TRANSLATION

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008

ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΤΟΠΟΙ - ΑΜΕΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΠΟΛΙΤΩΝ

Είμαι απόμακρος –αλλά όχι αρνησίπολις. Κι ας αρχίσουμε μ’ ένα λογαριασμό που εδώ, μ’ ένα τρόπο, ίσως όχι τόσο συνειδητό, θα γίνει ή δε θα γίνει. Να το πούμε, πως υπήρξε κι ένα «άλλο» κομμάτι της γενιάς του Πολυτεχνείου. Εκείνο που αρνήθηκε την ενσωμάτωσή του στην εξουσία, εκείνο που από γενιά της δράσης προτίμησε, από τη δεκαετία του ’80, να γίνει η αγέρωχη απουσία και τελικά η άγρυπνη σιωπή. Τώρα, βέβαια, λέμε, και σωστά, να συνομιλήσουμε, όμως, ας μη μας διαφύγει, ότι μπορεί να μην είμαστε απαλλαγμένοι από κάποιο δόλο. Ας αναγνωρίσουμε, λοιπόν τουλάχιστον, αυτό που έλεγε ο Ντεμπρέ, ότι οι αληθινά εξεγερμένοι περνούν από τον ίσκιο στην υστεροφημία.
Μακάρι να ήρθατε σήμερα εδώ όλοι με το ιδιο κίνητρο των 12 που υπογράψαμε την πρωτοβουλία: να ειδωθούμε, να μοιραστούμε σκέψεις, να αποκτήσουμε μια χαλαρή επαφή. Μια σύναξη χωρίς προαπαιτούμενα, χωρίς ταυτότητα, χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς «ιεραρχία», χωρίς «ειδική ιεροσύνη». Μια σύναξη αμεσότητας, με πολλές και αδιευκρίνιστες ακόμη προοπτικές, αν υπάρξουν τέτοιες.
Δε θα ’θελα να αναμασήσουμε πράγματα παλιά. Εδώ και καιρό οι αρχαίες γενεαλογίες χαλάστηκαν, αν και με τα φαντάσματα καλύτερα μη στοιχηματίζεις. Να βάζαμε μόνο μερικά πρώτα ερωτήματα: πού το συνέρχεσθαι και βουλεύεσθαι, πώς το συμπαρείναι, ποια η συνεκδοχή μας. Όσον αφορά εμένα, ήρθα εδώ επειδή μου λείπει ο δημόσιος τόπος, εκεί που πάει κάθε πολίτης και επικοινωνεί, διαβουλεύεται, αποφασίζει. Ο τόπος που ακούς: «πες μου, εσύ, τι πιστεύεις, πες μου ποιος είσαι». Ας πούμε, λοιπόν, ότι ζητώ το λόγο για κάτι που λείπει για ένα έλλειμμα που μετράνε ήδη οι δημοσκόποι και οι πελάτες τους. Για κάτι που βασανίζει τόσο τους ανένταχτους όσο και τους οργανωμένους σε κόμματα.
Αν εξαιρέσει κανείς τα κέντρα του συστήματος, ο υπόλοιπος κόσμος που μοχθεί ή αργεί, στις άκρες της ζωής, έχει την ίδια αίσθηση ότι κάτι πρέπει να γίνει.
Τα αρχηγικά ή γραφειοκρατικά κόμματα παράγουν ή επιτείνουν αυτό το έλλειμμα. Αποφεύγουν την εσωτερική δημοκρατία και τη συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις. Φυσικά, τα κόμματα είναι θεσμοί, συγκεφαλαιώνουν το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής ύλης και είναι ανόητος όποιος τα αγνοεί. Αποδέχομαι κριτικά ορισμένες πολιτικές θέσεις και δράσεις κομμάτων ή οργανώσεων και θέλω ανοιχτές, ελεύθερες σχέσεις διαβούλευσης και σύμπραξης μαζί τους, ιδίως όπου χρειάζεται ενότητα.
Υπάρχει όμως ένα μεγάλο πολιτικό μέγεθος, στην ουσία ένας λαός, χωρίς εκπροσώπηση, μακροχρόνια αποκλεισμένος πολιτικά, λεία μιας κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας. Πολιτική λύση για το κόσμο αυτόν, που αποκαλώ alter populus, που είναι εκτός της λεόντειας διανομής και δεν τον αφορά το μεγαλοκομματικό παιχνίδι, δεν έχει προταθεί ούτε από κόμματα ούτε από κανέναν άλλο και ούτε είναι εύκολη μια όποια λύση. Σ’ αυτή την κατάσταση της αβεβαιότητας πρέπει να υπάρξει εμπιστοσύνη στην Αυτοοργάνωση, στη διεκδίκηση της Συμμετοχής και στην απαίτηση για Άμεση Δημοκρατία.
Σήμερα ξεκινάμε αφήνοντας «κατ’ οικονομίαν» έξω απ’ την κουβέντα «επίμαχα» πολιτικά ζητήματα, της τρέχουσας προστριβής. Όχι για να τα συγκαλύψουμε. Όλοι ξέρουμε σε τι θηριώδη φάση βρίσκεται ο καπιταλισμός, βλέπουμε τη μεγάλη κρίση του. Οι αντιθέσεις δεν έχουν αλλάξει, είναι ριζικές, ταξικές και μ’ αυτές θα αναμετρηθεί αναγκαστικά κάθε επίδοξος Αναμορφωτής. Στις παρούσες συνθήκες τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Η απόκλιση από τις εγκατεστημένες νόρμες των διεθνών συσχετισμών και του κοινωνικού κομφορμισμού πρέπει να πατήσει όχι μόνο σε αγανάκτηση αλλά και σε τεκμηρίωση. Αυτό που τώρα περνάει απ’ το χέρι μας είναι η επίταση του δημόσιου διαλόγου και προτείνω έναν άξονα: Ποιο είναι το όριο της ανοχής γι αυτό που αποφασίζεται ερήμην των πολιτών, ποιο είναι το όριο αξιοπρέπειας για την εθνική αυτεξουσιότητα και την εικόνα του ανθρώπου; Ποιο είναι το όριο για μια μεταρρύθμιση με ανατροπές; Ποιο είναι το Αδιαπραγμάτευτο; Τι κόστος είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε και που μπορούν να γίνουν συμβιβασμοί.

Tο χρειαζούμενο εύρος της συμπόρευσης για ένα ανασήκωμα του τόπου δεν καταφέρνω να το ορίσω με κομματικούς όρους. Μπορώ μόνο, για συντομία, να ονομάσω 2 πρόσωπα στα οποία καταφεύγω και που, παρά τη μεγάλη τους διαφορά, περιγράφουν για μένα, συμβολικά, την αινιγματική σύμπτωση της επιθυμίας για το εθνικό και το πανανθρώπινο: το Γιώργο Σεφέρη και τον άγνωστο κομμουνιστή στρατιώτη απ’ το Φραντάτο της Ικαρίας, Γιάννη Σαλά ...
Παρέμεινα πάνω από 25 χρόνια στην κατάσταση του «απόντα». Αναμετρήθηκα με εμπόδια φιλαρέσκειας, μνησικακίας και εγκλεισμού στο εγωκεντρικό cogito του «αταξινόμητου». Αλλά και, ως ρέκτης ανένταχτος έχασα, μακριά από τη συλλογικότητα, τη διαφορά μου από τον άνθρωπο του ντοστογιεφσκικού Υπογείου. Με καίει λοιπόν ο πόθος της πόλης. Γι αυτό είμαι εδώ, γιατί έχω ανάγκη τα πρόσωπα: φίλους, συνομιλητές, όμοιους και διαφορετικούς. Μακριά από βιογραφικά και βαθμοφόρους. Το πιο τίμιο, έλεγε ο Καβάφης, είναι η μορφή.
Φορές, έχω κάτσει στο παγκάκι αφηρημένος και σκεφτικός. Η όψη του κόσμου δεν είναι καλή. Ξέρω ότι «Μεγάλα Πράγματα» δε θα έρθουν σύντομα. Όταν όμως δεν απομένει παρά μόνο αυτό που υπάρχει βλέπει κανείς καθαρότερα το μέτρο του και το χρέος του.

Θάνος Κωτσόπουλος

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2008

Σχόλιο Ζίζεκ για Κίνα και Θιβέτ

Στο ιδιαίτερα προβεβλημένο από τα ΜΜΕ θέμα του «κατεχόμενου» Θιβέτ απο την Κίνα ο Σλαβόι Ζίζεκ έκανε στην Monde diplomatique (Μάιος 2008) ορισμένες αξιοσημείωτες επισημάνσεις, σε 9 σημεία. Με το κείμενο αυτό δε συμφωνώ σε όλα. Ωστόσο, μέσα στον ορυμαγδό της τηλεοπτικής προπαγάνδας μου φάνηκε μια μικρή όαση, ιδίως γιατί προέρχεται από ένα σημαντικό πολιτικό στοχαστή. Αποδίδω πρόχειρα, για τις ανάγκες της επικοινωνίας.

1) Το Θιβέτ, ανεξάρτητη χώρα μέχρι το 1950 δεν κατελήφθη αιφνιδιαστικά από την Κίνα. Υπήρχαν μακρόχρονες και σύνθετες εξαρτήσεις ενώ ο κινεζικός ηγεμονισμός ασκείτο ήδη από την εποχή του αντικομμουνιστικού Κουόμιντανγ.
2) Προ του 1950 το Θιβέτ ήταν μια χώρα άγριου φεουδαλισμού, φτώχειας (με προσδόκιμο μέσο όρο ζωής τα 30 χρόνια, διαφθορά και εμφύλιες διαμάχες. Φοβούμενη τη διατάραξη της κοινωνικής τάξης η άρχουσα ελίτ απαγόρευε κάθε βιομηχανική πρόοδο. Τα μέταλλα εισάγονταν από την Ινδία. Το ότι καθήλωνε σε στασιμότητα το λαό καθόλου δεν την εμπόδιζε να στέλνει τα παιδιά της σε αγγλικά σχολεία και να τοποθετεί τα κεφάλαιά της σε αγγλικές τράπεζες.
3) Η Πολιτιστική Επανάσταση που υποτίθεται ότι ερήμωσε τα μοναστήρια στη δεκαετία του 1960 δεν είχε εισαχθεί από την Κίνα. Ούτε 100 Κόκκινοι Φρουροί δεν είχαν φτάσει από την Κίνα στο Θιβέτ ενώ οι μάζες που έκαιγαν τα μοναστήρια ήταν αποκλειστικά θιβετιανοί.
4) Μέχρι τις αρχές του 1950 υπήρχε συστηματική και ουσιώδης αντικινεζική ανάμειξη της CIA και οι φόβοι της Κίνας για πρόκληση αποσταθεροποίησης δεν ήταν καθόλου αβάσιμοι.
5) Όπως φαίνεται και στις εικόνες που αναμεταδίδονται στην τηλεόραση, αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στο Θιβέτ δεν είναι η περίπτωση των ειρηνικών «πνευματικών» διαμαρτυριών του τύπου που έγιναν πέρσι στη Μπούρμα αλλά συμμοριών που δολοφονούν απλούς κινέζους μετανάστες και καίνε τα καταστήματά τους. Άρα θα πρέπει να ισχύσουν ίσα μέτρα και σταθμά για τη βία τόσο στο Θιβέτ όσο και αλλού. Με τη λογική αυτή δηλαδή γιατί να μην κάνουν το όδιο οι παλαιστίνιοι στους ισραηλινούς εποίκους της Δυτικής Όχθης;
6) Η Κίνα πραγματοποίησε μεγάλες επενδύσεις στη θιβετιανή οικονομική ανάπτυξη τόσο στις υποδομές όσο και στην παιδεία και την υγεία. Παρά την αναμφισβήτη πολιτική καταπίεση ο λαός ουδέποτε άλλη φορά απόλαυσε καλύτερο επίπεδο ζωής από όσο μέχρι σήμερα. Η φτώχεια είναι πολύ περισσότερη στις δυτικές αγροτικές επαρχίες της Κίνας απ όσο στο Θιβέτ.
7) Τα τελευταία χρόνια η πολιτική της Κίνας στο ζήτημα της θρησκείας άλλαξε. Η χωρίς πολιτική ανάμειξη άσκηση της θρησκευτικής λατρείας είναι σήμερα ανεκτή και συχνά ενισχύεται. Οι κινέζοι ποντάρουν πολύ περισσότερο σε μια εθνική και οικονομική αποικιοποίηση που μεταμορφώνει ταχύτατα τη Λάσα σε μια καπιταλιστική «άγρια Δύση» με τα καραόκι μπαρ και τα «βουδιστικά» θεματικά πάκα σε στιλ Ντίσνεϊλαντ. Σε διάστημα μιας-δυο δεκαετιών οι θιβετιανοί θα έχουν μετατραπεί σε γραφικούς τύπους, αντίστοιχους των Ινδιάνων των ΗΠΑ. Οι κινέζοι έχουν μάθει καλά το μάθημά τους: η μυστική αστυνομία και οι ερυθροφρουροί δεν πιάνουν μπάζα μπροστά στον αχαλίνωτο καπιταλισμό που διαλύει τον κοινωνικό ιστό. Οι κινέζοι κάνουν ό,τι και στη Δύση, ό,τι και στη Βραζιλία με τον Αμαζόνιο, ό,τι και στη Ρωσία με τη Σιβηρία.
8) Ένας από τους σημαντικότεερους λόγους που τόσος πολύς κόσμος στη Δύση συμμετείχε στις διαδηλώσεις κατά της Κίνας είναι ιδεολογικός. Ο θιβετιανός βουδισμός, διαδόθηκε επιδέξια από τον Δαλάι Λάμα και αποτέλεσε τον κυριότερο άξονα αναφοράς για το κίνημα του New Age το οποίο μάλιστα σήμερα έχει καταστεί κυρίαρχη ιδεολογία. Η γοήτευση που προκαλεί το Θιβέτ είναι γιατί έχει θεωρηθείθ ένας «μυθικός τόπος» προβολής ονείρων.
9) Αν υπάρχει ένα δυσοίωνο σημείο αυτή τη στιγμή στην Κίνα είναι όχι στο Θιβέτ αλλά αλλού: καθώς ο καπιταλισμός βρίσκεται σε εκρηκτική ανάπτυξη οι αναλυτές διερωτώνται πότε θα προκύψει και η αντίστοιχη πολιτική δημοκρατία.

Εγώ, με τη σειρά μου, διερωτώμαι πόσο αναγκαία ή χρήσιμη είναι για τον άγριο καπιταλισμό η πολιτική δημοκρατία, ζήτημα το οποίο συζητείται πλέον και σοβαρά!

Θάνος Κωτσόπουλος

ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Είναι λυπηρό να χαρίζεται η άμεση δημοκρατία στο νεο-συντηρητικό λοκαλισμό (ο οποίος μάλιστα πάνω σ’ αυτήν ακριβώς τη ρητορική οργανώνει την αναδιάταξή του) και το σοσιαλφιλελευθερισμό. Γιαυτό, δυστυχώς, θα πρέπει να θυμίσουμε αυτονόητα πράγματα, γνωστά στην αριστερά, αλλά «ξεχασμένα». Το ζήτημα, λοιπόν, που θέτω είναι γιατί και πώς μπορεί να γίνει η επανασύνδεση της αριστεράς με την άμεση δημοκρατία.
Το 1843, στην Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου, ο Μαρξ έδινε ακόμη τη μάχη του «πραγματικού» και του «συγκεκριμένου» απέναντι στην εγελιανή αφαίρεση της μοναρχικής κυριαρχίας, απόηχοι όμως της οποίας σα ν’ ακούγονται και σήμερα. Ένα από τα επίδικα θέματα ήταν τότε η «πραγματικότητα» του λαού και της λαϊκής κυριαρχίας. Ο Χέγκελ χαρακτήριζε τη λαϊκή κυριαρχία ως «σκέψη συγκεχυμένη που έχει σαν βάση μια πρωτόγονη παράσταση του λαού». Οπότε ο Μαρξ χρειαζόταν να μουρμουρίζει πως μόνο λαός μπορεί να είναι συγκεκριμένος και πραγματικός. Στη μοναρχία έχουμε το λαό του καθεστώτος, στη δημοκρατία το καθεστώς του λαού, έλεγε.
Μήπως αντίστοιχο «λαό του καθεστώτος» έχουμε και σήμερα, ρωτάμε. Η δημοκρατία, συνέχιζε ο Μαρξ, είναι το λυμένο αίνιγμα όλων των καθεστώτων. Ένα καθεστώς που άγεται συνεχώς από την πραγματική του βάση, τον πραγματικό άνθρωπο, τον πραγματικό λαό και τίθεται σαν το δικό του έργο.
Αυτός ο «πραγματικός άνθρωπος» είναι το άτομο με την ιδιότητά του να είναι πολιτικό και όχι μετουσιωμένο στην εγελιανού τύπου αφηρημένη προσωπικότητα ή τη «μίζερη αφαίρεση του ξεπεσμένου προσώπου του ιδιωτικού δικαίου». Στην Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου, η δημοκρατία αποτελεί πολιτική αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου, «περιεχόμενο και μορφή». Στο κείμενο ο Μαρξ ακολουθεί το δρόμο της επαναστατικής άμεσης δημοκρατίας.
Η ιδέα της δημοκρατίας στο Μαρξ είναι συνυφασμένη με τη μετατόπιση από τον πολιτικό φορμαλισμό στον «πραγματικό άνθρωπο» και όχι σε μια «φιλοσοφική» αλλά και «συνταγματική», θα πρόσθετα, αφαίρεση. Βέβαια, μέχρι πριν μερικές δεκαετίες η ιδέα της αποκλειστικότητας του «ιστορικού υποκειμένου» δεν άφηνε περιθώρια ανάπτυξης μιας ριζοσπαστικής αλλά και πραγματιστικής ερμηνείας του «πραγματικού ανθρώπου», του εμπειρικά κοινού ανθρώπου.
Στην Εισαγωγή του έργου εξαγγέλλει τον ριζικό, πραγματικό άνθρωπο μέσα από τη σχέση δημοκρατίας και επανάστασης. Εκεί προβάλλει ο σχηματισμός, μέσα από την κοινωνία-των-ιδιωτών, μια τάξης με ριζικές αλυσίδες, μιας ανθρώπινης σφαίρας που απαλλάσσεται από την καταδίκη της μερικότητας, που δεν διεκδικεί κανένα επιμέρους δικαίωμα εξαιτίας της καθολικότητας των παθών της, γιατί δεν έχει υποστεί απλώς επιμέρους αδικίες αλλά την αδικία καθεαυτή, που δεν επαίρεται για τον ιστορικό της ρόλο παρά μόνο για τον ανθρώπινο και δεν υπόσχεται παρά την ολική επανάκτηση του ανθρώπου.
Το πόσο ευκίνητες, μεταβαλλόμενες είναι οι έννοιες «μορφή και περιεχόμενο» της δημοκρατίας το έδειξε με μοναδικό τρόπο ο Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ. Έδειξε πόσο η κοινοβουλευτική δημοκρατία μπορεί να αποτελεί την τελειότερη μορφή και περιεχόμενο των αστικών συμφερόντων και την ίδια στιγμή αυτή η ταξική κυριαρχία να νοσταλγεί ατελέστερες, οπισθοδρομικές και επικίνδυνες γι αυτήν μορφές κυριαρχίας. Έδειξε επίσης πόσο απατηλή είναι η σκέψη να παραμένει κανείς μόνο στην πολιτικη όψη της δημοκρατίας, το μικροαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας με «δημοκρατικό τρόπο». Αν υπάρχει, κατά τον Μαρξ, ένα ουσιολογικό ασυμβίβαστο, αυτό δεν είναι μεταξύ και κομμουνισμού και δημοκρατίας αλλά μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας. Ο καπιταλισμός πρώτος διασπά τη σχέση μορφής και περιεχομένου και σφετερίζεται τη μορφή ως το ουσιώδες της δημοκρατίας. Η ενότητα μορφής και περιεχομένου εμφανίζεται πρώτα στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία και στη συνέχεια στις μαζικές επαναστάσεις.
Το αστικό κράτος δεν είναι η αρχαία ελληνική πόλη (παρά τον αναμφισβήτητα ταξικό της χαρακτήρα) και είναι ίσως περιττό να υπενθυμίζουμε το σφάλμα, όπως επισήμαινε ο Καστοριάδης, να μεταφράζει κανείς στα γερμανικά την Πολιτεία του Πλάτωνα ως Der Staat. Διότι, μεταξύ άλλων, μέχρι μια ορισμένη στιγμή η αρχαία δημοκρατική πόλη διέπεται ακόμα από την αυτενεργό ένοπλη οργάνωση του πληθυσμού.
Πράγματι, η δημοκρατία δεν μπορεί να ζήσει έξω από τη μάζα. Κι αν η ιστορία είναι η δράση της μάζας, όπως έλεγε ο Μαρξ στην Αγία Οικογένεια, δε νοείται δημοκρατία έξω από την ιστορική δράση της μάζας. Ό,τι υπήρξε για την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία η οπλιτική επανάσταση, ό,τι υπήρξε ο ένοπλος λαός για τη δημοκρατία της Ελβετίας, ό,τι σήμαινε το Βαλμύ για τη δημοκρατία στην Ευρώπη, είναι σήμερα η αυτοσυνειδητοποίηση, η ενεργοποίηση και η επιστροφή στην πολιτική της μάζας των πολιτών. Κάτι που δεν μπορεί να διαμορφωθεί έξω από το πεδίο των ταξικών συγκρούσεων αλλά και του πολέμου, αφού η αποτροπή του αποτελεί ουσιώδες περιεχόμενο του μαζικού δημοκρατικού αγώνα. Μια ουσιώδης όψη της σχέσης πολέμου και δημοκρατίας είναι αυτή των εθνικών αναμετρήσεων. Τότε ξαναβγαίνει στο φως η μάζα, ως πτυχή της περίπλοκης σχέσης έθνους και δημοκρατίας, ενίοτε και έθνους και επανάστασης, αφού συχνά οι μεγάλες εξεγέρσεις και επαναστάσεις υπήρξαν επακόλουθα εθνικών ταπεινώσεων. Για αυτό και σήμερα ο πόλεμος αποσπάται απ’ τη μάζα και γίνεται υπόθεση μισθοφόρων και «ειδικών».
Για τον Μαρξ κάθε κράτος είναι ταξικό. Από τη στιγμή που η δημόσια εξουσία αποσπάται από την κοινωνία και αποξενώνεται αδυνατεί να σχηματίσει ένα πολιτειακό καθεστώς πλήρως συμβατό με τη δημοκρατία. Το πολύ-πολύ, στη σύγχρονη αστική κοινοβουλευτική μορφή της να αποτελέσει ένα περίβλημα για διευθέτηση των συγκρούσεων. Γιαυτό στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ο Μαρξ και ο Ένγκελς, κάνουν λόγο για «κατάκτηση» της δημοκρατίας και μάλιστα με την προϋπόθεση ότι το προλεταριάτο έχει γίνει κυρίαρχη τάξη. Η προειδοποίηση αυτής της αυμβατότητας ισχύει και για τα σοσιαλιστικά καθεστώτα.
Επομένως, η «πραγματική» δημοκρατία καθίσταται υπερβατική οποιασδήποτε αστικής πολιτειακής μορφής ενώ ταυτόχρονα αποσπάται ως διαρκές αίτημα από τη δυνατότητα του ενθάδε και μεθίσταται στο δυνητικό ενός μετεπαναστατικού επέκεινα. Αυτό το κρίσιμο σημείο δεν το άφησαν ανεκμετάλλευτο οι πολέμιοι του μαρξισμού. Διότι όσο το αστικό καθεστώς βρίσκεται σε κρίση και σε άνοδο το εργατικό κίνημα, άρα η επαναστατική προοπτική επί θύραις, είναι πιο αντιληπτό ότι η δημοκρατία μπορεί να απαρνείται το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα και να αναμένει τη μετεγκατάστασή της στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Αν όμως συμβαίνει το αντίθετο, επικρατεί ένας σταθερός, αστικός κοινοβουλευτισμός, τότε η προσδοκία της ριζικής δημοκρατίας ξεμακραίνει και χάνεται στο βάθος της εσχατολογικής υπόσχεσης. Αν το ιδανικό της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν είναι τόσο επείγον, και γίνεται αποδεκτή η αναβολή του σ’ ένα αόριστο μέλλον, δε συμβαίνει το ίδιο με την απαίτηση για δημοκρατία. Η διεκδίκηση της δημοκρατίας του «πραγματικού» ανθρώπου, όπως τον προσδιόρισε ο Μαρξ, ανήκει αμετάκλητα όχι μόνο στη σφαίρα του επέκεινα αλλά και, κυρίως, του ενθάδε.
Ο Μαρξ ύμνησε στους Ταξικούς αγώνες στη Γαλλία τα γεγονότα της Κομμούνας του Παρισιού το 1871. Το σύντομο εκείνο καθεστώς χαρακτηρίστηκε επαναστατική «δικτατορία του προλεταριάτου» με αμεσοδημοκρατικό χαρακτήρα, τόσο από άποψη μορφής όσο και περιεχομένου. Η αντίληψή του ήταν ότι ένα επαναστατικό καθεστώς πρέπει να λειτουργεί με αρχές άμεσης δημοκρατίας και πουθενά στη σκέψη του δεν προοικονομείται η απάρνηση ή εξάλειψή της, όπως συντελέστηκε στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Προϋπέθετε, φυσικά, ότι το περιεχόμενό της θα ήταν ταξικό: θα ήταν μια πλειοψηφική, αμεσοδημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου.
***
Αν και θα έπρεπε να στεκόμαστε μακριά από κάθε λογική «διατίμησης» της αυταξίας της άμεσης δημοκρατίας και υποβιβασμού της σε συγκριτικές αξιολογήσεις δεν θα το αποφύγουμε, γιατί είναι κάτι που καταγράφεται στο δημόσιο διάλογο. Τα επιχειρήματα, πολύ γενικά και συνοπτικά, μπορούν να ομαδοποιηθούν σε κανονιστικού και πραγματιστικού-εμπειρικού τύπου.
Οι επικρίσεις κανονιστικού τύπου εκπορεύονται από:
α) Τους οπαδούς της συνταγματικής και αντιπροσωπευτικής κυριαρχίας, όπως του Λοκ και του Μοντεσκιέ.
β) Την κριτική του Τοκβίλ για τον κίνδυνο του δεσποτισμού (της τυραννίας) της πλειοψηφίας πάνω στη μειοψηφία (ή και το αντίστροφο) και την ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ συναίνεσης και σύγκρουσης.
γ) Τη διορθωτική παρέμβαση του Τζ.Στ.Μιλ για την ορθή αντιπροσώπευση. Τα επιχειρήματα των φιλελεύθερων αντιλήψεων περιστρέφονται γύρω από την προστασία της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας, είτε ατομοκεντρικά (π.χ. στον Λοκ) είτε κοινωνιοκεντρικά (π.χ. Τοκβίλ και Μιλ).
δ) Τη βεμπεριανή και σουμπετεριανή αντίληψη για το ρυθμιστικό ρόλο του ηγέτη και της ηγετικής ελίτ στη δημοκρατία
ε) Τη μαρξιστική κριτική, η οποία δεν απορρίπτει την αντιπροσώπευση (διότι από μόνη της δεν αποτελεί κάτι κακό) αλλά τον αστικό κοινοβουλευτισμό και τη μεταρρυθμιστική χρήση της «συμμετοχικής» δημοκρατίας. Θεωρεί ότι η άμεση δημοκρατία, μολονότι επαναστατική στην ουσία της, είναι ευάλωτη στην αστική χειραγώγηση. Η επανάσταση είναι αναγκασμένη να επιλέξει μεταξύ μορφής και περιεχομένου. Τότε υποχρεωτικά θα χρειαστεί να διασπάσει τη σχέση αυτή και να ενδιαφερθεί για το περιεχόμενο.
Πραγματιστικού-εμπειρικού τύπου επικρίσεις προέρχονται από πολλές πλευρές και συγκεντρώνονται γύρω από το σκεπτικισμό για τη λειτουργικότητα και αποτελεσματικότητα της άμεσης δημοκρατίας αλλά και τον «ιδεοτυπικό» πολίτη. Εδώ ένα κεντρικό επιχείρημα είναι το υπέρμετρα κανονιστικό – δεοντολογικό και ουτοπικό στοιχείο της: απευθύνεται σε πολίτες μορφωμένους, νεότερους, καλά πληροφορημένους, με αρκετό διαθέσιμο χρόνο -άρα σχετικά ευκατάστατους, υπερεκτιμώντας τις πραγματικές δυνατότητες του απλού, μέσου πολίτη ή στρουθοκαμηλίζοντας απέναντι στον «χυδαίο», αδιάφορο, παθητικοποιημένο, εγωκεντρικό ή μνησίκακο πολίτη. Την ίδια στιγμή της προσάπτεται ότι είναι ευάλωτη στους δημαγωγούς, τις οργανωμένες ομάδες και ταυτόχρονα εύκολα χειραγωγήσιμη από την κυβερνητική εξουσία, μπορεί δηλαδή να λειτουργήσει ως εργαλείο ενσωμάτωσης. Ότι κολακεύοντας τον πληγωμένο ναρκισσισμό του ταπεινωμένου απλού ψηφοφόρου εμποδίζει την ικανότητά του για ορθολογική κρίση και του αναζωπυρώνει ολοκληρωτικές φαντασιώσεις παντοδυναμίας. Άλλο σημαντικό επιχείρημα είναι εκείνο της δυσλειτουργικότητας και οριακής βιωσιμότητάς της, αφού δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια του περιορισμένου τόπου ή κλάδου, ενώ, ταυτόχρονα, η σχέση κόστους-οφέλους για τον πολίτη είναι αποτρεπτική.
Κυριαρχεί επίσης η τάση, ιδίως στην Ελλάδα, να σχολιάζεται η χρήση της άμεσης δημοκρατίας ως απλά «συμβολικής» ή σχετιζόμενης με προσωρινές δυσαρέσκειες επισημαίνοντας ότι ακόμη και τα δημοψηφίσματα σπάνια έχουν νόημα πέρα από εντυπωσιασμό.
Υποστηρικτικά επιχειρήματα για την άμεση δημοκρατία συναντά κανείς σε διάφορες μεταρρυθμιστικές προσεγγίσεις. «Η δημοκρατία συμβάλλει στον αυτοπροσδιορισμό των ανθρώπων και μόνο όταν είναι πραγματική είναι αληθινή», έλεγε ο Χάμπερμας το 1969. Η σχέση δημοκρατίας – πολίτη είναι αμφίδρομη. Η συμμετοχή αφορά είτε σε έναν ήδη ικανό πολίτη είτε σε κάποιον ο οποίος, μέσω του διαλόγου, της πληροφόρησης και της ενεργού συμμετοχής αποκτά πλήρη ικανότητα πολιτικού υποκειμένου. Οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες καταργούν τις γραφειοκρατικά προειλημμένες αποφάσεις και μεταθέτουν το πεδίο των αποφάσεων στη βάση, καλλιεργώντας έτσι πέρα από τη συλλογική και την προσωπική ευθύνη, ουσιώδες στοιχείο της λαϊκής κυριαρχίας. Η αιρετότητα και ανακλητότητα των κρατικών αξιωμάτων τονώνει την αποτελεσματικότητα, αφού την επάρκεια των παρεχόμενων υπηρεσιών κρίνουν οι «χρήστες». Η αμεση δημοκρατία αποτελεί θεσμικό εμπόδιο κατά της παντοδυναμίας της ηγεσίας, ιδίως σε εσωκομματικό επίπεδο. Η σύγχρονη τεχνολογία επιλύει το πρόβλημα της απόστασης και του περιορισμένου ελεύθερου χρόνου. Η δημοκρατία εμπεδώνεται ως «τρόπος ζωής» και μπορεί να διεκδικηθεί σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής.
Αλλά, αν θέλουμε να προχωρούμε μόνο με τη λογική των συγκρίσεων, τα «μειονεκτήματα» της άμεσης δημοκρατίας θα τα βρίσκουμε ίσως περισσότερα από τα «πλεονεκτήματα». Τότε από πού αντλεί τη δύναμή της; Στην ουτοπία της; Η διαρκής επίκληση και προσμονή της αποτελούν άλλο ένα είδος μεσσιανικού υποσχετικού λόγου, υποδηλώνουν το επερχόμενο;
Όπως σωστά παρατηρούσε ο G. Gurvitch, ο ολοκληρωτισμός υπάρχει ήδη μέσα στην καπιταλιστική δημοκρατία. Tροφοδοτείται, συνεχίζουμε, πέρα από την απλή αντίθεση πολιτικής ισότητας – οικονομικής ανισότητας, μέσα από την αποξένωση των πολιτών και των εργαζομένων από τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας και της παραγωγής. Ο κόσμος της εργασίας και οι πολίτες κρατήθηκαν πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα σε αναγκαστική εξατομίκευση, στη σκιά της πολιτικής ζωής, χωρίς αντιπροσώπευση, χωρίς δικαίωμα συμμετοχής, παρατηρητές ενός πολιτικού μηχανισμού αξιωματούχων. Η δυσαρέσκεια αυτή έχει καταγραφεί εκλογικά και δημοσκοπικά. Το πολιτικό σύστημα αρνείται έστω και προσχηματικά οποιοδήποτε δημόσιο διάλογο περί άμεσης δημοκρατίας. Πώς, λοιπόν, θα αντιληφθεί κανείς την αμεσοδημοκρατική απαίτηση αυτή τη στιγμή; Ως συρμό, «υπνωτήριον άλειμμα» ή ως «οιωνιστικόν πταρμόν» μιας αναδυόμενης χειραφέτησης των πολιτών και των κινημάτων;
Η επικρατούσα συνταγματική και δικομματική συναίνεση στην Ελλάδα (τη χώρα με πλουσιότατο αμεσοδημοκρατικό ιστορικό υπέδαφος) έχει καταστήσει ανενεργό ακόμα και ένα απλό δημοψήφισμα και εμποδίζει κάθε εκλογικό νόμο που θα σέβεται την αντιπροσώπευση και τη λαϊκή κυριαρχία. Το πολιτικό σύστημα δεν θέλει τη φωνή των πολιτών. Θα ισχυρίζεται πάντα ότι δεν είναι ακόμα «πολιτικά ενήλικοι».
Τι απέγινε η σχέση βουλέυματος και απόφασης; Το πολιτικό κόμμα δε νομιμοποιείται να μονοπωλεί συνταγματικά την πολιτική βούληση. Κάποτε ήταν εξωφρενικό να μιλά κανείς για το «τέλος του κόμματος». Στο άμεσο μέλλον θα μπει σε διάλογο και θα μετατραπεί σε απαίτηση. Το ζητούμενο είναι η διακυβέρνηση και όχι η διαχείριση. Η δημοκρατία δε μπορεί να καταντήσει μια σουμπετεριανή «αγορά», ένα κυνικό εργαλείο της εξουσίας.
Η απορία για τις δυνατότητες της άμεσης δημοκρατίας θα μείνει πιθανότατα μετέωρη –όχι όμως η διεκδίκησή της. Το κείμενο αυτό δεν ανέτρεξε στον Μαρξ μνημονευτικά αλλά στο όνομα της αριστεράς και της δημοκρατικής «ανταρσίας». Το περιεχόμενο της άμεσης δημοκρατίας είναι η ανατροπή του καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού. Η τωρινή διεκδίκηση της μορφής της διανεύει το αυτονόητο.

Θάνος Κωτσόπουλος