Πού μπορεί να έγκειται η γοητεία που ασκεί η ρωμαϊκή ιστορία στο σημερινό άνθρωπο που δε σκέφτεται απλοϊκά, μέσα από τα γνωστά ηθικολογικά στερεότυπα;
Ο ρωμαϊκός κόσμος εμφάνισε μια αναμφισβήτητη σκληρότητα και ωμότητα και έδειξε στον «πολιτισμένο» κόσμο ποιος είναι ο «πραγματικός» άνθρωπος. Όχι εκείνος με τον οποίο τόσο εύκολα ξεμπέρδεψε ο αστικός καθωσπρεπισμός, δηλαδή ο «βάρβαρος» (Γότθος, Βάνδαλος ή Ούννος) αλλά ο άνθρωπος που έζησε το δραματικό μετασχηματισμό του από τον κόσμο της ελληνικής (και ως ένα βαθμό ελληνιστικής) αρχαιότητας στον κόσμο της χριστιανικής Δύσης.
Ο Ρωμαίος έζησε αιώνες με την απελπισμένη συνείδηση του ανθρώπου που ξέρει ότι δεν έχει να περιμένει τίποτα από τους θεούς αλλά και που περιβάλλεται από μια εγκοσμιότητα που είναι κατώτερη του πνεύματος και για την οποία δε διαθέτει μια εμπνευσμένη υπέρβαση. Συγκέντρωσε όλους τους θεούς και τα πνεύματα στο πάνθεο της κοσμικής κυριαρχίας.
Αυτή η σκληρότητα δεν είναι άσχετη με το γεγονός ότι Ρώμη σημαίνει κράτος, καταστροφή της εθιμικότητας (που συνεπάγεται αγάπη και συναίσθημα). Η επιβολή της τυπικότητας αυτής, ήταν μια «αφαίρεση», μια άρνηση της κοσμιότητας της Φύσης (όπως υπήρχε στους Έλληνες). Τι άλλο μπορούσε να κάνει από το να προετοιμάζει σχέσεις μεταξύ νεκρών πραγμάτων και όχι όντων που ζουν και αισθάνονται και να εξαγγέλλει την εγκαθίδρυση της ιδιοκτησίας μέσα στην ύπαρξη;
Αυτά βέβαια τα μάθαμε από το Χέγκελ. Μάθαμε ότι η κυριαρχία είναι ο καθαρός εγωισμός της βούλησης αλλά χρειάστηκε μας βοηθήσει ο Μαρξ να κατανοήσουμε ότι αυτός ο «εγωισμός», η λατρεία της βούλησης όπως την επεξεργάστηκε αργότερα ο δυτικός χριστιανισμός με τον Άγιο Αυγουστίνο, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια Συνείδηση που συνυφαινόταν με την αναγκαιότητα ενός απόλυτα πραγματικού Είναι. Εντωμεταξύ ο Χέγκελ μας προειδοποιούσε: αρνούμενη η ρωμαϊκή συνείδηση να αντικρύσει τις ανθρώπινες οδύνες της ψυχής από τις αντιφάσεις της ζωής «σκηνοθέτησε» μια ωμή πραγματικότητα από «φυσικές» οδύνες για να εξευμενίσει και να αντιπροσωπεύσει την εσωτερική εξόντωση ενός κόσμου που έφευγε ανεπιστρεπτί κι ενός σκοπού που είχε απομείνει μόνο «πνευματικός».
Η αρχαία Ρώμη, εντός του πλαισίου του συστήματος της δουλείας, αποτελούσε το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αντίθεσης πόλεως – υπαίθρου. Ο κατά κύριο λόγο αγροτικός –και δευτερευόντως εμπορικός και βιοτεχνικός– χαρακτήρας της οικονομίας της στηριζόταν στην ωμή εκμετάλλευση των αχανών υπόδουλων επαρχιών. Η παραγωγή του προϊόντος διεξήγετο στις πόλεις κυρίως από την εργασία των δούλων. Αλλά και στους αγρούς η εικόνα δεν ήταν διαφορετική. Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος (Τιβέριος Γράκχος) όταν ο Τιβέριος περιόδευε στην Ετρουρία έβλεπε με λύπη ξένους δούλους να καλλιεργούν τα χωράφια αντί των ρωμαλέων αυτοχθόνων χωρικών. Στο μυαλό κάθε λογικού μεταρρυθμιστή της εποχής φαινόταν καθαρά η ανάγκη να αντιμετωπιστεί η αγροτική δουλεία, η συσσώρευση πληθυσμού στις πόλεις και η στρατιωτική παρακμή.
Πέρα από την άμεση απόσπαση υπερπροϊόντος η Ρώμη επέβαλε και φορολογία στις επαρχίες, το tributum soli (έγγειος φόρος) tributum capitis (κεφαλικός φόρος) χρήματα τα οποία κατέληγαν είτε στο aerarium (δημόσιο ταμείο) είτε στο fiscus (αυτοκρατορικό ταμείο).
Πέρα από τους Λουσιτανούς, τους Κελτίβηρες, την «εντεύθεν των Άλπεων» Γαλατία, την Καρχηδόνα, τη Σικελία, τη Σαρδηνία, την Ελλάδα, τη Συρία υπήρχαν ένα σωρό άλλες φυλές και επαρχίες της Δύσης, της Αφρικής και της Ανατολής (η Αίγυπτος είχε καταστεί μετά τον Πτολεμαίο ΣΤ΄ προκτοράτο της Ρώμης) που λαφυραγωγήθηκαν και πέρασαν τα πάνδεινα για την εξασφάλιση ενός κρισίμου για την επιβίωση του αστικού πληθυσμού αλλά και του στρατού αγαθού: του σίτου, από τον οποίο ήταν εξαρτημένη η διατήρηση του ρωμαϊκού συστήματος.
Οι μικροί ανεξάρτητοι καλλιεργητές είχαν καταστραφεί από τα χρέη ή από την πολύχρονη στρατολογία. Το κλίμα της εποχής αποτυπώνεται θαυμάσια στο έργο του Μάρκιου Πόρκιου Κάτωνα του Πρεσβύτερου, του Τιμητή De agri cultura, όπου αναφέρει τους 4 πλέον επικερδείς τρόπους εκμετάλλευσης των γαιών: Πρώτα η κτηνοτροφία. Οι αμέσως δύο επόμενοι είναι η κτηνοτροφία και ο τέταρτος η καλλιέργεια της γης. Οι απόψεις αυτές απηχούσαν, φυσικά. τα συμφέροντα των μεγαλογαιοκτημόνων και έρριχναν νερό στο μύλο της ενίσχυσης των λατιφουντίων. Πολύ αργότερα, μορμύρων ο Πλίνιος θα αποφαινόταν: latifundia perdidere Italiam.
Κι όμως, η εκμετάλλευση των επαρχιών στάθηκε ικανή να αντιμετωπίσει η Ρώμη την αθρόα εισροή κατεστραμμένων καλλιεργητών και να είναι σε θέση να τους διατηρεί σ’ ένα επίπεδο οριακής επιβίωσης. Στην έκτη σειρά του ευρύτερου συνόλου του plebs («δήμου», ο οποίος αρχικά περιλάμβανε όλους τους μη πατρίκιους και στη συνέχεια και τους μη ιππείς) ανήκαν και οι proletarii, προσδιορισμένοι από την τιμητεία όχι με βάση το επάγγελμά τους αλλά γιατί το μόνο που μπορούσαν να προσφέρουν στο κράτος ήταν τα παιδιά τους (proles). Στους πληβείους ανήκαν δάσκαλοι, γιατροί, ελεύθεροι επαγγελματίες, χωρικοί μικροϊδιοκτήτες, ελεύθεροι εργάτες, τεχνήτες, απελεύθεροι, όλοι όσοι συγκεφαλαιούντο και με την ονομασία humiliores (ταπεινοί) ή tenuinores (αδύνατοι). Μπορούσαν λοιπόν άνθρωποι χωρίς μέλλον, κατεστραμμένοι επαγγελματικά ή σε αδυναμία να υπερβούν το φαύλο κύκλο της φτώχειας, αφερέγγυοι οφειλέτες, φιλόδοξοι για αξιώματα χωρίς ελπίδα επιτυχίας να βρεθούν στην κατάσταση του proletarius η οποία σήμαινε εξαθλίωση από κάθε άποψη αλλά, ταυτόχρονα, διατήρηση της ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη, συνεπώς δικαίωμα ψήφου, συμμετοχής στα κοινά, απόκτηση δελτίου διατροφής με δωρεάν ή σε πολύ χαμηλή τιμή σιτηρών (αλλά για τους άνδρες) και δωρεάν απόλαυση δημοσίων θεαμάτων.
Μέσα όμως από τη στρόφιγγα των παροχών αυτών η εξουσία προσπαθούσε να χειραγωγήσει αυτόν τον πληθυσμό στα εκάστοτε συμφέροντά της. Οι Ρωμαίοι proletarii απολάμβαναν τα αγαθά του ιμπεριαλισμού της Ρώμης, γλείφοντας βέβαια τα αποφάγια του συστήματος εκμετάλλευσης. Για την άλλη μεγάλη μερίδα δυσπραγούντων μαζών, αγρότες και στρατιώτες, υπήρχε η πολιτική διανομής γαιών.
Πάντως σημαντική για το ρωμαϊκό καθεστώς ήταν η διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης και η αποφυγή μιας νέας οδυνηρής εμπειρίας, όπως εκείνης των Δουλικών Πολέμων. Η ιδέα της concordia ordinum (ταξικής συμφιλίωσης) ήταν τόσο παλιά όσο και η αρχή της περιόδου της Δημοκρατίας αλλά συνδέθηκε κατεξοχήν με δύο διαφορετικές αντιλήψεις: του Ιουλίου Καίσαρα και του Κικέρωνα. Η ικανοποίηση των διαφόρων ταξικών συμφερόντων και η επίτευξη μιας ισορροπίας ήταν ένας μόνιμος βραχνάς για κάθε ρωμαϊκή διοίκηση. Ο έλεγχος του τρόπου διανομής του σίτου και των γαιών αποτέλεσε τον κυριότερο μοχλό της κρατικής πολιτικής, της πολιτικής του «βαθύτερου» καθεστώτος.
Ποια ακριβώς ήταν η πολιτική δύναμη του ευμετάβλητου προλεταριάτου είναι ίσως δύσκολο να υπολογιστεί. Ότι όμως μπορούσε η Σύγκλητος να το κατευθύνει ή να το αποπροανατολίζει είναι αναμφισβήτητο. Έτσι έγινε με τη μεταρρύθμιση του Γάιου Γράκχου. Είχε καταφέρει να πάρει με το μέρος του τους αγρότες, τα μεσαία στρώματα και τους επιχειρηματίες, ιδίως τους εργολάβους. Είχε καταπολεμήσει την ανεργία με κατασκευή δημοσίων έργων και είχε κάνει ορατό το όνειρο των αδυνάτων να ξεφύγουν από την κατάσταση των clientes. Με την lex frumentaria μοίρασε φτηνό ψωμί στη φτωχολογιά. Έκανε όμως το μοιραίο λάθος να θίξει το ναρκισσισμό των προλεταρίων όταν εξήγγειλε την παροχή δικαιωμάτων του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους ελεύθερους του Λατίου. Η Σύγκλητος εκμεταλλέυθηκε την ευκαιρία και με την εξαγγελία 12 νέων αποικιών έφερε το πλήθος στα νερά της. Άλλοτε η ρωμαϊκή ιθαγένεια λειτούργησε ευνοϊκά για το συντηρητικό ρωμαϊκό καθεστώς, όπως στην περίπτωση της αποσόβησης της επανάστασης των υποτελών ιταλικών κρατών τα οποία εκμεταλλεύτηκαν την αναταραχή από το 2ο Δουλικό Πόλεμο.
Αργότερα, στα γεγονότα του Κατιλίνα το προλεταριάτο κράτησε ευγενέστερη στάση. Τρεις χιλιάδες επαναστάτες έπεσαν ηρωικά έχοντας δίπλα τους τα σύμβολα του Μάριου και την ηθική ικανοποίηση ότι πολέμησαν για τις Novae tabulae.
Το ρωμαϊκό διοικητικό σύστημα ήταν έτσι διαρθρωμένο ώστε να λειτουργεί ως ο κατεξοχήν μηχανισμός κοινωνικής ανόδου. Αν εξαιρέσει κανείς τη Σύγκλητο, η οποία ήταν μάλλον κλειστή (αν και κάθε εκλεγμένος ύπατος τελείωνε την καριέρα του ως συγκλητικός) τα δημόσια αξιώματα ήταν ανοικτά. Ο Κάτων ο Πρεσβύτερος, π.χ. ήταν από οικογένεια γουρουνοβοσκών (εξ αυτού το Πορκίων) αλλά πήρε όλα τα αξιώματα, μέχρι Ύπατος και Τιμητής. Έτσι έγινε και με τον Σύλλα. Με το θεσμό της υιοθεσίας από τα τέλη της Δημοκρατίας και τις αρχές της Ηγεμονίας μπορούσε ο καθένας ανεξάρτητα ταξικής προέλευσης να ονομασθεί διάδοχος του αυτοκράτορα. Έτσι έγινε με τον Γάιο Ιούλιο Καίσαρα Οκταβιανό, τον μετέπειτα Αύγουστο, γιο ενός ασήμαντου πληβείου χρηματιστή, τον οποίο όμως υιοθέτησε ο Ιούλιος Καίσαρ. Η νομική σταδιοδρομία αποτελούσε το καλύτερο όχημα για ανοδική κοινωνική κινητικότητα.
Το ρωμαϊκό καθεστώς, λοιπόν, ανέδειξε στο επίπεδο της συνειδητής πολιτικής αυτό που στην Ανατολή είχε εμφανιστεί διαφορετικά: την οργάνωση της συγκατάθεσης. Αυτό το θέμα της συναίνεσης έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και θα το δούμε σ’ ένα επόμενο κείμενο.
Θάνος Κωτσόπουλος
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου