TRANSLATION

Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

Κάτι για τον Said

Παρουσίαση αποσπάσματος από το βιβλίο Umanesimo e critica democratica, του γνωστού παλαιστίνιου στοχαστή E.Said έκανε η στήλη της Ελευθεροτυπίας Σημειωματάριο Ιδεών, σε επιμέλεια του Θανάση Γιαλκέτση.
Εκεί, ανάμεσα σε άλλα σχετικά με την ανατροπή του ευρωκεντρικού μοντέλου ανθρωπιστικών σπουδών από το αφροαμερικανικό, φεμινιστικό, «πολυπολιτισμικό», αναφέρεται και σε σ’ ένα σχόλιο του Frantz Fanon: «το ελληνορωμαϊκό άγαλμα γίνεται θρύψαλα στις αποικίες».

Ωστόσο, πρέπει κανείς καταρχήν να μην ξεχνά ότι οπωσδήποτε τα ελληνικά (αλλά και τα ρωμαϊκά και άλλα) αγάλματα δε γίνονται «θρύψαλα».
Έπειτα, να έχει υπόψιν τη συνομιλία των G. Apollinaire και Jean Moréas σχετικά με τη διαφορά γοτθικού και αρχαιοελληνικού ναού. Για τον μεν Apollinaire ήταν ίσης αισθητικής αξίας, για τον δε Moréas υπήρχε μια ουσιώδης διαφορά: η εικόνα ενός γκρεμισμένου γοτθικού ναού είναι σωρός από πέτρες και άμορφα υλικά, ενώ ενός ελληνικού, (για ό,τι στέκεται κι ό,τι είναι ριγμένο στη γη) η ομορφιά που σήμερα θαυμάζουμε.


Θάνος Κωτσόπουλος

Πέμπτη 8 Μαΐου 2008

Προβλήματα βουλήσεως στη Δύση

Με τον Ιερό Αυγουστίνο σηματοδοτείται η θεμελίωση και η μακρόπνοη σχεδίαση αυτού που θα λέγαμε «δράμα της Δύσης». Με το έργο και την επίδραση της γιγάντιας αυτής προσωπικότητας ο τότε δυτικός κόσμος ουσιαστικά αποχαιρετά το μέτρο που χαρακτηρίζει την αρχαία ελληνική σκέψη και εισέρχεται στην τύρβη των αγωνιωδών αινιγμάτων του χριστιανισμού και του αλεξανδρινού μυστικισμού. Η εκπληκτική διορατικότητα αυτού του στοχαστή δεν ήταν άσχετη από την ίδια τη δύναμή του να προσδιορίζει ο ίδιος τα όρια του προβλήματος. Τοποθετημένος σ’ ένα κεντρικό σημείο της Μεσογείου, “υποψιασμένος” μέχρις εσχάτων από τη νεανική του περιπλάνηση στον εκλεκτικισμό και το σκεπτικισμό σταθμίζει τις δυνάμεις της ελληνικής φιλοσοφίας και αποφασίζει να συντάξει θαρρετά το βαρύτατο κληρονομικό διαθετήριο και ταυτόχρονα Πρώτη Πράξη του δράματος που αναφέραμε.
Ας δούμε σε αδρές γραμμές τα χαρακτηριστικά αυτής της Πράξης. Ανατίθεται ρητά στο δυτικό άνθρωπο το καθήκον και η ευθύνη να συνοδοιπορήσει με το αδιανόητο: να επιλύσει αυτός -ως ανθρώπινη πολιτεία- ένα πρόβλημα που δημιούργησε αποκλειστικά ο Θεός. Βάζει στο δυτικό άνθρωπο το αβάσταχτο χρέος να διχάσει ο ίδιος όλη την ανθρωπότητα από τη μια σε ένα μέρος αιώνια καταδικασμένο στην κατωτερότητα της πτώσης, ένα μέρος το οποίο δε θα σωθεί ποτέ, γιατί ο Θεός έτσι θέλησε: να μην του δώσει ποτέ τη Χάρη του. Κι απ’ την άλλη, στην κοινότητα των εκλεκτών, κατ’ αρχήν όχι επί αυτού του κόσμου, αλλά πάντως σωσμένων και οι οποίοι μπορούν να έχουν έμμεσες ενδείξεις περί αυτού. Ο Αυγουστίνος διαβεβαιώνει το δυτικό άνθρωπο, ότι τουλάχιστον όσο είναι χριστιανός, δε θα μπορεί να στέκεται έξω από τη Φιλοσοφία της Ιστορίας και ότι η Ιστορία δε θα είναι απλώς η μοίρα του αλλά η επαλήθευση ότι η ανθρωπότητα είναι τελικώς προορισμένη να σωθεί «εν μέρει», ή καλύτερα, «αντιπροσωπευτικώς».
Αλλά η βάσανος δεν εξαντλείται εδώ. Το κολοσσιαίο αυτό θεολογικό σύστημα θέλει τον άνθρωπο να έχει ως εσώτατο πυρήνα του τη βούληση, όλη την ιστορική αλλά και γνωσιολογική δυνατότητα της ανθρωπότητας να θεμελιώνεται στην ελεύθερη βούληση ενώ την ίδια στιγμή ο προκαθορισμός την αχρηστεύει, την ακυρώνει. Ποτέ άλλοτε δεν καλλιεργήθηκε τόσο συστηματικά η βουλησιαρχία όσο από τη στιγμή που ο Αυγουστίνος την εγκαθιστά στο φιλοσοφικό στερέωμα. Και ποτέ άλλοτε δε διατυπώθηκε τόσο κυνικά ο διχασμός ως μοιραίο και μη θεραπεύσιμο ελάττωμα του ανθρώπου ο διχασμός. Προικίζει τον άνθρωπο με τόση ελεύθερη βούληση ώστε να φορτώνεται την ευθύνη του προπατορικού αμαρτήματος (και μόνο κατά τούτο του αναγνωρίζεται η ενότητά του) αλλά στη συνέχεια ο Θεός αφαιρεί την ελεύθερη εκλογή διότι εκείνος έχει αποφασίσει ήδη από τη δημιουργία του κόσμου σε ποιους θα χορηγήσει τη Χάρη του. Οι μη εκλεκτοί δεν θα σωθούν ποτέ. Το δόγμα του προκαθορισμού που θεμελίωσε ο Αυγουστίνος καθιστά τη βούληση αποκλειστικό όργανο του Θεού, όχι του ανθρώπου. Ο άνθρωπος αμαρτάνει ή πράττει το καλό κάτω από έναν αδυσώπητο δυϊστικό ντετερμινισμό: την αμαρτωλή φύση του ή τη Χάρη του Θεού.
Την ίδια στιγμή που ο Αυγουστίνος αφαιρεί την ελευθερία από τις ιδιότητες του ανθρώπου, καθιστά κεντρικό θεμέλιο της θεολογίας του τη βούληση, υπό τον όρο όμως να κινείται ασυμπτωτικά με τη γνώση. Η βούληση επεμβαίνει στη γνώση ως intentio animi, είναι θεμελιώδης τόσο στην παράσταση όσο και στην κρίση αλλά η ίδια δεν καθορίζεται από γνωστικά ή διανοητικά κίνητρα. Η βούληση καθορίζεται μόνο από το Θεό, ο οποίος παραχωρεί στον άνθρωπο τόση όση του είναι αναγκαία για να αποδείξει την πίστη του. Η βούληση και όχι η γνώση είναι το όχημα για να ατενίσει ο άνθρωπος τη θεϊκή αλήθεια. Ο Θεός αποκαλύπτει την αλήθεια του μόνο σε όποιον έχει τις βουλητικές ιδιότητες του ήθους και της αξιωσύνης. Ο Αυγουστίνος υπήρξε ο πατέρας του προτεσταντισμού.
Αλλά, με ασυνήθιστη διορατικότητα, ο Αυγουστίνος δημιουργεί μια ιστορική τομή. Αντιλαμβάνεται τη δυναμική των ιστορικών εξελίξεων. Ο κόσμος θα αλλάζει εκ θεμελίων στην ιστορική του διαδρομή. Και στον Αυγουστίνο είναι σαφές ότι μπροστά υπάρχει μια τεράστια τέτοια διαδρομή. Ξεδιπλώνεται πρωτόγνωρα το βάθος του ιστορικού χρόνου. Απ’ την άλλη, η ιστορικότητα αυτή, με τις αβεβαιότητες που περικλείει, δεν μπορεί να συντελεστεί χωρίς έναν ασφαλή και σταθερό θεσμό. Η οξυδέρκεια του Αυγουστίνου συνίσταται στη διαπίστωση της ρευστότητας και της μεταβλητότητας των πολιτικών δομών του δυτικού κόσμου. Η πόλη-κράτος έχει τελειώσει. Η αυτοκρατορία χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη εντροπία. Εφευρίσκει έτσι ιστορικά το πρώτο Υποκείμενο της Ιστορίας που δεν θα είναι φυλετικό (διότι σ’ αυτό προηγούνται οι Εβραίοι). Αυτό το υποκείμενο προσδιορίζεται με όρους ιστορικούς – φιλοσοφικούς και είναι το μόνο που μπορεί να αναλάβει την αποστολή της πορείας προς στο τέλος της ιστορίας. Το υποκείμενο αυτό το επανδρώνουν θεωρητικά όλοι οι πιστοί αλλά ο πυρήνας του αποτελείται από εκείνους που ο Θεός έχει προαποφασίσει ότι εν τέλει θα σωθούν. Αυτή η θεϊκή βούληση είναι άγνωστη ακόμη και στους ίδιους τους προκαθορισμένους να σωθούν. Κανείς δεν γνωρίζει πόσοι ή ποιοι. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται μια πρώτη κοσμική «εξιδανίκευση» του πολιτικού αιτήματος της δημοκρατίας και της ισονομίας. Οι πιστοί μπορούν να ψάχνονται αναμεταξύ τους όσο θέλουν, τυπικά έχει δημιουργηθεί το ιδεολόγημα των «ίσων ευκαιριών», οι οποίες είναι τέτοιες ακριβώς γιατί στο υπόβαθρο υπάρχει η ανισότητα. Στο μεταξύ, όμως, χρειάζεται ένας διαμεσολαβητής μεταξύ του μυστικιστικού αυτού ιστορικού υποκειμένου και του ευρύτατου σώματος των πιστών. Αυτός θα είναι ο ρόλος της Εκκλησίας, η οποία δεν είναι απλώς ένα forum της κοινότητας των πιστών, δεν αποτελεί ένα δευτεροβάθμιο όργανο των πρωτοχριστιανικών λατρευτικών συγκεντρώσεων, δεν είναι μια θρησκευτική έκφραση της εκκλησίας του Δήμου αλλά το μεγάλο όχημα διαμεσολάβησης και καθοδήγησης στην αινιγματική διαδρομή της ιστορίας. Ο Αυγουστίνος εκφράζει τον κλονισμό της εμπιστοσύνης του χριστιανισμού στην πολιτική και το κράτος, επειδή σ’ αυτά τα πεδία δεν είναι εφικτή η υπέρβαση των ορίων του νόμου και του δικαίου. Ένας πολιτισμένος κόσμος που θα άρχιζε να φιλοσοφεί από τόσο παλιά σε θέματα δημοκρατίας και πλούτου, και μάλιστα σε πλαίσια μεγάλων αυτοκρατοριών, θα ήταν πιθανό να σταδιακά να αποκαθιστά πολλούς μεγάλους διχασμούς. Ιδέα που ο Αυγουστίνος δεν ήθελε ούτε να τη φαντάζεται. Για τον Αυγουστίνο το κράτος είναι συνέπεια της πτώσης.
Η ίδια η Εκκλησία καλείται να απορροφήσει όλες τις αντιφάσεις, να αποκρύψει όλους τους διχασμούς, και την ίδια στιγμή θέτει και να διαδίδει τιτάνεια και άλυτα ζητήματα που υπόσχεται να απαντήσει, να εξηγήσει, να πείσει. Πρέπει, συνεπώς, ο Αυγουστίνος να δημιουργήσει μια ειδική θεολογία. Υπάρχει κάποιος λόγος για τον οποίο πρέπει να καταφύγει σ’ ένα δανεισμό και πάλι εκλεκτικιστικό. Από τον Πλάτωνα θα χρησιμοποιήσει ό,τι εναρμονίζεται με τη διδασκαλία του για την πίστη και θα τον αντιληφθεί ως πηγή μιας μυστικιστικής βουλησιοκρατίας. Από τον Αριστοτέλη θα αντλήσει ιδέες για τη συγκρότηση του λογικού φιλοσοφικού συστήματος της Εκκλησίας, δηλαδή για μια γενικότερη θεολογία.
Μπορεί να νομίζεται ότι ο Αυγουστίνος υπήρξε σπουδαίος συγκεραστής χριστιανισμού, πλατωνικής και αριστοτελικής σκέψης (κατά τη γνώμη μου και ενός κρυφού επικουρισμού). Ίσως, όμως, στο βάθος να επεδίωκε να εξορίσει την έννοια της αρχαίας ελληνικής πόλης ως το πλεόν επικίνδυνο ζήτημα για συζήτηση (δεν ήταν τυχαίο ότι ο παπισμός ευνόησε αυτό που ο Αυγουστίνος θα έβλεπε με καχυποψία: τις πόλεις της Αναγέννησης). Από την Ελλάδα δανείστηκε ελάχιστα, αφού εξάλλου δεν τη γνώριζε. Ωστόσο, οι μακρινοί απόηχοι της ελληνικής φιλοσοφίας υπήρξαν αρκετοί, όπως θα δούμε, για να ηχήσουν ως σάλπιγγες στα αυτιά των επιγόνων του προδρόμου της Μεταρρύθμισης.
Αυτό που είναι παράξενο στη μεσαιωνική φιλοσοσφία είναι ο τρόπος που μεταδίδεται και χρησιμοποιείται η ελληνική σκέψη. Εξ αυτού και διάφορα "παράδοξα", όπως, ότι ο γερμανικός μυστικισμός, δια μέσου της εσωτερικότητας και της βούλησης του Αυγουστίνου απολήγει στον Πλάτωνα, ενώ, ταυτόχρονα η στροφή προς τη φυσική επιστήμη και την πραγματολογία (π.χ. Βερνάρδος της Chartres) γίνεται επίσης στο όνομα του Πλάτωνα!
Θάνος Κωτσόπουλος