TRANSLATION

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

POSSESSIO et COMMUNIO

Το έργο του Καντ Η Επιστήμη του Δικαίου (1790) εμφάνισε έναν απροσδόκητο δυναμισμό ως προς τις επιδράσεις του, σχεδόν ταυτόχρονα με την Επανάσταση και ενώ πλησίαζε η στιγμή της υπόδειξης στη φιλοσοφία να αρχίσει να ασχολείται με τα “γήινα” προβλήματα. Εργο, θα το χαρακτήριζα «μοιραίο», και αναγγελτικό του αιώνα που ερχόταν.
Αυτόγιατί το κεντρικής σημασίας ζήτημα που έθεσε ήταν ο προσδιορισμός από πλευράς φιλοσοφίας δικαίου της έννοιας της ιδιοκτησίας. Η μέχρι τότε γενικώς γνωστή διάκριση μεταξύ ius in res και ius ad rem στο παραπάνω έργο αναλύθηκε και διδάχτηκε με την απαράμιλλη αυστηρή καντιανή μεθοδικότητα.
Από τις θεμελιωδέστερες αποσαφηνίσεις είναι, για τον Καντ, ότι το meum iuris συνιστά τον θεμέλιο λίθο της διάκρισης μεταξύ φυσικού δικαίου – πολιτικής κοινωνίας. Από το φυσικό δίκαιο απορρέει το ιδιωτικό δίκαιο ενώ από την πολιτεία απορρέει το δημόσιο δημόσιο. Αυτό που είναι αντίθετο με τη Φύση δεν είναι γενικώς η κοινωνία (διότι μορφές κοινωνικής οργάνωσης βρίσκονται και στη Φύση) αλλά η πολιτική κοινωνία, το ius civilis. Διότι πουθενά στη Φύση δεν συναντιέται δημόσιο αναγκαστικό δίκαιο το οποίο μάλιστα να θεσπίζεται αποκλειστικά ως δίκαιο της ιδιοκτησίας.
Εδώ ο Καντ ανέχεται μια αντίφαση. Ενώ θεωρεί ότι το ιδιωτικό δίκαιο απορρέει από το φυσικό, τοποθετεί τη θεμελίωσή του στην πολιτεία, στo ius civilis, το οποίο όμως είναι αντίθετο με τη Φύση! Ο λόγος είναι προφανής. Η βάση του ιδιωτικού δικαίου είναι η κατοχύρωση της ιδιοκτησίας. Πρέπει, συνεπώς, η ιδιοκτησία στο σύστημα του Καντ να απορρέει και από το φυσικό δίκαιο. Το φυσικό δίκαιο ορίζεται ως εκείνο που θεμελιώνεται πάνω σε καθαρές a priori λογικές αρχές. Επομένως, η ιδιοκτησία γίνεται κατηγορία απριορική. Αλλά, αυτό που κάνει τον Καντ να δυσκολεύεται είναι ότι η διασφάλιση της ιδιοκτησίας γίνεται με μη φυσικούς όρους, με όρους καθαρά κοινωνικούς, με όρους δημοσίου δικαίου, που δεν το συναντούμε στη Φύση!
Αυτή η διπλή θεμελίωση της ιδιοκτησίας – στη Φύση και στην Κοινωνία – αναλύεται στο meum iuris μέσω της διάκρισης σε νοούμενη κατοχή (κυριότητα) - possessio noumenon και φαινομενική κατοχή (πραγματική κατοχή) - possessio phenomenon. Η πρώτη θεμελιώνει το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το ius in res, στο οποίο η φυσική κατοχή του πράγματος μπορεί να μην υπάρχει, ενώ η δεύτερη αποτελεί την κυριολεκτική κατοχή detentio και θεμελιώνει το ius ad rem. Στην τελευταία αυτή το «φυσικό δικαίωμα αποκαλύπτεται» εύκολα και θεμελιώνεται πάνω στις αρχές της ελευθερίας, της communio fundi originaria, της beati possidentes (διότι ευνοείται αυτός που πρώτος έχει την κατοχή) και τη δημιουργία titulus possessionis. Iσως δεν είναι τυχαίο, ότι οι λατινικές λέξεις για την ιδιοκτησία - ιδιοκτήτη proprietas – proprius δηλώνουν χρονική προτεραιότητα: qui prior tempore, potior jure.

Αποτελεί όμως ένα πρόβλημα για την ανθρώπινη λογική, πώς μπορεί να θεμελιώνεται μια possessio εκτός εμπειρίας, όπως η «νοούμενη», σε απριορικές αρχές. Τι είδους κατοχή είναι αυτή που δεν έχει φυσική υπόσταση; Καθεαυτή είναι ακατανόητη, λέει ο Καντ. Είναι μια λογική έννοια για την κατανόηση της οποίας καμμιά εμπειρική βοήθεια δεν υπάρχει. Μπορούν να θεμελιωθούν μόνο στον πρακτικό λόγο και στην κατηγορική προσταγή που απ’ αυτόν έρχεται. Ο πρακτικός αυτός λόγος επιτάσσει να θεωρώ το «εξωτερικό δικό μου» και το «εξωτερικό δικό σου» όχι με βάση τις αισθήσεις και την εμπειρία αλλά ανεξάρτητα από αυτές. Διότι αυτοί οι προσδιορισμοί «δικό μου» - «δικό σου» έχουν να κάνουν με εκδηλώσεις της βούλησης οι οποίες εναρμονίζονται με τη γενική αρχή της ελευθερίας. Ετσι, λοιπόν, κάτι είναι «δικό μου» επειδή η βούλησή μου να το χρησιμοποιήσω όπως θέλω δεν αντιβαίνει το γενικό νόμο της ελευθερίας. Και ως προς αυτό η possessio noumenon απορρέει, κατά τον Καντ από το φυσικό δίκαιο.
Η ιδιοκτησία προσδιορίζεται ως δεσμός μεταξύ της βούλησης του υποκειμένου με το αντικείμενο ανεξάρτητα από τις εμπειρικές συνθήκες (τόπου ή χρόνου). Οταν εγώ ισχυρίζομαι ότι κάτι είναι δικό μου εννοώ ότι οποιοσδήποτε άλλος πρέπει να απέχει από κάθε χρήση αυτού του πράγματος που δεν συμφωνεί με τη βούλησή μου. Την ίδια αμοιβαία υποχρέωση έχω κι εγώ απέναντι στους άλλους. Αλλά αυτή η αμοιβαία συμμόρφωση στον κανόνα δεν θα ήταν εφικτή αν δεν υπήρχε η απόλυτη εγγύηση ότι θα ήταν για τον καθένα διασφαλισμένη η τήρησή του. Την εγγύηση αυτή παρέχει μόνο η συλλογική θέληση εκφρασμένη στη μορφή του κράτους, μέσω της θέσπισης κανόνων δημοσίου δικαίου.
Ας δούμε τώρα τη σχηματοποίηση που κάνει ο Καντ ώστε η ιδιοκτησία να ενταχθεί στο φυσικό δίκαιο: ο «φυσικός κάτοχος» - στην κατάσταση της προσωρινής, ανασφαλούς ιδιοκτησίας, που εξαρτάται από τη φυσική possessio, συναποφασίζει και συναποδέχεται με όλα τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας να ενώσουν τη βούλησή τους ώστε να διασφαλίζεται συλλογικά η possessio noumenon για όλους.Ολοι οι απλοί possidentes γίνονται beati possidentes όχι μόνο επειδή το αποφάσισαν αλλά επειδή αυτό απορρέει και από την αρχή του πρακτικού λόγου σύμφωνα με την οποία «κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να έχει δικό του οποιοδήποτε εξωτερικό αντικείμενο πάνω στο οποίο μπορεί να εκδηλώνει τη βούλησή του». Επειδή δεν υπάρχει προκάτοχος αυτού του πράγματος και είμαι εγώ πρώτος που το κατέχω, σύμφωνα με την αρχή της εξωτερικής ελευθερίας έχω την ιδιοκτησία του ακόμα κι αν δεν υπάρχει κράτος που να το διασφαλίζει. Αυτό το δίκαιο της πρωταρχικής απόκτησης υποτίθεται ότι ισχύει ακόμα και στην πιο πρωτόγονη ανθρώπινη κατάσταση. Ακόμα και στην communio primaeva υποτίθεται πως δεν υπήρξε ποτέ μια καθαρή και απόλυτη communio mei et tui originaria.
Οτιδήποτε φέρνω υπό την εξουσία μου, σύμφωνα με την αρχή της εξωτερικής ελευθερίας και του πρακτικού λόγου, το οποίο μπορώ να το κάνω αντικείμενο της ελεύθερης βούλησής μου και θέλω να το κάνω δικό μου συμμορφούμενος με μια αντίστοιχη πιθανή συλλογική θέληση, είναι δικό μου. Υπάρχει, επομένως η apprehensio, η possessionis physicae, η possessio phenomenon, η φυσική κατοχή πράγματος που δεν ανήκει σε άλλον, και στη συνέχεια, με την εκδήλωση της βούλησης και την αναγνώριση της προσχώρησης στο κοινωνικό συμβόλαιο, possesssio noumenon. Οσο διάστημα η αρχική απόκτηση παραμένει απομονωμένη και μονομερής εκδήλωση βούλησης δεν μπορεί παρά να είναι μια απλή possessio phenomenon. Μόνο μέσω της συλλογικής βούλησης και της θέσπισης κανόνων δημοσίου δικαίου κατοχυρώνεται η possessio noumenon. Ετσι, από το απλό μονομερές γεγονός της βουλητικής ενέργειας (factum) ή της διμερούς συμφωνίας «δικό μου» - «δικό σου» (pactum) φτάνουμε στο νόμο (lex).
Στο αυστηρά λογικό σύστημα του Καντ η possessio noumenon δεν έχει επαρκές στήριγμα. Για αυτό περνάει, μέσω της «εξωτερικής» ελευθερίας στη βούληση. Η καρδιά του δημοσίου δικαίου είναι η διασφάλιση της ιδιοκτησίας, αυτής της αφηρημένης possessio για την οποία (ευτυχώς!) υπάρχει η έννοια της βούλησης κι έτσι καταφέρνει να υπαχθεί στο φυσικό δίκαιο και απο κει στον απριορικό πρακτικό λόγο.
Ο Καντ προμήνυε την εποχή που ερχόταν. Μέσα απ’ αυτή την αυστηρή και στριφνή συλλογιστική του νομίζω ότι άφησε να διαφανεί -πολύ υπαινικτικά- το αγωνιώδες ερώτημα. Ο ίδιος δεν θέλησε ούτε αμιδρά να το θίξει. Έβαλε όμως μια έντεχνη βραδυφλεγή βόμβα, που χρησιμοποιήθηκε μερικά χρόνια αργότερα από τον Προυντόν ο οποίος προέταξε το αδιανόητο για την εποχή του: η possessio noumenon είναι καθαρή απάτη! Η ιδιοκτησία υπ’ αυτή την έννοια δεν είναι περισσότερο συγχωρητέα από το κοινό έγκλημα. Η ιδιοκτησία είναι κλοπή!
Για τον Καντ η possessio noumenon δεν μπορεί να θεμελιωθεί απριορικά, γι αυτό και καταφεύγει στην έννοια της βούλησης. Η ισχύς της βούλησης εξασφαλίζεται μόνο υπό την προϋπόθεση του Κοινωνικού Συμβολαίου, δηλαδή της γενικής κοινωνικής συναίνεσης για την αμοιβαία προστασία της possessio noumenon. Αυτή η γενική βούληση αφορά την εξατομικευμένη ισχύ της possessio noumenon ακόμη κι όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο.
Από μια πλευρά, ως έννοια, η possessio noumenon αποτελεί μια εξέλιξη, μια πρόοδο, μια κατάκτηση της κοινωνίας. Οτι μπορεί δηλαδή να προστατεύεται ένα δικαίωμα σε ένα πράγμα ανεξάρτητα από την detentio, τη φυσική κατοχή του. Πολύ περισσότερο, που η γενίκευση της κατοχύρωσής της για όλο το λαό, μετά το τέλος του δυτικού φεουδαλισμού και των ασιατικών δεσποτικών συστημάτων, προικοδότησε τα λαϊκά στρώματα με ένα αυτονόητο δικαίωμα. Η αστική τάξη, στον αγώνα της δικής της ιστορικής χειραφέτησης διεύρυνε την possessio noumenon τυπικά για όλο το λαό. Αυτό που ήδη στην πρώιμη σοσιαλιστική σκέψη του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα ήταν μια ολοφάνερη αλήθεια, ότι δηλαδή το αίτημα της ισότητας και της ελευθερίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί όσο κυριαρχεί ο θεσμός της ιδιοκτησίας, ήταν για τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα ακατάληπτο. Αυτό ήταν απόλυτα φυσιολογικό, δεδομένης της διατήρησης φεουδαλικών σχέσεων και των μεσαιωνικών αντιλήψεων. Δεν είχαν προλάβει να απολαύσουν τους καρπούς της ιδιοκτησίας - που δεν θα προέρχονταν πλέον ούτε από θεσμούς οριζόντιας ιδιοκτησίας στις καλλιέργειες, ούτε από λαθραία κατοχή κτημάτων ή περιουσιακών στοιχείων κάποιου χωροδεσπότη - αλλά από καθαρή, αναγνωρισμένη και επίσημη possessio noumenon!
Την ίδια στιγμή οι λαοί υπέφεραν και το αστικό καθεστώς άρχιζε να δείχνει τις αληθινές προεκτάσεις αυτού του «δώρου» της αστικής τάξης προς τους εργάτες και το λαό. Ομως οι εξεγέρσεις, οι κομμούνες, το εργατικό και λαϊκό κίνημα ήταν ακόμα καταδικασμένα σε αποτυχία γιατί ήταν μειοψηφική η βαθύτερη ουσία του στόχου τους. Τα λαϊκά στρώματα είχαν ανάγκη αυτή την αυταπάτη της ιδιοκτησίας και η αστική τάξη θα έκανε τα πάντα ώστε τίποτα να μη διασαλεύσει τούτη την αυταπάτη.
Ωστόσο, ιστορικά και πραγματολογικά αυτή η possessio noumenon αποτελεί μια αφαίρεση, μια τυπική σχέση που εναντιώνεται και αλλοτριώνει τη συλλογικότητα, την κοινωνική δράση. Είναι μια απόλυτα ατομοκεντρική ιδεολογική κατασκευή, που λειτουργεί αποκλειστικά για το ατομικό συμφέρον και δημιουργεί ως θεμέλιο λίθο της ταξικής κοινωνίας τη θεσμική κατοχύρωση της ατομικής ιδιοκτησίας. Κι όμως, στα σοσιαλιστικά καθεστώτα η possessio noumenon δεν μπορούσε να καταργηθεί. Αυτό είναι ένα ανοικτόι ζήτημα μελλοντικής έρευνας δηλαδή πότε και αν μπορεί να καταργηθεί η έννοια αυτή.
Ας το δούμε λίγο περισσότερο. Από άποψη ριζικής τοποθέτησης και κριτικής η possessio noumenon είναι η καρδιά του συστήματος της ατομικής ιδιοκτησίας. Το ίδιο το περιεχόμενο της έννοιας είναι αντικοινωνικό γιατί αλλοτριώνει το άτομο από την κοινωνία και τον παραγωγό από το προϊόν του. Θα έπρεπε, λοιπόν να μπει στο στόχαστρο όχι μόνο κάθε σοσιαλιστικής κοινωνίας αλλά και κάθε ριζοσπαστικού σοσιαλιστικού λόγου. Ως ένα βαθμό αυτό έγινε στην κινεζική πολιτιστική επανάσταση, με την κριτική για το «αστικό δίκαιο».
Ήδη από τον Προυντόν και τον φεντεραλισμό του 19ου αι. έμπαινε καθαρά το ζήτημα της κοινωνικής αυτονομίας στη διαχείριση ως στοιχείου ουσιαστικού κοινωνικού ελέγχου, δημοκρατίας και σοσιαλισμού. Ολη η καχυποψία για ένα κράτος, που στο όνομα του σοσιαλισμού, θα είχε τη αποσπούσε τη διαχείριση της κοινωνικής ιδιοκτησίας θα μονοπωλούσε συνεπώς την possessio noumenon της συλλογικής περιουσίας, ήταν δικαιολογημένη και υποτίθεται ότι θα αντισταθμίζονταν με το «θαύμα» της αυτοδιαχείρισης. Οι άμεσοι παραγωγοί, οι εργάτες, οι αγρότες, όλοι αυτοί που διαθέτουν την possessio phenomenon, την πραγματική κατοχή και νομή των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας θα έπρεπε να έχουν και τη νομή, την επικαρπία, τις αποφάσεις και τον έλεγχο του κοινωνικού πλούτου. Και θα έπρεπε να ενταφιάσουν οριστικά και αμετάκλητα το απαίσιο φάντασμα της possessio noumenon!
Αλλά, αν αυτή ήταν και είναι η ευχή κάθε δίκαιου ανθρώπου και αληθινού δημοκράτη υπήρξε και η κατάρα κάθε απερίσκεπτου. Γιατί δεν υπάρχει ούτε ένας που να διανοηθεί με ποιο τρόπο ο ουκρανός αγρότης θα μπορούσε να αυτοδιαχειριστεί ή έστω να συνδιαχειριστεί τις κεντρικές αποφάσεις του Σοβιετικού κράτους με τον εργάτη του Λένινγκραντ ή τον κτηνοτρόφο του Τατζικιστάν! Αν, λοιπόν, η διαμεσολάβηση του κράτους και της ηγεσίας του είναι αναπόφευκτη, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την αυτονόητη αποδοχή της possessio noumenon, «μεταβατικά» έστω. Φαύλος κύκλος!
Αρα το ζήτημα δεν ήταν και δεν είναι να αρθεί η possessio noumenon και να απομείνει η detentio, γιατί αυτό θα σήμαινε επιστροφή στη βαρβαρότητα. Αλλά αν αυτή νέα «βούληση», που αποτέλεσε επίσης για τη σοσιαλιστική κοινωνία τη βάση της possessio noumenon α) είναι ίδιου ή άλλου «είδους» με την προγενέστερή της και β) αν αντιπροσωπεύει τη συλλογική βούληση ή όχι. Κανείς δε θα είχε αντίρρηση να έχει την possessio noumenon η ηγεσία του κράτους αν ερμήνευε πιστά και προς όφελός της την κάθε ατομική βούληση του κάθε εργάτη, αγρότη ή εργαζόμενου αυτής της κοινωνίας και για το συλλογικό καλό. Η διαδικασία αυτής της «ταυτοποίησης» είναι και η επίδικη. Είναι πρόβλημα συγκεκριμένης ανάλυσης, της κάθε κοινωνίας, στην ιστορική της στιγμή.
Μήπως η απάντηση στο σοσιαλισμό του κράτους είναι ο σοσιαλισμός της κάθε ομάδας; Μήπως ένας νεο-φεντεραλισμός, που αρνείται και διασπά το κράτος σε μικρότερες ομάδες (τοπικές, κοινής δραστηριότητας, κοινών χαρακτηριστικών), σε «κοινότητες», «κομμούνες», ή όπως αλλοιώς τις ονομάσουμε, κάνει σιγά-σιγά εφικτή την αμφισβήτηση και την επιμέρους ακύρωση της possessio noumenon; Ή, τουλάχιστον, ευνοεί την αμεσότητα και τη δημοκρατία; Σήμερα, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, την παγκοσμιοποίηση και τη συρρίκνωση της παραδοσιακής κυριαρχίας του εθνικού κράτους αυτή η προοπτική και πολλές άλλες παραλλαγές, όλες συμβατές με το καπιταλιστικό σύστημα, ενδεχομένως θα ασκούσαν κάποια γοητεία αν υπήρχε σχετική απαίτηση.
Φυσικά δεν είναι η ιδέα της possessio noumenon που ευθύνεται για την ακύρωση του σοσιαλισμού. Ο,τι μπορεί να προκαλέσει αυτή, μπορεί να το κάνει και κάθε πρωτόγονη detentio. Η κατοχύρωση της συλλογικότητας είναι πρόβλημα αποκλειστικά και μόνο της κοινωνικής τάξης που έχει συμφέρον να το προασπίζεται. Αν δε μπορεί κάθε τάξη που είναι ο άμεσος παραγωγός του προϊόντος να το εγγυηθεί, δε μπορεί και κανείς άλλος– τουλάχιστον μακροχρόνια. Μέσα στα πλαίσια της κοινωνικής τάξης που δημιουργεί τον κοινωνικό πλούτο οι αντίθετες και διαφορετικές μορφές όλων των possessio καταλύονται και ανασυντίθενται στη μορφή της ταξικής συνείδησης.
Αλλά με βάση ποιο δικαίωμα η «εργατική τάξη» ως τάξη μπορεί να διατηρεί στα πλαίσια ενός σοσιαλισμού την possessio noumenon, να συντηρεί ένα meum iuris απέναντι στις άλλες κοινωνικές ομάδες ή τάξεις; Μήπως επειδή το θεμελιώνει στο δικαίωμα του Λυτρωτή του κοινωνικού Όλου;
Αυτά ήταν μεγάλα θέματα που αντιμετώπισε στην πράξη και σε δραματικούς τόνους η Σοβιετική Ενωση από τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Αν θεμελιώσει αυτό το δικαίωμα στη συμμαχία με άλλες κοινωνικές τάξεις, θα πρέπει οι σύμμαχοι αυτοί ή να εκχωρήσουν το αποκλειστικό δικαίωμα στην εργατική τάξη (επειδή αποδέχονται ότι αυτή είναι η μόνη εγγυήτρια του της συνολικής κοινωνικής ευτυχίας), ή να απαιτήσουν συμμετοχή στην possessio noumenon. Τότε όμως αίρεται η θεωρία για τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης, για τη δικτατορία του προλεταριάτου και γίνεται αποδεκτό ένα είδος Κοινωνικού Συμβολαίου, μια ταξική συμμαχία «αστικού δικαίου», με αβέβαιη έκβαση. Το δεύτερο θα αποκλειόταν. Αν επιλεγεί ο μεταβατικός μεν αλλά «δεσποτικός» τρόπος (όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ), τα πάντα εξαρτώνται από τη voluntas της εργατικής τάξης, κάτι που διατηρεί και διαιωνίζει την possessio noumenon και συνεπώς το «αστικό δίκαιο» στο σοσιαλιστικό καθεστώς.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην «πάλη γραμμών» μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα, όχι μόνο της Σοβιετικής Ενωσης αλλά και της Κίνας και αλλού, η συνείδηση και ο ρόλος της εργατικής τάξης προσδιορίστηκε ως ένα «πνεύμα», μια συνειδησιακή κατάσταση που υποτίθεται πως «επαγρυπνεί», αντιλαμβάνεται το «ορθό» και το «λάθος» σαν απότοκο της ταξικής πάλης που συνεχίζεται και παίρνει πάντα την ιδεολογική τοποθέτηση που είναι προς όφελος του σοσιαλισμού. Αυτό το «πνεύμα» είναι η ουσία της ταξικής συνείδησης, η ουσία της τάξης. Αυτό το «πνεύμα» εκλήθη να υλοποιήσει το σοσιαλισμό. Ο Λένιν δυσφορούσε με τη σκέψη ότι ένα «πνεύμα», μια «ορθή πολιτική γραμμή» μπορούσε να είναι ο τελικός εγγυητής μιας κοινωνίας η οποίας θα έπρεπε να μην εξαρτάται από ένα τέτοιο βαθμό βολονταρισμού, δηλαδή βουλήσεως.
Την ίδια ώρα, στη μεριά του καπιταλισμού, η possessio noumenon στην πλήρη αποθέωσή της. Καμμιά ενοχή, καμμιά επιφύλαξη. Το ρεαλιστικό, αιώνιο και «φυσικό» θεμέλιο της κοινωνίας είναι η ιδιοκτησία. Μια φενάκη για τους πολλούς, ένα εργαλείο για τους λίγους. Μια έννοια ουτοπική, αφού δεν υπάρχει άλλη από την πραγματική κατοχή, που βασίζεται στο συσχετισμό δύναμης και την επικράτηση. Αυτός ο κατακτητικός πολιτισμός, που προνόησε από τη ρωμαϊκή εποχή να καθιερώσει την κάθετη ιδιοκτησία και την possessio noumenon δεν έχασε ποτέ από το νου του την ουσία της υπόθεσης. Η possessio noumenon υπάρχει επειδή υπάρχει η βούληση. Υπάρχει για να μπορεί να δικαιολογεί το «έτσι θέλω». Τα βασιλικά διατάγματα των απανταχού μοναρχιών δεν παρέλειπαν τη στερεότυπη φράση: «Επειδή αυτό θέλησε η Μεγαλειότητά μας». Ο σύγχρονος πολιτισμός και κυρίως ο δυτικός θεμελιώθηκε πάνω στην επίδραση της voluntas της Βίβλου και της θεολογίας του Αυγουστίνου. Ο Θεός έκανε τον κόσμο επειδή το θέλησε. Είναι παντοδύναμος γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, γιατί μπορεί να θέλει και γιατί θέλει να μπορεί να θέλει! Ενας βουλησιοκρατικός πολιτισμός τυφλός, όχι γιατί γιατί δεν είναι ευφυής αλλά γιατί λειτουργεί με βάση ένα σύστημα ιδιοκτησίας, το σύστημα της possessio noumenon που δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια καθαρή βούληση, μια φαουστική και απεριόριστη επικράτηση πάνω σε ανθρώπους, πράγματα, νοήματα.
Μια βούληση που σηματοδοτεί, ιδίως για τον άνθρωπο του δυτικού πολιτισμού όχι μόνο όλη του τη θεολογία αλλά και τον αυτοπροσδιορισμό του ως ελεύθερου όντος. «Είμαι ελεύθερος επειδή θέλω, επειδή είμαι μια μικρή ομοίωση του Θεού που είναι η απόλυτη voluntas.» Δεν έχει συμασία αν αυτή η voluntas ενσαρκώνεται στην α ή β καταναλωτική επιλογή ή στην κήρυξη ενός πολέμου. Στην ταξική κοινωνία η ελευθερία είναι έννοια που κλιμακώνεται ιεραρχικά και ορθολογικά και ο βαθμός της βούλησης δεν αναιρεί το υποκειμενικό αίσθημα ότι το άτομο τη διαθέτει. Αυτή είναι μια μεγάλη ουτοπία του ταξικού πολιτισμού, θεμελιωμένη στο θεσμό της ιδιοκτησίας. Ο ίδιος ο παράδεισος, ως ιδέα αφθονίας, πληρότητας και ευτυχίας, δεν έχει χώρο για την voluntas, ακυρώνει την έννοια της ελεύθερης βούλησης και ενδεχομένως κάποιοι θα διαμαρτύρονταν ότι αισθάνονται ανελεύθερα σ’ αυτόν τον ιδεώδη τόπο. Η voluntas είναι, κατά τη γνώμη μου, μια ιστορικά και κοινωνικά περιορισμένη και προσδιορισμένη έννοια, δεν είναι φυσική ιδιότητα του ανθρώπου, πολύ περισσότερο δεν είναι ο κόσμος και το πράγμα «καθεαυτό» που αρέσει στον Σοπενάουερ. Η απόσπασή της voluntas σε αυτόνομο και υποτίθεται κατ’ εξοχήν ανθρώπινο χαρακτηριστικό, έξω και μακριά από τη συλλογική ανθρώπινη δράση, που είναι μόνο κοινωνική και τίποτε άλλο, συντελέστηκε ιστορικά λόγω της σύμφυσής της με την possessio noumenon.
Φυσικά δεν υπάρχει ιδιοκτησία και possessio noumenon επειδή υπάρχει η voluntas, αλλά το αντίθετο, ή έστω, το ... «συναμφότερον»! Αν υπάρχει κάτι ουσιαστικό στη φράση το «είναι προηγείται της συνείδησης» είναι η αντιβουλησιαρχική λειτουργία του Είναι. Εξ άλλου στις ουτοπικές αναπολήσεις περί πρωτόγονου κομμουνισμού υπάρχει η λήθη της βούλησης, όχι της σκέψης. Μέσα στην απριορικότητα είναι η communio fundi originaria, μέσα στην αρχέγονη αναπόληση είναι η communio mei et tui originario. Αν αυτό δεν μπορεί η ίδια η συνθήκη ύπαρξης του ανθρώπου να το υπενθυμίζει τι άλλο μπορεί; Και ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της voluntas σε μια κοινωνική κατάσταση πληρότητας, όπου είναι εξασφαλισμένη για όλους μια communio derivativa; Αυτό είναι ένα ιστορικό στοίχημα του μέλλοντος. Οσο κατισχύει το meum iuris και η possessio noumenon τόσο ο σοσιαλισμός όσο και ο καπιταλισμός θα παραμένουν αβέβαιοι και εύθραυστοι. Ο πρώτος επειδή θα την πολεμά και ο δεύτερος επειδή θα την υπερασπίζεται.
Θάνος Κωτσόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: