής ορθότητας.
Ας πούμε, σήμερα ακούς το σύγχρονο πολιτικό να σου λέει ότι αηδιάζει με την αναξιοκρατία, με το ρουσφέτι ή τη φοροδιαφυγή.
Ακούς τους ψηφοφόρους να αηδιάζουν με τους πολιτικούς ηγέτες που ψήφισαν.
Σιγά-σιγά θα παραδεχτούμε ότι κι αυτό είναι ένας αναχρονισμός. Ένα πρόσχημα που ξέρουμε πόσο υποκριτικό είναι.
Η αηδία έχει καταστεί μια αμφίβολη και αναξιόπιστη πλέον αντίδραση.
Ίσως γιατί είμαστε στην αρχή μιας νέας εποχής καννιβαλισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου