1
Ήταν ήδη 1983 όταν η Άλισον Τζάγκαρ, στο βιβλίο της “Φεμινιστική Πολιτική και Ανθρώπινη Φύση”, έκανε μερικές από τις πιο βασικές διακρίσεις στην πολιτική φιλοσοφία του φεμινισμού. “Φιλελεύθερος φεμινισμός” (Τώρα αναγνωρίζουμε σ' αυτόν τις Μαίρη Γουόλστουνκραφτ, Χάριετ Τέιλορ, Μπέτι Φρίνταν, ΜπέλαΆμπζουγκ, Πατ Σρέντερ), “παραδοσιακός μαρξιστικός / σοσιαλιστικός φεμινισμός” (Μαρία-Ρόζα Νταλα Κόστα, Χάιντι Χάρτμαν, Μποβουάρ, Τζούλιετ Μίτσελ, Γκέρντα Λέρνερ, Άλισον Τζάγκαρ), “ριζοσπαστικός φεμινισμός” (Κέιτ Μίλετ, Σούλασμιθ Φάιρστοουν, ΓκέιλΡούμπιν, Κάτεριν Μακ Κίνον, Έιμι Άλεν), “αναρχο-φεμινισμός” (Έμα Γκόλντμαν). Αργότερα, καθώς όλος ο κόσμος γινόταν πολυπλοκότερος, προστέθηκαν νέες κατηγορίες όπως, “οικο-φεμινισμός” (Ινέστρα Κινγκ, Βαντάνα Σίβα, Μαρία Μάιες), “φαινομενολογικός φεμινισμός” (Ίρις Μάριον Γιάνγκ, Λίντα Φίσερ, Σίλβια Στόλερ), “φεμινισμός της φροντίδας και της ευαλωτότητας” (Τζούντιθ Μπάτλερ, Αντριάνα Καβαρέρο), “μεταστρουκτουραλιστικοί φεμινισμοί” (Ελέν Σιξού, Τζούλια Κρίστεβα, Λυς Ιριγκαραί).
Όπως και να έχουν όλες αυτές οι πολυδαίδαλες θεωρητικές πτυχώσεις του φεμινισμού συγκρατώ από την Τζάγκαρ (και δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η μόνη) τον απλό, απλούστατο και ταπεινό ορισμό που δίνει στο βιβλίο της: “φεμινιστής είναι όποιος επιθυμεί να μπει ένα οριστικό τέρμα στην υποταγή και την ανισότητα της γυναίκας”.
3
Άλλο ένα αριστουργηματικό αποτέλεσμα της συνεργασίας δύο σπουδαίων δημιουργών του ρωσικού σινεμά, του σκηνοθέτη Καρέν Σαχναζάροφ και του συγγραφέα Αλεξάντρ Μποροντιάνσκι είναι η κινηματογραφική μεταφορά και διασκευή του τσεχοφικού διηγήματος «Палата № 6» (Θάλαμος Νο 6).
Ώρες που έρχονται, τι μπορεί κανείς να περιμένει;
Ποιος ξέρει; Τα έργα τέχνης και τα βιβλία μοιάζουν με βόμβες ιδεών. Άλλοτε σκάνε στην τύχη, έστω και σε χέρια ανίδεων και άλλοτε εξουδετερώνονται από βαλτούς πυροτεχνουργούς...
Αλλά τώρα εδώ παρενθέτω μια πληροφορία για τον πατέρα του σκηνοθέτη Καρέν, τον Γκεόργκι Σαχναζάροφ.
Οπότε, θα χρειαστεί να σηκώσουμε χαρτιά απ' τα σκονισμένα ράφια της σοβιετικής εποχής.
Αρμενικής καταγωγής, ο Γκεόργκι Σαχναζάροφ, σοβιετικός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, μπαρουτοκαπνισμένος σε πολλά πεδία της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας, μαχόμενος με τον Κόκκινο Στρατό, κατά των χιτλερικών στρατευμάτων.
Ο Γκεόργκι Σαχναζάροφ γνώριζε και εμπνεόταν από την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία, ήταν διορατικός ως προς τα αδιέξοδα του σοβιετικού συστήματος, πολιτικός στοχαστής, φυσικά με καμουφλάζ κομμουνιστικής ορθοδοξίας, υπέρμαχος του εκδημοκρατισμού της ΕΣΣΔ πολύ πριν τη διάλυσή της και υποστηρικτής του Γκορμπατσόφ. Αλλά υπήρξε -αναγκαστικά- και “σύμβουλος” και συνομιλητής του Γιούρι Αντρόποφ!
Δεν ξέρω πόσοι ακόμα θυμούνται τον Γιούρι, έναν πολιτικό ο οποίος υπήρξε αρχικά “παιδί” και μετά επί μια πενταετία αφεντικό της KGB. Εκ των αρχιτεκτόνων της επέμβασης στην Ουγγαρία το '56. Όταν το 1982 ο Μπρέζνιεφ εξέπνευσε κοιμώμενος ο Αντρόποφ πήρε το σκήπτρο ως αυτονόητος διάδοχός του.
Τέλος πάντων, φώναξε μια μέρα ο Αντρόποφ τον Σαχναζάροφ, μαζί με άλλους “σοφούς” συμβούλους του και τους έθεσε το πασίγνωστο λενινιστικό “τι να κάνουμε”.
Ο Σαχναζάροφ απάντησε αμέσως με παρρησία: «Όχι στο αποπνικτικό κομματικό dictat. Χωρίς σοσιαλιστική δημοκρατία με γνήσιες εκλογές, σύντροφε Αντρόποφ, η γραφειοκρατία θα ενεργεί ως κοινωνική τάξη επενδεδυμένων συμφερόντων και θα λειτουργεί για το δικό της συμφέρον και όχι του λαού.»
Ο Αντρόποφ τον “πετσόκοψε”, όπως λένε και οι πιτσιρικάδες:
«Τι λες σύντροφε; Εδώ ο σοσιαλισμός πέτυχε πράγματα που ξεπερνούσαν τη φαντασία. Εντάξει, υπάρχει σκουριά στη γραφειοκρατία... Αλλά όχι και να ξεχαρβαλώσουμε το κράτος του κόμματος! Η ηγεσία είναι ικανή να αναστήσει την οικονομία μας! Αχ! Αν δεν είχαμε κι εσάς τους διανοούμενους, με τις κραυγές σας που, όπως πάντα, ζητάτε δημοκρατία και ελευθερία!»
(Το επεισόδιο αυτό από το βιβλίο του Βλαντισλάβ Ζούμποκ, “Κατάρρευση. Η πτώση της ΕΣΣΔ”, 2021, TJ Books)
Όμως όχι για τις στάχτες αλλά για το πραγματικά ενδιαφέρον, τουτέστιν τον γιό του Σαχναζάροφ, Καρέν και την εξαιρετική ταινία του, μια άλλη φορά...
4
Οι περισσότεροι έχουμε την εντύπωση ότι το παιχνίδι που παίζεται στην Ουκρανία δεν είναι σκάκι αλλά Jenga. Κάθε κίνηση μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή.
Υπάρχουν άλλοι δρόμοι;
Κάποιοι, εδώ και αρκετά χρόνια πριν, έχουν ισχυριστεί ότι μπροστά στην ωφέλεια της αποτροπής ενός ανεξέλεγκτου διεθνούς πολέμου θα άξιζε η θυσία μιας διχοτόμησης της Ουκρανίας.
Το “ακαδημαϊκό” αυτό σενάριο βασίστηκε στην υπόθεση ότι ενδεχομένως από τις 27 περιφέρειες (ομπλάστς) κάποιες, όπως το Λουχάνσκ, το Ντονέτσκ, το Χάρκοβ, το Ντνιπροπετρόφσκ, τη Ζαπαρόζια, τη Χερσόν δηλαδή σε όσες και εκλογικά εκφράστηκαν φιλορωσικές τάσεις και δημογραφικά έχουν ψηλά ποσοστά Ρώσων αλλά ενδεχομένως και περισσότερες, ίσως με τον Δνείπερο ως σύνορο, θα μπορούσαν να σχηματίσουν τη Νοτιοανατολική Ουκρανία, ένα εξαρτημένο από τη Ρωσία κράτος.
Από την άλλη θα σχηματιζόταν η φιλοδυτική Βορειοδυτική Ουκρανία του Κιέβου, μια χώρα κυρίως αγροτική - κτηνοτροφική, εξαρτημένη από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δύο κράτη τα οποία θα προέκυπταν μετά από ένα τοπικό πόλεμο, οπωσδήποτε αιματηρό και μακροχρόνιο και τα οποία θα έστεκαν ως οντότητες για πολλά χρόνια μόνο με στρατούς κατοχής. Του ΝΑΤΟ από τη μία και του ρωσικού από την άλλη.
Και ποια προοπτική θα υπήρχε;
Θα προέκυπτε κάτι σαν Βόρεια και Νότια Κορέα στο ανατολικό σύνορο της Ευρώπης;
Ή μια επανάληψη του δράματος της Κύπρου;
Καθόλου ευχάριστη ή ευοίωνη προοπτική.
Κανείς λαός δεν θα ευχόταν κάτι τέτοιο αν μπορούσε να βρεθεί μια καλύτερη λύση.
Αλλά αν ήταν να αποφευχθεί ένα μεγαλύτερο κακό; Ένας γενικευμένος πόλεμος από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή μέχρι την Ινδία και την Κίνα;
5
Ορατό δεν είναι μόνο στα προπολεμικά ανακουρκουδιάσματα.
Το βλέπουμε και στους απλούς διαλόγους μεταξύ φίλων στα δίκτυα επικοινωνίας.
Όσο πλουσιότερη πληροφορία διαμοιράζεται τόσο ο διάλογος πηγαίνει παρακάτω.
Όσο φτωχαίνει, τόσο καταλήγει σε ένα “λάικ” αμοιβαίας φιλικής συγκατάβασης...
Αντιστρόφως, όσο ο ένας θεωρεί τον εαυτό του περισσότερο πληροφορημένο από τον άλλο, τόσο αυξάνονται οι κίνδυνοι να εκτραπεί ο διάλογος σε λογομαχία, σκοπούσα στην επικράτηση του ενός.
Έτσι συμβαίνει και με τις συγκρούσεις έξω στον κόσμο.
Από την εποχή του Λιούις Κόζερ και τη “Λειτουργία των κοινωνικών συγκρούσεων” μέχρι τις πιο πρόσφατες θεωρητικούρες περί των διπλωματικών διαπραγματεύσεων πριν τραβηχτούν τα πιστόλια, ίδιο είναι το συμπέρασμα.
Ο οπτιμισμός είναι το καλύτερο προσάναμμα.
Ιδίως όταν είναι αμοιβαίος.
Τα σαρδώνια χαμόγελα κάθε πλευράς κατά τις διπλωματικές συναντήσεις της με την αντίπαλη γίνονται, με την επιστροφή στην πρωτεύουσα, καγχαστικοί γέλωτες.
Ιδίως όταν έχουν δοθεί μυστικές συμμαχικές υποσχέσεις.
Η διαφορά του Πριν από το Μετά...
Επανερχόμαστε και το συζητάμε και με παραδείγματα αν θέλετε.
6
Υπάρχει φιλοσοφία για τη σημασία και την αξία της ατέλειας;
Ναι, μα ακόμα κι αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να την εφεύρουμε (συγνώμη για το κλισέ).
Το ατελές εξετάστηκε από έναν εκ των θεμελιωτών του εβραϊκού διαφωτισμού του 18ου αιώνα, τον φιλόσοφο Μωυσή Μέντελσον.
Στο ανθρώπινο ατελές που αποτελεί κάθε όριο προσπάθειας οφείλεται η κατανόηση της αξίας μας, η απόδειξη ότι υπάρχουμε μέσω του αγώνα μας για δημιουργία.
Στο θεμέλιο της ατέλειας στηρίζεται και η ανεκτικότητα, η επίγνωση ότι δεν μπορούμε να τα ξέρουμε όλα, ότι πάντα υπάρχει πιθανότητα ο άλλος να διαθέτει αυτό που σ' εμένα λείπει.
Στον κόσμο της πολλαπλότητας, όπως αυτός στον οποίο ζούμε, δεν μπορεί να υπάρξει τελειότητα, διότι κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε αρμονία, ενώ, κατά τον Μέντελσον, υπάρχει μόνο ενότητα.
Η έλλειψη τελειότητας δεν αποτελεί μια πρόφαση αλλά τη βαθύτερη μοίρα της ύπαρξης και της συνύπαρξης.
Σκέφτομαι τώρα, αν υπήρχε έστω ένα μόνο κομματάκι αυτής της σκέψης και στον τρόπο που διαμορφώνουμε τις πολιτικές μας πεποιθήσεις και στον τρόπο που συγκροτούμε τις ιδεολογικές ταυτίσεις μας κάτι δεν θα κερδίζαμε σε ανεκτικότητα για τον πολιτικά ή και κομματικά “Ξένο” γύρω μας και κάτι θα μάθαινε η δική μας ατέλεια από τη δική του;
Αλλά όπως και με όσα επικρατούσαν στη Γερμανία εκείνης της εποχής, όταν η ανεκτικότητα των προτεσταντών απέναντι στις εβραϊκές κοινότητες παρεχόταν μόνο “επί μεταστροφή”, ή έστω, εφόσον ομολογούσαν ότι η εβραϊκή θρησκεία είναι κατώτερη από τη χριστιανική, έτσι και με τη σύγχρονη πολιτική ανεκτικότητα. Παρέχεται μόνο υπό όρους ανοικτών ή κρυφών αποκηρύξεων.
7
Ως προς τη μια όψη καλύφθηκα απολύτως από αυτό που εύστοχα παρατήρησε στην ανάρτησή του ο φίλος Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης:
Ο επιδεικτικός κυνισμός τιμωρείται ενώ κατά τα άλλα ο κυνισμός είναι σύμφυτος με την πολιτική. Εξαιρετική επίσης βρήκα και την επισήμανσή του, ότι περισσότερο τιμωρούνται οι “ιδεαλιστές", όσοι δεν μπορούν να είναι (λίγο) κυνικοί.
Θα διαφωνούσα στο σημείο ότι δεν τιμωρούνται μόνο από τους ψηφοφόρους.
Θα έλεγα ότι κυρίως τιμωρούνται από τους “συντρόφους” τους.
Ως προς την άλλη όψη τώρα.
Το ζήτημα του αστεϊσμού. Αν όχι για το ευφυολόγημα, οπωσδήποτε για το αστείο χρειάζεται η παρουσία του άλλου, το γέλιο του άλλου.
Το αστείο μάλιστα καλύτερα ευδοκιμεί εκεί που έχει το δικό του, αντίστοιχο κοινό.
Δεν ταιριάζει σε οποιαδήποτε ομάδα, χωρίς να αποκλείεται να προκαλεί επιδράσεις στη δυναμική κάθε ομάδας.
Το είχε επισημάνει και αναλύσει ωραία αυτό ο Φρόιντ.
Αλλά ο Κρίστοφερ Γουίλσον το προχώρησε ένα βήμα παρακάτω, στο βιβλίο του “Αστεία: Μορφές, περιεχόμενα, χρήσεις και λειτουργίες”. Το κυνικό χιούμορ, σημειώνει, δίνει στους κοινωνούς του την πρόσθετη ευχαρίστηση, ότι η ομάδα που το χρησιμοποιεί επιβεβαιώνεται ως “ανώτερη” σε σχέση με τους περιπαιζόμενους.
Ποιοι ήταν στο προκείμενο οι “περιπαιζόμενοι”;
Φαινομενικά, όχι μόνο οι αποζημιωθέντες πυρόπληκτοι αλλά και οι “εξαγοράσαντες” πολιτικοί. Φαινομενικά, στενά και μόνο από τη σκοπιά του κυνισμού, το αστείο της ανεκδιήγητης αυτής μάζωξης της Σπάρτης είχε και μια πλευρά αυτοσαρκασμού και, ας πούμε, πονηρής λάιτ αυτοκριτικής.
Εκείνο όμως που, θεωρώ, την έθεσε εκτός κάθε αξιακού πλαισίου και, φυσικά αισθητικής, ήταν η δεύτερη λειτουργία του αστείου, όπως την ανέλυσε ο Γουίλσον.
Το ότι στο κέντρο του στόχου του περιπαιγνίου μπήκαν οι “ελεεινοί”, “κατώτεροι”, “χειραγωγούμενοι” πυρόπληκτοι, οι οποίοι εξαγοράστηκαν εύκολα, φτηνά, με το ζωντανό χρήμα που έβγαινε από τις σακούλες.
Και ένα τελευταίο. Δεν επρόκειτο καν για μια παρέα, μια κλειστή ομάδα. Όλα διαδραματίστηκαν βιντεοσκοπούμενα.
Φρικτό αλλά συχνό σε όλες τις γειτονιές της Ιερουσαλήμ...
11
Λος Άντζελες 1948. Να είσαι μαύρος εργάτης. Αποστρατεύτηκες, έπιασες δουλειά σε ένα εργοστάσιο και μολονότι η επιχείρηση πτώχευσε και απολύθηκες παραμένεις αισιόδοξος.
Γιατί είσαι νέος, δυνατός και δεν έχεις υποχρεώσεις. Έχεις αγοράσει ένα σπιτάκι σε μια γειτονία καλοστεκούμενων μαύρων.
Τι είπες; Δεν έχεις να πληρώσεις τη δόση του στεγαστικού και ψάχνεις για λεφτά; Πάρε 100 δολάρια. Φτάνουν να πληρώσεις δόση και λογαριασμούς και μπορείς να πιεις και 2-3 ποτηράκια.
Όχι, δε θα μπλέξεις. Η δουλειά είναι απλή. Θα βρεις αυτήν, σου γράφω το όνομά της και θα τη ρωτήσεις αν ξέρει πού βρίσκεται η δεσποινίς τάδε.
Ήθελα να σου πω, κάπως έτσι έμπλεξε ο οπτιμίστας Ίζι Ρόλινς στο νέο-νουάρ μυθιστόρημα του Γουόλτερ Μόσλι με τίτλο “Διάβολος σε μπλε φόρεμα”.
Το έκανε το 1995 και ωραία ταινία ο Καρλ Φράνκλιν, με πρωταγωνιστή τον Ντένζελ Ουάσιγκτον.
Ο Μόσλι βάζει τον συμπαθή νεαρό μαύρο να γίνεται εκών - άκων ντετέκτιβ. Όχι σαν εκείνους τους εξ-καπ ή τους χαρντ-μπόιλντ ιδιωτικούς αλά Τσάντλερ και Χάμετ, με το σηκωμένο γιακά της καμπαρντίνας, τα λιγδιάρικα γραφεία με ταμπέλα στη τζαμόπορτα και θέα στο φωταγωγό.
Ο Ίζι είναι συμπαθητικός μαυρούκος που γουστάρει να περιποιείται το κηπάκι του και κυκλοφορεί με παντελόνι και φανελάκι -αλλά κάτασπρο.
Είναι, βλέπεις, που τον μπλέκουν και για να ξεμπλέξει γίνεται αναγκαστικά ντετέκτιβ.
Αλλά το θέμα μου δεν είναι το μυθιστόρημα του ταλαντούχου και πολύ επιτυχημένου Μόσλι.
Σου αρχίζω μια κουβέντα για το νουάρ στη γραφή, στην οθόνη, στην πολιτική, στη ζωή.
Το νουάρ μετά από είδος, ύφος, περιεχόμενο.
Υπερβαίνει το σινεμά και τη λογοτεχνία;
Είναι μακροβιότερο από την εποχή του, από τις αρχές του 1940 μέχρι τα τέλη του 1950; Ας πούμε από το Γεράκι της Μάλτας το '41 μέχρι το Odds Against Tomorrow το '49 (-δε βρίσκω τον τίτλο που του είχαν φορέσει στην Ελλάδα). Πιστεύω πως ναι.
Το ερώτημα είναι αν βλέπουμε νουάρ και σε άλλα χωράφια.
Αν πέρα από λογοτεχνικό και κινηματογραφικό είδος αποτελεί βαθύτερο στοχασμό πάνω στη ζωή, αν έχει μέσα του το σπέρμα της διάρκειας.
Αν μπορεί να εμφανιστεί στην πολιτική ή στη σφαίρα της ύπαρξής μας τότε τα πράγματα ίσως είναι καλύτερα απ' όσο είχα υποθέσει.
Ή μήπως είναι κι αυτό μια απάτη για πολύ αφελείς.
Το νουάρ στην πολιτική, ας πούμε, μπορεί, αν υποθέταμε ότι υπήρχε, να σου προκαλούσε έκπληξη.
Εννοώ ευχάριστη έκπληξη. Θα καταλάβεις.
ΑΝ το ωραίο με το νουάρ είναι ότι υπερβαίνει τα συνήθη διπολικά σχήματα, όπως αθώος / ένοχος, καλός / κακός, μπάτσος / γκάγκστερ, σκότος / διαύγεια, κ.τ.τ., αλλά ότι μέσα στις φωτοσκιάσεις του μπλέκονται, ρευστοποιούνται η ηθική με την ανηθικότητα και ο ιδεαλισμός με τον κυνισμό, ότι αλλάζουν οι δεσμεύσεις για το μέλλον είτε λόγω ατομικού συμφέροντος, είτε τυχαία, είτε από τη γοητεία που ασκεί ένα πρόσωπο, συνήθως γυναίκα, ΤΟΤΕ στην πολιτική το νουάρ, με αυτή την έννοια, αποκτά ενδιαφέρον για την αυτοκατανόηση της ιδεολογικής ή κομματικής ταυτότητας του ego.
Ένα “εγώ” το οποίο -ειρήσθω εν παρόδω- επειδή λειτουργεί αστυνομικά είναι πάντα ένα καρτεσιανό ego cogito και ναι μεν κοιτάζει μέσω ενός υποκειμενικού πλάνου αλλά δίχως να ξεφεύγει από τους κανόνες της αυστηρής αστυνομικής λογικής, δηλαδή δε βαράει στο γάμο του καραγκιόζη.
Στο νουάρ, θέλω να σου πω, έτσι γίνεται. Η θολότητα, η ρευστότητα, οι μεταμορφώσεις του ίδιου του ερευνητή καθώς κινείται στους λαβυρίνθους μιας πλοκής που αναπόδραστα και ο ίδιος συνδιαμορφώνει, οι αβεβαιότητές του, οι ζαριές που ρίχνει, η εμπιστοσύνη του στην τύχη του, στις γροθιές του και στο ένστικτό του για το ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο σ' αυτήν εδώ την υπόθεση, δεν του ξεσηκώνουν τα μυαλά.
Κινείται πάντα με ευλάβεια μέσα στην αστυνομική λογική, διότι ως καρτεσιανός ορθολογιστής δεν μπορεί να δεχτεί άλλο τελευταίο αποδεικτικό στήριγμα από όσα το cogitans ego. Στο νουάρ η αστυνομική λογική είναι η βάση αλλά το εποικοδόμημα παραμένει αδιαφανές, ανεξιχνίαστο, φευγάτο, επιδεκτικό πολλών ερμηνειών.
Αν ο cogitans ερευνητής έκανε το λάθος να πιστέψει ότι όλα τελειώνουν με την αστυνομική εξιχνίαση θα καταντούσε ένας ανόητος και φτηνός συνομωσιολόγος.
Ξέρει ότι η “μεγάλη” κοινωνία με τις πολιτικές εξουσίες της μπορούν να μεταμορφώσουν και να εκτρέπουν κάθε αστυνομικό αφήγημα οσοδήποτε δεμένο και αδιάσειστο.
Το νουάρ ισορροπεί πάνω στο λεπτό νήμα μεταξύ ανακριτικής γραμματικής και εκείνου που έλεγε ο Νίτσε, ότι όσο συνεχίζεται η πίστη στη γραμματική δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από τον Θεό.
Γι αυτό σου προτείνω να μιλήσουμε ξανά και να το συνεχίσουμε το θέμα.
13
Συνεχίζοντας από την προηγούμενη ανάρτηση, ας πάρουμε τους πιο εύκολους δρόμους του νουάρ.
Ας κάνουμε, φερ' ειπείν, μια διαδρομή για να αποφασίσουμε αν θέλουμε ή όχι να βλέπουμε ύφος και περιεχόμενο νουάρ στην πολιτική.
Είτε αυτή εδώ, η δική μας, διαδρομή είτε οποιαδήποτε άλλη (ως καταναλωτές δημοσιογραφικών προϊόντων, ως συμμετέχοντες σε ένα κόμμα ή σε μια “συλλογικότητα” ή στην κρατική υπαλληλία ή στο σύγχρονο οριζόντιο, μη ιεραρχικό μάνατζμεντ των εταιρειών πληροφορικής, κ.λπ.) είναι πολύ πιθανό να μας χώσει σε ένα λαβύρινθο.
Ο Ουμπέρτο Έκο εντόπισε τρεις μορφές λαβυρίνθου, ενδιαφέρουσα όμως βρίσκω και την τυπολογία του Τζεφ Σάγουαρντ.
Χρησιμοποιώ τις τρεις μορφές του Έκο αλλά με μια τροποποίηση που αφορά στο δεύτερο είδος.
Υπάρχει λοιπόν ο αρχετυπικός λαβύρινθος, ας πούμε αυτός που μας είναι πολύ γνωστός από τον ελληνικό μύθο του Θησέα και του Μινώταυρου. Είναι ένας λαβύρινθος μιας εισόδου από την οποία και μόνο μπορεί να βγει ο περιπλανώμενος. Ακόμα και στην πιο περίπλοκη εκδοχή του, όταν δηλαδή υπάρχουν εσωτερικές διακλαδώσεις οι διάδρομοί του είναι συνεχείς.
Είναι επομένως ένας σχετικά απλός και εύκολος λαβύρινθος, ιδίως αν έχει κανείς τον "μίτο της Αριάδνης".
Γίνεται τρομακτικός μόνο εφόσον κάπου εκεί μέσα υπάρχει όντως ένας Μινώταυρος.
Αυτός ο τύπος δεν ταιριάζει ούτε στο ύφος και το περιεχόμενο του νουάρ ούτε βέβαια στη σχέση νουάρ και πολιτικής. Και ποιος δεν βλέπει ή δεν φαντάζεται Μινώταυρους στην πολιτική ή στην οικονομική ζωή!
Άλλωστε, όποιος έχει βρει τον Θησέα του είναι ήσυχος ότι θα μπει και θα τον σκοτώσει!
Έπειτα έχουμε τον δεύτερο τύπο λαβυρίνθου, τον “μανιεριστικό”, όπως ο Έκο τον ονομάζει.
Θα προτιμούσα όμως να τον ονομάσω “τύπο του Αγίου Ομήρου”. Είναι μεσαιωνικής επινόησης, του 14ου και όχι του 16ου αιώνα και σηματοδοτεί την μετάβαση στον γριφώδη λαβύρινθο, όπου οι διακοπτόμενοι διάδρομοι και οι διακλαδώσεις έχουν πολλαπλασιαστεί σε βαθμό που κάνουν τον περιπλανώμενο να αισθάνεται ότι έχει ολότελα παγιδευτεί.
Φυσικά δεν υπάρχει Μινώταυρος σ' αυτόν τον τύπο λαβυρίνθου διότι τώρα ο παγιδευμένος είτε θα εξοντωθεί από τη στέρηση, είτε θα παραφρονήσει, είτε θα αποδεχτεί πλήρως ότι εκεί μέσα πλέον θα εγκατοικεί, ίσως μεταμορφωμένος ο ίδιος σε Μινώταυρο...
Μεταξύ του δεύτερου αυτού τύπου και του τρίτου, που θα τον δούμε στη συνέχεια μεσολαβούν φαινόμενα που δυσχεραίνουν τη μεταξύ τους διάκριση και αφαιρούν εμβαδόν υπέρ του τρίτου τύπου λαβυρίνθου.
Όσο περισσότερο έδαφος θα κερδίζουν ο μηδενισμός, ο πολυπολιτισμικός αχταρμάς, ο διαχωρισμός πολιτικής και ηθικής, η μεταμοντέρνα λήθη των ουσιών και η λωβοτόμηση της συλλογικής σκέψης, τόσο ο “Άγιος Όμηρος” θα συρρικνώνεται ως πολιτικός τόπος...
Έτσι φτάνουμε στον τρίτο τύπο λαβυρίνθου, τον “ριζωματικό” λαβύρινθο, κατά την έννοια του ριζώματος στους Ντελέζ και Γκουαταρί. Το ρίζωμα μοιάζει με αυτό που βλέπουμε στο γκαζόν ή στα διάφορα έρποντα φυτά. Τα ριζώματα δεν κινούνται μόνο προς τα κάτω αλλά και οριζοντίως και είναι πρακτικά αδύνατο να ξεχωρίσει η ρίζα του ενός από τη ρίζα του άλλου.
Εδώ χάνεται το κέντρο ή η περίμετρος και μαζί κάθε ελπίδα να χαρτογραφηθεί ο ριζωματική του δομή.
Δε νοείται πολιτικό νουάρ χωρίς τον καρτεσιανό ντετέκτιβ, χωρίς λαβύρινθο και χωρίς την παραδοχή ότι μόνο ο δεύτερος τύπος λαβυρίνθου, του “Αγίου Ομήρου” αφήνει δυνατότητα εξόδου.
Ο πρώτος, αρχαϊκός, τύπος λαβυρίνθου, με πρόσωπα όπως ο Θησέας, ο Μινώταυρος και η Αριάδνη τέλειωσε μέσα στον 20ό αιώνα και έχει αποκτήσει τη γραφικότητα έργου Καραγκιόζη.
Ο δεύτερος προϋποθέτει ένα τύπο πολίτη ο οποίος αποφασίζει ότι το νουάρ δεν είναι φιλμ ή μυθιστόρημα που απλώς τον βγάζει από την πλήξη του αλλά ότι παίρνει την απόφαση να μεταμορφωθεί ο ίδιος σε ντέτεκτιβ!
Αν και ιδιώτης συλλέγει ως καρτεσιανό ego cogito πληροφορίες, ερευνά, εξακριβώνει, δεν πείθεται από όσα καταθέτουν οι μάρτυρες, ξεσκεπάζει, ρισκάρει.
Έχει επίγνωση -γιατί αυτό σημαίνει νουάρ ατμόσφαιρα- ότι ο ίδιος δεν είναι αναμάρτητος, δεν είναι έξω από όσα συμβαίνουν. Αυτό όμως που πιστεύει ότι μετράει είναι να βρει το μίτο, να εξιχνιάσει, να κερδίσει το στοίχημα με τον εαυτό του, να πάψει να φοβάται.
Άλλωστε, ποτέ ένας ντέτεκτιβ δεν έκανε τον κόσμο καλύτερο... Αυτό ωστόσο δεν τον απαλλάσσει από το καθήκον να ψάχνει την αλήθεια.
Ξέρει ότι πρέπει να ξεκουνηθεί γιατί ο ριζωματικός λαβύρινθος επελαύνει!
15
Καθώς στις μέρες μας η πληροφορική καταλαμβάνει την πλέον δεσπόζουσα θέση, ενδέχεται κάθε ένας που έχει τα χρονάκια του να συναπαντηθεί με μια νέα φουρνιά από ιδέες, ορολογίες και προσεγγίσεις όπως θα τις βρει να αποτυπώνονται στη σχετική επιστημονική αρθρογραφία.
Για μένα τουλάχιστον τις περισσότερες φορές αυτά τα συναπαντήματα είναι μια γόνιμη έκπληξη.
Για παράδειγμα, μεγάλο ενδιαφέρον έχουν μελέτες που αναλύουν την εξάπλωση της μηχανογράφησης από τις δεκαετίες του '90 και μετά, ονομάζοντας το φαινόμενο ως “μαζικό μηχανογραφικό κίνημα”, επιχειρώντας έτσι να δείξουν ότι η επιτυχία της πληροφορικής δεν θα ήταν σωστό να εξηγείται μόνο ως αποτέλεσμα επιβολής της βιομηχανίας υπολογιστών.
Οι “προσωπικοί υπολογιστές” (PC), ο αυτοματισμός γραφείου, τα εκπαιδευτικά λογισμικά, τα ψυχαγωγικά λογισμικά, τα λεγόμενα αστικά πληροφοριακά συστήματα (η ηλεκτρονική διακυβέρνηση) και τέλος η τεχνητή νοημοσύνη εκδιπλώθηκαν ως μέτωπα που εμβολιάζονταν μέσα από ανταγωνιστικές “ιδεολογίες” που παράλληλα ξεφύτρωναν.
Μέτωπα που πέρασαν μέσα από θάλασσες κριτικής για την ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων, τη μείωση των θέσεων εργασίας, τους κινδύνους παραπληροφόρησης, των εισβολών στην ιδιωτική ζωή, της ανήθικη χρήση των δεδομένων, της αποβλάκωσης των νέων κλπ.
Μέσα από τέτοιες συγκρούσεις τα “κινήματα μηχανογράφησης” μετατρέπονταν σε “κινήματα ζήτησης” -όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό- και προήλαυναν ακάθεκτα.
Παράλληλα με αυτά τα “κινήματα ζήτησης πληροφορικής” αναπτύχθηκαν μέχρι πρόσφατα και “ψηφιακά κοινωνικά κινήματα” ή ο λεγόμενος “ψηφιακός ακτιβισμός”. Γνωστά αυτά.
Όσο ο παραδοσιακός ακτιβισμός και τα παλαιάς κοπής κινηματικά “ρεπερτόρια” έχαναν σε απήχηση τόσο αναπτερώνονταν οι ελπίδες ότι τα κοινωνικά δίκτυα και ο ψηφιακός ακτιβισμός θα μπορούσε να ανακτήσει το χαμένο έδαφος.
Ότι η απολεσθείσα “συλλογική” δράση θα αντικατασταθεί από την “διαδικτυωμένη” δράση.
Ότι ο “κολεκτιβισμός” θα αντικατασταθεί από τον “κλικτιβισμό” !
Οψόμεθα.
Η ψηφιακή επέλαση είναι σκαρί παντός καιρού.
Άλλοτε παγοθραυστικό, ικανό να διαπερνά τους αφιλόξενους Πόλους.
Άλλοτε ναρκαλιευτικό, να ψάχνει για λόγου μας τις νάρκες της νάρκης μας, αψηφώντας τη διόλου απίθανη μοίρα του να γίνει ο “Τιτανικός” του τιτανισμού μας!
17
Ενδιαφέρουσες οι αγωνίες του Ζακ Ατταλί - έχω αναφερθεί σ' αυτές σε πολύ παλιότερες αναρτήσεις μου.
Ναι, να επιχειρούνται εξεγέρσεις κατά της επανάληψης, των συμπεριφορών που απορρέουν από τη γενικότερη “κοινωνία της επανάληψης” και από την “πολιτική οικονομία” της επανάληψης.
Ναι, ας αναζητούνται στη μουσική διέξοδοι από την επαναληπτικότητα και την παραστατικότητα.
Ασφαλώς και δωρεάν μουσική από δημιουργούς που θέλουν να υπερασπιστούν την ελευθερία τους.
Η έννοια της θυσίας, όχι μόνο στη μουσική, μα παντού στην πολιτισμένη ζωή πρέπει να μη λησμονηθεί. Ας αξιοποιηθεί και ο θόρυβος.
Ένα μόνο δεν μπορεί να γίνει έτσι όπως το φαντάζεται ο Ατταλί.
Μουσική που δεν χρειάζεται καθόλου μελέτη για να παιχτεί!
Επικαλείται, ορθώς, ο Ατταλί τον μοντερνιστή Τζορτζ Αντάιλ.
Σταθμός μέγας το “Μηχανικό μπαλέτο” του.
Γι αυτό και το αναρτώ σε μια υπέροχη εκτέλεση.
Αλλά κοιτάξτε τους μουσικούς!
Τέσσερα πιάνα, δύο ξυλόφωνα και ένα μεταλλόφωνο, κρουστά, μέχρι και ηλεκτρονικός ήχος έλικας αεροπλάνου!
Μια ορχήστρα άψογα μονταρισμένη.
Τίποτε λοιπόν δε γίνεται χωρίς μελέτη...
18
Ανελλιπώς, κάθε Χριστούγεννα, στο Δουβλίνο, στο Γκάιετι Θίατερ, παιζόταν μια μουσική παντομίμα.
Πρωτοανέβηκε το 1873. Το λιμπρέτο το είχε γράψει ο Γουίλιαμ Έντουιν Χάμιλτον, γιος του Ρόουαν, του μεγάλου Ιρλανδού μαθηματικού, βασισμένο μάλλον σε κάποια παλιότερη εξτραβαγκάντσα.
Τίτλος της παντομίμας “Ο Τούρκος ο Τρομερός”!
Πολύ θα ήθελα να έβρισκα το κείμενο -και φίλους ορεξάτους- μέρες καρναβαλιού που διανύουμε...
Να και, ως συνοδευτική του κλίματος, μια εκτέλεση του Marche pour la Cérémonie des Turcs, του Giovanni Battista Lulli.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου