TRANSLATION

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙ ΘΕΛΕΙ Ο ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Είναι εκείνος που οραματίζεται έναν κόσμο στον οποίο θα αναγνωρίζεται η αξία του κάθε ατόμου, ενός κόσμου που βασίζει την πολιτική διεύθυνση και τις διεθνείς σχέσεις στις ηθικές αρχές και αξίες του ανθρωπισμού.
Απαιτεί για όλους ένα ικανοποιητικό και οπωσδήποτε αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης (διατροφής, στέγασης, ένδυσης, υγείας).
Τοποθετεί την αξία του ανθρώπου πάνω από τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας και της ανθρώπινης ζωής πάνω από οποιοδήποτε άλλο σκοπό.
Διεκδικεί τη γενική, δημόσια και δωρεάν παιδεία την οποία θεωρεί, μαζί με την ελευθερία της τέχνης και της έκφρασης συστατικό στοιχείο της δημοκρατικής συγκρότησης.
Διεκδικεί ίσες ευκαιρίες για όλους και μάχεται για την κατάργηση κάθε είδους κοινωνικής διάκρισης.
Σέβεται τις πεποιθήσεις καθενός, ανέχεται το διαφορετικό και πιστεύει στον δημοκρατικό διάλογο.

Χαρακτηρίζει τον εαυτό του ριζοσπάστη κατά τούτο: επιδιώκει τολμηρές αλλαγές στη νομοθεσία και στο σύστημα διακυβέρνησης προκειμένου να ικανοποιηθούν ανθρώπινες ανάγκες και δεν αρκείται σε μικρές διευθετήσεις που αναπαράγουν τον συντηρητισμό.
Δεν αδιαφορεί ωστόσο για κάθε επιμέρους και μικρή βελτίωση και αντιμετωπίζει ευνοϊκά την προώθηση μεταρρυθμίσεων, σύμφωνα με την αρχή της μετατροπής των αντιθέσεων σε θετικές ενέργειες.
Έχει όμως έναν σαφή μακρόπνοο προσανατολισμό: την κατάργηση του κυριότερου αιτίου γι αυτόν τον μη ανθρώπινο κόσμο, της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Έχει επίγνωση ότι χωρίς σκληρούς κοινωνικούς αγώνες μεταξύ της δημοκρατικής πλειοψηφίας του τίμιου μόχθου και της ολιγαρχικής ελίτ της κερδοσκοπίας δεν θα κερδηθούν ουσιαστικά δικαιώματα και δεν θα κρατηθούν οι κατακτήσεις. Ο ρόλος επομένως της δύναμης: κοινωνικής, πολιτικής και ιδεολογικής πρέπει να αναγνωρίζεται και να θεωρείται προαπαιτούμενο στην αναμέτρηση με την αλόγιστη κερδοφορία. Όσο λιγότερο ισχυρό είναι το ριζοσπαστικό μέτωπο τόσο λιγότερο αυτόνομα μπορούν να καθορίζονται οι επιλογές του.
Μέσα σ’ αυτό πλαίσιο εντάσσεται και το αίτημα της προάσπισης της αυτονομίας του εθνικού χώρου απέναντι στις απειλές που προέρχονται από στρατηγικούς σχεδιασμούς του μεγάλου κοσμοπολιτικού μονοπωλιακού καπιταλισμού σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας, της ιστορίας και της πολιτισμικής ταυτότητας οποιουδήποτε λαού.

Χαρακτηρίζει τον εαυτό του προοδευτικό γιατί αναγνωρίζει ότι τόσο οι μικρές όσο και οι μεγαλύτερες αλλαγές δεν θα ευδοκιμήσουν αν προκληθούν με βίαιες μεθόδους, χωρίς τη συναίνεση της κοινωνίας. Ο προοδευτικός ριζοσπάστης καλλιεργεί συνειδητά τις δυνατότητες φιλίας και συνδιαλλαγής, της εποικοδομητικής κριτικής και των συμπράξεων.
Αυτό δε σημαίνει ότι δεν αποκωδικοποιεί τα μηνύματα της γλώσσας της βίας και ότι δεν διακρίνει αφενός μεν την κατασταλτική κρατική βία και αφετέρου τα ξεσπάσματα των αδικημένων και στερημένων. Αποδέχεται όμως εντέλει τη δημοκρατία και τον διάλογο ως τον μόνο τρόπο για να λύσει η κοινωνία με υπομονή και επιμονή τα προβλήματά της. Πιστεύει με αισιοδοξία στις δυνατότητες τόσο της λογικής όσο και του συναισθήματος να εμπεδώσουν στη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας την ορθότητα και αναγκαιότητα της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ειρηνικής συνύπαρξης και των φιλικών σχέσεων ανθρώπινου και φυσικού κόσμου, αξίες οι οποίες δεν συμβιβάζονται με το καπιταλιστικό σύστημα.
Κατά τούτο οφείλει να βρίσκεται κοντά στο λαό, ούτε ως λαϊκιστής, αλλά ούτε και ως αλαζονική "πρωτοπορία". Η πρόοδος συντελείται με βάση μια συλλογική συνείδηση στη διαμόρφωση της οποίας συνεπιδρούν εποικοδομητικά όχι μόνο ηγετικές δυνάμεις από το πολιτικό, το επιστημονικό ή το καλλιτεχνικό πεδίο αλλά και από την όσο περισσότερο αμεσοδημοκρατική έκφραση των «απλών» πολιτών, της βάσης. Επιδιώκει επομένως τη σταδιακή μείωση της διαμεσολάβησης και την ανάδειξη του πολίτη σε κεντρικό πολιτικό υποκείμενο. Είναι αντίθετος σε ηγεμονικές, δογματικές και γραφειοκρατικές πρακτικές. Απορρίπτει μια κριτική που αφήνει το πεδίο μάχης γεμάτο πτώματα και ένα μοναδικό νικητή.

Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι ο προοδευτικός ριζοσπάστης αναγνωρίζει τον καίριο και καταλυτικό ρόλο της οργανωμένης δράσης. Δεν εγκαταλείπει τη διαμόρφωση της συλλογικής συνείδησης στα ΜΜΕ και τους καθεστωτικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς. Δεν πιστεύει ότι μπορεί να αφήσει τη μοίρα της κοινωνικής αλλαγής στα δοκιμασμένα κοινοβουλευτικά κόμματα (φιλελεύθερα ή σοσιαλδημοκρατικά), πόσο μάλλον όταν αυτά παρουσιάζουν μονολιθική προσαρμογή στις κυρίαρχες συνταγές του νεοφιλελευθερισμού, αλλά ότι χρειάζονται ανεξάρτητες, μη κηδεμονευόμενες από μεγάλα συμφέροντα μορφές οργάνωσης.
Ωστόσο, σ’ αυτή τη συγκυρία, στο δίλημμα «κατασκευή νέων επινοημένων πολιτικών μορφωμάτων» ή «πρωτοβουλιακή αυτοργάνωση» μέσα στο πλαίσιο των θεσμών είναι καλύτερο το δεύτερο. Σε μια στιγμή που τόσο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όσο και στην Ελλάδα, το σύστημα προετοιμάζεται με ανακαινίσεις, νέα σκηνικά, κοστούμια και ρόλους, με απίθανους εθνοσωτήρες γνωστής ή άγνωστης κοπής καλύτερη είναι η δημοκρατική επέμβαση των ίδιων των πολιτών.
Όταν υπάρχουν αιτήματα που προέρχονται και υποστηρίζονται από μαζικές δράσεις, η κριτική στο περιεχόμενό τους έρχεται σε δεύτερη μοίρασε σχέση με το κύριο: την αξία της διεκδικητικής αυτονομίας. Ο ριζοσπαστικός ακτιβισμός έχει αυτή τη στιγμή μια ιδιαίτερη βαρύτητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πλευρές του με σοβαρά μειονεκτήματα. Προέχει όμως η αναζωογόνηση της δημοκρατίας, η επανάκτηση της εμπιστοσύνης στις δυνάμεις που έχει ο λαός.
Από τη στιγμή που δεν υπάρχει ένας πολιτικός φορέας αναμφισβήτητα αποδεκτός και ικανός να εκφράσει και να μετουσιώσει τη νέα κατάσταση ο προοδευτικός ριζοσπάστης θα πρέπει να χρησιμοποιήσει όσο καλύτερα τις διαθέσιμες δυνατότητες. Μόνο η συμμετοχή και οι πρωτοβουλίες των πολιτών και ο δημοκρατικός διάλογος  μπορούν να ανακαλύψουν λύσεις στα πολιτικά αδιέξοδα.  Υπάρχουν ακόμη και παρέες, συντροφιές ανθρώπων που θέλουν με κάποιο τρόπο να πάρουν μέρος στην υπέρβαση της κρίσης. Υπάρχει και η δυνατότητα του καθενός ως ατόμου. Έχει σημασία για όλους η εμπιστοσύνη στη συλλογική γνώση. Πρέπει να μπει ένα τέλος στα ερείπια της κρίσης. Οι γενιές του 21ου αιώνα πρέπει να δείξουν πως η αισιοδοξία τους ανήκει δικαιωματικά γιατί θα την επιβάλλουν.

Θάνος Κωτσόπουλος

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

ΟΧΙ ΟΜΩΣ ΕΤΣΙ...

Ο θλιβερά προφητικός τίτλος της προηγούμενης ανάρτησης δε έπρεπε να επαληθευτεί με αυτόν τον τρόπο αμέσως κιόλας την επόμενη μέρα. Ας μην προσθέσω όμως κάτι άλλο γιατί τα δάκρυα και ο θρήνος περίσσεψαν πια για τον Αλέξη. Ας τιμηθεί η μνήμη του με τα σωστά διδάγματα.

Το δολοφονικό αυτό χέρι δεν το όπλισε απλώς η αστυνομοκρατία των Εξαρχείων και είναι λάθος να μείνει κανείς εκεί. Δεν το όπλισε μόνο το φαύλο και ανάλγητο κράτος (των εξυπνάκηδων και των κομπιναδόρων πολιτικάντηδων) που θυμάται τους νόμους μόνο σε βάρος των απεργών, των σπουδαστών και των κινημάτων.
Το όπλισε, δυστυχώς, η πανουργία μιας ιστορικής στιγμής για να υπογραμμιστεί το ασυγχώρητο και απροχώρητο των συνθηκών. Αυτός ο πυροβολισμός δεν ήταν «ανόητος» για μας αλλά μόνο για τους ηθικούς αυτουργούς του, γιατί χάλασε τα σχέδια των επιδέξιων χειρισμών της οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Σε μια στιγμή που οι τράπεζες έπαιζαν το χαρτί τους και το Βατοπέδι κατέληγε σε μια παρτίδα κοινοβουλευτικού πόκερ, ένας ηλίθιος «μπάτσος» τα «θαλάσσωσε».

Δεν είναι ο μεμονωμένος φονιάς-μπάτσος που εκπροσωπεί την ουσία της κρατικής βίας, μολονότι ο σκηνοθέτης ευθύνεται για το πώς κινούνται οι κομπάρσοι, αλλά η οργανωμένη μορφή της και κυρίως εκείνη που έχει εξαϋλωθεί και μετουσιωθεί σε πολιτική χειραγώγηση. Πότε λοιπόν θα καταλάβουν οι δεξιοτέχνες της χειραγώγησης, οι ευφυείς διαχειριστές της κρίσης και της σήψης ότι η βλακεία παραστέκει στην αγαθότητα;

Φυλαχτείτε! Από εμάς, τους βλάκες θα τη βρείτε!

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

Να "χυθεί αίμα" για το Βατοπέδι

Εκτός από οργή, η υπόθεση του Βατοπεδίου μπορεί να προκαλέσει στον πολίτη και απελπισία. Το τελευταίο αυτό δεν είναι χειρότερο του πρώτου αν η οργή διοχετευτεί αποκλειστικά ως ψήφος διαμαρτυρίας κατά της ΝΔ. Το σημαντικό με το σκάνδαλο Βατοπεδίου είναι να μετουσιωθεί η γενική αγανάκτηση σε απαίτηση για βαθιές αλλαγές στη λειτουργία της δημοκρατίας.
Με την απελπισία όμως τα πράγματα περιπλέκονται. Όταν η εντύπωση του μέσου πολίτη με κάποιο ενδιαφέρον για τα κοινά είναι ότι οι θεσμοί όχι απλώς αδυνατούν να αποτελέσουν φραγμό στη διαφθορά αλλά ενδεχομένως είναι τέτοια η λειτουργία τους ώστε να την διευκολύνουν (υπό την προϋπόθεση ότι εκπορεύεται από ύψιστες πηγές και διεκπεραιώνεται από συμμορίες της ελίτ που λειτουργούν με «ομερτά») τότε ανοίγει ένα κεφάλαιο πολιτικού ζόφου.
Είναι κοινή πεποίθηση ότι το Βατοπέδι, ιδίως επειδή το ΠΑΣΟΚ θα περιοριστεί στα εκλογικά του οφέλη, θα λήξει «αναίμακτα». Καμιά ουσιαστική θωράκιση απέναντι σε νέα παρόμοια φαινόμενα δεν θα υπάρξει με τους πολίτες στο περιθώριο. Γι αυτό οι πολίτες δεν πρέπει να επιτρέψουν αυτή την προσβολή. Είναι μια καλή στιγμή να αναμετρηθούν οι δυνάμεις της πολιτικής εξυγίανσης με τον κόσμο της μαφίας. Είναι στιγμή, ακόμη και στο επίπεδο του κοινοβουλίου, να συμβούν ανατροπές στα αυτονόητα. Πάνω απ’ όλα είναι στιγμή οι πολίτες να κινητοποιηθούν.
Το μήνυμα που θέλει να περάσει το «βαθύ σύστημα» συνοψίζεται τελικά πολύ ωραία στο μότο του Βουλγαράκη: η ηθική ταυτίζεται με τη νομιμοφάνεια. Ότι δηλαδή οι οικονομικές συναλλαγές μπορούν να είναι ανεξέλεγκτες ως προς τη συμμόρφωσή τους με την ουσία της νομιμότητας. Ότι δεν υπάρχει μηχανισμός ανίχνευσης και εξακρίβωσης της ηθικής των οικονομικών συναλλαγών. Ότι ούτε οι δικαστικές αρχές, ούτε οι δημοσιογράφοι, ούτε οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του λαού μπορούν να βρουν άκρη όταν αντιμετωπίζουν το «ιερό» απόρρητο των λογαριασμών, των εταιριών ή την «περιορισμένη ευθύνη» των νομικών γνωμοδοτήσεων, των συμβολαιογράφων, των υπουργικών υπογραφών, των επιτροπών για το «ξέπλυμα μαύρου χρήματος». Ούτε, ως αντίβαρο στη σκοτεινιά των οικονομικών δικαιωμάτων και στην ποταπότητα των «αναρμόδιων» υπάρχει, έστω το αυτονόητο από την κυβέρνηση: η ανάληψη της «πολιτικής ευθύνης».
Υπάρχει, λέγεται, μόνο η λύση της κομματικής εναλλαγής. Αυτό είναι όλο κι όλο. Έτσι, όπως π.χ. στην οικονομική κρίση πρέπει οι αμερικανοί πολίτες να χρηματοδοτήσουν τις τράπεζες και τις αυτοκινητοβιομηχανίες και να περιοριστούν στην εκλογή του Ομπάμα, έτσι και στη δική μας πολιτική και ηθική κρίση πρέπει οι πολίτες να συμβιβαστούν και να καταπιούν τη διαφθορά, το μαύρο χρήμα και το κρύο, άνοστο και χαμηλής θρεπτικής αξίας "πιάτο" που σερβίρεται.

Θάνος Κωτσόπουλος

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008

Aussprechen was ist, όπως θα έλεγαν ο Μακιαβέλι ή ο Lassale ή ...

«Ο κυνισμός, στην πραγματικότητα, δε βρίσκεται στα λόγια του Μακιαβέλι αλλά σ’ εκείνο που τα λόγια αυτά περιγράφουν» έγραφε το Νοέμβρη του 1934 ο Λεβ Κάμενεφ, ως διευθυντής του σοβιετικού οίκου Academia, στον Πρόλογο για την έκδοση των έργων του μεγάλου Φλωρεντινού. Τι σύμπτωση, αυτό το εκδοτικό γεγονός να αποφασίζεται σε μια μοιραία στιγμή για την ΕΣΣΔ, να εμφανίζεται σαν το «Μαύρο Καράβι» που έτρεμαν πάντα οι θαλασσόλυκοι στις καμπές του διαφεντέματος των θαλασσών.
Ένα μήνα αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου 1934 ο Σεργκέι Μιρόνοβιτς Κίροφ, μέλος του Π.Γ. του ΚΚΣΕ, γραμματέας της κομματικής οργάνωσης του Λένινγκραντ έπεφτε νεκρός, δολοφονημένος από το νεαρό Λεονίντ Νικολάγιεφ. Δυο βδομάδες μετά ο Κάμενεφ συλλαμβανόταν. Το Γενάρη του 1935 «ομολογούσε» ότι ήταν συνυπέυθυνος ηθικά και πολιτικά για τη δολοφονία του Κίροφ. Τον Αύγουστο του 1936 ο Κάμενεφ στηνόταν στο απόσπασμα.

Ο Λεβ Κάμενεφ υπήρξε αγαπητός του Λένιν. Σ’ αυτόν εμπιστεύθηκε, όταν ήταν στην παρανομία, την έκδοση ενός τετραδίου με προσωρινό τίτλο «Ο μαρξισμός και το κράτος». Επρόκειτο για το έργο που στη συνέχεια τιτλοφορήθηκε «Κράτος και Επανάσταση». Ο Κάμενεφ επίσης ήταν εκείνος που επιμελήθηκε το 1920 την πρώτη συλλογή των έργων του Λένιν για τα 50 του. Ο Λένιν, εξάλλου, δεν θεωρούσε την αντιπολίτευση των Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ στην Οκτωβριανή Επανάσταση ως σπουδαίο λόγο για τη μη αξιοποίησή τους στο επαναστατικό σοβιετικό καθεστώς και γι αυτό ο μεν Ζηνόβιεφ τέθηκε επικεφαλής της Κομιντέρν ο δε Κάμενεφ διορίστηκε αντιπρόεδρος των Λαϊκών Επιτροπών.

Το Γενάρη του 1925 η ολομέλεια της Κ.Ε. έχει καταδικάσει τον τροτσκισμό ως «παραχάραξη του κομμουνισμού», ο Τρότσκι έχει απαλλαγεί από τα καθήκοντά του προέδρου του Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου και ο Ζηνόβιεφ ζητούσε τη διαγραφή του Τρότσκι από το κόμμα ή έστω από την Κ.Ε. ενώ ο Κάμενεφ από το Π.Γ. Ας σημειωθεί ότι τότε οι απαιτήσεις αυτές αποκρούστηκαν από τον Στάλιν, ο οποίος αρνήθηκε την καθαίρεση του Τρότσκι. Στο 14ο Συνέδριο ο Στάλιν απορρίπτει την απαίτηση των Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ για διαγραφή του Τρότσκι με το εξής σκεπτικό: «Ξέραμε πως αυτή η πολιτική των αποκλεισμών εγκυμονούσε κινδύνους για το κόμμα, ότι η μέθοδος της αιματοχυσίας –γιατί γυρεύανε αίμα– είναι επικίνδυνη και μεταδοτική: σήμερα αποκλείεται ο ένας, αύριο ένας άλλος, μεθαύριο ένας τρίτος – και τότε τι θα απομείνει από το κόμμα μας;» (Στάλιν, τόμος 7, σελ. 390)

Το 1925, στο ίδιο αυτό 14ο συνέδριο του ΚΚΣΕ ο Κάμενεφ ήρθε σε σύγκρουση με τον Στάλιν για το θέμα της προσωπολατρείας. Τέλειωσε το λόγο του λέγοντας ότι «είμαστε αντίθετοι στη θεωρία του προσωπικού ελέγχου και αντίθετοι στη δημιουργία αρχηγού». Για να θυμηθούμε, είναι η εποχή της «Νέας Αντιπολίτευσης» και της «Πλατφόρμας των 4». Ο Κίροφ τότε δήλωνε πως ο λόγος αυτός είχε προκαλέσει την πιο βαθειά εντύπωση από οποιονδήποτε άλλον της αντιπολίτευσης.
Μετά μια περίοδο δυσμένειας το 1933 ο Κάμενεφ διορίζεται από το κόμμα διευθυντής του σοβαρού και έγκυρου εκδοτικού οίκου Academia ο οποίος δημοσίευε πολυτελείς εκδόσεις κλασικών. Επίσης έγινε δεκτός ξανά στο 17ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1934, όπου, τυπικά, εμφανίστηκε ένθερμος υποστηρικτής της σταλινικής γραμμής.

Όπως ειπώθηκε, η σύλληψη του Κάμενεφ έγινε με την κατηγορία ότι μαζί με τον Ζηνόβιεφ είχαν σχεδιάσει τη δολοφονία του Κίροφ αλλά και ότι προετοίμαζαν τη δολοφονία και του Στάλιν. Αυτή η εκδοχή επικράτησε εύκολα και παραμένει μέχρι σήμερα ακλόνητη. Η υπόθεση Κίροφ είναι ουσιαστικά –μπροστά στο σύνολο των ζητημάτων της σταλινικής περιόδου–μια πτυχή για την οποία όμως ορισμένα στοιχεία δεν είναι ίσως τόσο γνωστά.
Φυσικά, την αποτίμηση της περιόδου εκείνης θα την κάνει η Ιστορία, όταν όλα τα στοιχεία θα βγουν στο φως. Εδώ θα εκτεθούν μόνο ορισμένες πληροφορίες που ίσως γεννήσουν ερευνητικά ερεθίσματα για την αναμφισβήτητα τρομερή περίοδο των σταλινικών εκκαθαρίσεων.

Ας θυμηθούμε ότι ο Γρηγόρι Ζηνόβιεφ είχε προλειάνει το έδαφος ήδη από το 14ο Συνέδριο, οπότε τον Απρίλιο του 1926 οι Τρότσκι, Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ παραμερίζουν τις μεταξύ τους διαφορές και συμπτύσσουν τη λεγόμενη «Συνασπισμένη Αντιπολίτευση», την οποία ο Στάλιν χαρακτήριζε «συμβιβασμό χωρίς αρχές». Ακολουθεί μια φάση εντάσεων, διοικητικής κομματικής αντιμετώπισης της μεγάλης πλειοψηφίας (ενός και πάνω εκατομ. μελών) αλλά και βίαιης παρεμπόδισης αυτού του μικρής απήχησης «Συνασπισμού» (που δεν αριθμούσε πάνω από 10.000 οπαδούς) ο οποίος αναγκάζεται να λειτουργεί φραξιονιστικά.

Στις 16 Οκτωβρίου 1926, μετά από στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί σε βάρος τους, αναγνωρίζουν δημόσια ότι λειτουργούν φραξιονιστικά και ζητούν να εκφράσουν τις απόψεις τους με γραπτό κείμενο στη 15η Συνδιάσκεψη. Στα τέλη Οκτωβρίου όμως η Κ.Ε. αποκλείει τον Τρότσκι από το Π.Γ., τον Κάμενεφ από αναπληρωματικό μέλος του Π.Γ. ενώ ο Ζηνόβιεφ καθαιρείται από Πρόεδρος της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ακολουθούν πολλά. Στο σημείο αυτό θα χρειαστεί να κάνουμε ένα μεγάλο χρονικό άλμα.

Το Δεκέμβριο του 1936 ο Τρότσκι γράφει, εν πλώ από τη Νορβηγία προς το Μεξικό, ένα κείμενο με τίτλο «Δίψα για Εξουσία», το οποίο θα αποτελούσε ένα από τα υπόλοιπα 26 κεφάλαια του βιβλίου του «Τα Εγκλήματα του Στάλιν», μία γαλλική έκδοση του οποίου κυκλοφόρησε το 1937 στο Παρίσι και μία ισπανική το 1938 στο Σαντιάγκο της Χιλής.
Η ιστορική αξία αυτού του κειμένου έγκειται στο ότι, αναφερόμενο στα γεγονότα του ’23 -’26 παρουσιάζει τη νοοτροπία της συσταθείσας «Συνασπισμένης Αντιπολίτευσης». Την πρόταση του Ζηνόβιεφ για κοινή δράση είχε μεταφέρει ο Κάμενεφ στον Τρότσκι. Η γνώμη του τελευταίου ήταν ότι ήταν πρακτικά αδύνατη μια ανοιχτή αντιπαράθεση με το τότε μπλοκ Στάλιν-Μπουχάριν και χαρακτήριζε υπερβολικά οπτιμιστικές τις προσδοκίες των Ζηνόβιεφ-Κάμενεφ. Απάντησε λοιπόν στον Κάμενεφ: «Το θέμα δεν είναι καθόλου ότι αισθάνομαι κουρασμένος αλλά ότι πρέπει να οπλιστούμε με υπομονή για πολύν καιρό, για μια μεγάλη ιστορική περίοδο. Σήμερα το θέμα δεν είναι να συγκρουστούμε για την εξουσία αλλά να προετοιμάσουμε τα ιδεολογικά μας εργαλεία και τις οργανωτικές μας μεθόδους για τη μάχη, καθώς θα περιμένουμε τη νέα επαναστατική άνοδο. Πότε θα έρθει αυτή η στιγμή δεν ξέρω.»
Στο κείμενο αυτό ο Τρότσκι σημειώνει ότι αυτό το σχετικό διάλογο με τον Κάμενεφ δεν τον αναφέρει σε κανένα άλλο έργο του και ότι ο λόγος που αποφάσισε να κάνει την αναφορά είναι για να διαλύσει την εντύπωση πως δήθεν θα μπορούσε να συμφωνήσει «χρησιμοποιώντας μια δράκα επαναστατών πιστολάδων για να γυρίσουν τα πράγματα στο 1917» (verbatim).

Την τελική συνομιλία του με τους Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ είχε ο Τρότσκι, όπως υποστηρίζει στο ίδιο κείμενο, τις παραμονές του 15ου Συνεδρίου, το Δεκέμβρη του 1927. Έκτοτε, λέει, ούτε γράμμα ούτε σημείωμα, καμία απολύτως επαφή.
Το Λαϊκό Επιτροπάτο Δικαιοσύνης δημοσίευσε το 1936 την εκδοχή της αστυνομίας για την υπόθεση των Ζηνόβιεφ/Κάμενεφ: τη στροφή από τον πολιτικό αγώνα στην τρομοκρατία. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή είχε αποφασιστεί το καλοκαίρι του 1934, στο διαμέρισμα του Κάμενεφ στη Μόσχα η δημιουργία πυρήνων τρομοκρατικής δράσης στο Λένινγκραντ και στη Μόσχα. Εκεί αποφασίστηκε και η δολοφονία του Σεργκέι Κίροφ. Οι Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ, πάντα κατά την αστυνομία, μέσω του Ιβάν Μπακάεφ έδοσαν εντολή στον ανόητο μνησικακούντα και κατώτερου ηθικού ποιού νεαρό Λεονίντ Νικολάγιεφ να εκτελέσει τον Κίροφ. Στον δε Τρότσκι αποδόθηκε η κατηγορία ότι είχε στείλει τον Οκτώβριο του 1934 μυστικό σημείωμα γραμμένο με αόρατη μελάνη σε ένα γερμανικό περιοδικό με την εντολή να εκτελεστεί ο Βοροσίλοφ και ο Στάλιν. Ο Τρότσκι, σύμφωνα με το παραπάνω κείμενο αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη στα σχέδια των Ζηνόβιεφ – Κάμενεφ αλλά και επιβεβαίωσε ότι μεθόδευαν την προσφυγή στην τρομοκρατική βία.

Το πλαίσιο μέσα στο οποίο αποσπάστηκε η «ομολογία» του Κάμενεφ ελάχιστα πείθει για την ειλικρίνεια της ομολογίας αυτής. Ωστόσο, ήδη από πολύ νωρίς, ο Μπόρις Νικολάεφσκι, ένας μενσεβίκος που ζούσε στο Παρίσι και οι πρώην πράκτορες της N.K.V.D. Αλεξάντερ Ορλόφ και Βάλτερ Κριβίτσκι άρχισαν να διαδίδουν ότι πίσω από τη δολοφονία του Κίροφ δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον Στάλιν, ενισχύοντας την εκδοχή αυτή από το γεγονός ότι την επομένη της δολοφονίας του Κίροφ σκοτώθηκε σε τροχαίο «ατύχημα» και ο προσωπικός του φρουρός.
Το 1956, στα πλαίσια της αποσταλινοποίησης, ο Χρουστσόφ εξέφρασε τον ίδιο ισχυρισμό. Οι δυτικοί σοβιετολόγοι καλλιέργησαν και αναπαρήγαγαν την άποψη αυτή ευρύτατα, παρά τις επιφυλάξεις δύο πανεπιστημιακών: του καθηγητή του Χάρβαρντ Άνταμ Ούλαμ και του καθηγητή του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια Τζ. Άρτς Γκέτι.
Με βάση υλικό που δόθηκε στη δημοσιότητα μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και αφορούσε την υπόθεση της δολοφονίας του Κίροφ η ιστορικός Άλα Κιρίλινα, πρώην διευθύντρια του Μουσείου Κίροφ στην Πετρούπολη, ανακοίνωσε ότι με βάση τη δική της επιστημονική έρευνα, ο εκτελεστής του Κίροφ Λεονίντ Νικολάγιεφ έδρασε μόνος και απολύτως αυτόβουλα.

Το στοιχείο αυτό ενισχύεται και από μια ακόμη μαρτυρία. Εκείνη του Γκένριχ Σαμουήλεβιτς Λιουσκόφ, ενός κομισάριου της N.K.V.D. που αυτομόλησε τον Ιούνιο του 1938 στην Ιαπωνία και έκτοτε εντάχθηκε στις ιαπωνικές μυστικές υπηρεσίες. Ο Λιουσκόφ υπήρξε ορκισμένος αντισταλινικός και δεν θα είχε κανένα λόγο να μην αποδώσει τη δολοφονία του Κίροφ στον Στάλιν. Κατείχε καίρια θέση την εποχή των ανακρίσεων για τον Κίροφ. Βρισκόταν στο ίδιο τρένο μαζί με τον Γιαχόντα και τον Στάλιν πηγαίνοντας για τις ανακρίσεις στο Λένινγκραντ και επομένως είχε πληροφορίες από πρώτο χέρι.

Τον Απρίλιο όμως του 1939 ο Ιάπωνας δημοσιογράφος Κάιζο έδωσε στη δημοσιότητα ένα κείμενο του Λιουσκόφ με τίτλο «Ανοιχτή επιστολή στον Στάλιν» στο οποίο χαρακτηρίζει τον εκτελεστή Νικολάγιεφ δολοφόνο μοναχικό, μεγαλομανή και ανισόρροπο. Παρά την σφοδρή (πολιτικά) αντισταλινική τοποθέτησή του ο ανακριτής και πράκτορας των Ιαπώνων Λιουσκόφ δεν κατονομάζει τον Στάλιν ως ηθικό αυτουργό της δολοφονίας του Κίροφ. Ούτε βέβαια και τους Ζηνόβιεφ – Κάμενεφ.

Η ιστορική έρευνα εκείνης της ζοφερής περιόδου θα είναι επίπονη και μεγάλης διάρκειας. Εμείς εδώ δεν αποτολμούμε ούτε κάν υπαινιγμούς. Χρειάζεται να παραμείνει κανείς όσο μπορεί πιο υπομονετικός, αντικειμενικός και ψύχραιμος στην αποτίμηση της πρώτης εκείνης σπουδαίας εικοσαετίας της σοσιαλιστικής απόπειρας στην ΕΣΣΔ. Στα συμπεράσματα, ωστόσο, εκείνο που τελικά πάντα βαραίνει δεν είναι η όποια δικαστική ή αστυνομική περιπτωσιολογία αλλά η αξία της εκάστοτε πολιτικής επιλογής.

Θάνος Κωτσόπουλος

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

ΕΝΑ ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΗ

Ανήκουμε «και» εμείς στη γενιά του Πολυτεχνείου.
Θέλουμε να συνεχίσουμε όπως πορευτήκαμε ως τώρα.
Όχι σαν φάσματα και ίσκιοι, όχι σαν λέξεις ενός κειμένου, όχι σαν στολές μιας επετείου.
Χωρίς νοσταλγική αυταρέσκεια.
Με εμμονή στους στόχους εκείνης της Εξέγερσης.
Με βλέμματα που αναγνωρίζουν τη διαδρομή του καθενός και την ευθύνη του.
Με απόπειρες σπαραγμώδεις, ατελέσφορες, οραματικές.

Mέσα στο εμπειρικά αυτονόητο και στις παρυφές μιας ουσίας που διαφεύγει.
Αμήχανοι μα όχι πολυμήχανοι για μάταιες και ευτελείς νίκες.
Άτοποι και ουτοπικοί για να μη χαθεί η σκέψη και η αγωνία για τον άνθρωπο.
Διχασμένοι και ολόκληροι, ξένοι σ’ ένα τόπο που δεν παύει να μας καλεί.
Πάντα μιλώντας στον άλλο μας εαυτό γιατί κάθε πορεία στο καλύτερο θέλει δυο πόδια.

Άλλος ένας Νοέμβρης πέρασε.
Να πούμε κάτι... Τί;
Γι αυτό που υπάρχει;
Γι αυτό που συμβαίνει; Για τον πλανήτη, τον κόσμο, τον τόπο μας;
Ξέρουμε.
Μεγαλώσαμε, μάθαμε πια πολλά.
Πολυτεχνείο, Εριννύα πρώτα-πρώτα δική μας!
Εμείς, η Πόλη είναι που πρέπει να ξυπνήσουμε.
Ας μαζευτούμε!

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Βαθύτερο κίνητρο, πιστεύω, για καθέναν από τους «12» -όπως συμβατικά ονομάσαμε την αρχική Ομάδα Πρωτοβουλίας- δεν υπήρξε η δημιουργία πολιτικής οργάνωσης αλλά η ψυχική επαφή και επικοινωνία σε ένα τοπίο κρίσης, κυνισμού, διαφθοράς και συναλλαγής.
Υπήρχε φυσικά ένα πολιτικό υπόβαθρο στη σχέση μας: αφενός ότι ανήκουμε στην ίδια γενιά και αφετέρου ότι ουδέποτε απαρνηθήκαμε την ιδιότητα του ενεργού πολίτη που θέλει να παρεμβαίνει χωρίς ιδιοτέλεια στα κοινά.
Στη διάρκεια της πρώτης πολύμηνης περιόδου οι «12» αναζήτησαν μορφές πολιτικής δράσης και έκφρασης με γνώμονα το καλό του τόπου. Την υπέρβαση του δικομματισμού, τη δημιουργία ενός χώρου επικοινωνίας για πολίτες αποκλεισμένους από το δημόσιο διάλογο. Προσδοκία και σκεπτικισμός, αυτοπεποίθηση και δισταγμός, ελπίδα και αμφιβολία ήταν τα συναισθήματα που οριοθέτησαν την προσπάθειά μας να φτάσουμε σε μια πρώτη δημόσια έκκληση.
Κάτι που έγινε με την πρώτη ανοιχτή μαζική συγκέντρωση στο αμφιθέατρο του Ε.Ι.Ε. στις 19 Ιουνίου 2008.
Η συγκέντρωση εκείνη είχε επιτυχία, υπό την έννοια ότι προσήλθαν παλιοί φίλοι και γνώριμοι με ανάμεικτες μεν διαθέσεις αλλά με όρεξη για συνέχιση της προσπάθειας.
Το ίδιο το γεγονός της αναζήτησης ενός ανοιχτού, μη κομματικού χώρου από ανθρώπους με πολιτική εμπειρία και γνώσεις έδειχνε κάτι. Όλοι όσοι συμμετείχαν ή έδειξαν ενδιαφέρον θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρούν ότι καλύπτονται από τις ήδη υπάρχουσες λύσεις που προσφέρουν οι οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις. Κι όμως, υπάρχει η ανάγκη για κάτι περισσότερο, με στοιχεία διαπροσωπικής επικοινωνίας, ήθους, πολιτισμού. Κανείς δεν θέλει αλλά και δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα χώρο ώριμων και χειραφετημένων πολιτών για καπέλωμα ή προσωπικό όφελος. Αυτά όλα ήταν, νομίζω, φανερά στη συγκέντωση της 19ης Ιουνίου.
Γι αυτό και η αρχική επιτροπή πρωτοβουλίας των «12» διευρύνθηκε με τη συμμετοχή σημαντικών και αξιόλογων προσώπων που αναζωογόνησαν και εμπλούτισαν την ομάδα πρωτοβουλίας.
Το διάστημα των 4 μηνών που ακολούθησε παρουσίασε νέες δυσκολίες, αφού ορισμένα παλαιότερα μέλη των «12» βρέθηκαν σε αντικειμενική αδυναμία να προσφέρουν τη συμμετοχή τους στην ομάδα (χωρίς όμως να άρουν την εμπιστοσύνη τους ή την ηθική τους συμπαράσταση), ενώ μια καινούργια ώσμωση και ανασύνθεση άρχισε να δημιουργείται μεταξύ των νέων μελών, όπως άλλωστε ήταν φυσικό. Σ’ αυτή τη δεύτερη φάση της Πρωτοβουλίας, την οποία και πάλι συμβατικά ονομάσαμε της «19ης Ιουνίου», συνειδητοποιήθηκαν οι κρίσιμες αδυναμίες του εγχειρήματος. Ότι δηλαδή δεν μπορεί να λειτουργήσει το σχήμα αυτό με πρόσωπα που διαρκώς εναλλάσσονται, χωρίς μια σαφέστερη οργανωτική δομή και, το κυριότερο, χωρίς ταυτότητα. Η απόπειρα να συνταχθεί ένα κείμενο, με τίτλο «Ποιοι είμαστε και τι θέλουμε», δεν απέδωσε ουσιαστικά. Το κείμενο αυτό εντέλει δεν συνιστούσε την ειδοποιό διαφορά και, σωστά, επικρίθηκε ως πλαδαρό, γενικόλογο και ανεπαρκές για να εκφράσει το στίγμα μας.
Καθώς προχωρούσε το εγχείρημα αυτό στο χρόνο, τουλάχιστον από πλευράς μου, γινόταν όλο και πιο σαφές ότι δεν αποτέλεσε μια ευκαιριακή, παρορμητική και επιπόλαιη εκδήλωση. Ο στόχος που εμένα ενδιέφερε από την αρχή δεν ήταν προφανώς να κάνουμε κόμμα ή γκρουπούσκουλο αλλά να δημιουργήσουμε ένα χώρο (άλλον ένα, αν θέλετε) στον οποίο να μπορούν πολίτες (είτε ανήκουν σε κόμματα είτε όχι) να εκφραστούν με ένα διαφορετικό τρόπο για τα πολιτικά πράγματα. Έτσι όπως δεν μπορούν να το κάνουν ούτε στην κομματική τους οργάνωση, ούτε στο συνδικάτο ούτε στην όποια επιτροπή του Δήμου. Θα μου πει κανείς και γιατί δεν προχωρήσαμε στη δημιουργία χώρου δημοσιεύσεων. Κάναμε μια υποτυπώδη προσπάθεια με το ιστολόγιό μας. Η συμμετοχή μικρή, για διάφορους λόγους. Πιστεύω πως υπάρχει πολύς κόσμος που δεν μπορεί ή δεν θέλει να γράφει άρθρα. Ίσως ούτε ένα απλό σχόλιο σε μια ιστοσελίδα στο διαδίκτυο. Αντίθετα χρειάζεται την αμεσότητα, την προσωπική επαφή, τη συνελευσιακή διαβούλευση, την προφορική εναλλακτική ενημέρωση, τη συμμετοχή σε αποφάσεις.
Η δική μας απόπειρα δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις θέσεις και τα προγράμματα των κομμάτων τα οποία στο κάτω-κάτω τα έχουν επεξεργαστεί συλλογικότητες ευρύτερες και εγκυρότερες από τη δική μας.
Η δική μας απόπειρα δεν μπορεί να υποκαταστήσει ούτε την ακτιβιστική δράση των οργανωμένων δυνάμεων παρά να έχει μια οριακή παράπλευρη συμμετοχή.
Η δική μας απόπειρα είχε ένα μοναδικό και πολύ σημαντικό στοιχείο: μια υπόσχεση ελεύθερης, μετα-κομματικής σύνδεσης και επικοινωνίας των πολιτών με κυρίαρχο στοιχείο την ιδέα της ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ.
Δεν ζητάμε από τον πολίτη να μας «ακολουθήσει» σε κάτι, ο καθένας έχει τη δική του ωριμότητα, τις δικές του επιλογές. Τον καλούμε μόνο να έρθει σε επαφή και συνεννόηση με το συμπολίτη του σε ένα χώρο που κανείς άλλος αυτή τη στιγμή δεν του προσφέρει. Αυτό το χώρο θέλουμε να δημιουργήσουμε. Περιλαμβάνει ασφαλώς και την έντυπη και ηλεκτρονική επικοινωνία. Αλλά περισσότερο προϋποθέτει ένα δίκτυο το οποίο δεν θέτει καμιά άλλη προϋπόθεση παρά την αξία της αυτονομίας.

Στη σύσκεψη της Πρωτοβουλίας, που πραγματοποιήθηκε στο President στα μέσα Οκτωβρίου, οι αδυναμίες διαπιστώθηκαν με το λόγο ή τη σιωπή, με το νου ή με τη διαίσθηση. Οι νέοι φίλοι που μας πλαισίωσαν υπέδειξαν να συγκροτηθεί μια σταθερή ομάδα η οποία να αποτελέσει τον υποτυπώδη οργανωτικό κορμό για την –όποια– συνέχιση της απόπειρας, μια σχετική πρόταση είχα κάνει κι εγώ, μπορεί να συζητηθεί αν αυτό αξίζει να γίνει.
Μετά το πέρας της σύσκεψης ακολούθησε μια σιωπή, ίσως αναγκαία για να μπορέσει ο καθένας να σταθμίσει τι θέλει και τι πρέπει να κάνει. Ωστόσο, αυτή η σιωπή δεν είναι καλό να συνεχιστεί, γιατί θα παγιωθεί ως σιωπηρή συγκατάθεση στην απόλυτη διαγραφή της προσπάθειας που έγινε. Θέλουμε κάτι τέτοιο; Οφείλουμε να μιλήσουμε καθαρά, να πει ο καθένας τι σκέφτεται.

Θάνος Κωτσόπουλος

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2008

ΑΔΕΣΠΟΤΟΙ και ΑΠΑΙΤΗΤΙΚΟΙ

Τελευταία ακούγεται όλο και πιο συχνά η υπόδειξη ότι η διάθεση για κοινωνική αλληλεγγύη είναι καλύτερα να διοχετεύεται σε ατομικές πράξεις ανθρωπισμού και όχι σε εκκλήσεις για διοργάνωση συλλογικής και πολιτικής δράσης. «Υπάρχουν κοινωνικοί χώροι που μπορεί να πάει κανείς και να προσφέρει, τι χρειάζονται οι κεντρικές πολιτικές πρωτοβουλίες», συμβουλεύουν αυτές οι φωνές. Υπάρχει η επιτροπή της γειτονιάς, η βοήθεια στους μετανάστες, κλπ.
Πρόκειται, αναμφίβολα, για μια καλοπροαίρετη κριτική η οποία ίσως υπονοεί ότι πριν καλά-καλά κάποιοι εξαντλήσουν τα όρια του προσωπικού τους καθήκοντος για κοινωνική αλληλεγγύη καταφεύγουν στο πεδίο της πολιτικής για να υποκαταστήσουν το έλλειμμά τους, την αδυναμία τους ή, ίσως, και την αδιαφορία τους. Δίπλα στις παροτρύνσεις αυτές ακούγεται κι άλλη μια: «ο καθένας θα προσφέρει από τη θέση που βρίσκεται» (λες και είναι λυμένο το θέμα: ποιος όρισε αυτές τις θέσεις και γιατί θα πρέπει να θεωρούνται σταθερές και δεδομένες). Η «θέση» του καθενός είναι η δουλειά του, η συνοικία του, όχι όμως η κεντρική πολιτική σκηνή. Η απαίτησή του να παίξει σ’ αυτήν θεωρείται υπέρμετρη φιλοδοξία, παραγοντισμός, ύποπτος γιακωβινισμός. Την κεντρική πολιτική σκηνή την έχουν καταλάβει «άλλοι», προφανώς οι επαγγελματίες των κομμάτων ή οι οργανώσεις με «ρόλο». Δεν υπάρχει χώρος για τσαρλατάνους, άνεργους, ημιμαθείς, «λοξούς», αδέξιους και ρομαντικούς μπούφους.
Αυτή η κριτική έχει καταρχήν το σοβαρό μειονέκτημα ότι ωθεί το διάλογο στο επίπεδο του: «Πού ξέρεις εσύ ποια είναι η δική μου ατομική προσφορά στο συνάνθρωπο; Επειδή δεν την επιδεικνύω;» Δηλαδή σε ένα λόγο περί φαρισαϊσμού.
Αν το θέμα του ατομικού καθήκοντος για αλληλεγγύη δεν πρέπει να υπάρχει στο δημόσιο διάλογο είναι γιατί η ίδια η ηθική συνείδηση το απεχθάνεται. Μένει λοιπόν το χρέος του ηθικού καθήκοντος του κράτους ως φορέα αξιών και υποχρεώσεων που πρέπει να συζητηθεί –τι άλλο από πολιτικά.
Η κριτική για την οποία μιλάμε οδηγεί πρακτικά στην παραίτηση από την πολιτική δράση (διότι αυτό το ρόλο τον έχουν αναλάβει οι «αρμόδιοι», με την κοινωνιολογική έννοια του «επαγγέλματος») και τον περιορισμό του σε απλό ψηφοφόρο.
Θα υπάρξει βέβαια το επιχείρημα: υπάρχουν τα κοινωνικά κινήματα, τα οποία έχουν αποδείξει πόσο πολιτικά είναι, δεν αρκούν για να συμπεριλάβουν και να εκφράσουν την κοινωνική αλληλεγγύη;
Θα έλεγα πως άλλοτε ναι και άλλοτε όχι. Όσο περισσότερο ανοικτά είναι τα κοινωνικά κινήματα, μη ελεγχόμενα από επαγγελματίες συνδικαλιστές και γραφειοκρατία του δικομματισμού τόσο το καλύτερο. Γι αυτό και αναζητείται ένας τέτοιος ανοικτός κοινωνικός χώρος.
Αυτό το πρόβλημα με ώθησε να γράψω ένα προηγούμενο κείμενο με τίτλο «Η πολιτική ως θρησκευτικό καθήκον». Σ’ εκείνο το κείμενο θέλω να πω ότι ο τρέχον πολιτικός πολιτισμός στη χώρα μας αρχίζει να διαποτίζεται, πλέον, από ένα «πνεύμα» όχι απλώς ευρωκεντρικό αλλά, εντελώς ειδικά προτεσταντικό. Αυτό το πνεύμα περιορίζει τη δημοκρατία, νομιμοποιεί τον ελιτισμό και θέτει εκτός πολιτικού εργοταξίου τους «μη έχοντες εργασίαν» (δηλαδή τους αδέσποτους).
Όποιος διαβάσει το κείμενο αυτό θα δει με άλλα λόγια αυτό που ήδη γνωρίζει, πώς επιτεύχθηκε η συναίνεση για την «πολιτική ως επάγγελμα», γιατί οι πολιτικές πρωτοβουλίες των «μη επαγγελματιών» της πολιτικής λοιδορούνται, γιατί πρέπει ο καθένας να παραμείνει στο δικό του μικρόκοσμο που «έτυχε» να βρεθεί, να παίξει το μικρό του ρολάκι, να απαρνηθεί τη φιλοδοξία να συμβάλλει στο μεγάλο θέατρο της πολιτικής, να διαγράψει δια παντός την όποια προσδοκία του για συμμετοχική και άμεση δημοκρατία ως ιδέα ουτοπική και ανεφάρμοστη. Επί τη ευκαιρία, η αξία της απαίτησης για άμεση δημοκρατία δεν έγκειται σε τίποτε περισσότερο παρά στην υπενθύμιση ότι πραγματικό πολιτικό υποκείμενο είναι «ο καθένας». Είναι λογικό η απαίτηση για άμεση δημοκρατία να φοβίζει τη διάχυτη πια (φανερή ή κρυφή, συνειδητή ή μη) αντίληψη για δικομματική, γραφειοκρατική και κουτσουρεμένη δημοκρατία.

Θάνος Κωτσόπουλος

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008

ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΔΡΑΣΗ: "ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ"

Πολιτικοί ακτιβιστές, θεωρητικοί, καλλιτέχνες, επιστήμονες, επαγγελματίες, ενεργοί πολίτες, μπλόγκερς θα πρέπει να πάψουν να αποτελούν μη συγκοινωνούσες κοινωνικές ομάδες. Γιατί να είναι μοναδικό σημείο κοινωνικής και πολιτικής αναφοράς το κόμμα που υποστηρίζουν, η κλειστή συντροφιά, το πικρόχολο κουτσομπολιό ή το μπαράκι που συχνάζουν ; Γιατί το κοινό να μαθαίνει τις δημιουργικές ιδέες τους μόνο από τα επίσημα κανάλια ενημέρωσης ή τυχαία, από μια μηχανή αναζήτησης στο ίντερνετ ;

Τώρα, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έχουν κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας από τις κατεστημένες αναγκαιότητες να έρθουν σε μια ελεύθερη και μη εμπορευματοποιημένη συνεύρεση με τον απλό κόσμο, τους ανθρώπους που βιώνουν την άχαρη και γκρίζα καθημερινότητα.
Να γίνουν προσπάθειες μέσα από διαδραστικές, αυτοσχεδιαστικές διαβουλεύσεις να εντοπιστούν ελάχιστα σημεία για αλλαγές σε κακές νοοτροπίες, στάσεις, στερεότυπα.

Χρειάζεται άμεσα, και είναι μια καλή στιγμή οι παγερές μέρες του χειμώνα που έρχονται, πραγματικά και συμβολικά (με φόντο το 1 δις των ανθρώπων που ζουν με 1 δολάριο), να βρεθούν δημόσιοι χώροι συνάντησης και επαφής με στόχους:

Άρνηση της μοναξιάς – να υπάρξουν εθελοντικές δράσεις
«Αντίστροφη ενημέρωση»: δημοσιότητα στο αποσιωπημένο
Αποδοκιμασία των απάνθρωπων καταναγκασμών των διεθνών οικονομικών διευθυντηρίων
Αποδοκιμασία κάθε πολιτικής απόφασης που ασεβεί στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια
Αυτοκριτική των ανθρώπων του πνεύματος, της επιστήμης και της τέχνης για τον τομέα τους. Διαβουλεύσεις με το κοινό τους.
Ενδεικτική επιδοκιμασία και ανάδειξη ορισμένων καλών πρακτικών

Είναι σημαντικό να διοργανωθεί επίσης μέχρι τα τέλη του Δεκέμβρη, μια εκδήλωση με κεντρικό σύνθημα την «ανθρώπινη αξία».

Επιτόπου να στηθούν κάλπες και να συλλεγούν υπογραφές για την ΑΝΘΡΩΠΙΑ ως απαίτηση και ως προσωπικό και συλλογικό καθήκον ιδίως τώρα που είναι κοινό μυστικό η επερχόμενη επίταση της βαρβαρότητας.

Όσοι πιστεύουν στην αναγκαιότητα μιας ανάλογης ενέργειας ας εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους μέσω αυτής της ιστοσελίδας.

Θάνος Κωτσόπουλος

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008

Η ερώτηση του Πιλάτου

Μόνο στο τέταρτο, το Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, ο Πιλάτος από τον Πόντο απευθύνει την ερώτηση προς τον Ιησού «και τι είναι αλήθεια». Είναι μια καθαρά «πολιτική» ερώτηση, όχι φιλοσοφική. Η ερώτηση ενός εκπροσώπου του ρωμαϊκού κράτους, ο οποίος θεωρεί τον Ιησού αθώο για όσα τον κατηγορούν, γι αυτό και –σύμφωνα και με τους 4 Ευαγγελιστές– προσπαθεί να τον απαλλάξει από τη θανατική καταδίκη. Η απορία του είναι γνήσια και καλοπροαίρετη. Προσπαθεί, έστω την τελευταία στιγμή, να αντιμετωπίσει ένα Πεπρωμένο με ένα Διάλογο, αναζητά την υπέρβαση ενός ριζικού διχασμού. Σήμερα θα το περιγράφαμε ως χάσμα «πολιτικής και ιδεολογίας». Αλλιώς όμως θα το λέγαμε διχασμό του «κόσμου των γεγονότων» με τον «κόσμο των αληθειών».
Ίσως ο Ιησούς αποκρινόταν στην ερώτηση αυτή με μια νέα ερώτηση: «τι είναι η πραγματικότητα». «Για τον Πιλάτο η πραγματικότητα είναι το παν, για τον Ιησού δεν ήταν τίποτε», παρατηρεί ο Ο.Σ. (ένας φίλος που θέλει να μείνει εδώ μόνο με τα αρχικά του) και επισημαίνει ότι η ερώτηση του Πιλάτου συμπυκνώνει «όλο το νόημα της ιστορίας, ότι μόνο η πράξη μετράει, η παντοδυναμία του κράτους και της επιτυχίας».
Κάποιοι από μας περάσαμε τα νεανικά μας χρόνια πεισμένοι πως έχουμε ξεπεράσει αυτό το δραματικό δίλημμα. Γιατί δεν πιστεύαμε στο διχασμό της πολιτείας του θεού και της πολιτείας του ανθρώπου. Η ίδια η πολιτική, η πράξη του ενεργητικού ανθρώπου που αγωνίζεται όχι για τη σωτηρία της ψυχής του ή για την ενοχή και το προπατορικό αμάρτημα αλλά για την ανθρωπιά της ύπαρξής του αποτελεί –λέγαμε– τη δοκιμασία που σπάει το σύνορο μεταξύ πολιτικού γεγονότος και πολιτικής αλήθειας.
Μετά ήρθαν οι μέρες της «ωριμότητας». Το Σύστημα, νικηφόρο και πανίσχυρο αφού πρώτα ακύρωσε «επιστημονικά», στη συνέχεια απέσυρε «ως ξεπερασμένα» τα παλιά εργαλεία μας (δικαιοσύνη, κοιν.τάξεις, επανάσταση, σοσιαλισμός) και διέσπασε την ενότητα πολιτικού γεγονότος και πολιτικής αλήθειας. Θέλησε να μας βάλει στο νου πως όποιος διεκδικεί την αλήθεια μέσω της πολιτικής δράσης είναι ένας (αμετ)ανόητος. Η πολιτική, μας είπε, είναι για τους πολιτικούς (επαγγελματίες) του κοινοβουλευτισμού και η «αλήθεια» για τη θρησκεία (σ’ αυτό έβαλαν πλάτη κυρίως οι «επιστήμονες»).
Αν ξέχασαν οι «ρεαλιστές» μας πόσο βαθειά «θρησκευτικός» είναι ο κοινοβουλευτισμός (ιδίως ο δικομματικός) ας ανατρέξουν στις αγγλικές ρίζες του ή ας μας ρωτήσουν. Ή ξέχασαν ότι στην αρχαία ελληνική πόλη τέτοιοι διχασμοί δεν υπήρχαν;
Τώρα αρχίζουμε να συνερχόμαστε απ’ τη νάρκωση. Ίσως προλαβαίνουμε.

Θάνος Κωτσόπουλος

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008

Σε αναζήτηση νέων μορφών πολιτικής δράσης

Παρά τις προβλέψεις ορισμένων θεωρητικών της πολιτικής επιστήμης ότι το παραδοσιακό «αγωνιστικό ρεπερτόριο» των κοινωνικών κινημάτων (διαδηλώσεις, καταλήψεις, συγκρούσεις με την αστυνομία κλπ.) θα έχανε την απήχησή του και θα ξεθώριαζε, η ζωή, ιδίως τα τελευταία χρόνια, απέδειξε το αντίθετο. Η διαμαρτυρία στον ανοικτό δημόσιο χώρο παραμένει ίσως η κυριότερη ελπίδα του κοινωνικά ριγμένου και πολιτικά προδομένου ανθρώπου για πολιτική συμμετοχή, αφού το σύστημα επιμένει να τον κρατά σε στέρηση και αποκλεισμό.
Υπάρχει φυσικά μια 20ετία (1980-2000) κατά την οποία η αγωνιστική πολιτική δράση συρρικνώθηκε και οι λόγοι είναι περίπου γνωστοί. Σήμερα απομένει ως απόηχος ένα αίσθημα κόπωσης για τις παλιές και τετριμμένες μορφές πολιτικής διαμαρτυρίας και δράσης, εκείνες τουλάχιστον με τις οποίες πάντα εκφράζονταν τα κοινωνικά κινήματα. Το αγωνιστικό ρεπερτόριο μοιάζει «εκτός μόδας» και αναζητούνται νέες μορφές πολιτικής δράσης, πιο «αντισυμβατικές», όπως π.χ. το μποϋκοτάρισμα ορισμένων προϊόντων, η κατανάλωση «με πολιτικό ή ηθικό μήνυμα», χτυπήματα στους μεσάζοντες, η «ηθική χρηματοδότηση», ο «ηθικός τουρισμός», τα ηλεκτρονικά δίκτυα με ομαδικά email ή ιστοσελίδες, η παραπλάνηση των δημοσκοπήσεων, ίσως ακόμα και η σατιρική εκπομπή ενός ταλαντούχου κωμικού αλλά και η επιβράβευση της κοινωνικής αλληλλεγγύης. Παλιές και νέες μορφές πολιτικής πράξης με κριτήριο την υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων, την ουσία της δημοκρατίας, τις ειρηνικές σχέσεις των λαών, την ανθρωπιά, το σεβασμό της φυσιογνωμικής ιδιαιτερότητας, δεν αντιπαρατίθενται. Εμείς επιλέγουμε την προσφορότερη, σημασία έχει η επίγνωση του στόχου.
Το γεγονός ότι αυτό το εναλλακτικό αγωνιστικό ρεπερτόριο είναι πρόσφατο και δοκιμάζεται ακόμα σε κάποιες χώρες της Ευρώπης πρέπει να μας κάνει καταρχήν επιεικείς με τα όποια ενδεχόμενα λάθη του και ανοικτούς στην πρωτοτυπία του, χωρίς ωστόσο να παραιτηθούμε από την όποια κριτική θέλουμε να ασκήσουμε στην Α ή Β εφαρμογή του. Πολλές θα είναι οι αντιφάσεις και τα ασυνάρτητα κενά που θα εμφανιστούν από ακτιβιστικές δράσεις οι οποίες θα απευθύνονται σε ευρύ, διαταξικό και τυχαίο κοινό και σε σημαντικό βαθμό θα στηρίζουν την επιτυχία τους στον αιφνιδιασμό, την αυτοματική αντίδραση, το όπλο του παράδοξου αλλά και το χιούμορ. Οι πολίτες, ανεξάρτητα από το αν είναι μέλη κομμάτων, απλοί ψηφοφόροι ή ανένταχτοι έχουν ανάγκη να εκφραστούν πολιτικά με περισσότερη δημιουργικότητα και φαντασία και συνεπώς θα αναπτύξουν θετική στάση απέναντι σε τέτοιες πρωτοβουλίες. Αυτός ο ίδιος ο εμπλουτισμός των πολιτικών δράσεων θα αποτελέσει κίνητρο να σπάσει ο γύψος του απονεκρωμένου και παραμερισμένου πολίτη.
Η ομάδα πρωτοβουλίας «Συμπολίτες» έχει ήδη αρχίσει ένα διάλογο πάνω σ’ αυτά τα θέματα. Επιθυμία όλων των συμμετεχόντων είναι, πιστεύω, μια ανοιχτή πρόσκληση σε όλους. Στην ιστοσελίδα simpolites.blogspot.com μπορεί να αρχίσει ένας διάλογος με κατάθεση σχετικών ιδεών και προτάσεων. Ιδιαίτερη σημασία έχει η συμμετοχή νέων ανθρώπων από το χώρο που καθένας βρίσκεται. Οι ιδέες, η φαντασία, το χιούμορ και η πρωτοτυπία των νέων θα είναι ο φρέσκος αέρας για να διαμορφωθεί συλλογικά, δημοκρατικά, με ανοικτό διάλογο, από τα θεμέλια ένα νέο τοπίο αγωνιστικών παρεμβάσεων και ανατροπών. Ο τόπος μας χρειάζεται τη συμμετοχή μας. Ας προσπαθήσουμε.
Θάνος Κωτσόπουλος

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008

Η πολιτική ως θρησκευτικό καθήκον

Εύχομαι το κείμενο αυτό να εκληφθεί ως ευκαιρία για προβληματισμό και να διαβαστεί με εύθυμη και ανάλαφρη διάθεση, σαν μια φλύαρη θεωρητικολογία χωρίς άμεσα υπονοούμενα.

Ομολογώ βέβαια ότι την αφορμή μου έδοσε η διαπίστωση, από πλήθος δημοκρατικών ανθρώπων, κυρίως δε εν αποστρατεία αριστερών, της αναγκαιότητας «κάτι να κάνουν» στην κρίσιμη τούτη εποχή. Όλοι συμφωνούν ότι υπάρχει πολιτικό έλλειμμα και πιεστικά προβλήματα του τόπου και ισχύει αυτό που λέμε «δεν πάει άλλο». Έχει όμως ενδιαφέρον η ανάπτυξη κριτικής σκέψης για τα κίνητρα της ανάγκης για δράση. Σημασία δεν έχει μόνο να επιλέξει κανείς τι να κάνει αλλά και να μπορέσει να τοποθετήσει τη δράση σ’ ένα πλαίσιο κριτικής δοκιμασίας.
Η ρητορική περί ενός πολιτικού «κενού» και η συνακόλουθη απόρριψη όλων των διαθέσιμων κομμάτων ως πεδίων απορρόφησης αυτής της ανάγκης για δράση σημαίνει ότι υπάρχει (αυτό τουλάχιστον υποθέτουμε) ένας άλλος χώρος, ένα άλλο πεδίο. Οι πράξεις όμως που θα εκδηλωθούν και θα γεμίσουν αυτό τον άλλο χώρο θα πρέπει να διερευνηθεί μήπως είναι «ουσιαστικού περιεχομένου» (και θα εξηγήσω στο τέλος τι εννοώ με αυτό τον όρο).

Ας φύγουμε τώρα από το σημείο που στεκόμαστε και ας πάμε στη θέση μιας καθαρά χριστιανικής αντίληψης. Για τον συνεπή χριστιανό (περισσότερο τον προτεστάντη) το «πολιτικό καθήκον» δεν είναι κάτι αδιάφορο. Στις ΗΠΑ και τις αναπτυγμένες δυτικοευρωπαϊκές χώρες το θέμα αυτό είναι σημαντικό και καταλαμβάνει συνεχώς περισσότερο χώρο στο σύνολο του πολιτικού πράττειν (θεσμικό και μη). Στις χώρες αυτές ο χριστιανός οφείλει να θέτει επιτακτικά το ερώτημα όχι απλώς αν κάνει αυτό που πρέπει αλλά και να μη μένει αδρανής από τη στιγμή που αισθάνεται την «προσκαλούσα φωνή» να επιτάσσει στη συνείδησή του να πράξει το καθήκον του.
Το «προσκλητήριο για το καθήκον», η vocatio του χριστιανικού μεσαίωνα, είχε την έννοια της κλήσης προς ειδικότερα θρησκευτικά καθήκοντα μέσα από την ιδιότητα του κληρικού ή μοναχού. Αργότερα, στη Μεταρρύθμιση, η vocatio αποσπάστηκε από την αυστηρά θρησκευτική διάσταση και ειδικά από την εκκλησιαστική ιεραρχία και πήρε την έννοια μιας ευρύτερης προσήλωσης σε καθήκοντα και συμπεριφορές με εγκόσμιο περιεχόμενο, κυρίως μέσα από την χρησιμότητα και την προσφορά του επαγγέλματος. Μέσα από τη φιλότιμη, συνετή, έντιμη, υπεύθυνη άσκηση του επαγγέλματος καταργείτο η διαφορά μεταξύ θρησκευτικού και κοσμικού, υψηλότερου και ταπεινότερου καθήκοντος, ενώ ταυτόχρονα, κατά την προτεσταντική ηθική πάντα, μπορούσε ο ασκών το επάγγελμα (άσχετα αν ήταν κληρικός, γεωργός, γιατρός ή δημόσιος υπάλληλος) να διατηρεί ελπίδες για την προσωπική του σωτηρία.

Σημειωτέον ότι, ουσιώδες χαρακτηριστικό της προτεσταντικής ηθικής ήταν και είναι η φιλοτιμία και η υπευθυνότητα να μην επιδεικνύεται με ατομικιστικό κίνητρο αλλά με την αίσθηση της προσφοράς στο συνάνθρωπο, στην ευρύτερη ανθρώπινη κοινότητα.
Τα θέματα αυτά έχει αναλύσει με μοναδικό τρόπο ο γερμανός κοινωνιολόγος Μ. Βέμπερ ιδίως στο έργο του Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού.
Θα έλεγε λοιπόν κανείς, μετά από αυτά, ότι ο Ευρωπαίος ή ο Αμερικανός που τηρεί με την παραπάνω έννοια τους κανόνες του επαγγελματισμού μπορεί να είναι ήσυχος ότι, σε μεγάλο βαθμό, εκπληρώνει το ηθικό χρέος του και μόνο συμπληρωματικά μπορεί να αισθάνεται ανάγκη για περισσότερη προσφορά.
Κάθε άλλος, ο οποίος δεν ασκεί επάγγελμα ή θεμελιώδη κοινωνικό ρόλο με αναγνωρισμένη προσφορά (όπως π.χ. μητέρα), δε βρίσκεται δηλαδή σε μια δραστηριότητα η οποία επαρκεί για την εκπλήρωση του καθήκοντος, οφείλει να αναζητήσει (πάντα κατά τη χριστιανική και ιδίως προτεσταντική ηθική) την «κλήση» του σε ένα ευρύτατο πεδίο δραστηριοτήτων του καθενός: φιλανθρωπική δράση, συμπαράσταση σε κάθε δοκιμαζόμενο συνάνθρωπο κλπ.

Το αμέσως επόμενο ζήτημα προς εξέταση είναι αν η πολιτική συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτή την έννοια του επαγγέλματος. Δύο τρόπους έβλεπε ο Μ.Βέμπερ να υπάρχουν για να θεωρηθεί η πολιτική επάγγελμα: ή να ζει κανείς «για» την πολιτική ή να ζει «από» την πολιτική, χωρίς όμως (και εδώ θέλει προσοχή) το ένα να αποκλείει το άλλο (κατά τον Βέμπερ βέβαια ο οποίος εντάσσεται σ’ έναν προτεσταντικό πολιτισμό). Η προτεσταντική έννοια του επαγγέλματος όχι μόνο δεν ενοχοποιεί το οικονομικό στοιχείο αλλά ίσα-ίσα το εξυψώνει. Γι αυτό και σε μας εδώ η έννοια του επαγγελματία πολιτικού ηχεί σχεδόν δυσφημιστικά ενώ στο προτεσταντικό πλαίσιο το αντίθετο, εφόσον βέβαια τηρούνται οι γενικές προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν.
Ας επιστρέψουμε όμως στο κυρίως θέμα, της πολιτικής συμμετοχής και δράσης ως χριστιανικού θρησκευτικού καθήκοντος. Εδώ, ιδίως στις προτεσταντικές χώρες, θα ανέμενε κανείς λογικά να υπάρχει μια καταρχήν αδιαφορία για την ενασχόληση με τα πολιτικά εφόσον υπάρχουν οι αντίστοιχοι επαγγελματίες οι οποίοι, εφόσον κάνουν σωστά τη δουλειά τους, επικουρούμενοι και από τους υψηλού επαγγελματισμού δημοσίους υπαλλήλους, καλύπτουν κάθε ανάγκη σχετική με το πολιτικό στοιχείο.

Ωστόσο δεν είναι τόσο απλό. Ο εκλεκτός χριστιανός (υπενθυμίζω ότι εστιάζουμε πάντα στον προτεστάντη) οφείλει να φροντίζει διαρκώς για τη δόξα του θεού (του) και επομένως να είναι κοινωνικά χρήσιμος. Διακατέχεται συνεπώς πάντα από το άγχος του ανεκπλήρωτου χρέους (με συνέπειες και στην προσωπική του σωτηρία). Το άγχος αποτελεί θεμελιώδη και με θετικό πρόσημο έννοια όχι μόνο στη σύγχρονη θεολογία και φιλοσοσφία αλλά και ψυχανάλυση.
Ιδίως στην αμερικανική φιλελεύθερη παράδοση το χρέος της πολιτικής συμμετοχής ως εκπλήρωσης ενός κατ’ ουσίαν θρησκευτικού καθήκοντος είναι αυτονόητο. Από το σημείο αυτό εύκολα μεταβαίνει ο αμερικανός ευαγγελιστής πλέον στην αντίληψη της δημοκρατίας ως απλού «μέσου» για την επίτευξη ενός θρησκευτικού χρέους.


Στην άλλη πλευρά, της ρωμαιοκαθολικής πρακτικής, η Ιταλία αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα γραφής. Το επίθετο "ηθικός" έχει γίνει η μαγική λέξη. Η "επιστροφή στην ηθική" η τελευταία λέξη της μόδας. Μια νεόκοπη πολιτική "φιλανθρωπία" έχει εμφανιστεί, αυτοδιαφημιζόμενη ως "αριστερή" με άκρες στο Βατικανό αλλά και στον μπερλουσκονισμό, τον οποίο υποτίθεται επικρίνει.

Αντίστοιχα γίνεται αντιληπτή και η έννοια του ακτιβισμού. Η αναζήτηση δράσεων γίνεται με βάση ένα βαθύ νομιμοποιητικό ηθικό στοιχείο που θα πρέπει αυτοτελώς να διαθέτει η πράξη. Προϋποτίθεται συνεπώς ένα «ουσιαστικό περιεχόμενο» σε κάθε ενέργεια. Κάθε «ουσιώδες» που εκπληρώνεται αποτελεί μια εκδήλωση χάρης, κάθε πραγματοποίηση ενός ουσιώδους περιεχομένου επικυρώνει την εγωκεντρική αυτάρκεια της ανταπόκρισης στο χρέος. Αυτό ακριβώς το άκριτα ουσιολογικό και ενδεχομένως φετιχιστικό στοιχείο είναι που καθιστά την επιλογή ακτιβιστικών δράσεων τυχαία, ανάλογα με την περίσταση, γιατί σημασία δεν έχει ο βαθύτερος ειρμός μεταξύ της μιας και της άλλης δράσης αλλά το ατομικό ηθικό κέρδος από την ίδια την πράξη ως αυτοσκοπού, όπως και στη φιλανθρωπία.

Θάνος Κωτσόπουλος

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008

Ξανά το φάντασμα των Ελλήνων!

Στην Κυριακάτικη Αυγή της 5ης Οκτωβρίου 2008 δημοσιεύτηκε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του κ. Δ. Βεργέτη με τίτλο «Η μίμηση ως αρχαιολογία της νεωτερικότητας» το οποίο προσφέρει μια ευκαιρία για διάλογο και προβληματισμό.Ο λόγος λοιπόν για την Ευρώπη και για ένα ‘φάντασμα’ που εδώ και αιώνες, κατά τον κ. Βεργέτη, την «ταλαιπωρεί»: το φάντασμα των αρχαίων Ελλήνων. Διαβάζω ότι από την Αναγέννηση και μετά η Ευρώπη δεν μορφοποιεί την ταυτότητά της με αυτοθέσμιση αλλά μέσω μίμησης των «θεσμικών και αισθητικών μοτίβων του αρχαιοελληνικού κόσμου». Η ευρωπαϊκή σκέψη, όχι μόνο στο επίπεδο του πολιτικού λόγου αλλά και της φιλοσοφικής και αισθητικής αναζήτησης, κατά τον συντάκτη του άρθρου, αυτοπαγιδεύτηκε στο αδιέξοδο του καθορισμού της μήτρας της ταυτότητάς της με βάση τη μίμηση μιας εξιδανικευμένης ‘ετερότητας’, ενός επινοημένου μύθου, ο οποίος δεν ήταν καν ακριβές αντίγραφο (του όποιου) πρωτοτύπου του. Το οποίο πρωτότυπο, όπως αναπτύσσεται στο δεύτερο μέρος του άρθρου, το «ίδιον» των Ελλήνων «ουδέποτε έλαβε χώρα», κατά τον Λακού-Λαμπάρτ. Αλλά επ’ αυτού και για το θέμα της μίμησης θα επανέλθουμε αργότερα.

Ας δούμε πρώτα το θέμα της μίμησης των Ελλήνων: μια κακή ‘ιστορική στιγμή’ (άλλη εξήγηση δεν προτείνεται) έφερε το σχηματισμό αυτού του τύπου της ευρωπαϊκής ταυτότητας να συμβαδίζει παράλληλα με αναδυόμενες «εθνικές ή εθνικιστικές ανάγκες» αλλά και να συναρτάται, ακόμη πιο ‘εργαλειακά’, με ιδεολογικές και πολιτικές συγκυρίες (εθνικιστικές εξάρσεις, ρατσισμό, φονταμενταλιστικό ολοκληρωτισμό και παρόμοια).
Ως παραδειγματική συνέπεια της εμμονής σ’ αυτό το μιμητισμό παρατίθεται ο ναζιστικός εκτροχιασμός της Γερμανίας. Η Γερμανία, μάλιστα, προτείνεται ως το κατεξοχήν παράδειγμα, αφού, «αναζητώντας την εθνική και πολιτική της ταυτότητα επινόησε μια όλως άλλη αρχαιότητα – μια τελείως άλλη Ελλάδα – ως απαρχή και πρότυπο ενός ασύγκριτου πεπρωμένου». Αυτό το «ανεκτέλεστο» πεπρωμένο ανέλαβε να ενσαρκώσει η Γερμανία με τη γνωστή οδυνηρή κατάληξη.
Ο κ. Βεργέτης δεν παραλείπει να αναφερθεί στη «σαγήνη» της μίμησης των αρχαίων Ελλήνων όπως έλαβε χώρα και στη Γαλλία και Ιταλία, μόνο που εκεί παρέμεινε στο επίπεδο της «νεοκλασικής επικαιροποίησης» των Ελλήνων (οπότε, προκύπτει λογικά, ο περιορισμός της στο αισθητικό πεδίο και η μη επέκτασή της στο πολιτικό λειτούργησε ως ένας βαθμός προστασίας σε σύγκριση με όσα συνέβησαν στη Γερμανία).
Κατάπληξη μου προκάλεσε καταρχήν η ριζικότητα και ευρύτητα της κριτικής. Διότι αν στόχος της ήταν μια χώρα σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο θα καταλάβαινα το εφικτό του εγχειρήματος. Αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με ολόκληρη την Ευρώπη, από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα και με όλους τους (αρχαίους) Έλληνες! Πρόκειται για πολύ φιλόδοξο σχέδιο, αναμφισβήτητα.
Σχέδιο που βασίζεται οπωσδήποτε σε τρεις παραδοχές:
(α) Υποτίθεται μια «ευρωπαϊκή ταυτότητα» η οποία, από την εποχή που μπορεί κανείς να μιλά για Ευρώπη, συγκροτήθηκε μιμούμενη τους αρχαίους Έλληνες. Αυτή την πρώτη παραδοχή θα ήθελα να σχολιάσω και να αμφισβητήσω.
(β) Το προς μίμηση πρότυπο ήταν επινοημένο και «τελείως άλλο» (προφανώς από κάποιο το οποίο διαθέτει πιστοποιητικό μοναδικότητας και αυθεντικότητας – κάτι που όμως στο άρθρο αποκλείεται με την απόφανση του Λακού-Λαμπάρτ ότι ουδέποτε υπήρξε «ίδιον» των Ελλήνων, συνεπώς παραδοχή άτοπη).
(γ) Η απροϋπόθετη και ανεπιφύλακτη υποδοχή της πρώτης ύλης του προτύπου στους υποψήφιους μιμητές, ιδίως στο πολιτικό πεδίο, συνεπαγόταν περισσότερο κίνδυνο ολοκληρωτικών εκτροπών. Ας μου επιτραπεί για λόγους προφανείς να μη σχολιάσω αυτή την τρίτη παραδοχή -εκτός απροόπτου!

Καταρχήν από πού προκύπτει το αυτονόητο της ευρωπαϊκής ταυτότητας.Πώς είναι, στη συνέχεια, δυνατό να σαρώνονται με τόση ευκολία μεγάλα θέματα όπως π.χ. η Αναγέννηση, η αρχαία Ελλάδα κλπ. Να υποθέσουμε ότι η Αναγέννηση (με όλο της το γοτθικό βάθος) σηματοδοτεί το θεμέλιο λίθο της ευρωπαϊκής ταυτότητας και το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα μίμησης της ελληνικής αρχαιότητας; Ίσως είναι πολύ δύσκολο να ορίσει κανείς τις απαρχές της ευρωπαϊκής ταυτότητας αλλά, για την ευκολία της συζήτησης, έστω, ας αρχίσουμε από την Αναγέννηση παραθέτοντας σκόρπιες στιγμές που δείχνουν ότι η ευρωπαϊκή ταυτότητα (δυστυχώς) πολύ λίγο διαμορφώθηκε από μια βαθειά σχέση με την αρχαία Ελλάδα.Ο Πετράρχης (στο πρόσωπο του οποίου συμβολίζεται η Αναγέννηση, ο δυτικός κλασικισμός αλλά και ο ιδεαλιστικός τύπος θεώρησης της αρχαιότητας) μελετούσε και αγαπούσε τα έργα των Ελλήνων, προσπαθώντας να μάθει ελληνικά από το μοναχό Βαρλαάμ από την Καλαβρία χωρίς ωστόσο να βγαίνει από τη λατινική παράδοση. Ο Βοκάκιος μόλις που μπορούσε να διαβάσει ελληνικά και ανέθεσε στον ανεπαρκή Λέοντα Πιλάτο τη μετάφραση του Ομήρου. Αναβίωση των κλασικών σπουδών δε θα συνέβαινε, αναμφισβήτητα, χωρίς τη συμβολή των λόγιων Κωνσταντινουπολιτών (Χρυσολωράδες, Αργυρόπουλοι, Βησσαρίωνες και λοιποί), αν και η Ανατολή δεν ήταν καν στο στοίχημα της μίμησης, ή χωρίς την υψηλή αίσθηση της αξίας των αναξιοποίητων χειρογράφων τα οποία οι δυτικοί λόγιοι διέσωσαν. Ωστόσο, η συνείδηση των δυτικών χριστιανών ουμανιστών, του σαλονιού ή του κελλιού, της τιάρας ή του σκούφου, δεν διαχώριζε εντελώς καθαρά το latinus graecissimus από το graecus latinissimus.Μετά από 15 αιώνες λήθης ήταν τα έργα του Τερέντιου και του Πλαύτου που άρχισαν να παίζονται στα θέατρα της Φλωρεντίας, της Ρώμης, της Φεράρας ή της Παβίας και όχι του Αριστοφάνη. Με πόση ειλικρίνεια δεν ομολόγησε ο Αριόστο ότι τα θεατρικά έργα του, Cassaria και Suppositi, υπήρξαν απλές απομιμήσεις των λατίνων δασκάλων του! Κι αν η απόπειρά του στον Orlando Furioso να μιμηθεί τον Όμηρο εξαντλήθηκε σε έναν απλοϊκό ποσοτικό στόχο, να καταφέρει δηλαδή να φτάσει τους 39.000 στίχους, όσοι και της Ιλιάδας και Οδύσσειας, τα θέματά του, με τους ιππότες του Καρλομάγνου, εξαντλούνται στο νικηφόρο πεπρωμένο της χριστιανοσύνης απέναντι στο Ισλάμ. Την ίδια ώρα στους φλορεντινούς δρόμους διοργανώνονταν τα καρναβαλικά triomfi με διασημότερο το «Θρίαμβο του Βάκχου» σε στίχους του Μέδικου Λαυρέντιου. Τη βακχεία του στίχου chi vuol esser lieto sia θα επιχειρήσει να αποδώσει στην «Άνοιξη» ο Μποτιτσέλι, θαυμαστής (όπως και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες) του Σαβοναρόλα.Αργότερα, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου έκαναν την εμφάνισή τους οι momari και η βενετσιάνικη κωμωδία του τύπου του Stephanium, του Φρα Αρμόνιο, ενώ όποιος στεκόταν στο Ριάλτο ήταν αδύνατο να αποφασίσει αν βρίσκεται στην Ανατολή ή στη Δύση.Η βιβλιοθήκη του μέγιστου Λεονάρντο ντα Βίντσι αριθμούσε 37 όλους κι όλους τόμους: Βίβλο, Αίσωπο, Διογένη Λαέρτιο, Οβίδιο, Λίβιο, Πλίνιο (Πρεσβύτερο), Δάντη, Πετράρχη Πότζιο, Φίλελφο, Φιτσίνο και Πούλτσι. Από πού λοιπόν μπορούσε να αντλήσει υλικό για μίμηση;Αλλά και τι κοινό θα μπορούσε κανείς να βρει ανάμεσα στις ηδυπαθείς σαρκώδεις γυναίκες του Τισιανού, όπως η «Φλόρα» ή η «Κόρη της Ηρωδιάδας» και την Αφροδίτη της Μήλου ή στον τρόπο που προσλαμβάνει το διονυσιακό στοιχείο στον «Βάκχο και Αριάδνη»; Πόση είναι η αρχαιοελληνική μίμηση στην «Κοιμωμένη Αφροδίτη» ή την «Υπαίθρια Γιορτή» του Τζιορτζιόνε; Τουλάχιστον ο Τσόσερ παραδεχόταν καθαρά ότι στον «Τρωίλο και Χρυσηίδα» είχε κατακλέψει τον Βοκάκιο.Υπήρξε, φυσικά, η μετανάστευση της αρχαίας Ελλάδας στην Ιταλία (που δεν ήταν άσχετη από την προσπάθειά της να χειραφετηθεί από το βυζαντινό και μαυριτανικό γούστο) και αξίζει να μνημονεύσει κανείς περιπτώσεις όπως του πάπα Νικολάου Ε΄. Αλλά η λατρεία του προς τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη, τον Ξενοφώντα, τον Πολύβιο, το Διόδωρο, το Θεόφραστο δεν ήταν μεγαλύτερη από εκείνη για τον Μέγα Βασίλειο, το Γρηγόριο Ναζιανζηνό, το Γρηγόριο Νύσσης ή το πρωτότυπο του Ευαγγελίου του Ματθαίου, με τον ίδιο τρόπο που ο Ραφαήλ θα τοποθετούσε στις αίθουσες του Βατικανού τους Έλληνες φιλοσόφους δίπλα στους χριστιανούς αγίους, οργανώνοντας έτσι τη μεγαλοφυέστερη συναίνεση (αλλά και απόπειρα καθυπόταξης της Ελλάδας, όπως πιστεύω) που μπορεί να συλλάβει νους, με την κατά τα άλλα αριστουργηματική «Σχολή των Αθηνών».Η αντιχριστιανική εξέγερση του Μακιαβέλι έγινε στο όνομα της ρωμαϊκής και όχι της ελληνικής ηθικής.Ο Έρασμος είχε πάθος για τα ελληνικά αλλά δεν διέκρινε τον Ευριπίδη και τον Επίκουρο από τον Σενέκα και αυτόν από τον Απόστολο Παύλο. Προσπάθησε να επεξεργαστεί τις επικούρειες αντιλήψεις του θεολογικά συνδιαλλάσσοντας τον Επίκουρο με το Χριστό.Ο αντιαναγεννησιακός και αντιουμανιστής Λούθηρος είχε πολύ κακές προδιαθέσεις και επιδόσεις με τα ελληνικά. Αποκαλούσε τον Αριστοτέλη καταραμένο, αλαζόνα και αισχρό ειδωλολάτρη. Για το «μέγα» κατόρθωμά του να μεταφράσει τη Βίβλο στα γερμανικά χρησιμοποίησε τη λατινική έκδοση της Καινής Διαθήκης που είχε κάνει ο Έρασμος το 1516.Ακόμη και τον Ζβίγγλιο χαρακτήρισε «άπιστο» ο Λούθηρος μόνο και μόνο γιατι στο έργο του Christianae fidei brevis et clara expositio ισχυρίστηκε ότι στον παράδεισο θα συναντήσει μαζί με τον Αβραάμ, το Μωυσή και τον Ησαΐα και πολλούς άλλους αγαθούς Εβραίους και Έλληνες ειδωλολάτρες, όπως τον Ηρακλή, το Θησέα, το Σωκράτη, τους Κάτωνες ή τον Σκιπίωνα.Τέλος, ενώ η συμβολή του Λούθηρου στη συζητούμενη διαμόρφωση της «ευρωπαϊκής ταυτότητας» δεν είναι διόλου ασήμαντη, την ίδια στιγμή κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη σχέση μεταξύ των ιδεών του και του αφυπνιζόμενου γερμανικού εθνικισμού. Θα θεωρούσα λοιπόν πολύ περισσότερο επικίνδυνο παράγοντα για το ναζιστικό «εκτροχιασμό» της Γερμανίας τη φονταμενταλιστική αδιαλλαξία και τον δηλωμένο, άγριο αντισημιτισμό του Λούθηρου από το μιμητισμό της αρχαίας Ελλάδας.Ή μήπως η θεοκρατική δικτατορία του Καλβίνου, ο φριχτότερος ολοκληρωτισμός των νεώτερων χρόνων, άντλησε την έμπνευσή της από την αρχαία ελληνική αυτονομία;Αργότερα πάλι, ο κλασικισμός, με περισσότερο ρωμαϊκές επιρροές παρά ελληνικές, αυτοπαγιδεύτηκε σ’εναν αμφίβολο ενθουσιασμό για το καθαρά διακοσμητικό στοιχείο και δεν αποτελούσε πια ούτε καν μίμηση παρά μίμηση μιας παλαιότερης μίμησης, μια μίμηση μίμησης.

«Μίμηση» της ελληνικής αρχαιότητας κατά τη γνώμη μου δεν υπήρξε. Και μόνο γιατί οι «Έλληνες» μετά το τέλος της αρχαίας πόλης αποτελούσαν, πια, για τους δυτικούς ευρωπαίους περισσότερο μια θρησκευτική έννοια, μια κοινότητα πίστης ή ένα ζήτημα αισθητικής, γούστου με καλό ιστορικό ένστικτο, ένα υποταγμένο συμπλήρωμα παιδείας και όχι ένα στοίχημα αγώνα. Αλλά και η ίδια η μίμηση (και δε μιλάμε για το μαϊμουδισμό) είχε υποστεί τη φθορά της μεταφύτευσής της σε ένα ακατάλληλο πια έδαφος.
Είναι προφανής και κατανοητή η εχθρότητα ορισμένων για τη μίμηση, στο βαθμό που τους παραπέμπει στην ομοίωση κι απο κει στον εφιάλτη του «ιδίου» και την απαλειφή του διχασμένου εαυτού ως θεμέλιας και καταστατικής πρότασης τηε κοσμοθεώρησής τους. Η ιστορία του Οδυσσέα και του Αβραάμ είναι γνψστή από τον Λεβινάς. Αλλά ας σκεφτούν ότι η μίμηση αποκαλύπτει με περισσότερο θάρρος όχι μόνο το ρήγμα του εαυτού και του άλλου αλλά αποτελεί η ίδια μια μαιευτική. Για παρηγοριά από τους φόβους για τους Έλληνες ας ανατρέξουν στο Σεφέρη και την ενθάρρυνσή του για τη μίμηση, γενικά αλλ΄και ειδικά για την ποίηση, παραπέμποντας σ’ εκείνους που έλεγαν ότι η μίμηση αποτελεί «μέγα νόμο των κοινωνιών και των φιλολογιών και ότι η αληθής εθνική ποίησις δεν είναι παρά η ποίησις χωρίς πατρίδα».
Σύμφωνα με μια αφήγηση η μίμηση είναι η ουσία της τέχνης ενώ με μια άλλη η μίμηση είναι το καταφύγιο του ψεύδους, της νοσηρότητας όταν γίνεται μίμηση της μίμησης. Η τέχνη της μίμησης ωστόσο είχε ήδη χαθεί από τα ρωμαϊκά χρόνια. Πόσο μάλλον στη σκοτεινή και μουδιασμένη Δύση του ύστερου Μεσαίωνα.Το δέος απέναντι στην ελληνική αρχαιότητα που αισθάνονταν όχι μόνο αμφισβητίες της θεοκρατίας, όπως οι ουμανιστές διανοούμενοι αλλά και πρόσωπα βυθισμένα στο δόγμα, σκληροί ηγέτες της Μεταρρύθμισης, αποτελούσε μια αμφίθυμη στάση μεταξύ της απόλαυσης της ελευθερίας της ύπαρξης (που συνδεόταν με το αρχαίο πνεύμα) και του φόβου του θανάτου και του σκοτεινού προορισμού (που συνδεόταν με το δυτικό θρησκευτικό φονταμενταλισμό). Και δεν ήταν βέβαια μόνο τα πρόσωπα, ήταν, πολύ περισσότερο μια νεαρή γοτθική ψυχή, που με τόση επιδεξιότητα ανακατεύτηκε με την Αναγέννηση, μια νεότητα ενός πολιτισμού ο οποίος ένοιωθε ταπεινοφροσύνη σε έστω απαρχαιωμένες αλλά μεγάλες μορφές στις οποίες έριχνε λοξές ματιές, αρχικά με ζήλεια και αργότερα, ωριμάζοντας, με μνησικακία. Γι αυτό και η αμηχανία, ο παγερός ακαδημαϊσμός, το μασκάρεμα, η αρχαιότητα ως «φάντασμα». Μέσα στο μοτίβο της «μίμησης» (αυτής της λέξης που δεν υπήρχε πριν απ’ τον Πίνδαρο, ίσως όμως ούτε μετά την κατάργηση του χορού από το δράμα), υπάρχουν νωπά τα τραύματα μιας ‘ευρωπαϊκής’ ψυχής που δεν είχε επιλογή παρά την εξιδανίκευση, για την οποία υπεύθυνος μπορεί να είναι μόνο ο δυτικός Θεός και η ψευδαίσθηση της λατρείας στην αρχαιότητα που δεν υπήρξε τίποτε άλλο από την επαλήθευση μιας έλλειψης.


Θάνος Κωτσόπουλος

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008

Η κρίση τους και η χρήση της

Όσοι αφιερώνουμε λίγο περισσότερο χρόνο πέρα από την απλή κατανάλωση της κοινότοπης ειδησεογραφικής ύλης σχετικά με την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση στις ΗΠΑ, όσοι παρακολουθούμε το αγκομαχητό του, εφτάψυχου όντως, θηρίου διακρίνουμε τη διαφορά: άλλο η κρίση ως οικονομικό φαινόμενο και άλλο η ιδεολογική χρήση της κρίσης, η εκμετάλλευση της στιγμής για ανάδυση ιδεών. Ιδεών θρησκευτικής έμπνευσης – πνευματικές και ηθικολογικές παρακαταθήκες με τις οποίες ο νεοφιλελεύθερος γιγαντοκαπιταλισμός προσβλέπει στη σωτηρία του ή στην παράταση του τιτανισμού του. Στην πραγματικότητα, όπως κάθε μελλοθάνατος, κάνει απλώς την προσευχή του.
Α΄
Για το πρώτο σκέλος λίγα θα μπορούσε να σχολιάσει, ας μου επιτραπεί, οποιοσδήποτε από τη στιγμή που λείπουν στοιχειώδεις εσωτερικές «τεχνικές» πληροφορίες. Ουδείς γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει μεταξύ των τραπεζών που εμπλέκονται και ποιοι είναι οι μέτοχοι. Mάλιστα, κατά παράδοξο τρόπο, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης η κρίση παρουσιάζεται ως "αμερικανική" , μια υπόθεση "εθνική", λες και δε βρίσκεται στο κατώφλι της Ευρώπης αλλά και των παγκόσμιων αγορών. Το κρυφτούλι με την ανωνυμία των μετοχών είναι, ας πούμε, ένα χαρτί σ' αυτό το πόκερ για επαγγελματίες. Κανένα θολό τοπίο ωστόσο δεν εμποδίζει εμάς, τους κοινούς, να σκεφτούμε και να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα.
Όπως είναι λοιπόν προφανές, 5 είναι τα κυρίως πρόσωπα σ’ αυτό το έργο που για άλλους είναι δράμα και για άλλους φάρσα: οι δανειολήπτες, οι τραπεζικοί υπάλληλοι, οι φορολογούμενοι, οι μέτοχοι και οι πιστωτές των πιστωτών. Ποιοι είναι οι θιγόμενοι; Οι εργαζόμενοι τραπεζικοί οπωσδήποτε, αφού χάνουν τη δουλειά τους. Τι εικόνα κι αυτή του απολυμένου πρώην γιάπη με το χαρτόκουτο! Οι μικροεπενδυτές και αφελείς μέτοχοι επίσης, αφού βλέπουν τις λιγοστές μετοχές τους να γίνονται κουρελόχαρτα. Οι μεγαλομέτοχοι; Ας το δούμε αυτό. Η κρίση, το κραχ εκφράζεται ως χρηματιστηριακή υποτίμηση. Η αναγγελία της κατάρρευσης μιας τράπεζας γίνεται στο χρηματιστήριο, με την τιμή της μετοχής της. Συνεπώς κάποιοι έχουν ήδη πουλήσει τα πακέτα των μετοχών τους. Ποιοι είναι αυτοί που πρόλαβαν; Μήπως οι φουκαράδες μικρομέτοχοι που είναι εγκλωβισμένοι; Όχι βέβαια, είναι οι μεγαλομέτοχοι, αυτοί που έτσι κι αλλιώς είναι ήδη πληροφορημένοι εσωτερικά για την πορεία της τράπεζας. Ας πάμε τώρα στους πιστωτές των πιστωτών, δηλαδή στις τράπεζες που δάνειζαν τις τράπεζες που κατέρρευσαν. Εδώ είναι γνωστό ότι, αντίθετα με τα ισχύοντα στην Ελλάδα ή στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ οι τράπεζες κινούνται με πολύ χαμηλά δικά τους κεφάλαια σε σχέση με το τζίρο τους και συνεπώς με μεγάλο ρίσκο. Αυτός είναι ένας γενικός κανόνας του παιχνιδιού, γνωστός σε όλους. Όταν όμως το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, με όργανο τις τράπεζες γίνεται η λοκομοτίβα του καπιταλισμού στο κυνήγι του κέρδους, δηλαδή στη φρενήρη αύξηση του τζίρου με όλον αυτό τον πληθωρισμό των δανείων τι άλλο μπορεί να συμβαίνει από αυτό που είναι εγγεγραμμένο στο DNA του καπιταλιστικού συστήματος; Οι πιστωτές των πιστωτών δεν είναι ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο αφελείς από τους πιστωτές των δανειοληπτών. Εφαρμόζουν τον κανόνα του περιθωρίου μεταξύ της ασφάλειας με μικρότερο κέρδος και της επισφάλειας με μεγαλύτερο κέρδος. Στο βαθμό βέβαια που αυτές οι εκ των προτέρων γνωστές επισφάλειες δεν ξεπερνάνε ένα ποσοστό ζημιάς μικρότερης από το ποσοστό κέρδους που δίνουν αυτά τα τολμηρά ανοίγματα. Δεν παρασύρονται ωστόσο και οι πιστωτές των πιστωτών από την κατάρρευση των πελατών τους; Ασφαλώς και γι αυτό στη Μέκκα του φιλελευθερισμού αρχίζει να γίνεται με τον πιο επίσημο και σοβαρό τρόπο λόγος για «κρατικό παρεμβατισμό». Οπότε παύουν να είναι θιγόμενοι οι πιστωτές των πιστωτών αλλά και όλο το πιστωτικό σύστημα, αφού τα σπασμένα θα πληρώσει το αμέσως επόμενο πρόσωπο του έργου, οι φορολογούμενοι για τους οποίους δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι οι χειρότερα θιγόμενοι, εφόσον εφαρμοστούν σχέδια σωτηρίας τύπου σχεδίου Πόλσον το οποίο απέρριψε μεν το Κογκρέσο αλλά για λόγους που εν συνεχεία θα σχολιάσω. Μένουν, τέλος, οι δανειολήπτες. Θα μπορούσαν άραγε να ελπίζουν σε κάτι από αυτή την αναστάτωση; Σε τίποτα καλύτερο βέβαια αφού οι υποχρεώσεις τους παραμένουν και μεταβιβάζονται είτε στην τράπεζα που θα εξαγοράσει εκείνη που χρεωκόπησε είτε στο δημόσιο. Το χειρότερο, αντίθετα, είναι πιθανότερο, αφού στις συνθήκες της κρίσης οι αντοχές και ανοχές για καθυστερήσεις μειώνονται.
Οι κρίσεις, όπως είναι πασίγνωστο, αποτελούν αφετηρίες για νέους κύκλους επενδύσεων και επικερδών επιχειρήσεων και από μόνες τους, χωρίς την αποφασιστική παρέμβαση του λαϊκού και εργατικού κινήματος δεν οδηγούν σε κανενός είδους γενικευμένη κατάρρευση του καπιταλισμού. Η παρούσα κρίση παρουσιάζεται ως χρηματοπιστωτική αλλά ουσιαστικά είναι τυπική κρίση υπερπαραγωγής, η ουσία της δηλαδή είναι η ίδια με την κρίση του ΄29. Η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου αντικατέστησε τις κεϋνσιανές συνταγές της ενίσχυσης της ζήτησης μέσω της κρατικής μεσολάβησης με νέες συνταγές ενίσχυσης της ζήτησης μέσω τραπεζικής μεσολάβησης με κριτήριο την υποταγή της εργασίας στο κεφάλαιο. Γι αυτό σήμερα η κρίση δεν ξεκινά ως «κρίση υπερπαραγωγής» (αν και αδυναμία εξυπηρέτησης ενός στεγαστικού ή καταναλωτικού δανείου σημαίνει αδυναμία να αγοράσει κανείς εμπόρευμα από το ράφι της τράπεζας), δεν είναι δηλαδή ότι τα εμπορεύματα μένουν στα ράφια απούλητα (ας μην ξεχνάμε ότι μείωση της αγοραστικής δύναμης, σχετική εξαθλίωση και ύφεση ήδη υπά) αλλά ως «τραπεζική κρίση». Το αμέσως επόμενο στάδιο όμως θα είναι η μετατροπή της σε ανοιχτή κρίση υπερπαραγωγής, την ίδια στιγμή βέβαια που εκατομμύρια ένθρωποι στον κόσμο θα πεινούν ή θα φυτοζωούν.
Β΄
Ας έρθουμε όμως τώρα στις «άϋλες» πλευρές της κρίσης. Αναφέρομαι στο μεγάλο θέμα των θρησκευτικών φονταμενταλιστικών ιδεών τις οποίες θα προβάλλει η αμερικανική συντηρητική δεξιά. Πριν όμως από αυτό ας γίνει ένα σχόλιο για το περίφημο σχέδιο Πόλσον και τη σημασία της απόρριψής του από τη μεγάλη πλειοψηφία των ρεπουμπλικανών και μερίδας των δημοκρατικών. Η "αγέρωχη" στάση των ρεπουμπλικανών τι άλλο από δογματική προσήλωση στις νεοφιλελεύθερες συνταγές αλλά και ομολογία πίστης στις "αστείρευτες δυνάμεις" του καπιταλισμού μπορεί να σημαίνει; Κι όμως, προσλαμβάνεται και προβάλλεται ως σκίρτημα χειραφέτησης, ως ηχηρό "όχι" προς τα λόμπι και τους χρηματοδότες (στους οποίους πρώτη ήταν η Γουόλ Στρητ) και σαν "ναι" στην απαίτηση των απλών ψηφοφόρων.
Με πόση δαψίλεια διαχέονται πλέον οι επικρίσεις και τα αναθέματα για όλους αυτούς τους «επιθετικούς», «άπληστους», «αδηφάγους» που κυνηγούσαν επενδύσεις υψηλού ρίσκου για μεγάλες αποδόσεις. Φτάσαμε έτσι στον καινοφανή όρο των «τοξικών» τίτλων, λες και μπορεί να υπάρχει τραπεζική συμπεριφορά η οποία να κινείται σε πλαίσια «οικολογικά» ή «υγιεινής». Έχουμε τελετουργικά αποδιοπομπαίων τράγων, όπως η Λήμαν. Αυτό ακριβώς επιδιώκει όχι μόνο ο νέος τούτος όρος της "τοξικότητας" αλλά και ο κυρίαρχος δημοσιογραφικός λόγος όπως και η ίδια η κορυφή του συντεταγμένου αμερικανικού συστήματος. Η κερδοφορία είναι όμως αδιάσπαστα συνδεδεμένη με την κερδοσκοπία. Αλλού λοιπόν η ηθικολογία.
Η καταδίκη της έξαλλης, ληστρικής συμπεριφοράς των τραπεζών αποτελεί το όχημα πάνω στο οποίο θα πατήσει ο νέος φονταμενταλιστικός λαϊκισμός που θα υφάνει από δω και μπρος το συντηρητικό κατεστημένο.
Βέβαια, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην εξοργίζεται μ’ αυτή τη μονόπλευρη, επιλεκτική λογική του ληστρικού καπιταλισμού: ιδιωτικοποιώ χαρά θεού δημόσιες επιχειρήσεις για να μην επιβαρύνονται τάχα οι φορολογούμενοι αλλά ρίχνω στις πλάτες τους τα χρέη των γιγάντων που καταρρέουν. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η απόρριψη του σχεδίου Πόλσον. Η ομολογία της οικονομικής και πολιτικής ελίτ ότι χωρίς κρατική παρέμβαση οι μηχανισμοί της αγοράς αδυνατούν να αντιμετωπίσουν την κρίση αποτελεί ταυτόχρονα και σαρωτική κατάρριψη του νεοφιλελεύθερου μύθου. Αποτελεί ταυτόχρονα ομολογία χρεωκοπίας και ενός άλλου μύθου, του αστικοκαπιταλιστικού «τέλους της ιστορίας». Τρέχει να κρυφτεί καταντροπιασμένος ο δεξιός νεοφιλελευθερισμός αλλά σε αδιέξοδο βρίσκεται και ο κεντροδεξιός «τρίτος δρόμος» ο οποίος γνωρίζει πόσο ανεπαρκές είναι και το δικό του φύλλο συκής.
Βέβαια πολλοί «έγκυροι» σχολιαστές αλλά και σημαντικά τμήματα της ελίτ δείχνουν να απολαμβάνουν τη φιλολογία της κρίσης ακόμα και τη διασπορά της καταστροφολογίας. Δείχνουν άνετοι, νηφάλιοι. Δε θα ήταν έτσι ασφαλώς αν ήξεραν ότι οι εργαζόμενες μάζες δεν είναι παθητικές και έχουν δυνατότητες αντίδρασης.
Ακριβώς πάνω σε όλο αυτό το τεχνητά διογκούμενο σκηνικό της καταστροφής και της Αποκάλυψης (θέμα προσφιλές και θρησκευτικά καλλιεργημένο στο αμερικανικό κοινό) στήνεται η νέα «υπέρβαση». Το ισχυρό χαρτί εδώ λέγεται ηθική. Οι «υγιείς» δυνάμεις θα επανασυνδεθούν με τη βαθύτερη ουσία του καπιταλισμού, το «προτεσταντικό πνεύμα» του. Θα επικρατήσουν υποτίθεται λοιπόν πάλι οι σώφρωνες, οι εγκρατείς, οι ευσεβείς οι οποίοι θα προχωρήσουν σε «μεταρρυθμίσεις» και «αναγέννηση» του παραστρατημένου καπιταλισμού, οδηγώντας τον ξανά στην αληθινή του ρίζα και ταυτότητα: το βιβλικό του πεπρωμένο.
Αυτά όμως μας τα έχουν ξαναπεί, το φαγητό είναι ξαναζεσταμένο.
Οι εργαζόμενοι, οι πολίτες πρέπει να κατανοήσουν την αντικοινωνική και αντιδραστική φύση του καπιταλισμού, να διεκδικήσουν, να δράσουν και να επισπεύσουν την έλευση της αμετάκλητης μοίρας του.
Θάνος Κωτσόπουλος

Τρίτη 26 Αυγούστου 2008

Γιατί αποχώρησα από τη Μήδεια του Α.Βασίλιεφ

Ήμουν από τους πρώτους που αποχώρησαν από την πρεμιέρα της «Μήδειας» κατά Ανατόλι Βασίλιεφ στην Επίδαυρο, αν και δε δηλώνω φανατικός ροντηρικός. Τριάντα λεπτά ήταν αρκετά για να υποθέσω τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Αποχώρησα κόσμια, δεν διαμαρτυρήθηκα, δε γιουχάισα. Φεύγοντας όμως, ομολογώ, δεν έκρυβα την απαισιοδοξία μου για τα αντανακλαστικά του κοινού. Πίστευα ότι οι θεατές, ιδίως οι νεώτεροι από μένα, δεν θα αντιδράσουν, ότι έχουν εθιστεί στα πάντα. Ευτυχώς διαψεύστηκα!
Μου έκαναν ωστόσο εντύπωση τα «μεθεόρτια». Ο τύπος κατέγραψε αρκετούς «επώνυμους» ενοχλημένους από τις αποδοκιμασίες του κοινού. Ευτυχώς ο Κ. Γεωργουσόπουλος, σε σχόλιό του στα «Νέα», υπεράσπισε το ιερό δικαίωμα των θεατών να αυτοπροστατεύονται. Οι περισσότεροι «καθωσπρέπει» θεώρησαν τη διαμαρτυρία «μη ορθή» συμπεριφορά. Κακώς. Διότι ο ίδιος ο Βασίλιεφ δήλωσε, αμέσως μετά, ενθουσιασμένος από τις αντιδράσεις του κοινού. Κρίμα, μόνο, που δεν εμφανίστηκε στο τέλος της παράστασης να εκφράσει τις ευχαριστίες του πρόσωπο με πρόσωπο με το έξαλλο κοινό. Αλλά και στην αντίθετη αντίδραση, δηλαδή του ενθουσιώδους χειροκροτήματος, πάλι θα ήταν ευτυχής – φαντάζομαι. Άρα, πρόκειται για έναν δημιουργό ο οποίος τελικά δεν ενδιαφέρεται για τη γνώμη του «αμύητου» κοινού. Στο ένθετο μάλιστα της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» υπήρχε συνέντευξη της Αγλαϊας Παππά η οποία δήλωνε περιχαρής από τη στάση του κοινού αν και εντέλει αδιάφορη για την ουσία της αφού, όπως φαίνεται, αυτή ήταν και η «γραμμή» του σκηνοθέτη: πρόκληση, πρόκληση, πρόκληση για όλους «αυτούς» (τους «άλλους», τους καθυστερημένους, ημιμαθείς και τριτοκοσμικούς νεοέλληνες της Επιδαύρου. Άρα, δεν έχει κανένα νόημα να συζητά κανείς τι έκανε ή τι έπρεπε να κάνει το κοινό.
Θέλω, λοιπόν, να σταθώ αποκλειστικά στους λόγους για τους οποίους εγώ προσωπικά επέλεξα να αποχωρίσω από την παράσταση.
Απ’ ότι φαίνεται έχει γίνει συρμός, ιδίως για νέους ηθοποιούς, να θεωρούν σκηνοθέτες όπως ο Βασίλιεφ ως πνευματικούς γκουρού. Τα εργαστήρια και τα σεμινάρια τα οποία παρακολουθούν δεν περιορίζονται σε απλή εκμάθηση τεχνικών ή άσκηση υποκριτικών μεθόδων αλλά μετατρέπονται σε «μυητικές» τελετές μετά τις οποίες οι συμμετέχοντες βγαίνουν «αναβαθμισμένοι».
Ο Βασίλιεφ, ένας ανατολικός μυστικιστής (κάτι σε στάρετς), αποκαλείται πλέον επίσημα, στο δημόσιο λόγο, «γκουρού» και είναι, θεωρώ, ο κατεξοχήν εκπρόσωπος μιας τάσης που αποσκοπεί, να αποσπαστεί το αρχαίο δράμα από το φυσικό του χώρο, το δήμο και να μετατραπεί σε υπόθεση μυστικιστικής σέκτας.
Ο Βασίλιεφ, όπως κάθε πειραματιστής, αντλεί εμπνεύσεις από τις ανατολικές θρησκευτικές και φιλοσοφικές παραδόσεις (Κίνας, Ιαπωνίας, Ινδίας, Ινδονησίας), τις οποίες φαίνεται να σέβεται ιδιαίτερα. Στα εκπαιδευτικά του σεμινάρια π.χ. χρησιμοποιεί φόρμες και ασκήσεις αναπνοής και κίνησης στηριγμένες στις πολεμικές τέχνες. Πολύ ωραία όλα αυτά. Γιατί όμως δε δείχνει τον ίδιο σεβασμό και απέναντι στους κώδικες και τις φόρμες του αρχαίου ελληνικού θεάτρου; Αν ένας ηθοποιός θέλει για ατομικούς λόγους να ασκείται στο τάι- τσι, κανένα πρόβλημα. Το να ισχυριστεί όμως κάποιος ότι το τάι-τσι είναι ειδικός και ουσιώδης όρος για τη διδασκαλία του Προμηθέα το θεωρώ ακραίο.
Ο Βασίλιεφ ανήκει στην πλευρά που αναζητεί τις ρίζες του θεάτρου στον αρχαίο σαμανισμό. Η υπόθεση αυτή δεν είναι καινούργια και δε στερείται ενδιαφέροντος. Ίσως μάλιστα να αποτέλεσε ιδρυτική ιδέα και έναυσμα για τους ενδιαφέροντες και σημαντικούς πειραματισμούς του μεγάλου Στανισλάφσκι (με τον οποίο ο Βασίλιεφ συνδέεται έμμεσα: η μαθήτρια του Στανισλάφσκι Μαρία Κνέμπελ υπήρξε δασκάλα του και του μετέδωσε στοιχεία από την «ώριμη» περίοδό του). Τι σημαίνει όμως αυτό το άνοιγμα στο μυστικισμό, τη μεταφυσική, την αναζήτηση «κλιμάκων του Ιακώβ» για την αρχαία ελληνική τραγωδία; Διότι, αν το να παρακολουθεί κανείς μια αρχαία τραγωδία είναι σα να παίρνει μέρος σε μια θρησκευτική τελετή, δεν μπορεί και δεν πρέπει να συμβαίνει το αντίθετο: το αρχαίο ελληνικό δράμα είναι κάτι πέρα, πολύ πιο πέρα από θρησκευτική τελετή. Αν οι δυνάμεις του ουρανού και της γης, οι θετικές και αρνητικές ενέργειες, οι αόρατες σκάλες, η υπερβατικότητα και ο πουριτανισμός μπορούν (έστω!) να εκπροσωπηθούν ή να προσεγγιστούν μέσα από το κατά Βασίλιεφ υπερτονισμένο διονυσιακό στοιχείο, πού ήταν ο Απόλλωνας; Απουσίαζε, απλούστατα γιατί είναι ένας θεός ακατάληπτος για όποιον αρνείται το μεδούλι του αρχαίου ελληνικού δράματος: τον χειραφετημένο και αυτοθεσπιζόμενο άνθρωπο που είναι πριν απ’ όλα και εν τέλει πολιτικός.
Έφυγα από την παράσταση του Βασίλιεφ ενώ στα αυτιά μου ηχούσαν ακόμα οι διδασκαλίες που αντιμετώπιζαν το αρχαίο δράμα ως «μίμηση» με κατάληξη την κάθαρση όπως το ήθελε ο Αριστοτέλης. Οι μυθικοί αυτοί ήρωες, που γεννήθηκαν πριν ακόμα γεννηθεί ο δυτικός θεός, σε μια εποχή που η ανθρωπότητα αξιωνόταν τη γέννηση της δημοκρατίας μέσα στις μήτρες των αρχαίων αμφιθεάτρων δε σχετίζονται με τους κατά τα άλλα ενδιαφέροντες για το αστικό θέατρο πειραματισμούς του Στανισλάφσκι, του Βαχτάνγκοφ, του Μέγιερχολντ, του ρώσικου φουτουρισμού ή του Άκτορς Στούντιο.
Καταλήγοντας: δεν εγκατέλειψα τη Μήδεια του Βασίλιεφ ούτε για τα ρεμπέτικα (τα οποία λατρεύω) ούτε για τα υστερικά κατσικοπηδήματα του Ιάσονα ούτε για τα κιτς καροτσάκια ούτε για τη σκηνή της τρίγλωσσης αγγελικής ρήσης, ούτε για τον πρόχειρο εκλεκτικισμό της. Αν όλα αυτά είχαν παρουσιαστεί αλλού, έχοντας εκ των προτέρων εξηγήσει την πειραματική του πρόταση σε ένα κοινό ήδη ενημερωμένο για το τι πρόκειται να παρακολουθήσει δε θα είχα κανένα πρόβλημα. Γιατί όμως στην Επίδαυρο κε Λούκο; Γιατί θεωρείτε ότι σ’ ένα χώρο ύψιστης συμβολικής αξίας θα πρέπει να γίνονται πειραματισμοί στο αρχαίο δράμα; Γιατί ενοχλούμαστε όταν οι Τούρκοι οργανώνουν πολιτιστικά events στην Αγιά Σοφιά και όχι στον αρχαιολογικό χώρο της Επιδαύρου; Γιατί κε Λούκο πρέπει το Ελληνικό Φεστιβάλ να αποκλείει την πολυφωνία και να προβάλλει μόνο τον Α. Βασίλιεφ; Γιατί πρέπει να υποκρίνεται το «Ελληνικό Φεστιβάλ Α.Ε.» ότι ενδιαφέρεται για την προβολή του ελληνικού αρχαίου δράματος; Και μια τελευταία ερώτηση: μπορείτε κ. Βασίλιεφ να παρουσιάσετε σ’ εμάς, τους νεοέλληνες, τις θεωρητικές απόψεις σας για την έννοια του τραγικού;


Θάνος Κωτσόπουλος


Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή η αναπαραγωγή (ολική ή μερική) του περιεχομένου της ιστοσελίδας με οποιονδήποτε τρόπο, σύμφωνα με το νόμο 2121/1993 και τους κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

Τρίτη 12 Αυγούστου 2008

Ο Καύκασος χωρίς Προμηθέα

Στη διάρκεια της νύχτας της 7ης Αυγούστου, λίγο πριν την εναρκτήρια τελετή των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου, ο Πρόεδρος της Γεωργίας Μ. Σαακασβίλι διέτασσε μεγάλης έκτασης στρατιωτική επίθεση κατά της Τσχινβάλι, πρωτεύουσας της Νότιας Οσετίας.
Οι εναέριοι βομβαρδισμοί και οι χερσαίες επιθέσεις κατευθύνθηκαν κατά ένα μεγάλο μέρος εναντίον πολιτικών στόχων (κατοικημένων περιοχών, νοσοκομείων και του πανεπιστημίου). Οι επιθέσεις οδήγησαν σε περίπου 1500 θανάτους αμάχων, σύμφωνα τόσο με ρωσικές όσο και δυτικές πηγές.
Η Γεωργία αποτελεί πλέον ένα προκεχωρημένο φυλάκιο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, στα σύνορα της Ρωσίας και πολύ κοντά μέσα στα ανοικτά μέτωπα της Κεντρικής Ασίας και της Μέσης Ανατολής. Η Νότια Οσετία είναι επίσης στρατηγικό σταυροδρόμι των αγωγών πετρελαίου και αερίου.
Είναι παγκοίνως γνωστό ότι Γεωργία δεν ενεργεί στρατιωτικά χωρίς τη συγκατάθεση της Ουάσιγκτον. Ο αρχηγός του γεωργιανού κράτους είναι όργανο των Αμερικανών και η Γεωργία αποτελεί αμερικανικό προτεκτοράτο.
Είναι λοιπόν φανερό ότι οι επιθέσεις συντονίστηκαν προσεκτικά από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Η Μόσχα έχει κατηγορήσει το ΝΑΤΟ για «την ενθάρρυνση της Γεωργίας και έχει στείλει σαφείς προειδοποιήσεις μηδενικής ανοχής για περαιτέρω νατοϊκές παρεμβάσεις.
Με βάση ένα προγενέστερο σχέδιο επίθεσης πρώτος στόχος θα ήταν η Αμπχαζία αλλά στη συνέχεια η Ν. Οσετία θεωρήθηκε πιο εύκολη περίπτωση.
Η Μόσχα φυσικά περίμενε την επίθεση αυτή και γι αυτό πραγματοποίησε την αντεπίθεση ακαριαία.
Ρώσοι αλεξιπτωτιστές στάλθηκαν από αερομεταφερόμενα τμήματα του Ιβάνοβο, της Μόσχας και του Πσκοβ ενώ ακολούθησαν τανκς, θωρακισμένα οχήματα και αρκετές χιλιάδες πεζά τμήματα. Τα χτυπήματα από αέρα στόχευαν κυρίως σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο έδαφος της Γεωργίας συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής βάσης Γκόρι.

Το εύλογο ερώτημα όλων είναι αν αυτή η γεωργιανή επίθεση αποτελεί προβοκάτσια κατά της Ρωσίας, να την εμπλέξει δηλαδή σ’ ένα πόλεμο από τον οποίο το ΝΑΤΟ θεωρεί ότι θα βγει κερδισμένο. Ποιοι ήταν οι λόγοι για να ξαναγυρίσουν οι αμερικανορωσικές σχέσεις στην εποχή της κουβανικής κρίσης του 1962.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η στρατιωτική παρουσία της Γεωργίας στο Ιράκ είναι η τρίτη δκατά σειρά, μετά την αμερικανική και τη βρετανική. Τώρα τα στρατεύματα αυτά επιστρέφουν, με βάση αμερικανικούς σχεδιασμούς, για να χρησιμοποιηθούν σε αναμετρήσεις με τη Ρωσία.

Πρόκειται λοιπόν για την πρώτη πράξη ενός ευρύτερου πολέμου στην κεντρική Ασία, ο οποίος σχεδιάζεται από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ αλλά και το Ισραήλ, το οποίο απέστειλε έναν αριθμό από στρατιωτικούς συμβούλους του και πολεμικό υλικό στην επίθεση της 7ης-8ης Αυγούστου. Το Ισραήλ αποτελεί στρατηγικό εταίρο στην εκμετάλλευση του αγωγού Μπακού-Τιφλίδας-Σεϊχάν. Το 20% του πετρελαίου του προέρχεται από το Αζερμπαϊτζάν και περνά μέσα από αυτόν τον αγωγό αλλά πέρα από αυτό φιλοδοξεί να παίξει ρόλο στην επανεξαγωγή του καυκασιανού πετρελαίου στις ασιατικές αγορές.

Πάντως τα ρωσικά πολεμικά αεροσκάφη έκαναν επιθέσεις στο εργοστάσιο πολεμικών αεροσκαφών στα περίχωρα της Τιφλίδας. Η βάση Γκόρι χρησιμοποιήθηκε για την εκπαίδυση των γεωργιανών που στάλθηκαν με αμερικανική εντολή στο πολεμικό θέατρο του Ιράκ.

Η όλη δραματική στρατιωτική επίθεση της Γεωργίας στη Νότια Οσετία στις τελευταίες ημέρες έχει φέρει τον κόσμο ένα βήμα πιό κοντά στη φρίκη του όχι τόσο ενός ψυχρού πολέμου όσο ενός πυρηνικού πολέμου.
Τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης – και πολλά άλλα – παρουσιάζουν τη Μόσχα ως την «επιτιθέμενη» πλευρά.
Ήδη έχει διατυπωθεί η «αφελής» άποψη ότι ο Μπους και ο Τσένι διέταξαν το όργανό τους στη Γεωργία Πρόεδρο Μ. Σαακασβίλι με σκοπό να υποχρεώσουν τον επόμενο αμερικανό πρόεδρο να συνεχίσει το δόγμα Μπους.

Η Ουάσιγκτον διευρύνει συστηματικά το ΝΑΤΟ με βάση τα ιμπεριαλιστικά σχέδιά της, δημιουργώντας ένα δίκτυο στρατιωτικών βάσεων από Κόσοβο έως την Πολωνία, την Τουρκία το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Το 1999, τα πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας Ουγγαρία, Πολωνία και η Τσεχία προσχώρησαν στο ΝΑΤΟ. Ακολούθησαν η Βουλγαρία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Ρουμανία, ακολουθούμενες και η Σλοβακία. Τώρα η Ουάσιγκτον ασκεί ασφυκτική πίεση στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ανήκουν στο ΝΑΤΟ, ειδικά τη Γερμανία και τη Γαλλία, για την είσοδο της Γεωργίας και της Ουκρανίας.

Για τη σύγκρουση μεταξύ Γεωργίας, Νότιας Οσετίας και Αμπχαζίας μπορούν να σημειωθούν κατ’ αρχήν τα εξής: Η Νότια Οσετία, που ως το 1990 αποτελούσε μια αυτόνομη περιοχή της σοβιετικής δημοκρατίας της Γεωργίας, επιδίωξε να ενωθεί με το ομοεθνές τους κράτος της Βόρειας Οσετίας, μια αυτόνομη δημοκρατία της τότε ΕΣΣΔ και τώρα της Ρωσίας. Οι Οσέτιοι αισθάνονταν ανασφαλείς από τον γεωργιανό εθνικισμό ήδη από την εποχή του Ζβιαντ Γκαμσαχουρδία. Μετά την επικράτηση – με αμερικανική υποστήριξη – του Σαακασβίλι στη λεγόμενη «ρόδινη» επανάσταση οι φόβοι για αναζωπύρωση του εθνικισμού ενισχύθηκαν.

Τόσο η Αμπχαζία (χώρα-θέρετρο της Μαύρης Θάλασσας) όσο και η Νότια Οσετία επιδίωξαν, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ να αποσχιστούν από τη Γεωργία (η πρώτη το 1992-94 η δεύτερη το 1991). Το Δεκέμβριο του 1990 (επί Γκαμσαχουρδία) η Γεωργία έστειλε τα στρατεύματα στη Νότια Οσετία δηλώνοντας την κυριαρχία της στην περιοχή. Η κίνηση αυτή της Γεωργίας αποτράπηκε από τα σοβιετικά στρατεύματα. Κατόπιν η Γεωργία δήλωσε την κατάργηση της αυτονομίας της Νότιας Οσετίας και της ενσωμάτωσής της στη Γεωργία.
Μέχρι τα τέλη του 2005, η Γεωργία υπέγραψε συμφωνία ότι δεν θα χρησιμοποιούσε στρατιωτική δύναμη, ενώ οι Αμπζάζιοι θα επέτρεπαν τη βαθμιαία επιστροφή 200.000 Γεωργιανών. Αλλά η συμφωνία κατέρρευσε στις αρχές του 2006, όταν ο Σαακασβίλι έστειλε στρατεύματα για την ανακατάληψη της κοιλάδας Κοντόρι στην Αμπχαζία. Από τότε ο σαακασβίλι έχει κλιμακώσει τις προετοιμασίες του για στρατιωτική δράση.
Η Ρωσία είναι φυσικά απρόθυμη να δει τη Γεωργία προσχωρεί στο ΝΑΤΟ. Οι Οσέτιοι είναι οι παλαιότεροι σύμμαχοι της Ρωσίας και έχουν ενισχύσει τα ρωσικά στρατεύματα σε πολλούς πολέμους. Η Ρωσία επίσης δεν επιθυμεί να εγκαταλείψει την Αμπχαζία.
Σε δημοψήφισμα του Νοεμβρίου του 2006, η συντριπτική πλειοωηφία των Οσ’ετιων ψήφισε για την ανεξαρτησία τους από τη Γεωργία, κρατώντας οι περισσότεροι τα ρωσικά τους διαβατήρια. Αυτό επέτρεψε στον Ρώσο πρόεδρο Μεντβέντεφ να δικαιολογήσει την αντεπίθεση των ρώσων στρατιωτών στη Γεωργία ως προσπάθεια «να προστατευθούν οι ζωές και η αξιοπρέπεια των ρώσων πολιτών, οπουδήποτε κι αν βρίσκονται.»

Για τη Ρωσία (όχι μόνο τώρα αλλά από την εποχή των τσάρων) η Οσετία είναι μια σημαντική στρατηγική βάση κοντά στα τουρκικά και ιρανικά σύνορα. Η Γεωργία είναι επίσης σημαντική χώρα διέλευσης για το πετρέλαιο που αντλείται από την Κασπία και φτάνει μέσω του αγωγού Μπακού-Τιφλίδας στον τουρκικό λιμένα Σεϊχάν.
Για τους Γεωργιανούς τόσο η Νότια Οσετία και η Αμπχαζία θεωρούνται απλά τμήματα του εθνικού τους εδάφους. Οι υποσχέσεις από τους ηγέτες του ΝΑΤΟ για την ένταξη της Γεωργίας στη συμμαχία, και οι επιδεικτικές δηλώσεις υποστήριξης από την Ουάσιγκτον, έχουν ενθαρρύνει τον Σαακασβίλι και τις στρατιωτικές επιθέσεις του ενάντια στη Νότια Οσετία και την Αμπχαζία. Τόσο όμως αυτός όσο και οι αμερικανοί υποστηρικτές του φαίνεται πως έκαναν μια λάθος κίνηση. Η Ρωσία έχει καταστήσει σαφές ότι δεν έχει καμία πρόθεση να παραμείνει αδρανής.
Η Ρωσία είναι μεν ασθενέστερη από την αμερικανονατοϊκή συμμαχία αλλά δεν παύει να αποτελεί ένα φιλόδοξο ιμπεριαλιστή παίκτη στον έλεγχο του πλούτου του Καυκάσου και παραμένει ένας μεγάλος αντίπαλος. Αλλά οι μικρές χώρες πρέπει να εκμεταλλεύονται αυτές τις αντιθέσεις. Καθώς η Ρωσία αναπολεί τα χαμένα μεγαλεία της ΕΣΣΔ είναι βέβαια ευάλωτη σε σπασμωδικές κινήσεις, παρέχοντας έτσι μια μεγάλη ευκαιρία για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Μέχρι στιγμής πάντως κατέκτησε μια σημαντική διπλωματική αλλά και επικοινωνιακή νίκη. Δυστυχώς, το ενδεχόμενο μιας μυστικής αμερικανορωσικής συμφωνίας δεν είναι εντελώς απίθανο, κάτι δυσοίωνο για τους λαούς της εγγύς και μέσης Ασίας.
Θάνος Κωτσόπουλος

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008

ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΤΟΠΟΙ - ΑΜΕΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΠΟΛΙΤΩΝ

Είμαι απόμακρος –αλλά όχι αρνησίπολις. Κι ας αρχίσουμε μ’ ένα λογαριασμό που εδώ, μ’ ένα τρόπο, ίσως όχι τόσο συνειδητό, θα γίνει ή δε θα γίνει. Να το πούμε, πως υπήρξε κι ένα «άλλο» κομμάτι της γενιάς του Πολυτεχνείου. Εκείνο που αρνήθηκε την ενσωμάτωσή του στην εξουσία, εκείνο που από γενιά της δράσης προτίμησε, από τη δεκαετία του ’80, να γίνει η αγέρωχη απουσία και τελικά η άγρυπνη σιωπή. Τώρα, βέβαια, λέμε, και σωστά, να συνομιλήσουμε, όμως, ας μη μας διαφύγει, ότι μπορεί να μην είμαστε απαλλαγμένοι από κάποιο δόλο. Ας αναγνωρίσουμε, λοιπόν τουλάχιστον, αυτό που έλεγε ο Ντεμπρέ, ότι οι αληθινά εξεγερμένοι περνούν από τον ίσκιο στην υστεροφημία.
Μακάρι να ήρθατε σήμερα εδώ όλοι με το ιδιο κίνητρο των 12 που υπογράψαμε την πρωτοβουλία: να ειδωθούμε, να μοιραστούμε σκέψεις, να αποκτήσουμε μια χαλαρή επαφή. Μια σύναξη χωρίς προαπαιτούμενα, χωρίς ταυτότητα, χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς «ιεραρχία», χωρίς «ειδική ιεροσύνη». Μια σύναξη αμεσότητας, με πολλές και αδιευκρίνιστες ακόμη προοπτικές, αν υπάρξουν τέτοιες.
Δε θα ’θελα να αναμασήσουμε πράγματα παλιά. Εδώ και καιρό οι αρχαίες γενεαλογίες χαλάστηκαν, αν και με τα φαντάσματα καλύτερα μη στοιχηματίζεις. Να βάζαμε μόνο μερικά πρώτα ερωτήματα: πού το συνέρχεσθαι και βουλεύεσθαι, πώς το συμπαρείναι, ποια η συνεκδοχή μας. Όσον αφορά εμένα, ήρθα εδώ επειδή μου λείπει ο δημόσιος τόπος, εκεί που πάει κάθε πολίτης και επικοινωνεί, διαβουλεύεται, αποφασίζει. Ο τόπος που ακούς: «πες μου, εσύ, τι πιστεύεις, πες μου ποιος είσαι». Ας πούμε, λοιπόν, ότι ζητώ το λόγο για κάτι που λείπει για ένα έλλειμμα που μετράνε ήδη οι δημοσκόποι και οι πελάτες τους. Για κάτι που βασανίζει τόσο τους ανένταχτους όσο και τους οργανωμένους σε κόμματα.
Αν εξαιρέσει κανείς τα κέντρα του συστήματος, ο υπόλοιπος κόσμος που μοχθεί ή αργεί, στις άκρες της ζωής, έχει την ίδια αίσθηση ότι κάτι πρέπει να γίνει.
Τα αρχηγικά ή γραφειοκρατικά κόμματα παράγουν ή επιτείνουν αυτό το έλλειμμα. Αποφεύγουν την εσωτερική δημοκρατία και τη συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις. Φυσικά, τα κόμματα είναι θεσμοί, συγκεφαλαιώνουν το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής ύλης και είναι ανόητος όποιος τα αγνοεί. Αποδέχομαι κριτικά ορισμένες πολιτικές θέσεις και δράσεις κομμάτων ή οργανώσεων και θέλω ανοιχτές, ελεύθερες σχέσεις διαβούλευσης και σύμπραξης μαζί τους, ιδίως όπου χρειάζεται ενότητα.
Υπάρχει όμως ένα μεγάλο πολιτικό μέγεθος, στην ουσία ένας λαός, χωρίς εκπροσώπηση, μακροχρόνια αποκλεισμένος πολιτικά, λεία μιας κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας. Πολιτική λύση για το κόσμο αυτόν, που αποκαλώ alter populus, που είναι εκτός της λεόντειας διανομής και δεν τον αφορά το μεγαλοκομματικό παιχνίδι, δεν έχει προταθεί ούτε από κόμματα ούτε από κανέναν άλλο και ούτε είναι εύκολη μια όποια λύση. Σ’ αυτή την κατάσταση της αβεβαιότητας πρέπει να υπάρξει εμπιστοσύνη στην Αυτοοργάνωση, στη διεκδίκηση της Συμμετοχής και στην απαίτηση για Άμεση Δημοκρατία.
Σήμερα ξεκινάμε αφήνοντας «κατ’ οικονομίαν» έξω απ’ την κουβέντα «επίμαχα» πολιτικά ζητήματα, της τρέχουσας προστριβής. Όχι για να τα συγκαλύψουμε. Όλοι ξέρουμε σε τι θηριώδη φάση βρίσκεται ο καπιταλισμός, βλέπουμε τη μεγάλη κρίση του. Οι αντιθέσεις δεν έχουν αλλάξει, είναι ριζικές, ταξικές και μ’ αυτές θα αναμετρηθεί αναγκαστικά κάθε επίδοξος Αναμορφωτής. Στις παρούσες συνθήκες τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Η απόκλιση από τις εγκατεστημένες νόρμες των διεθνών συσχετισμών και του κοινωνικού κομφορμισμού πρέπει να πατήσει όχι μόνο σε αγανάκτηση αλλά και σε τεκμηρίωση. Αυτό που τώρα περνάει απ’ το χέρι μας είναι η επίταση του δημόσιου διαλόγου και προτείνω έναν άξονα: Ποιο είναι το όριο της ανοχής γι αυτό που αποφασίζεται ερήμην των πολιτών, ποιο είναι το όριο αξιοπρέπειας για την εθνική αυτεξουσιότητα και την εικόνα του ανθρώπου; Ποιο είναι το όριο για μια μεταρρύθμιση με ανατροπές; Ποιο είναι το Αδιαπραγμάτευτο; Τι κόστος είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε και που μπορούν να γίνουν συμβιβασμοί.

Tο χρειαζούμενο εύρος της συμπόρευσης για ένα ανασήκωμα του τόπου δεν καταφέρνω να το ορίσω με κομματικούς όρους. Μπορώ μόνο, για συντομία, να ονομάσω 2 πρόσωπα στα οποία καταφεύγω και που, παρά τη μεγάλη τους διαφορά, περιγράφουν για μένα, συμβολικά, την αινιγματική σύμπτωση της επιθυμίας για το εθνικό και το πανανθρώπινο: το Γιώργο Σεφέρη και τον άγνωστο κομμουνιστή στρατιώτη απ’ το Φραντάτο της Ικαρίας, Γιάννη Σαλά ...
Παρέμεινα πάνω από 25 χρόνια στην κατάσταση του «απόντα». Αναμετρήθηκα με εμπόδια φιλαρέσκειας, μνησικακίας και εγκλεισμού στο εγωκεντρικό cogito του «αταξινόμητου». Αλλά και, ως ρέκτης ανένταχτος έχασα, μακριά από τη συλλογικότητα, τη διαφορά μου από τον άνθρωπο του ντοστογιεφσκικού Υπογείου. Με καίει λοιπόν ο πόθος της πόλης. Γι αυτό είμαι εδώ, γιατί έχω ανάγκη τα πρόσωπα: φίλους, συνομιλητές, όμοιους και διαφορετικούς. Μακριά από βιογραφικά και βαθμοφόρους. Το πιο τίμιο, έλεγε ο Καβάφης, είναι η μορφή.
Φορές, έχω κάτσει στο παγκάκι αφηρημένος και σκεφτικός. Η όψη του κόσμου δεν είναι καλή. Ξέρω ότι «Μεγάλα Πράγματα» δε θα έρθουν σύντομα. Όταν όμως δεν απομένει παρά μόνο αυτό που υπάρχει βλέπει κανείς καθαρότερα το μέτρο του και το χρέος του.

Θάνος Κωτσόπουλος

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2008

Σχόλιο Ζίζεκ για Κίνα και Θιβέτ

Στο ιδιαίτερα προβεβλημένο από τα ΜΜΕ θέμα του «κατεχόμενου» Θιβέτ απο την Κίνα ο Σλαβόι Ζίζεκ έκανε στην Monde diplomatique (Μάιος 2008) ορισμένες αξιοσημείωτες επισημάνσεις, σε 9 σημεία. Με το κείμενο αυτό δε συμφωνώ σε όλα. Ωστόσο, μέσα στον ορυμαγδό της τηλεοπτικής προπαγάνδας μου φάνηκε μια μικρή όαση, ιδίως γιατί προέρχεται από ένα σημαντικό πολιτικό στοχαστή. Αποδίδω πρόχειρα, για τις ανάγκες της επικοινωνίας.

1) Το Θιβέτ, ανεξάρτητη χώρα μέχρι το 1950 δεν κατελήφθη αιφνιδιαστικά από την Κίνα. Υπήρχαν μακρόχρονες και σύνθετες εξαρτήσεις ενώ ο κινεζικός ηγεμονισμός ασκείτο ήδη από την εποχή του αντικομμουνιστικού Κουόμιντανγ.
2) Προ του 1950 το Θιβέτ ήταν μια χώρα άγριου φεουδαλισμού, φτώχειας (με προσδόκιμο μέσο όρο ζωής τα 30 χρόνια, διαφθορά και εμφύλιες διαμάχες. Φοβούμενη τη διατάραξη της κοινωνικής τάξης η άρχουσα ελίτ απαγόρευε κάθε βιομηχανική πρόοδο. Τα μέταλλα εισάγονταν από την Ινδία. Το ότι καθήλωνε σε στασιμότητα το λαό καθόλου δεν την εμπόδιζε να στέλνει τα παιδιά της σε αγγλικά σχολεία και να τοποθετεί τα κεφάλαιά της σε αγγλικές τράπεζες.
3) Η Πολιτιστική Επανάσταση που υποτίθεται ότι ερήμωσε τα μοναστήρια στη δεκαετία του 1960 δεν είχε εισαχθεί από την Κίνα. Ούτε 100 Κόκκινοι Φρουροί δεν είχαν φτάσει από την Κίνα στο Θιβέτ ενώ οι μάζες που έκαιγαν τα μοναστήρια ήταν αποκλειστικά θιβετιανοί.
4) Μέχρι τις αρχές του 1950 υπήρχε συστηματική και ουσιώδης αντικινεζική ανάμειξη της CIA και οι φόβοι της Κίνας για πρόκληση αποσταθεροποίησης δεν ήταν καθόλου αβάσιμοι.
5) Όπως φαίνεται και στις εικόνες που αναμεταδίδονται στην τηλεόραση, αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στο Θιβέτ δεν είναι η περίπτωση των ειρηνικών «πνευματικών» διαμαρτυριών του τύπου που έγιναν πέρσι στη Μπούρμα αλλά συμμοριών που δολοφονούν απλούς κινέζους μετανάστες και καίνε τα καταστήματά τους. Άρα θα πρέπει να ισχύσουν ίσα μέτρα και σταθμά για τη βία τόσο στο Θιβέτ όσο και αλλού. Με τη λογική αυτή δηλαδή γιατί να μην κάνουν το όδιο οι παλαιστίνιοι στους ισραηλινούς εποίκους της Δυτικής Όχθης;
6) Η Κίνα πραγματοποίησε μεγάλες επενδύσεις στη θιβετιανή οικονομική ανάπτυξη τόσο στις υποδομές όσο και στην παιδεία και την υγεία. Παρά την αναμφισβήτη πολιτική καταπίεση ο λαός ουδέποτε άλλη φορά απόλαυσε καλύτερο επίπεδο ζωής από όσο μέχρι σήμερα. Η φτώχεια είναι πολύ περισσότερη στις δυτικές αγροτικές επαρχίες της Κίνας απ όσο στο Θιβέτ.
7) Τα τελευταία χρόνια η πολιτική της Κίνας στο ζήτημα της θρησκείας άλλαξε. Η χωρίς πολιτική ανάμειξη άσκηση της θρησκευτικής λατρείας είναι σήμερα ανεκτή και συχνά ενισχύεται. Οι κινέζοι ποντάρουν πολύ περισσότερο σε μια εθνική και οικονομική αποικιοποίηση που μεταμορφώνει ταχύτατα τη Λάσα σε μια καπιταλιστική «άγρια Δύση» με τα καραόκι μπαρ και τα «βουδιστικά» θεματικά πάκα σε στιλ Ντίσνεϊλαντ. Σε διάστημα μιας-δυο δεκαετιών οι θιβετιανοί θα έχουν μετατραπεί σε γραφικούς τύπους, αντίστοιχους των Ινδιάνων των ΗΠΑ. Οι κινέζοι έχουν μάθει καλά το μάθημά τους: η μυστική αστυνομία και οι ερυθροφρουροί δεν πιάνουν μπάζα μπροστά στον αχαλίνωτο καπιταλισμό που διαλύει τον κοινωνικό ιστό. Οι κινέζοι κάνουν ό,τι και στη Δύση, ό,τι και στη Βραζιλία με τον Αμαζόνιο, ό,τι και στη Ρωσία με τη Σιβηρία.
8) Ένας από τους σημαντικότεερους λόγους που τόσος πολύς κόσμος στη Δύση συμμετείχε στις διαδηλώσεις κατά της Κίνας είναι ιδεολογικός. Ο θιβετιανός βουδισμός, διαδόθηκε επιδέξια από τον Δαλάι Λάμα και αποτέλεσε τον κυριότερο άξονα αναφοράς για το κίνημα του New Age το οποίο μάλιστα σήμερα έχει καταστεί κυρίαρχη ιδεολογία. Η γοήτευση που προκαλεί το Θιβέτ είναι γιατί έχει θεωρηθείθ ένας «μυθικός τόπος» προβολής ονείρων.
9) Αν υπάρχει ένα δυσοίωνο σημείο αυτή τη στιγμή στην Κίνα είναι όχι στο Θιβέτ αλλά αλλού: καθώς ο καπιταλισμός βρίσκεται σε εκρηκτική ανάπτυξη οι αναλυτές διερωτώνται πότε θα προκύψει και η αντίστοιχη πολιτική δημοκρατία.

Εγώ, με τη σειρά μου, διερωτώμαι πόσο αναγκαία ή χρήσιμη είναι για τον άγριο καπιταλισμό η πολιτική δημοκρατία, ζήτημα το οποίο συζητείται πλέον και σοβαρά!

Θάνος Κωτσόπουλος

ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Είναι λυπηρό να χαρίζεται η άμεση δημοκρατία στο νεο-συντηρητικό λοκαλισμό (ο οποίος μάλιστα πάνω σ’ αυτήν ακριβώς τη ρητορική οργανώνει την αναδιάταξή του) και το σοσιαλφιλελευθερισμό. Γιαυτό, δυστυχώς, θα πρέπει να θυμίσουμε αυτονόητα πράγματα, γνωστά στην αριστερά, αλλά «ξεχασμένα». Το ζήτημα, λοιπόν, που θέτω είναι γιατί και πώς μπορεί να γίνει η επανασύνδεση της αριστεράς με την άμεση δημοκρατία.
Το 1843, στην Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου, ο Μαρξ έδινε ακόμη τη μάχη του «πραγματικού» και του «συγκεκριμένου» απέναντι στην εγελιανή αφαίρεση της μοναρχικής κυριαρχίας, απόηχοι όμως της οποίας σα ν’ ακούγονται και σήμερα. Ένα από τα επίδικα θέματα ήταν τότε η «πραγματικότητα» του λαού και της λαϊκής κυριαρχίας. Ο Χέγκελ χαρακτήριζε τη λαϊκή κυριαρχία ως «σκέψη συγκεχυμένη που έχει σαν βάση μια πρωτόγονη παράσταση του λαού». Οπότε ο Μαρξ χρειαζόταν να μουρμουρίζει πως μόνο λαός μπορεί να είναι συγκεκριμένος και πραγματικός. Στη μοναρχία έχουμε το λαό του καθεστώτος, στη δημοκρατία το καθεστώς του λαού, έλεγε.
Μήπως αντίστοιχο «λαό του καθεστώτος» έχουμε και σήμερα, ρωτάμε. Η δημοκρατία, συνέχιζε ο Μαρξ, είναι το λυμένο αίνιγμα όλων των καθεστώτων. Ένα καθεστώς που άγεται συνεχώς από την πραγματική του βάση, τον πραγματικό άνθρωπο, τον πραγματικό λαό και τίθεται σαν το δικό του έργο.
Αυτός ο «πραγματικός άνθρωπος» είναι το άτομο με την ιδιότητά του να είναι πολιτικό και όχι μετουσιωμένο στην εγελιανού τύπου αφηρημένη προσωπικότητα ή τη «μίζερη αφαίρεση του ξεπεσμένου προσώπου του ιδιωτικού δικαίου». Στην Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου, η δημοκρατία αποτελεί πολιτική αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου, «περιεχόμενο και μορφή». Στο κείμενο ο Μαρξ ακολουθεί το δρόμο της επαναστατικής άμεσης δημοκρατίας.
Η ιδέα της δημοκρατίας στο Μαρξ είναι συνυφασμένη με τη μετατόπιση από τον πολιτικό φορμαλισμό στον «πραγματικό άνθρωπο» και όχι σε μια «φιλοσοφική» αλλά και «συνταγματική», θα πρόσθετα, αφαίρεση. Βέβαια, μέχρι πριν μερικές δεκαετίες η ιδέα της αποκλειστικότητας του «ιστορικού υποκειμένου» δεν άφηνε περιθώρια ανάπτυξης μιας ριζοσπαστικής αλλά και πραγματιστικής ερμηνείας του «πραγματικού ανθρώπου», του εμπειρικά κοινού ανθρώπου.
Στην Εισαγωγή του έργου εξαγγέλλει τον ριζικό, πραγματικό άνθρωπο μέσα από τη σχέση δημοκρατίας και επανάστασης. Εκεί προβάλλει ο σχηματισμός, μέσα από την κοινωνία-των-ιδιωτών, μια τάξης με ριζικές αλυσίδες, μιας ανθρώπινης σφαίρας που απαλλάσσεται από την καταδίκη της μερικότητας, που δεν διεκδικεί κανένα επιμέρους δικαίωμα εξαιτίας της καθολικότητας των παθών της, γιατί δεν έχει υποστεί απλώς επιμέρους αδικίες αλλά την αδικία καθεαυτή, που δεν επαίρεται για τον ιστορικό της ρόλο παρά μόνο για τον ανθρώπινο και δεν υπόσχεται παρά την ολική επανάκτηση του ανθρώπου.
Το πόσο ευκίνητες, μεταβαλλόμενες είναι οι έννοιες «μορφή και περιεχόμενο» της δημοκρατίας το έδειξε με μοναδικό τρόπο ο Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ. Έδειξε πόσο η κοινοβουλευτική δημοκρατία μπορεί να αποτελεί την τελειότερη μορφή και περιεχόμενο των αστικών συμφερόντων και την ίδια στιγμή αυτή η ταξική κυριαρχία να νοσταλγεί ατελέστερες, οπισθοδρομικές και επικίνδυνες γι αυτήν μορφές κυριαρχίας. Έδειξε επίσης πόσο απατηλή είναι η σκέψη να παραμένει κανείς μόνο στην πολιτικη όψη της δημοκρατίας, το μικροαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας με «δημοκρατικό τρόπο». Αν υπάρχει, κατά τον Μαρξ, ένα ουσιολογικό ασυμβίβαστο, αυτό δεν είναι μεταξύ και κομμουνισμού και δημοκρατίας αλλά μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας. Ο καπιταλισμός πρώτος διασπά τη σχέση μορφής και περιεχομένου και σφετερίζεται τη μορφή ως το ουσιώδες της δημοκρατίας. Η ενότητα μορφής και περιεχομένου εμφανίζεται πρώτα στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία και στη συνέχεια στις μαζικές επαναστάσεις.
Το αστικό κράτος δεν είναι η αρχαία ελληνική πόλη (παρά τον αναμφισβήτητα ταξικό της χαρακτήρα) και είναι ίσως περιττό να υπενθυμίζουμε το σφάλμα, όπως επισήμαινε ο Καστοριάδης, να μεταφράζει κανείς στα γερμανικά την Πολιτεία του Πλάτωνα ως Der Staat. Διότι, μεταξύ άλλων, μέχρι μια ορισμένη στιγμή η αρχαία δημοκρατική πόλη διέπεται ακόμα από την αυτενεργό ένοπλη οργάνωση του πληθυσμού.
Πράγματι, η δημοκρατία δεν μπορεί να ζήσει έξω από τη μάζα. Κι αν η ιστορία είναι η δράση της μάζας, όπως έλεγε ο Μαρξ στην Αγία Οικογένεια, δε νοείται δημοκρατία έξω από την ιστορική δράση της μάζας. Ό,τι υπήρξε για την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία η οπλιτική επανάσταση, ό,τι υπήρξε ο ένοπλος λαός για τη δημοκρατία της Ελβετίας, ό,τι σήμαινε το Βαλμύ για τη δημοκρατία στην Ευρώπη, είναι σήμερα η αυτοσυνειδητοποίηση, η ενεργοποίηση και η επιστροφή στην πολιτική της μάζας των πολιτών. Κάτι που δεν μπορεί να διαμορφωθεί έξω από το πεδίο των ταξικών συγκρούσεων αλλά και του πολέμου, αφού η αποτροπή του αποτελεί ουσιώδες περιεχόμενο του μαζικού δημοκρατικού αγώνα. Μια ουσιώδης όψη της σχέσης πολέμου και δημοκρατίας είναι αυτή των εθνικών αναμετρήσεων. Τότε ξαναβγαίνει στο φως η μάζα, ως πτυχή της περίπλοκης σχέσης έθνους και δημοκρατίας, ενίοτε και έθνους και επανάστασης, αφού συχνά οι μεγάλες εξεγέρσεις και επαναστάσεις υπήρξαν επακόλουθα εθνικών ταπεινώσεων. Για αυτό και σήμερα ο πόλεμος αποσπάται απ’ τη μάζα και γίνεται υπόθεση μισθοφόρων και «ειδικών».
Για τον Μαρξ κάθε κράτος είναι ταξικό. Από τη στιγμή που η δημόσια εξουσία αποσπάται από την κοινωνία και αποξενώνεται αδυνατεί να σχηματίσει ένα πολιτειακό καθεστώς πλήρως συμβατό με τη δημοκρατία. Το πολύ-πολύ, στη σύγχρονη αστική κοινοβουλευτική μορφή της να αποτελέσει ένα περίβλημα για διευθέτηση των συγκρούσεων. Γιαυτό στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ο Μαρξ και ο Ένγκελς, κάνουν λόγο για «κατάκτηση» της δημοκρατίας και μάλιστα με την προϋπόθεση ότι το προλεταριάτο έχει γίνει κυρίαρχη τάξη. Η προειδοποίηση αυτής της αυμβατότητας ισχύει και για τα σοσιαλιστικά καθεστώτα.
Επομένως, η «πραγματική» δημοκρατία καθίσταται υπερβατική οποιασδήποτε αστικής πολιτειακής μορφής ενώ ταυτόχρονα αποσπάται ως διαρκές αίτημα από τη δυνατότητα του ενθάδε και μεθίσταται στο δυνητικό ενός μετεπαναστατικού επέκεινα. Αυτό το κρίσιμο σημείο δεν το άφησαν ανεκμετάλλευτο οι πολέμιοι του μαρξισμού. Διότι όσο το αστικό καθεστώς βρίσκεται σε κρίση και σε άνοδο το εργατικό κίνημα, άρα η επαναστατική προοπτική επί θύραις, είναι πιο αντιληπτό ότι η δημοκρατία μπορεί να απαρνείται το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα και να αναμένει τη μετεγκατάστασή της στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Αν όμως συμβαίνει το αντίθετο, επικρατεί ένας σταθερός, αστικός κοινοβουλευτισμός, τότε η προσδοκία της ριζικής δημοκρατίας ξεμακραίνει και χάνεται στο βάθος της εσχατολογικής υπόσχεσης. Αν το ιδανικό της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν είναι τόσο επείγον, και γίνεται αποδεκτή η αναβολή του σ’ ένα αόριστο μέλλον, δε συμβαίνει το ίδιο με την απαίτηση για δημοκρατία. Η διεκδίκηση της δημοκρατίας του «πραγματικού» ανθρώπου, όπως τον προσδιόρισε ο Μαρξ, ανήκει αμετάκλητα όχι μόνο στη σφαίρα του επέκεινα αλλά και, κυρίως, του ενθάδε.
Ο Μαρξ ύμνησε στους Ταξικούς αγώνες στη Γαλλία τα γεγονότα της Κομμούνας του Παρισιού το 1871. Το σύντομο εκείνο καθεστώς χαρακτηρίστηκε επαναστατική «δικτατορία του προλεταριάτου» με αμεσοδημοκρατικό χαρακτήρα, τόσο από άποψη μορφής όσο και περιεχομένου. Η αντίληψή του ήταν ότι ένα επαναστατικό καθεστώς πρέπει να λειτουργεί με αρχές άμεσης δημοκρατίας και πουθενά στη σκέψη του δεν προοικονομείται η απάρνηση ή εξάλειψή της, όπως συντελέστηκε στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Προϋπέθετε, φυσικά, ότι το περιεχόμενό της θα ήταν ταξικό: θα ήταν μια πλειοψηφική, αμεσοδημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου.
***
Αν και θα έπρεπε να στεκόμαστε μακριά από κάθε λογική «διατίμησης» της αυταξίας της άμεσης δημοκρατίας και υποβιβασμού της σε συγκριτικές αξιολογήσεις δεν θα το αποφύγουμε, γιατί είναι κάτι που καταγράφεται στο δημόσιο διάλογο. Τα επιχειρήματα, πολύ γενικά και συνοπτικά, μπορούν να ομαδοποιηθούν σε κανονιστικού και πραγματιστικού-εμπειρικού τύπου.
Οι επικρίσεις κανονιστικού τύπου εκπορεύονται από:
α) Τους οπαδούς της συνταγματικής και αντιπροσωπευτικής κυριαρχίας, όπως του Λοκ και του Μοντεσκιέ.
β) Την κριτική του Τοκβίλ για τον κίνδυνο του δεσποτισμού (της τυραννίας) της πλειοψηφίας πάνω στη μειοψηφία (ή και το αντίστροφο) και την ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ συναίνεσης και σύγκρουσης.
γ) Τη διορθωτική παρέμβαση του Τζ.Στ.Μιλ για την ορθή αντιπροσώπευση. Τα επιχειρήματα των φιλελεύθερων αντιλήψεων περιστρέφονται γύρω από την προστασία της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας, είτε ατομοκεντρικά (π.χ. στον Λοκ) είτε κοινωνιοκεντρικά (π.χ. Τοκβίλ και Μιλ).
δ) Τη βεμπεριανή και σουμπετεριανή αντίληψη για το ρυθμιστικό ρόλο του ηγέτη και της ηγετικής ελίτ στη δημοκρατία
ε) Τη μαρξιστική κριτική, η οποία δεν απορρίπτει την αντιπροσώπευση (διότι από μόνη της δεν αποτελεί κάτι κακό) αλλά τον αστικό κοινοβουλευτισμό και τη μεταρρυθμιστική χρήση της «συμμετοχικής» δημοκρατίας. Θεωρεί ότι η άμεση δημοκρατία, μολονότι επαναστατική στην ουσία της, είναι ευάλωτη στην αστική χειραγώγηση. Η επανάσταση είναι αναγκασμένη να επιλέξει μεταξύ μορφής και περιεχομένου. Τότε υποχρεωτικά θα χρειαστεί να διασπάσει τη σχέση αυτή και να ενδιαφερθεί για το περιεχόμενο.
Πραγματιστικού-εμπειρικού τύπου επικρίσεις προέρχονται από πολλές πλευρές και συγκεντρώνονται γύρω από το σκεπτικισμό για τη λειτουργικότητα και αποτελεσματικότητα της άμεσης δημοκρατίας αλλά και τον «ιδεοτυπικό» πολίτη. Εδώ ένα κεντρικό επιχείρημα είναι το υπέρμετρα κανονιστικό – δεοντολογικό και ουτοπικό στοιχείο της: απευθύνεται σε πολίτες μορφωμένους, νεότερους, καλά πληροφορημένους, με αρκετό διαθέσιμο χρόνο -άρα σχετικά ευκατάστατους, υπερεκτιμώντας τις πραγματικές δυνατότητες του απλού, μέσου πολίτη ή στρουθοκαμηλίζοντας απέναντι στον «χυδαίο», αδιάφορο, παθητικοποιημένο, εγωκεντρικό ή μνησίκακο πολίτη. Την ίδια στιγμή της προσάπτεται ότι είναι ευάλωτη στους δημαγωγούς, τις οργανωμένες ομάδες και ταυτόχρονα εύκολα χειραγωγήσιμη από την κυβερνητική εξουσία, μπορεί δηλαδή να λειτουργήσει ως εργαλείο ενσωμάτωσης. Ότι κολακεύοντας τον πληγωμένο ναρκισσισμό του ταπεινωμένου απλού ψηφοφόρου εμποδίζει την ικανότητά του για ορθολογική κρίση και του αναζωπυρώνει ολοκληρωτικές φαντασιώσεις παντοδυναμίας. Άλλο σημαντικό επιχείρημα είναι εκείνο της δυσλειτουργικότητας και οριακής βιωσιμότητάς της, αφού δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια του περιορισμένου τόπου ή κλάδου, ενώ, ταυτόχρονα, η σχέση κόστους-οφέλους για τον πολίτη είναι αποτρεπτική.
Κυριαρχεί επίσης η τάση, ιδίως στην Ελλάδα, να σχολιάζεται η χρήση της άμεσης δημοκρατίας ως απλά «συμβολικής» ή σχετιζόμενης με προσωρινές δυσαρέσκειες επισημαίνοντας ότι ακόμη και τα δημοψηφίσματα σπάνια έχουν νόημα πέρα από εντυπωσιασμό.
Υποστηρικτικά επιχειρήματα για την άμεση δημοκρατία συναντά κανείς σε διάφορες μεταρρυθμιστικές προσεγγίσεις. «Η δημοκρατία συμβάλλει στον αυτοπροσδιορισμό των ανθρώπων και μόνο όταν είναι πραγματική είναι αληθινή», έλεγε ο Χάμπερμας το 1969. Η σχέση δημοκρατίας – πολίτη είναι αμφίδρομη. Η συμμετοχή αφορά είτε σε έναν ήδη ικανό πολίτη είτε σε κάποιον ο οποίος, μέσω του διαλόγου, της πληροφόρησης και της ενεργού συμμετοχής αποκτά πλήρη ικανότητα πολιτικού υποκειμένου. Οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες καταργούν τις γραφειοκρατικά προειλημμένες αποφάσεις και μεταθέτουν το πεδίο των αποφάσεων στη βάση, καλλιεργώντας έτσι πέρα από τη συλλογική και την προσωπική ευθύνη, ουσιώδες στοιχείο της λαϊκής κυριαρχίας. Η αιρετότητα και ανακλητότητα των κρατικών αξιωμάτων τονώνει την αποτελεσματικότητα, αφού την επάρκεια των παρεχόμενων υπηρεσιών κρίνουν οι «χρήστες». Η αμεση δημοκρατία αποτελεί θεσμικό εμπόδιο κατά της παντοδυναμίας της ηγεσίας, ιδίως σε εσωκομματικό επίπεδο. Η σύγχρονη τεχνολογία επιλύει το πρόβλημα της απόστασης και του περιορισμένου ελεύθερου χρόνου. Η δημοκρατία εμπεδώνεται ως «τρόπος ζωής» και μπορεί να διεκδικηθεί σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής.
Αλλά, αν θέλουμε να προχωρούμε μόνο με τη λογική των συγκρίσεων, τα «μειονεκτήματα» της άμεσης δημοκρατίας θα τα βρίσκουμε ίσως περισσότερα από τα «πλεονεκτήματα». Τότε από πού αντλεί τη δύναμή της; Στην ουτοπία της; Η διαρκής επίκληση και προσμονή της αποτελούν άλλο ένα είδος μεσσιανικού υποσχετικού λόγου, υποδηλώνουν το επερχόμενο;
Όπως σωστά παρατηρούσε ο G. Gurvitch, ο ολοκληρωτισμός υπάρχει ήδη μέσα στην καπιταλιστική δημοκρατία. Tροφοδοτείται, συνεχίζουμε, πέρα από την απλή αντίθεση πολιτικής ισότητας – οικονομικής ανισότητας, μέσα από την αποξένωση των πολιτών και των εργαζομένων από τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας και της παραγωγής. Ο κόσμος της εργασίας και οι πολίτες κρατήθηκαν πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα σε αναγκαστική εξατομίκευση, στη σκιά της πολιτικής ζωής, χωρίς αντιπροσώπευση, χωρίς δικαίωμα συμμετοχής, παρατηρητές ενός πολιτικού μηχανισμού αξιωματούχων. Η δυσαρέσκεια αυτή έχει καταγραφεί εκλογικά και δημοσκοπικά. Το πολιτικό σύστημα αρνείται έστω και προσχηματικά οποιοδήποτε δημόσιο διάλογο περί άμεσης δημοκρατίας. Πώς, λοιπόν, θα αντιληφθεί κανείς την αμεσοδημοκρατική απαίτηση αυτή τη στιγμή; Ως συρμό, «υπνωτήριον άλειμμα» ή ως «οιωνιστικόν πταρμόν» μιας αναδυόμενης χειραφέτησης των πολιτών και των κινημάτων;
Η επικρατούσα συνταγματική και δικομματική συναίνεση στην Ελλάδα (τη χώρα με πλουσιότατο αμεσοδημοκρατικό ιστορικό υπέδαφος) έχει καταστήσει ανενεργό ακόμα και ένα απλό δημοψήφισμα και εμποδίζει κάθε εκλογικό νόμο που θα σέβεται την αντιπροσώπευση και τη λαϊκή κυριαρχία. Το πολιτικό σύστημα δεν θέλει τη φωνή των πολιτών. Θα ισχυρίζεται πάντα ότι δεν είναι ακόμα «πολιτικά ενήλικοι».
Τι απέγινε η σχέση βουλέυματος και απόφασης; Το πολιτικό κόμμα δε νομιμοποιείται να μονοπωλεί συνταγματικά την πολιτική βούληση. Κάποτε ήταν εξωφρενικό να μιλά κανείς για το «τέλος του κόμματος». Στο άμεσο μέλλον θα μπει σε διάλογο και θα μετατραπεί σε απαίτηση. Το ζητούμενο είναι η διακυβέρνηση και όχι η διαχείριση. Η δημοκρατία δε μπορεί να καταντήσει μια σουμπετεριανή «αγορά», ένα κυνικό εργαλείο της εξουσίας.
Η απορία για τις δυνατότητες της άμεσης δημοκρατίας θα μείνει πιθανότατα μετέωρη –όχι όμως η διεκδίκησή της. Το κείμενο αυτό δεν ανέτρεξε στον Μαρξ μνημονευτικά αλλά στο όνομα της αριστεράς και της δημοκρατικής «ανταρσίας». Το περιεχόμενο της άμεσης δημοκρατίας είναι η ανατροπή του καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού. Η τωρινή διεκδίκηση της μορφής της διανεύει το αυτονόητο.

Θάνος Κωτσόπουλος