TRANSLATION

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008

DERRIDA – ΣΩΚΡΑΤΗΣ: ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

Μετά από εκείνο το ανεπανάληπτο μάθημα σεμνότητας και ήθους που έδοσε ο J. Derrida στην ομιλία που εκφώνησε κατά την τελετή της αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα του Παντείου Πανεπιστημίου στις 3 Ιουνίου 1999 και την έξοχη έκδοση που τέθηκε στη διάθεσή μας, (κορύφωση αυτού του απαράμιλλου ήθους του φιλοσόφου η φράση της αποφώνησής του, «Σας ευχαριστώ και με συγχωρείτε») ακούγεται ίσως αλαζονικό να θέλει ο απλός πολίτης να θέσει ζητήματα διαλόγου, ιδίως όταν ένα τέτοιο δικαίωμα, να επικαλείσαι ένα μεγάλο όνομα, (εκείνο το γνωστό avec…) δεν το επέτρεψε ούτε ο ίδιος στη συνομιλία του με τον Lacan.
Κάτι τέτοιες όμως αμετροέπειες κρίνουν τη διαφορά των μεγεθών. Με ένα διαφορετικό, πρόχειρο όσο και απερίσκεπτο «συγνώμη» θα υψώσω το χέρι για να ζητήσω το δικαίωμα λόγου.
Ο Derrida δεν θα μπορούσε παρά να κάνει αυτό που ήθελε και έπρεπε: στο προσκήνυμά του αυτό στην Αθήνα, μπροστά στο αξιοσέβαστο ακροατήριό του, να αρχίσει από τη μεγαλύτερη και αινιγματικότερη, ίσως, μορφή της αρχαίας Ελλάδας, το Σωκράτη. Ιδίως όταν το θέμα είναι το απροϋπόθετο και η κυριαρχία, η ανυπακοή στους νόμους της Πόλης, («η τραγωδία να προτιμάς ένα διαφορετικό νόμο από τους νόμους της πόλεως») και η άλλη ισχύς, χωρίς εξουσία, είναι αναπόφευκτο να συναντιέσαι με αυτόν τον πάντοτε «προβληματικό» δημότη της Αλωπεκής. Οπότε, θα πρέπει να προειδοποιήσεις, όπως ο Derrida, ότι, χάριν του απροϋπόθετου, θα είσαι «λιγότερο ευάγωγος απ’ ό,τι ήταν ο Σωκράτης σ’ εκείνους τους νόμους που τον επαναφέρουν στην κυριαρχία της πόλεως».
Βέβαια, η μορφή του εν λόγω δημότη, καλλιέργησε μια γκάμα στιγμιαίων ερεθισμών. Για τον Κierkegaard υπήρξε ένας «ιππότης της παραδοχής», για τον Hegel μια αταξινόμητη περίπτωση στο μεταίχμιο ενός τραγικού που αφήνει ανολοκλήρωτη τη σκηνική του αποθέωση και μιας ατομικής συνείδησης πολύ πρωιμότερης και διαφορετικής απ’ ό,τι στη Δύση ονόμασαν καρτεσιανισμό. Ο δεξιοτέχνης αυτός της ειρωνείας ήταν πολύ διαυγής (ή μήπως πολύ ευάγωγος;) για να είναι τραγικός. Αυτό το συγκρουσιακό δικαίωμα στα όρια μιας εκδοχής του τραγικού εντοπίζεται για τον Κierkegaard, αλλά και για μια μεγάλη δυτική παράδοση, «εξω» από τα όρια της πόλεως, στον μη-τόπο. «Το πολιτικό δεν έχει πια τόπο...σταθερό ή ουσιαστικό. Είναι χωρίς εδαφική περιοχή, ... σήμερα το πολιτικό δεν περι–ορίζεται από τη σταθερότητα που συνδέει το κράτος με τη γη, με την εδαφική περιοχή, με το έδαφος, με το γήινο σύνορο, ούτε με την αυτοχθονία – ούτε μάλιστα με κείνον τον τόπο της ταφής που ένας Οιδίποδας θέλησε ήδη να τον αποκρύψει από την Αντιγόνη και την Ισμήνη», παρατηρεί ο Derrida. Το πολιτικό – τραγικό ξεφεύγει από την πόλη, την αυτοχθονία και ξεφεύγει, μοιραία, και από τον Σωκράτη. Πραγματικός τραγικός είναι ο Χριστός, έλεγε ο θαρραλέος Κierkegaard. Ο Σωκράτης είναι καταδικασμένος στην εντιμότητα του πολίτη. Η εμμονή του Derrida να ορίζει την τραγωδία ως αναζήτηση νόμων έξω από την πόλη ταυτίζεται με την εμμονή της Αντιγόνης; Κι ο Σωκράτης, τοποθετημένος κάπου έξω απ’ το τραγικό, έξω απ’ την ιδιοφυία, έξω από την αγιότητα, έξω απ’ την τραγική πολιτικότητα, γίνεται απλός ρόλος σε μια πολιτική τραγωδία ή στην τραγωδία της πολιτικής; Ο Derrida, σε μας, δεν θα καταφέρει να αποφύγει τη συνάντηση με το Σωκράτη. Γιατί; Ποια είναι η σχέση της ενοχλητικής αυτής αθηναϊκής αλογόμυγας με το θέμα του Derrida; Επιλέγεται ως contrast της ανυπακοής;
Ας γυρίσουμε στον Derrida. Μας θυμίζει ότι στον Κρίτωνα ο Σωκράτης συνομιλεί με τους νόμους της Αθήνας. «Τους δάνεισε τη φωνή του ... για να δημιουργήσει την εντύπωση ότι απευθύνονται στον ίδιο». «Οπως πάντοτε, οι νόμοι της πόλεως όπως και στο θέατρο, έπαιζαν ένα ρόλο, αναπαριστούσαν αυτό που ο Ρουσσώ θα ονομάσει «νόμιμη σύμβαση», αυτοί οι νόμοι προχωρούσαν προσωπιδοφόροι – πρόσωπον, πάλι το πρόσωπο, το κεφάλι, το μέτωπο». Και στη συνέχεια: «Συνεπώς είναι αδύνατο να τους διαφύγουμε.»
Πρόκειτα για ένα σημείο μεγάλης διαλεκτικής. Όταν ο Σωκράτης δίνει φωνή στους νόμους, όταν οι νόμοι μιλάνε, οι νόμοι γίνονται πρόσωπο στήνεται η μεγάλη παγίδα. Για το Σωκράτη, τον Derrida, εμάς. Η παγίδα της διαλεκτικής. Ο Derrida μιλά για το ζήτημα. Θα μπορούσε να το αφήσει απαρατήρητο. Αλλά δεν μπορεί. Σα μαγνητισμένος, σαν άλλος Αλικιβιάδης, πέφτει πάνω στη γοητεία του Σωκράτη. Βέβαια, ο Derrida το κάνει συνειδητά. Πέφτει συνειδητά στην παγίδα. Η πρόθεσή του θα φανεί στο τέλος. Εδώ, όμως συνομολογεί ότι άπαξ και συναντηθούμε με τους νόμους ως πρόσωπο, με τη φωνή των νόμων που είναι η δική μας φωνή, δεν μπορούμε «να μην τους αποδεχτούμε, να τους στρέψουμε τα νώτα ή να προφυλαχθούμε από αυτούς – όπως επιδιώκουμε τόσο συχνά να το κάνουμε -, ας το ομολογήσουμε (διότι οι νόμοι είναι ασύμμετροι με μας τους ίδιους), αυτό θα σήμαινε έναν άλλο τρόπο να αναγνωρίσουμε αυτή την κληρονομιά που είναι εγγεγραμμένη εκ των προτέρων μέσα στις γλώσσες μας, σε γλώσσες παλαιότερες από εμάς και χωρίς τις οποίες δεν θα αρχίζαμε ακόμη να σκεπτόμαστε.»
Αλλά, για το Σωκράτη είναι άλλης τάξεως. Είναι μέσα στη διαλεκτική που ο ίδιος ορίζει και υφίσταται. Οι νόμοι και η πόλη είναι το πρόσωπο. Αυτό το μυστικό που αποκαλύπτεται τόσο απογυμνωτικά αφήνει μετέωρο κάθε δυτικό στοχαστή που θα στέκεται στη δημοκρατία φορμαλιστικά. Αυτό είναι το αναπόδραστο του πολιτικού. Πώς θα φύγεις από τους νόμους της πόλης; Όχι της πόλης «σου», αλλά της αυτοθέσμισής σου. Ο Σωκράτης αντικρύζει, ακούει τους νόμους. Δεν είναι ξένος. «Προσποιείται τον ξένο», όπως εύστοχα επισημαίνει ο Derrida. Αλλά αυτό το πρόσωπο ή προσωπείο, αδιάφορα, είναι ο Σωκράτης, όχι σαν ταυτότητα, αλλά είναι εκεί μέσα, στην πόλη. Δεν είναι μια «συλλογική» ψυχή, ένα αδιαφοροποίητο εμείς, είναι ο πολίτης, η ευθύνη του «εδώ» και «εκεί», στη φωνή και την όψη των νόμων. Μια σχέση δίκοπη και χωρίς εκ των προτέρων διασφαλίσεις και εγγυήσεις.
«Πες μας τι σχεδιάζεις να κάνεις;» ρωτάνε οι Νόμοι τον Σωκράτη. «Αυτό που επιχειρείς είναι τίποτε άλλο από το να θέλεις να μας καταστρέψεις, εμάς τους νόμους, και όλο το κράτος, όσο εξαρτάται από την εξουσία σου;»
Οι νόμοι είναι κατά βάθος ο Σωκράτης, αυτό είναι ένα κοινό μυστικό. Αλλά, αμφιβάλλουν. Η αυτοθέμιση εδώ δεν είναι καντιανού τύπου. Δεν υπάρχει ως διάμεσος κριτής ο Ορθός Λόγος. Εδώ η σχέση είναι πρόσωπο με πρόσωπο. Εδώ υπάρχει η αμοιβαιότητα της ευθύνης. Όχι ο διχασμός αλλά η διαλεκτική της αμφιβολίας για τις δυνατότητες του προσώπου. Η αυτοθέσμιση των προσώπων έχει μια απειρία δυνατοτήτων, δεν περιχαρακώνεται στον ορθό λόγο, δεν ανάγεται σε προβλέψιμες προφάνειες. Οι νόμοι ξέρουν ότι μπορούν να μην υπάρχουν («θέλεις να μας καταστρέψεις;») όχι από μια παντοδύναμη βούληση, από τη μια και μοναδική ατομική συνείδηση. Νόμοι και κράτος σαν φριχτό αλλά και αδύναμο τέρας ρωτούν παρακλητικά το Σωκράτη, σχεδόν ικετεύουν ν’ ακούσουν την άρρητη αλήθεια: μπορείς να μας εξαλείψεις, είναι αλήθεια πως έχεις κάποια δύναμη; Μάλιστα, κατά τη γνώμη μου, εδώ οι νόμοι φαίνονται ν’ απορούν για το είδος αυτό της δύναμης του Σωκράτη. Ο Derrida, φρονώ, δεν μεταφράζει εύστοχα το αρχαίο ελληνικό κείμενο: «τούς τε νόμους ημάς απολέσαι καί σύμπασαν τήν πόλιν τό σόν μέρος;» Το «σόν μέρος» ο Derrida το μεταφράζει: ton pouvoir. Οπότε, πολύ σωστά, η πολύ καλή ελληνική μετάφραση το μεταφέρει ως «εξουσία σου». Αλλά, επισημαίνω και πάλι, εδώ το μέρος εκφράζει αναλογία, δυνατότητα, ισχύ και όχι εξουσία.
Τέλος, υπάρχει και μια παγίδα για μας. Εκείνη της πάντα αινιγματικής υπόθεσης του Σωκράτη. Το ζήτημα όμως πηγαίνει αλλού και μακριά.
Ο Derrida θα ομολογήσει με ευγένεια αλλά και ιπποτικό ταμπεραμέντο πως «είχα την έπαρση να αψηφήσω ενώπιόν σας τους νόμους της πόλεως.» Αυτά ενώπιον των πανεπιστημιακών του Παντείου. Ζητά την κατανόηση της πανεπιστημιακής κοινότητας ή του Σωκράτη; Συμπαραστάτη του θεωρεί μήπως την Αντιγόνη;
Η αυθάδειά του απέναντι στους νόμους της πόλης και στις «εξουσιοδοτημένες φωνές που ο Σωκράτης, πριν το Ρουσσώ, εννοεί να τις κάνει να μιλήσουν, ακούει τον εαυτό του που τις κάνει να μιλούν» και τις φωνές που ο ίδιος επινόησε (όπως κάθε πολίτης οφείλει να επινοεί) ελπίζει ότι τις έχει ήδη ακούσει, τις ξέρει ο Σωκράτης. ΄Εστω κι αν «προτίμησε, ως καλός πολίτης, να μην αφήσει να φανεί τίποτε από αυτές». Βέβαια, ο Σωκράτης, είχε την αμεριμνησία και τον ορίζοντα της όψεως και απέστρεφε το βλέμμα από απρόσωπες αρχές («ελευθερία χωρίς εξουσία, αλλά όχι χωρίς ισχύ») και κυρίως ιεραρχίες και σήκωσε προσωπικά το βάρος της ευθύνης για το «μέρος» του.
Με μεγαλείο αντάξιο του έργου του, της προσφοράς του και της αυτοσυνείδησης του Ξένου ως προς τη μορφή του Σωκράτη, ο Derrida κατέληξε με εκείνο το «Ευχαριστώ και με συγχωρείτε».

Θάνος Κωτσόπουλος

1 σχόλιο:

nigredo of transclass είπε...

Έψαχνα να βρω αν έχει γράψει κανείς στα ελληνικά ανάλυση ή κάποια κριτική για το "the force of law: the mystical foundation of authority" του Derrida και πέτυχα το ποστ σου. Σημαντική η ομιλία του τότε και κρίμα που δεν ήμουν εκεί, γιατί το πρόσωπο, οι νόμοι και η βία σύμφωνα με την αποδόμηση είναι το θέμα της διατριβής μου.

Πραγματικά ενδιαφέρον το ποστ σου.