TRANSLATION

Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Τα σκληρά και τολμηρά ερωτήματα θέλουν σκληρές και γενναίες απαντήσεις!


Αν και αδυνατούμε να εξηγήσουμε τη δύναμη ενός ιδεολογικού ρεύματος, αισθανόμαστε όμως με βεβαιότητα ότι μας παρασύρει! Αν έπρεπε με δυο λόγια να περιγράψω την επικρατούσα ορμή που βαίνει τώρα ολοταχώς αυξανόμενη θα έλεγα με δυο λόγια: “Προς τη σκληρότητα!”
Η συνθηκολόγηση στην κατακτητική ικανότητα του ρεύματος ποτέ δεν περιορίζεται σε λογικές σταθμίσεις. Συνοδεύεται από ένα ηδονικό παιχνίδι δοκιμαστικών αντιστάσεων πριν την υποταγή, αμφιθυμικών κρίσεων και φαντασιακών υπερβάσεων των ισχυόντων. Το ρεύμα, αν και ιδεολογικής υφής, εικονίζεται ως κατ' εξοχήν “πραγματικό”. Με αυτή του την ιδιότητα καταπραΰνει τη θλίψη του υποτασσόμενου, παρέχοντας του το άλλοθι της αποδοχής της πραγματικότητας.
Η σκληρότητα απαιτεί τον δικό της σεβασμό, κερδισμένο από μακραίωνη επαλήθευση, με κάθε είδους ανθρώπινη επίδοση, από την πιο μεγαλοπρεπή και εξευγενισμένη ως την πιο χυδαία και κτηνώδη. Δεν συσχετίζεται μόνο με ορισμένες ιστορικές περιόδους ή συγκεκριμένα πολιτικά καθεστώτα. Γενικότερα ο πόλεμος, η πτώχευση, η καταδίκη, η απώλεια της εργασίας, η αρρώστια, η ήττα, η τιμωρία, ο χωρισμός περιέχουν τόσες δόσεις σκληρότητας ώστε να δικαιολογούν τη θυμόσοφη φράση: “η ζωή είναι σκληρή”.
Από το σημείο αυτό κι έπειτα αρχίζει η διαστροφική καλλιέργεια της σκληρότητας. Δηλαδή η σκληρότητα ως αυτοσκοπός -όχι ως αφηρημένη αρχή αλλά ως ρεύμα που δυναμώνει, καθώς τα ίδια τα ιστορικά υποκείμενα ασκούνται στην εφαρμογή της και δοκιμάζουν μεταξύ τους τα αισθητηριακά αποτελέσματα των πειραμάτων τους. Όση περισσότερη ηδονή (ή αυτοεπιβεβαίωση) εξασφαλίζει στον παρατηρητή o πόνος του άλλου τόσο ενισχύεται ο πειρασμός για την αύξηση της οδυνηρής δόσης. Έτσι καλλιεργείται ο φαύλος κύκλος της σκληρότητας.
Όσο περισσότερο επιστημονικά μάλιστα τεκμαίρεται η σκληρότητα τόσο περισσότερη έδραση αποκτά στο διαστροφικό της θεμέλιο. Είναι λοιπόν μια πορεία θριάμβου η επαγωγή της επιστημονικής διερεύνησης στην ανακάλυψη μιας αλήθειας που είναι “πολύ σκληρή”. Ιδίως όταν συγκρούεται με παραδοχές υπεράνω αμφισβήτησης. Φαντάζεται κανείς πόσο “διεγερτικά” θα επιδρούσε στους αισθησιαζόμενους αλγυντήρες π.χ. μια υποθετική επιστημονική “απόδειξη” της φυλετικής ανωτερότητας των λευκών;
Εδώ επιτέλους φτάσαμε στο προκείμενο. Τι θα λέγατε να προσφέραμε, μετά τα ορεκτικά ένα κυρίως πιάτο που υπόσχεται έντονες συγκινήσεις σκληρότητας; Πάμε λοιπόν.
Ιδού η φράση που τόσο πολύ περιμένατε: “Το κοινωνικό κράτος είναι μια ψευδαίσθηση!”
Με πόση ευθύτητα και, επιτέλους, άφθονη σκληρότητα ο συντάκτης αυτής της φράσης μας ελευθερώνει από τα δεσμά που για πολλές δεκαετίες μας κρατούσαν δέσμιους του άχαρου, βαρετού, παλιομοδίτικου καθωσπρεπισμού της κοινωνικής αλληλεγγύης. Να πεδίο δράσης! Να ορμήσουμε στο κοινωνικό κράτος!
Μα... να, ήδη ακούγονται οι συμβουλές των έμπειρων στην τεχνική του πόνου αλεπούδων: “Ήρεμα, αυτοσυγκράτηση. Κι αυτό θα γίνει, υπομονή και θα έρθει η ώρα του”.
Ακούστε τον, αξίζει. Θα αποζημιωθείτε με ένα ηδονικό ταξίδι σε ένα ανώτερο επίπεδο σκληρότητας (και επιστημονικής αυστηρότητας βεβαίως - βεβαίως).
Ο άνθρωπός μας λέγεται Joshua Grundleger και συνεργάζεται με την "ανεξάρτητη" οργάνωση Bertelsmann Stiftung που ίδρυσε ο γερμανικής καταγωγής και αδιευκρίνιστου νεανικού βίου Reinhard Mohn (1921-2009). Είναι ένας νεαρός Αμερικανός αναλυτής με άφθονα πτυχία και φαντάζομαι λαμπρό μέλλον. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ευρώπη, μας επισημαίνει, έχουν ένα σοβαρό πολιτισμικό πρόβλημα: το κοινωνικό κράτος. Έχουν ένα υπερδιογκωμένο και υπερχρεωμένο κράτος, που δεν είναι παρά ένας βάλτος δικαιωμάτων. Είναι δε λάθος που απλώς μας βολεύει, συνεχίζει, να το αντιμετωπίζουμε ως ένα οικονομικής τάξεως πρόβλημα το οποίο μπορεί να αποκατασταθεί με ορθή δημοσιονομική διαχείριση. Η καρδιά του αδιεξόδου βρίσκεται πολύ βαθύτερα, στην πολιτισμική στάση του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού ο οποίος διακατέχεται από την ψευδαίσθηση ότι το κοινωνικό κράτος προσθέτει αξία στο οικονομικό πράττειν. Αν κάποιος συνεισφέρει κάτι, δημιουργεί κάτι, τότε νομιμοποιείται να υπάρχει. Υπ' αυτή την έννοια αποκαλεί ο Ομπάμα το κοινωνικό κράτος “επένδυση στο μέλλον”. Πιστεύει πως παράγει, προσθέτει κάποια αξία στη συνολική οικονομία.
Αυτό, συνεχίζει ο Grundleger, ο άνθρωπος που μας ανεβάζει τη διάθεση, είναι το ολέθριο λάθος. Αντίθετα με μια επιχείρηση, το κοινωνικό κράτος δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι παραγωγός αξίας. Είναι μόνο διανομέας και κατά κανόνα κακός, διεφθαρμένος και αναξιόπιστος. Αυτή την απλή αλήθεια δεν κατανοεί ή δεν αποδέχεται ο δυτικός πολιτισμός και ζει διαρκώς σ' ένα ψέμα. Έχει νομιμοποιήσει την ύπαρξη του κοινωνικού κράτους γιατί έχει την αυταπάτη ότι εντάσσεται στην πραγματική οικονομία. Εξ αυτού του λόγου το κράτος πρόνοιας συγκέντρωσε υπερβολική και αδικαιολόγητη υποστήριξη, χάρη στην οποία διογκώθηκε και κατέληξε καταχρεωμένο. Αυτός είναι ο λόγος που αδιαφορούσαμε για τα κόστη, διότι πιστεύαμε πως μπορεί με σωστή διαχείριση να “βγάλει τα λεφτά του”. Αυτός είναι ο λόγος που οι πολιτικοί, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί, δεν μπορούν να αποφύγουν τη δημαγωγία και τις υποσχέσεις. Κανείς δεν ανησυχεί διότι φαντάζεται πως αυτά τα (αθέατα) κόστη είναι κάτι σαν επενδύσεις που μελλοντικά θα αποφέρουν κέρδη. Επειδή όταν πρωτοεμφανίστηκε το κοινωνικό κράτος ήταν ακόμη νέο και με μικρό χρέος, επειδή ο δυτικός κόσμος φοβόταν τον κομμουνισμό και επειδή η οικονομίες ήταν σε τροχιές ανάπτυξης η ύπαρξή του ήταν εύλογη. Σήμερα τίποτε από αυτά δεν ισχύει.
Δυστυχώς, ο ρηξικέλευθος αναλυτής προς το τέλος του άρθρου του έχασε την καθαρότητα και τη σκληρότητά του και μας τα χάλασε γιατί παραδέχτηκε ότι παρόλα αυτά χρειάζεται να υπάρχει κάποιο κοινωνικό κράτος αλλά “τόσο μόνο όσο πρέπει”. Με γενικότητες όμως. Δηλαδή πόσο ακριβώς; Μήπως με ό,τι περισσέψει από δημόσιες επενδύσεις; Αν το κοινωνικό κράτος δεν παράγει τίποτε απολύτως γιατί να εξακολουθεί να υπάρχει; Σιωπά.
Κρίμα. Η κορύφωσή του ήταν το σημείο της παραγωγής μηδενικής αξίας. Ένα ζήτημα που έτσι ωμά δεν τίθεται στο δημόσιο διάλογο. Επειδή όμως αυτό υπάρχει στη σκέψη των ποικιλώνυμων νεο-φιλελεύθερων θα πρέπει να το ομολογήσουν ανοικτά γιατί αυτό είναι όλη η ουσία. Όσο σκληρό κι αν είναι θα πρέπει να διακηρυχθεί ότι το κοινωνικό κράτος είναι περίπου συνολικά άχρηστο. Θα μου πείτε, μα γι αυτό συρρικνώνεται. Δεν αρκούν οι πράξεις; Χρειάζεται να το πούμε τόσο λιανά; Ναι, λοιπόν, ναι.
Διότι το ίδιο λιανά θα ήθελα να ακούω και από τους υπερασπιστές του κοινωνικού κράτους να μνημονεύουν την απλή παραδοχή που συνιστά την ουσία της υπεράσπισης της έννοιας αυτής: ότι το θεωρητικό θεμέλιο του κοινωνικού κράτους εκπορεύεται από τη μαρξική θεωρία της αξίας και της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, πλευρές της οποίας, ο “σύγχρονος δυτικός πολιτισμός” κάποια στιγμή εξ ανάγκης αποδέχτηκε και ενσωμάτωσε όπως-όπως στα πολιτικά του προγράμματα. 
Αν οι λειτουργίες που επιτελεί το κοινωνικό κράτος και οι οποίες παρέχουν στην εργατική δύναμη τα απαραίτητα για την αναπαραγωγή της δεν είναι παραγωγικά, δεν αποτελούν επένδυση, δεν δημιουργούν αξία τότε γιατί να υπάρχει έστω και ελάχιστη δημόσια εκπαίδευση, υγεία, ασφάλιση; Θα μας αρκούσε το κράτος - πυροσβέστης. Αλλά ο πολιτισμός αυτός που ο Joshua Grundleger μέμφεται απέκτησε μέσω οδυνηρών εμπειριών την επίγνωση ότι η πραγματική οικονομία χρειάζεται ανθρώπους με ικανοποιημένες τις πραγματικές ανάγκες, υγιείς, εκπαιδευμένους, κυρίους του προσωπικού τους σχεδίου ζωής.
Άλλο εντελώς ζήτημα το αυτονόητο της αναγκαίας κάθαρσης του κοινωνικού κράτους από τη σπατάλη, τη διαφθορά, το φαβοριτισμό, την παρανομία, την αναποτελεσματικότητα, τις αδικίες, τις μύριες στρεβλώσεις από τις οποίες πάσχει.

Τα ερωτήματα για την αξία που παράγει το κοινωνικό κράτος είναι σκληρά, οπότε, όπως είπαμε, ας είμαστε όλοι σκληροί γιατί οι καιροί μας σπρώχνουν εκόντες – άκοντες στα άκρα.


Θάνος Κωτσόπουλος