TRANSLATION

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2008

Αραβικός κόσμος: εθνικός ή εθνικιστικός;

Είναι έθνος οι «Άραβες»; Είναι όλοι μαζί; Με ποιο κριτήριο ορίζεται η «αραβικότητα»; Αν είναι όλοι ένα έθνος δικαιούνται και πρέπει να ενωθούν σε ένα παναραβικό κράτος; Από τη στιγμή που είναι διαχωρισμένοι σε κράτη πρέπει να συγκροτήσουν ομοσπονδία; Πώς ορίζεται ο αραβικός εθνικισμός;
Προκαλεί εντύπωση στον αναγνώστη η διαφορά προσέγγισης που παρουσιάζουν δύο πολύ έγκυρες εγκυκλοπαίδειες, όπως η αγγλική Britannica ( έκδ. 2005) και η γαλλική Encyclopaedia UNIVERSALIS (έκδ. 1968) στο λήμμα «Άραβες». Στην πρώτη ορίζονται ως σύνολο που χρησιμοποιεί την αραβική γλώσσα. Στη δεύτερη ορίζονται ως «έθνος». Σύμφωνα με τη Britannica η γραπτή και προφορική γλώσσα και η επικράτηση του ισλάμ αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία αναπτύχθηκαν δεσμοί κοινής καταγωγής, ιστορικής μνήμης και πολιτισμού σε μια εδαφική περιοχή που εκτείνεται από τη Μαυριτανία και τη δυτική ακτή του Ατλαντικού μέχρι την Εγγύς Ανατολή και το Μαγκρέμπ. 21 χώρες 200 εκατομ. Αράβων ενοποιούνται με βάση το Κοράνι, σε μια ζεύξη γλωσσικής και θρησκευτικής ταυτότητας. Ωστόσο, στο λήμμα, οι Άραβες δεν χαρακτηρίζονται «έθνος».
Σύμφωνα όμως με την UNIVERSALIS και με βάση ακριβώς τα ίδια αυτά χαρακτηριστικά χαρακτηρίζονται «έθνος». Εδώ δεν θα ασχοληθούμε με την εξήγηση αυτής της διαφοροποίησης πέρα από το να επισημάνουμε τη μεταξύ τους χρονική απόσταση 4 περίπου δεκαετιών, γεγονός που λέει πολλά. Επιλέγω να σταθώ μόνο στη δεύτερη γιατί, κατά κάποιο τρόπο, βοηθάει στην όλη συζήτηση περί πρόσληψης του έθνους και του εθνικισμού.
Σπουδαίο στοιχείο στην προσέγγιση λοιπόν αυτή είναι η κοινή γλώσσα (η γραπτή κυρίως, διότι η ομιλούμενη έχει πολλές διαλέκτους). Στοιχείο το οποίο θεωρείται ίσως και επαρκές για τον προσδιορισμό του έθνους, αφού πέρα από την ενοποιητική λειτουργία της η γλώσσα αποτελεί τη γέφυρα λόγιας και λαϊκής παράδοσης και, ταυτόχρονα τον κυριώτερο μηχανισμό κοινωνικής ανόδου. Σε κάθε περίπτωση, συνδυαζόμενη με τη θρησκεία και τα άλλα ψυχοκοινωνικά προαπαιτούμενα δημιουργούσε, πριν 40 χρόνια, την πεποίθηση ότι μπορούσε κανείς να μιλά για «αραβικό έθνος». Το μόνο εμπόδιο ήταν η τεράστια εδαφική διασπορά και ο κατακερματισμός σε επιμέρους κράτη. Γι αυτό και διατυπωνόταν εναλλακτικά ο χαρακτηρισμός ότι οι Άραβες «τείνουν» να αποτελούν έθνος. Ωστόσο οι ίδιοι οι αραβικοί λαοί επί πολλούς αιώνες, μέχρι τα τέλη του 19ου, δε χρησιμοποιούσαν αυτό τον όρο.
Σήμερα ο όρος «αραβικός κόσμος» χρησιμοποιείται με δύο έννοιες.
Η πρώτη είναι πολιτική και σημαίνει το σύνολο των 19 αραβικών χωρών που περιλαμβάνονται στον Αραβικό Σύνδεσμο, δηλαδή: Ιορδανία, Παλαιστίνη, Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα, Μπαχρέιν, Τυνησία, Αλγερία, Σουδάν, Συρία, Ιράκ, Ομάν, Κατάρ, Κουβέιτ, Λίβανος, Λιβύη, Αίγυπτος, Μαρόκο, Σαουδική Αραβία, Μαυριτανία και Υεμένη. Ονομάζονται “αραβικές” καθώς η πλειοψηφία των κατοίκων τους είναι «Άραβες». Σε άλλες χώρες όπως το Τζιμπουτί, ή τη Σομαλία οι Άραβες αποτελούν μειονότητες.
Η δεύτερη έννοια είναι η γλωσσική με βάση την οποία στον «αραβικό κόσμο» περιλαμβάνεται το σύνολο των πληθυσμών που έχουν μητρική γλώσσα τα αραβικά. Ωστόσο, σε αραβικές χώρες υπάρχουν και μη αραβόφωνες μειονότητες, όπως οι Κούρδοι του Ιράκ και οι Βέρβεροι της Β. Αφρικής.
Μια αντίληψη όπως αυτή της εγκυκλοπαίδειας UNIVERSALIS θα μπορούσε να αναζητήσει εθνικές ρίζες ήδη από τον 8ο αιώνα, την εποχή που οι νεοφώτιστες στο μουσουλμανισμό πολεμικές ομάδες κατακτούσαν τη μια περιοχή μετά την άλλη, εξισλάμιζαν και «εξαράβιζαν» τους υπόδουλους. Η στιγμή της ανατροπής του χαλιφάτου της δυναστείας των Ουμαγιάδων από τους Αβασίδες σηματοδοτούσε τη μετατροπή του κράτους από αραβικό σε ισλαμικό αυτοκρατορικό, αφού όλοι οι υπόδουλοι είχαν πλήρως αποκτήσει «αραβική ταυτότητα» μέσω της ισλαμικής τους πίστης και διεκδικούσαν «έσωθεν» την εξουσία. Μέσα στα πλαίσια αυτής της αυτοκρατορίας είχαν την ιδιαίτερη θέση τους και άλλα «έθνη», όπως οι Πέρσες, οι Τούρκοι, κλπ. Ανάλογα με το δυναμισμό της, κάθε εθνότητα διεκδικούσε ηγετικό ρόλο μέσα στα πλαίσια αυτής της ευρύτερης αυτής κρατικής οντότητας. Οι Αβασίδες δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την υπερίσχυση των Περσών, γι αυτό και όταν νίκησαν μετέφεραν την πρωτεύουσα αρχικά στη Βασόρα και μετά στη Βαγδάτη. Επακόλουθο αυτής της νίκης ήταν η επικράτηση στοιχείων της περσικής κουλτούρας: κοντά στον εκφυλισμό της λιτής αραβικής ζωής και την εμφάνιση της χαρακτηριστικής περσικής χλιδής ήρθε και η αναγέννηση των γραμμάτων και των επιστημών. Μέχρι το τέλος του 9ου αιώνα η δυναστεία είχε παρακμάσει για να αναλάβει μια νέα εθνότητα τα ηνία της ισλαμικής αυτοκρατορίας: οι Τούρκοι. Ακολούθησαν οι επιδρομές των Μογγόλων και το 16ο αιώνα και πάλι οι Οθωμανοί Τούρκοι.
Στη διαμόρφωση του αραβικού εθνικισμού συνέτεινε η διείσδυση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στην οθωμανική αυτοκρατορία αλλά και η συνειδητοποίηση τόσο από το λαό όσο και από τις ελίτ ότι η παλιά αραβική περηφάνεια ήταν εξαρτημένη και δέσμια των θελήσεων των ισχυρών δυνάμεων της Δύσης. Παράλληλα, κινήματα όπως εκείνο του εκ των θεμελιωτών της ισλαμικής νεωτερικής μεταρρύθμισης Τζαμάλ αλ Αφγκανί αλλά και των Νεοτούρκων καλλιέργησαν έναν αντιαποικιοκρατικό εθνικισμό και την επιθυμία για ανεξαρτησία.
Ένας από τους πρώτους θεωρητικούς του αραβικού εθνικισμού ήταν ο Αμπντουραχμάν αλ Καουακίμπι, ένας Σύρος ελευθεροτέκτονας ο οποίος ήθελε τη συνέχιση της ισλαμικής αυτοκρατορικής κρατικής δομής αλλά υπό αραβικό έλεγχο. Πάμπολλες μυστικές εταιρείες και επαναστατικές οργανώσεις συνεστήθηκαν μεταξύ του 1904 και του 1911. Το 1916 ο Σερίφ Χουσεΐν ανακήρυξε τον εαυτό του «βασιλιά των Αράβων».
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου στη Μέση Ανατολή οι Βρετανοί είχαν επιτύχει ένα συμβιβασμό με τους νεώτερους Χασεμίτες (γνωστότεροι από τους οποίους ο Ιμπν Σαούντ της Σαουδικής Αραβίας και ο Χουσεΐν της Ιορδανίας) και άφησαν τη Συρία και το Λίβανο στους Γάλλους ενώ προετοίμαζαν το έδαφος της Παλαιστίνης για την ίδρυση του Ισραήλ. Οι αραβικοί λαοί των ασιατικών περιοχών, που πριν το 1914 ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (Ιράκ, Συρία, Λίβανος, Παλαιστίνη, Τρανσιορδανία) έβλεπαν τις ελπίδες τους για ανεξαρτησία να σβήνουν. Εντωμεταξύ ο παλιός σπόρος του Αφγκανί, συνεπικουρούμενος και από τα γαλλικά συμφέροντα είχε αρχίσει να καρποφορεί στην Αίγυπτο. Οι αγώνες για ανεξαρτησία από τον αγγλικό ιμπεριαλισμό εντάθηκαν, ιδίως μετά την εξέγερση του 1919. Από την άλλη πλευρά η εθνική συνείδηση στην Αραβία, το Σουδάν και το Μαγκρέμπ (βορειοδυτική Αφρική) βρισκόταν σε υπνώττουσα κατάσταση. Η αραβική Ασία ήταν εκείνη που ανέπτυξε την πιο έντονη και καθαρή εθνική συνείδηση με σαφή αντιιμπεριαλιστικά, κυρίως αντιβρετανικά, αισθήματα.
Τώρα, τα όρια μεταξύ εθνικού και εθνικιστικού, οι διαφοροποιήσεις στο σχηματισμό αντιλήψεων ανάλογα με το αν ήταν περισσότερο αγγλικής, γαλλικής ή γερμανικής «κοπής», η όποια εμφάνιση φυλετικών διαφορών, που είναι υπαρκτές στον αραβικό κόσμο, ο ρόλος της φασιστικής ιδεολογίας και η επίδραση της ΕΣΣΔ και του κοομουνιστικού κινήματος αποτέλεσαν καθοριστικές παραμέτρους στην εμφάνιση και διαμόρφωση του αραβικού εθνικού ζητήματος που ξεφεύγουν από τις δυνατότητες ενός σημειώματος. Ήδη πάντως λίγο πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε σχηματιστεί μια ενιαία αραβική εθνική ιδεολογία η οποία υπερκάλυπτε τις επιμέρους εθνικές ή εθνικιστικές.
Ο ρόλος των Βρετανών ήταν να ελέγχουν τα εθνικά κινήματα. Έπαιξαν ρόλο στην εκδίωξη των Γάλλων από τη Συρία και το Λίβανο, ενώ το 1945 έδωσαν την ευλογία τους στον Αραβικό Σύνδεσμο. Την ίδια στιγμή υποστήριζαν οικονομικά και στρατιωτικά τους χασεμίτες δυνάστες και την ξενόδουλη αριστοκρατία της γης και του εμπορίου. Από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ο αραβικός κόσμος διάκειται φιλικά προς την ΕΣΣΔ ενώ η επιρροή των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών ιδεών αυξανόταν. Τρία χρόνια μετά το αστικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα του 1952 ο Νάσερ άρχισε να επηρεάζεται από το Νεχρού και τον Τίτο και προχώρησε στην παραγγελία όπλων από την Τσεχοσλοβακία.
Ένας ισχυρός παν-αραβισμός αρχίζει να αναπτύσσεται (με εξαίρεση τη Συρία, το Λίβανο, την Ιορδανία, το Ιράκ και την Αίγυπτο) και εξαπλώνεται στο Μαγκρέμπ, τη Λιβύη, το Σουδάν και την ισλαμική Μαύρη Αφρική. Ενώ πριν τον Πόλεμο τα εθνικά κινήματα απηχούσαν αστικά συμφέροντα στη συνέχεια, με τη διάδοση των μαρξιστικών ιδεών και την ισχύ των σοσιαλιστικών κρατών απέκτησαν έντονο αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα και, προσπαθώντας να εκφράσουν πόθους των λαϊκών στρωμάτων, ενσωμάτωσαν στοιχεία σοσιαλιστικής ιδεολογίας, εμπνεόμενα τόσο από το παράδειγμα της Κίνας όσο και άλλων λαϊκών δημοκρατιών. Οπότε, συγκροτήθηκε ένα ιδιόμορφο κίνημα χωρίς σαφή πάντα χαρακτηριστικά και με διακυμάνσεις εθνικο-εθνικιστικές, λαϊκο-λαϊκιστικές, με αντιφάσεις στο βαθμό ανεξαρτησίας. Ακολούθησε η Αλγερινή Επανάσταση, η ανεξαρτησία του Σουδάν, της Τυνησίας και του Μαρόκου το 1956.
Δείγμα των αντιφάσεων και της έντασης της εποχής αποτέλεσε η ίδρυση του κράτους της Ενωμένης Αραβικής Δημοκρατίας (ΕΑΔ) το οποίο αποτελούσαν η Αίγυπτος, η Συρία και στη συνέχεια η Υεμένη. Η απόπειρα αυτή αντανακλούσε σκοπιμότητα της Δύσης να απομακρυνθεί η Συρία από την επιρροή της ΕΣΣΔ αλλά ταυτόχρονα έκφραζε πόθους του παναραβισμού. Αρκετές χώρες του Μαγκρέμπ αλλά και η Σαουδική Αραβία έτρεφαν κάποιες ελπίδες. Το πείραμα αυτό τελείωσε το 1961.

Πέρα από το ποιος ήταν ο ταξικός χαρακτήρας των νέων ανεξάρτητων κρατών η επίδραση των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών ιδεών και ο διχασμός των ισχυρών δυνάμεων σε 2 αντίπαλα στρατόπεδα (ανατολικό και δυτικό) έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Η πολιτική γραμμή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος για τον αραβικό κόσμο βασίστηκε στη γενικότερη λογική συγκρότησης ενός αντιιμπεριαλιστικού, λαϊκού κινήματος με στόχους όχι μόνο κρατικής ανεξαρτησίας αλλά και αστικοδημοκρατικούς και σοσιαλιστικούς. Η στρατηγική της ΕΣΣΔ ήταν να διευρύνει τα στηρίγματά της με φιλικά προς αυτήν καθεστώτα.

Ωστόσο, όσον αφορά στο ζήτημα αν υπήρξε, από πότε και με ποια μορφή αραβικός εθνικισμός και κατά πόσο αυτός τροφοδοτήθηκε κυρίως από τα ιδιοτελή στρατηγικά συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών χωρών της Δύσης ή κυρίως από την ΕΣΣΔ (ή, ίσως, και από τις δύο πλευρές) υπάρχουν διάφορα μεγάλα και αναπάντητα ερωτήματα, όπως:
α) Ποιο έδαφος ήταν ευνοϊκότερο για τον εκφυλισμό της αραβικής χειραφέτησης σε εθνικισμό, ο παναραβισμός τύπου ΕΑΔ ενοποιημένος και θεμελιωμένος ουσιαστικά στο Κοράνι ή ο κατακερματισμός σε ανεξάρτητες χώρες, με βάση πραγματικές ή κατασκευασμένές ιδιαιτερότητες;
β) Για ποιο λόγο, παρά το γόητρο των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού και την ισχυρή διεθνή τους θέση, δεν μπόρεσαν εκείνη την εποχή να αναπτυχθούν κομμουνιστικά κινήματα στις αραβικές χώρες ικανά να δώσουν προοδευτικές, αντιεθνικιστικές βιώσιμες λύσεις;
γ) Θα μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο ή μήπως έχουν έστω και έμμεσα συνυπευθυνότητα στη μεταστροφή του εθνικοαπελευθερωτικού – αντιιμπεριαλιστικού – λαϊκοδημοκρατικού – σοσιαλιστικού αραβικού κινήματος σε εθνικιστικό (όπου οι άρχουσες τάξεις μπορούσαν να παίζουν διπλό παιχνίδι: του εθνικισμού και της ξένης εξάρτησης);

Παράρτημα: Εθνολογική σύνθεση αραβικών χωρών
Συρία: 90% Άραβες, 10% Κούρδοι
Ιορδανία 99% Άραβες
Λίβανος 95% Άραβες, λίγοι Αρμένιοι, Κούρδοι κ.α.
Παλαιστίνη Άραβες
Σαουδική Αραβία 84% Άραβες, 13% Υμενίτες, 3% Βεδουίνοι


Αίγυπτος αυτοπροσδιορίζονται ως «απόγονοι των αρχαίων Αιγυπτίων», ωστόσο χρησιμοποιούν τα αραβικά και είναι μουσουλμάνοι. Με αυτό το κριτήριο, το οποίο μόνο «πολιτικά» δέχονται, μπορούν να συμπεριληφθούν στους Άραβες.

Λιβύη Κυρίως Άραβες και Βέρβεροι
Τυνησία Πολλές επιμειξίες. Ο πυρήνας είναι Βέρβεροι αλλά πλήρως εξαραβισμένοι.
Αλγερία Άραβες και Βέρβεροι
Μαρόκο Κυρίως Βέρβεροι, δευτερευόντως Άραβες
Ιράκ Άραβες 75% 20% Κούρδοι, 5% άλλοι
Σουδάν Άραβες στο βόρειο τμήμα, και λίγοι Μπέζα, Νούβιοι, στο νότιο Αζάντε κ.ά.
Κουβέιτ Άραβες
Κατάρ Άραβες
Ομάν Άραβες 75% κ.ά. φυλές
Μπαχρέιν Άραβες «αυτόχθονες» 63%, Άραβες «ετερόχθονες» 10%, Ιρανοί, ασιάτες
Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα πλειοψηφία Άραβες, λίγοι ασιάτες
Μαυριτανία 40% Μαυριτανοαφρικανοί, 30% Αραβοβέρβεροι κ.ά.
Υεμένη Άραβες


Θάνος Κωτσόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: