TRANSLATION

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Φαντασία σε κάποιο ασάμπι για τη Λιβύη

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ


Στο τελευταίο αυτό μέρος θα ξεκινήσω με το ερώτημα αν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο λιβυκός λαός αποτελεί έθνος. Σε μια στιγμή που κορυφώνονται οι μιντιακές αναφορές στις «φυλές» (μήπως γιατί αυτό κάνει πιο εύπεπτη την επέμβαση των “πολιτισμένων”;) θα είχε ενδιαφέρον να αναζητήσει κανείς την έκταση και το βαθμό στον οποίο θα ήταν προτιμητέα η προσφυγή σε όρους πολιτικής ανθρωπολογίας και όχι σύγχρονης πολιτικής επιστήμης.


Ο Abū ZaydAbdu r-Raman bin Muammad bin Khaldūn Al-Hadrami, ο μέγας αυτός Άραβας πανεπιστήμων του 14ου αιώνα, γνωστός σε μας πιο απλά ως Ιμπν Χαλντούν, ανέδειξε πρώτος έναν κοινωνιολογικό όρο (τον οποίο πολύ αργότερα θα χρησιμοποιήσει και ο F.Tonnies ως «Gemeinschaft»): την «asabiyya», τον ισχυρό κοινωνικό δεσμό όπως τον συναντούμε στην έρημο, στην παραδοσιακή κοινότητα, στην οικογένεια, στη φυλή σε αντίθεση με τους πολιτικούς, συμβατικούς δεσμούς του άστεος.


Ο Ιμπν Χαλντούν λοιπόν, και ως φιλόσοφος της ιστορίας, πίστευε πως πολύ δύσκολα διατηρείται η ενότητα ενός κράτους σε μια περιοχή ελεγχόμενη από φυλές. Προφανώς ήδη δεν θεωρούσε επαρκή και αποτελεσματική ως προς τη σχέση κράτους - φυλής την επιταγή του Κορανίου ότι οι πιστοί μουσουλμάνοι αποτελούν μια ενιαία και ομοιογενή ούμα (κοινότητα), με σαφή προτροπή την υποβάθμιση του φυλετικού δεσμού. Διότι ήδη ο Μωάμεθ είχε πλήρη συνείδηση ότι η επιτυχία της μετατροπής της θρησκείας του σε ένα πολιτικό σύστημα προϋπέθετε την κατάπαυση των φυλετικών διαιρέσεων και συγκρούσεων. Από την άλλη, τα μονοθεϊστικά ισλαμικά κράτη είχαν την τάση να υπερεκτιμούν την ενοποιητική δύναμη της θρησκευτικής ιδεολογίας. Γι αυτό στην πράξη ποτέ δεν έπαψαν να στηρίζονται στις παλιές φυλετικές δομές στο βαθμό που αυτές δεν αμφισβητούσαν την ενιαία «μεγάλη εικόνα», την αυτοκρατορία, την pax islamica, ή έστω το νεώτερο μετα-αποικιοκρατικό κράτος.


Αν με το κράτος εννοούμε ότι βρισκόμαστε «μέσα» στην ιστορία, τότε τον ίδιο βαθμό απαισιοδοξίας για το κατά πόσο θα μπορούσε να αποδεσμευτεί ο χρόνος στην αραβική ιστορία από μια αέναη κυκλικότητα και η μετάβαση από το φυλετικό σύστημα στην εθνική ολοκλήρωση, είχε εκφράσει και ο Φρίντριχ Ενγκελς. Αργότερα, καλλιεργήθηκε στη Δύση, μέσα από τα σχήματα αφενός της αντίθεσης πόλης (κρατική εξουσία) – υπαίθρου (φυλετικός δεσμός) και αφετέρου του κυκλώματος «η πόλη διασπά τη φυλή και τροφοδοτείται με αποστάτες της» η οριενταλιστική (με την έννοια του Edward Said) ιδέα αυτής της ατέρμονης κίνησης. Ωστόσο, τώρα πια η διάκριση αυτή δεν ισχύει. Η φυλή υπάρχει και εκπροσωπείται και μέσα στις πόλεις. Αυτονόητο είναι επίσης ότι δεν πρέπει να συγχέεται η φυλή με τη θρησκευτική σέκτα.


Η φυλή προϋποθέτει ένα βαθμό διαφοροποιημένης ταυτότητας και αυτονομίας. Καθαρά όμως όρια φυλής και πλήρους αυτονομίας, με την έννοια της απουσίας σχέσης με κρατική εξουσία δεν υπήρξαν ίσως ποτέ. Οι σχέσεις φυλής και κράτους κυμάνθηκαν από τις πιο απομακρυσμένες και «εξωτερικές» (την εποχή των αυτοκρατοριών) ως τις πιο στενές και οργανικές με την εμφάνιση των εθνικισμών, χωρίς φυσικά ποτέ να υπάρξει φυλετικά καθαρό εθνικό κράτος. Ένα κράτος, απ’ την άλλη, το οποίο εμφανίζεται τυπικά ως «εθνικό» αλλά συγκροτείται ουσιαστικά ως ομοσπονδία κυρίαρχων φυλών έναντι άλλων κυριαρχούμενων σημαίνει ότι στερείται ενός υπαρκτού ή εν δυνάμει έθνους. Η περίπτωση της Λιβύης έμοιαζε παλαιότερα να έλκεται από τον κανόνα των λεγόμενων «μη κρατικών κοινωνιών» με την ενσωματωμένη αστάθεια και τις ελεγχόμενες εξεγέρσεις, τουλάχιστον όταν την εξέταζε κανείς χωρίς τις έξωθεν αποικιοκρατικές επεμβάσεις.


Τα μεταπολεμικά χρόνια αυτό επιτάθηκε, ιδίως σε περιπτώσεις όπως η Λιβύη, όπου αναπτύχθηκε ένας ευκαιριακός, επίπλαστος και μιμητικός εθνικισμός αντιαποικιοκρατικού τύπου, οπότε η νομιμοποίηση της εκάστοτε εξουσίας ήταν απλώς υπόθεση συσχετισμών.


Μιας και γίνεται δημόσιος λόγος περί φυλών αξίζει να παραθέσουμε τις κυριότερες, όπως τις καταγράφει η περιορισμένη βιβλιογραφία. (Αξίζει εδώ να μην παραλείψουμε την αναφορά στην εμβληματική μορφή της κοινωνικής ανθρωπολογίας, τον άγγλο Έβανς-Πρίτσαρντ ο οποίος επίσης την περίοδο του πολέμου βρισκόταν στην Κυρηναϊκή).


Οι κυριότερες λοιπόν φυλές στην περιοχή της Τριπολίτιδας είναι οι: Βαρφάλα, Μαγκαρίχα, Μασλάτα, Ελ Ζιντάν, Ελ Ριζμπάν, Ζαουίγια. Νότια, στη Φεζάν: Ελ Χουτμάν, Ελ Χασάβνα, Τιμπού, Τουαρέγκ. Στην περιοχή της Σύρτης: Καντάφι, Μαγκαρίχα, Ελ Τζουβάγια, Αουλάντ Άλι, Μισουράτα, Μασαμίρ, Ελ Αβαγκίρ, Ελ Αμπαϊντάτ, Ντράσα, Ελ Μπαράσα, Ελ Φαβαχίρ, Ελ Μουζάμπρα, Καργκάλα, κ. ά. (Σημείωση: Όσες είναι με τονισμένα μαύρα στοιχεία καταγράφονται από τα ΜΜΕως φίλα κείμενες στον Καντάφι ενώ όσες είναι με πλάγια στους εξεγερμένους.)


Καλώς ή κακώς όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και δεν μπορούν να ισχύσουν απόλυτοι κανόνες. Κατ’ αρχάς η απόδοση «φυλετικής» συμπεριφοράς είναι προβληματική όχι μόνο για τα σύγχρονα αστικά κοσμοπολιτικά κοινωνικά στρώματα αλλά και για τα κάπως παλαιότερα. Έπειτα, ας κρατά κανείς το γεγονός ότι, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο μισός πληθυσμός της χώρας κατοικούσε πλέον σε αστικά κέντρα. Αλλά και παλαιότερα, στην Κυρηναϊκή, το δερβίσικο τάγμα Σενουσί είχε καταφέρει να καλλιεργήσει, μέσω της μακροχρόνιας διείσδυσής του στις τοπικές φυλές, τους διακανονισμούς του με την εξουσία, τις κατευναστικές διαμεσολαβήσεις του και την αντίστασή του κατά των Ιταλών μία βάση κρατικής συναίνεσης, σαφώς κάτι περισσότερο από έναν απλό συνασπισμό φυλών. Αυτή την υπέρβαση του φυλετισμού -ένα κεφάλαιο που είχε σωρεύσει το τάγμα Σενουσί- το καθεστώς του Ιντρίς, στηριγμένο στη Βρετανία, στους αξιωματούχους των αστικών κέντρων και στην ενδυνάμωση των φυλετικών καταλοίπων ουσιαστικά το σπατάλησε συντελώντας έτσι στην υποβάθμιση αυτής της νεοσχηματιζόμενης εθνικής οντότητας σε ένα νεοαποικιοκρατικό μόρφωμα χωρίς αξιώσεις σύγχρονου εθνικού κράτους. Ο Καντάφι, από τη μεριά του, συνέβαλε με το εκσυγχρονιστικό του πρόγραμμα και την ιδιότυπη εθνικιστική του ιδεολογία στη διαδικασία εθνικής ολοκλήρωσης της χώρας. Οι ρυθμιστές των γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων επιτείνουν τις συγκρούσεις που εύκολα μπορούν να αναπτυχθούν στα εθνοτικά μωσαϊκά νεοσύστατων γραφειοκρατικών μετα-αποικιοκρατικών κρατών τα οποία πολύ δύσκολα έχουν κατακτήσει την ικανότητα να εξασφαλίζουν την εθνική συνοχή.


Αλλά ας δούμε, πολύ σύντομα, τι ακολούθησε μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Λιβύης.



Το 1951 η Λιβύη κηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος ως κληρονομική μοναρχία. Το 1953 έγινε μέλος της Αραβικής Ένωσης, υπογράφοντας ταυτόχρονα μια εικοσαετή συνθήκη φιλίας και συμμαχίας με τη Βρετανία. Τα ανταλλάγματα των Βρετανών ήταν αρχικά οικονομική ενίσχυση ενός εκατομμυρίου λιρών και στη συνέχεια άλλα δύο εκατομμύρια συν οπλικά συστήματα. Το 1954 οι ΗΠΑ εξαγόρασαν τις βάσεις που απέκτησαν έξω από την Τρίπολη με 42 εκατομμύρια δολάρια.


Ωστόσο το καθεστώς Ιντρίς στερείτο λαϊκής νομιμοποίησης. Αυτό ήταν γνωστό στους Αμερικανούς οι οποίοι το παρατηρούσαν ιδίως στους νέους των πόλεων. Ανάμεσα στις πολύμορφες πολιτικές φατρίες και τις διασυνδέσεις τους με τις φυλετικές ισορροπίες είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος ο παναραβισμός.


Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της δυσαρέσκειας απέναντι στην ανεπάρκεια του Ιντρίς αναπτύχθηκαν οι πολιτικές φιλοδοξίες του ανήσυχου και ικανού βεδουίνου Μουαμάρ Καντάφι, από τη φυλή Καντάφα, ενός παιδιού της ερήμου το οποίο διοχέτευσε τις ηγετικές του βλέψεις μέσω του στρατού ο οποίος φυσικά την εποχή εκείνη ελεγχόταν απόλυτα από τους Βρετανούς. Οι Βρετανοί στρατιωτικοί και διπλωμάτες είχαν αντιληφθεί τις ικανότητες του νεαρού αξιωματικού και θεωρούσαν ήδη από το 1965 ότι οι συνθήκες για μια επανάσταση στη Λιβύη ήταν ώριμες, έχοντας ταυτόχρονα στο στόχαστρο ως μοναδικό ύποπτο ηγέτη της εξέγερσης τον Καντάφι.


Όντως, τον Σεπτέμβριο του 1969, και ενώ ήταν στο φόρτε τους τα νασερικά και μπααθικά κινήματα, εκδηλώθηκε το κίνημα των «Ελεύθερων Αξιωματικών» το οποίο με την κατ’ ουσίαν εγκατάλειψη της εξουσίας από τον Ιντρίς ανέλαβε ως δωδεκαμελές Επαναστατικό Συμβούλιο με ηγέτη τον Καντάφι. Το Σύνταγμα του 1969 και το Πράσινο Βιβλίο του 1976 αποτελούν τις βασικές πηγές γνωριμίας με την ιδιότυπη ιδεολογία που επινόησε και η οποία έχει την ιστορική της σημασία.


Σήμερα η Λιβύη ξαναζεί δραματικές ιστορικές στιγμές. Ανεξάρτητα από τις τροπές της πρακτικής πολιτικής του Καντάφι, ο οποίος επί της ουσίας αποτελεί παρελθόν, την κριτική ή καταδίκη του, σημασία έχει η ανάγκη των ευρωπαίων και Ελλήνων πολιτών να ενημερωθούν, να ξεφύγουν από τη στερεότυπη δημοσιογραφία των ισχυρών ΜΜΕ και να μάθουν περισσότερα για τις πολύπλοκες ιδιαιτερότητες της λιβυκής ιστορίας. Πρόθεση συνεπώς του σημειώματος αυτού είναι να υπερβεί το δίλημμα «υπέρ ή κατά του Καντάφι» -στο βαθμό που αυτό αποτελεί εσωτερική υπόθεση μιας ξένης χώρας.


Εντελώς διαφορετικά έχει το ζήτημα από την οπτική της επέμβασης των αμερικανικών, αγγλικών, γαλλικών και λοιπών δυνάμεων. Εδώ δεν υπάρχει καν δίλημμα, τουλάχιστον σε ηθικό και νομικό επίπεδο. Απαιτείται αυστηρή τήρηση των παραγράφων 4 και 7 του άρθρου 2 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Κανένα από τα προβλεπόμενα «Εξαναγκαστικά Μέτρα» των άρθρων 39-51 δεν είχε λόγο να εφαρμοστεί διότι η διεθνής ειρήνη ουδόλως απειλήθηκε. Αντίθετα, έχει σημασία να τονίζεται το ενιαίο της εθνικής κρατικής οντότητας της Λιβύης και η μη ανάμειξη στα εσωτερικά μιας χώρας που έχει το δικαίωμα και μπορεί να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις για να βρει τον καινούργιο δρόμο της.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Φαντασία σε κάποιο ασάμπι για τη Λιβύη

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Τιμή στον Ομάρ αλ Μουχτάρ

Ζήτημα είναι αν υπάρχουν έστω και λίγοι που να αναγνωρίζουν αυτό το όνομα από την ταινία το «Λιοντάρι της Ερήμου», μια χολιγουντιανή παραγωγή στην οποία ο Άντονι Κουίν ενσάρκωνε τον ήρωα της λιβυκής αντίστασης Ομάρ αλ Μουχτάρ ενώ ο Όλιβερ Ριντ, τον σφαγέα του λιβυκού λαού Ιταλό στρατηγό Ροντόλφο Γκρατσιάνι. Στην ταινία πρωταγωνιστούσαν και άλλοι σπουδαίοι ηθοποιοί όπως ο Τζον Γκίλγουντ και ο Ροντ Στάιγκερ. Η ταινία μεταγλωττίστηκε στα αραβικά και προβλήθηκε άπειρες φορές από τη λιβυκή τηλεόραση. Ο ήρωας Μουχτάρ αναφερόταν πλειστάκις στους λόγους που εκφωνούσε ο Καντάφι ενώ κεντρικοί δρόμοι τόσο στην Τρίπολη όσο και στην Βεγγάζη φέρουν το όνομά του.

Ένα περίπου χρόνο πριν την ολοκληρωτική υποταγή της Λιβύης στους Ιταλούς αποικιοκράτες, το 1932, εκτελέστηκε με απαγχονισμό ο ηγέτης των επαναστατών της κυρηναϊκής Ομάρ αλ Μουχτάρ. Μέχρι το 1928 ηγέτης της αντίστασης στη Λιβύη ήταν ο Ρεντά αλ Σενουσί, αδελφός του βασιλιά Ιντρίς. Πιστός στην οικογένεια Ιντρίς ο Μουχτάρ υπήρξε υπόδειγμα πατριώτη.

Ο στρατηγός Ροντόλφο Γκρατσιάνι, έχοντας την αμέριστη στήριξη του Μουσολίνι, ήταν εκείνος που έκανε προσωπική του υπόθεση την εξόντωση του Μουχτάρ. Ήταν ο εμπνευστής των πρώτων περιφράξεων της ερήμου με συρματόπλεγμα μέσω των οποίων απαγόρευε τις κινήσεις των φιλικά κείμενων προς τους αντιστασιακούς νομάδων. Μια γραμμή ουσιαστικά στα σημερινά σύνορα Λιβύης – Αιγύπτου. Αποτέλεσμα αυτών των περιφράξεων ήταν οι νομαδικοί πληθυσμοί να καταδικαστούν σε περιορισμό, πείνα και εξαθλίωση. Οι θηριωδίες του Γκρατσιάνι και των Ιταλών αποικιοκρατών ήταν ανεκδιήγητες. Τα έργα και οι ημέρες όμως της αποικιοκρατίας δεν πρέπει να λησμονούνται.

Από το 1938, μετά τη συντριβή της πατριωτικής αντίστασης οι Ιταλοί φασίστες προχώρησαν σε εποικισμούς ειδικά επιλεγμένων οικογενειών οι οποίες εγκαταστάθηκαν σε νεόκτιστα “χωριά”. Το “φιλόδοξο” αυτό πρόγραμμα μεταμόρφωσης της Λιβύης συγχρηματοδοτείτο από το κράτος αλλά και εταιρείες οι οποίες αποσκοπούσαν στην εκμετάλλευση του τόπου. Μέχρι το 1940 ο αριθμός των εποίκων έφτανε τους 40.000. Επρόκειτο όμως για κάτι περισσότερο. Ο πληθυσμός μειώθηκε στο μισό. Εξαφανίστηκαν παραδοσιακοί οικισμοί, καταστράφηκαν τα κοπάδια των νομάδων και πάνω από το 90% των καμηλών και το 75% των αλόγων.

Μετά τη νίκη των Βρετανών επί των Ιταλών το 1942 αποκαθίσταται με την ανοχή της Αγγλίας ο Σαγίντ Ιντρίς, ο μετέπειτα βασιλιάς της Λιβύης, αναγνωρίζεται το Εμιράτο της Κυρηναϊκής και της Τριπολίτιδας και, ταυτόχρονα, το πολιτικοθρησκευτικό τάγμα Σενουσί που τον στηρίζει. Ταυτόχρονα ο στρατηγός Μοντγκόμερι διακηρύσσει την αγγλική επικυριαρχία. Ωστόσο το 1943 η χώρα διαμοιράζεται μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας. Η πρώτη διατηρούσε τον έλεγχο του βόρειου τμήματος, της Τριπολίτιδας και Κυρηναϊκής ενώ η δεύτερη του νότιου, του Φεζάν. Ο πόλεμος επέφερε μεγάλα δεινά στη χώρα κυρίως από την καταστροφή του εδάφους. Από τα πρώτα χρόνια της εξουσίας του ο Καντάφι διεκδικούσε επανορθώσεις για τα αμέτρητες μη εκραγείσες βόμβες με τις οποίες ήταν κατάσπαρτη η χώρα.

Η περίοδος του πολέμου και η αντικατάσταση της ιταλικής αποικιοκρατίας από τη βρετανική στάθηκε κρίσιμη για την ενότητα της χώρας. Η Αγγλία εγγυήθηκε ότι η Κυρηναϊκή δεν πρόκειται στο μέλλον να ξαναβρεθεί υπό την κυριαρχία της Ιταλίας. Ωστόσο δεν έκανε το ίδιο και για την περιοχή της Τριπολίτιδας ενώ οι Γάλλοι, θεωρώντας ότι η περιοχή του Φεζάν τους εξασφαλίζει καλύτερο έλεγχο στην Αλγερία και το Τσαντ, θέλησαν να την κρατήσουν πάση θυσία. Οι Αμερικανοί, τέλος, περιορίστηκαν σε μια αεροπορική βάση ανατολικά της Τρίπολης.

Το τάγμα Σενουσί, παρά τις φιλοβρετανικές τάσεις του, διεκδικούσε την ολοκλήρωση της εθνικής ανεξαρτησίας της Λιβύης. Οι ταλαντεύσεις της Αγγλίας γύρω από το κατά πόσο τη συμφέρει η διατήρηση του ελέγχου της Λιβύης ή η ενδεχόμενη παράδοσή της εκ νέου στους Ιταλούς ξεσήκωσε το λιβυκό λαό και ενίσχυσε το κίνημα της ανεξαρτησίας. Έτσι, το 1946 ιδρύθηκε το Ενωμένο Εθνικό Μέτωπο στο οποίο πρόθυμα προσχώρησαν οι φύλαρχοι της χώρα. Υπό την ηγεσία του μουφτή της Τρίπολης Σελίμ Μουντάσερ είχε ως πρόγραμμα την απόκτηση πλήρους ανεξαρτησίας της Λιβύης υπό την πολιτική ηγεμονία του τάγματος Σενουσί. Ο Ιντρίς εκμεταλλεύτηκε για τους δικούς του λόγους το κίνημα.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως ο λαός της Λιβύης, φτωχός, χωρίς μόρφωση και χωρίς πολιτική κουλτούρα μόλις ξεπερνούσε την εποχή εκείνη το ένα εκατομμύριο. Συνεπώς το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας φαινόταν αστείο. Σε κάθε περίπτωση οι Βρετανοί είχαν επεξεργαστεί ένα σχέδιο σταδιακής ανεξαρτητοποίησης αρχικά από την Κυρηναϊκή (την οποία θεωρούσαν σταθερότερη) και με προϋποθέσεις επέκταση στη συνέχεια στην Τριπολίτιδα.

Το Μάη του 1949 τρεις πολιτικές δυνάμεις, το Ενωμένο Εθνικό Μέτωπο, το Εθνικό Κόμμα και η Επιτροπή για την Απελευθέρωση της Λιβύης συναντήθηκαν στην Τρίπολη για να συγκροτήσουν την Εθνοσυνέλευση της Τριπολίτιδας. Ακριβώς μετά από ένα χρόνο ο γνωστός σε όλους Ντην Άτσεσον δήλωνε πως δεν είναι στις προθέσεις των ΗΠΑ να επιτρέψουν την κήρυξη της ανεξαρτησίας της Λιβύης πριν το 1952. Ωστόσο, η Λιβύη κηρύχθηκε ανεξάρτητη λίγους μήνες νωρίτερα, στις 24 Δεκεμβρίου 1951. Ήταν μια στιγμή που συνέτρεχαν δύο αντίθετες εξελίξεις: από τη μια η στερέωση του βρετανικού και του αμερικανικού παράγοντα και από την άλλη η περαιτέρω ενίσχυση του αραβικού εθνικισμού.

Αξιοσημείωτη είναι εδώ και μια πτυχή της πορείας προς την (τυπική) ανεξαρτησία της Λιβύης: η αντίθεση για το ποια από τις δύο, η Τρίπολη ή η Βεγγάζη θα γίνει πρωτεύουσα του νέου κράτους. Οι εκπρόσωποι της Τριπολίτιδας και της Φεζάν ήθελαν την πρώτη ενώ της Κυρηναϊκής τη δεύτερη. Η συμφωνία ήταν κηρυχθούν συμπρωτεύουσες με την έδρα της κυβέρνησης να εναλλάσσεται αρχικά κάθε χρόνο και αργότερα κάθε δύο!

Από την πρώτη στιγμή της γέννησής του εμφανίστηκαν απέναντί του δύο ομάδες δυσαρέσκειας: οι οπαδοί της πλήρους ενοποίησης, στην Τριπολίτιδα και οι φεντεραλιστές στην Κυρηναϊκή। Οι πρώτοι διαμαρτύρονταν για την ατελή ενοποίηση του λιβυκού έθνους. Οι δεύτεροι για την έλλειψη επαρκούς αυτονομίας της Κυρηναϊκής.

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Φαντασία σε κάποιο ασάμπι για τη Λιβύη

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Υπήρχε μια ένδοξη εποχή κατά την οποία ήταν όσο πρέπει διαδεδομένος, παραδεκτός και κομψός ο όρος «στρατιωτικός τουρισμός». Έτσι, οι αναθρεμμένοι με τους κανόνες της ευρωπαϊκής ευπρέπειας νεαροί αξιωματικοί στις αποικίες ήταν καλό να διαθέτουν εύχρηστα εγκόλπια – οδηγούς για τους οποίους ο χαρακτηρισμός «ταξιδιωτικοί» θα ήταν οπωσδήποτε υποτιμητικός ! Συνοπτικά αλλά περιεκτικά κείμενα με πληροφορίες ουσιώδεις για να καταλαβαίνει κανείς τον τόπο που κυβερνούσε (όχι σαν τις σημερινές ακαταλαβίστικες δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις) συντρόφευαν τα ζωηρά και φιλόδοξα αυτά αγόρια τις ώρες της πλήξης!

Σε ένα τέτοιο στρατιωτικό τουριστικό οδηγό προσέτρεξα με αφορμή τις πρόσφατες ταραγμένες στιγμές της Λιβύης. Με τίτλο «Αρχαία Τριπολιτανία», γραμμένος τον Ιούνιο του 1946 από τον D.E.L. Hayne και βασισμένος σε αρχαιολογικές και ιστορικές πληροφορίες του αντισυνταγματάρχη της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής P. Sandison και του επικεφαλής αρχαιολόγου J.B. Ward Perkins ο στρατιωτικός αυτός τουριστικός οδηγός συνιστά, με τις 192 σελίδες του, μια εξαιρετική πρόκληση δραπέτευσης από το ασφυκτικό πραγματικό πλαίσιο της εποχής.

Έλληνες και Φοίνικες

«Αρχαία Τριπολιτανία» λοιπόν. Πίσω από το ενδιαφέρον για την Μεγάλη Λέπτιδα (Lpqy), την Οία (Uaiat) και τα Σάβραθα, τις τρεις συνιστώσες της αρχαίας Τρίπολης, η αναζήτηση των μυστικών του χώρου των Λωτοφάγων και των δυνάμεων που ελκύουν πριν και μετά την ανακάλυψη του πετρελαίου (ίσως και όταν αυτό πάψει να υπάρχει), αναζήτηση αιώνιων αιτίων σε μια γη πλατειά και στεγνή κι έναν εκτυφλωτικό και δεσπόζοντα ουρανό.

Όταν σκέφτομαι την Τρίπολη το μυαλό μου πάει στην Qart Hadasht, την Carthago των Λατίνων, την Καρχηδόνα ελληνιστί. Λάθος, φυσικά, από μερικές απόψεις. Όχι όμως από όλες. Αν και η Τρίπολη ισαπέχει από τις δυο χερσονήσους που ο θρύλος θέλει πάντα να ερίζουν, την Κυρηναϊκή και την Τύνιδα, η “ταυτότητά” της υπήρξε φοινικική – καρχηδονιακή και η ίδρυσή της προγενέστερη της Καρχηδόνας. Όχι όμως πάντα καθαρά, ένοιωθε πως βρίσκεται σ’ ένα μεταίχμιο, σ’ ένα σημείο ισορροπίας.

Όπως και να ‘χε, Καρχηδόνιοι (Φοίνικες) και Κυρηναίοι (Έλληνες) νόμιζαν πως ήταν δυο διαφορετικοί, εχθρικοί κόσμοι. Μια Τρίπολη στεκόταν αντικριστά σε μια Πεντάπολη (Κυρήνη, Απολλωνία, Πτολεμαϊδα, Τευχίρα/Αρσινόη και τη σημερινή Βεγγάζη, τότε Ευεσπερίδες/Βερενίκη). Ο ανταγωνισμός τους ήταν σκληρός και βίαιος όχι όμως απερίσκεπτος. Μπροστά στο φόβο η αναμέτρησή τους να ωφελήσει κάποιον τρίτο η Κυρήνη και η Καρχηδόνα συμφώνησαν, κατά το μύθο, να ορίσουν μεταξύ τους σύνορο με τρόπο ειρηνικό: Νέοι δρομείς θα ξεκινούσαν από κάθε πόλη και στο σημείο συνάντησής τους θα τοποθετούσαν τα σύνορα. Δυο αδέλφια από την Καρχηδόνα, οι Φίλαινοι, κάλυψαν άγνωστο αν εξ αιτίας ταχύτητας ή δόλου πολύ μεγαλύτερη απόσταση από τους Κυρηναίους ανταγωνιστές τους. Οι Κυρηναίοι όμως τους κατηγόρησαν για εξαπάτηση. Οι Καρχηδόνιοι τους προκάλεσαν να προτείνουν κάποια άλλη δοκιμασία. Οι Έλληνες (Κυρηναίοι) απάντησαν πως ή θα δεχόντουσαν οι δυο αδελφοί να ταφούν στο σημείο που έφτασαν ζωντανοί ή θα τους παραχωρούσαν το δικαίωμα να χαράξουν το σύνορο όπου νόμιζαν δίκαιο. Οι Φίλαινοι αποδέχτηκαν την πρόκληση και συμφώνησαν να ταφούν ζωντανοί εκεί που με την ικανότητά τους έφτασαν. Στο σημείο σηκώθηκε τύμβος και μνημείο. Ο Μουσολίνι, το 1937, έστησε εκεί αψίδα, αναγράφοντας το στίχο του Οράτιου: «Alme sol possis, nihil urbe Roma visere maius».Την αψίδα αυτή γκρέμισε το 1969 ο Καντάφι, χαρακτηρίζοντάς την σύμβολο της αποικιοκρατίας. Ίσως να το ξανασκεφτόταν αν είχε υπόψη του ότι στις 29 Νοεμβρίου του 1911 ο Ιταλός σοσιαλιστής ποιητής Τζιοβάνι Πάσκολι, άκολουθώντας κατά τα άλλα το παράδειγμα του Ματσίνι, στο ποίημά του « La grande Proletaria si è mossa» θριαμβολογούσε για την επανεμφάνιση των ρωμαϊκών αετών στη Λιβύη:

Oh Tripoli, oh Berenike,

oh Leptis Magna

(non hanno diritto di porre il nome quelli che hanno disertato o distrutta la casa!),

voi rivedete,

dopo tanti secoli, i coloni dorici e le legioni romane!

Guardate in alto: vi sono anche le aquile!

Αλλά ας κλείσουμε αυτή την παρέκβαση.

Μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. η συνθήκη των δύο χερσονήσων τηρήθηκε αν και η ελευθερία της Πενταπόλεως οφειλόταν στην ανοχή της Καρχηδόνας. Την ισορροπία αυτή διατάραξε αργότερα ο Πτολεμαίος Α’ ο Σωτήρ ο οποίος θέλησε να στερεώσει την ελληνική επιρροή επεκτείνοντας τα σύνορα της Κυρήνης 300 χλμ. δυτικά του τύμβου των Φιλαίνων. Μετά τη «μακεδονική» της περίοδο η Κυρήνη πέρασε εκ νέου στην επιρροή της Καρχηδόνας. Πόσο όμως περιεπλάκησαν τα πράγματα και μεταβλήθηκαν τα παλιά ήθη μετά την είσοδο της Ρώμης στη σκηνή! Οι επιδόσεις κακοήθειας δεν αναδείχτηκαν μόνο από τον ακατέργαστο ρωμαϊκό δυναμισμό αλλά και από την πανουργία των ανθρώπων της ερήμου. Οι Νουμίδιοι, νομάδες δηλαδή, δυτικότερα της Καρχηδόνας, είχαν ήδη επινοήσει την τέχνη να αξιοποιούν τις συγκρούσεις των υπερδυνάμεων. Ίσως από αυτούς την έμαθαν και οι Τριπολίτες αργότερα, πηγαίνοντας όποτε το επέβαλε το συμφέρον τους άλλοτε με τη Ρώμη κόντρα στη Νουμιδία, άλλοτε με τον Πομπήιο εναντίον του Καίσαρα και άλλοτε, αξιοποιώντας την pax romanα, με τον επιφανειακό εκρωμαϊσμό των τρόπων τους στο όνομα του εμπορικού κέρδους. Οι πολίτες της Λέπτιδος έφτασαν επί Τραϊανού να αποκτήσουν την ιδιότητα του ρωμαίου πολίτη. Πάντα όμως γλώσσα, θρησκεία (με δεσπόζουσες θεότητες τον Βάαλ, την Τανίτ και τον Μελκάρτ, τον Φοίνικα Ηρακλή) και θεσμοί κρατούσαν τη φοινικική τους ταυτότητά.

Η σημερινή Λιβύη χωρίζεται σε τρεις βασικές διοικητικές περιοχές: την Τριπολιτανία, την Κυρηναϊκή και από κάτω, στα νότια, τη Φεζάν. Όπως με τις δύο πρώτες έτσι και με τη Φεζάν μπορεί να γίνει αναγωγή στο μακρινό παρελθόν. Ετούτη η τελευταία ήταν χώρα Βερβέρων της Σαχάρας και επικράτεια του αρχαίου βασιλείου του σημαντικού έθνους των Γαραμάντων. Οι Γαράμαντες, όπως και οι Νουμίδιοι συνέβαλαν στη διάσπαση των δεσμών της Τριπόλεως με βάση την πολιτισμική της ταυτότητα και την αποδοχή των φυλετικών πολυδιασπάσεων. Οι πόλεις κατέληξαν να αντιμάχονται με επιδιαιτητή τη φυλετική νοοτροπία των Γαραμάντων.

Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου Σεβήρου η Τρίπολις ακολουθεί τη μοίρα της παρακμής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Όσο η ζωτικότητα των αρχαίων πολιτισμών φθίνει τόσο περισσότερο μια άλλη, η φυλετική κερδίζει έδαφος. Στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ από την περιοχή της Σύρτης η φυλή Χιλαγκούας, απ’ τα νότια οι Αστούριοι επεμβαίνουν στα πράγματα της Τριπολιτανίας.

Μετά το Έδικτο των Μεδιολάνων, το 313, ο χριστιανισμός γρήγορα απέκτησε σημαντικά ερείσματα στη Β. Αφρική και ειδικότερα στην Τριπολιτανία. Ωστόσο, πολύ πρώιμα την περιοχή άρχισαν να απασχολούν λυπηρά και στενόμυαλα δογματικά ζητήματα, τα οποία οδήγησαν την τοπική εκκλησία σε σχίσμα. Το επίμαχο ζήτημα ήταν αν έπρεπε να συγχωρεθούν οι «εκπεσόντες» (lapsi), δηλαδή οι χριστιανοί που είχαν «σπάσει» από τις διώξεις και συνθηκολογήσει με τους εθνικούς. Δύο τάσεις διαμορφώθηκαν. Οι «επιεικείς», με επικεφαλής τον Μενσούριο τον Καρχηδόνιο και οι «ασυμβίβαστοι», με εξέχουσα μορφή την ευκατάστατη χήρα Λουκίλα, τάση που θεωρούσε ουσιώδη ιδιότητα του χριστιανού να επιζητεί το μαρτύριο. Από τον διάδοχό της Δονάτο πήρε την ονομασία τους οι Δονατιστές, αίρεση διαστάσεων στην περιοχή. Ο θεμελιωτής της δυτικής θεολογίας ιερός Αυγουστίνος είναι πολύ γνωστός για τις θεολογικές μάχες που έδωσε κατά των Δονατιστών. Η έκταση όμως της επιρροής των Δονατιστών ιδίως στην Τριπολιτανία και η σφοδρή καταδίκη τους από μια εκκλησία που ταυτιζόταν με το κράτος συνέτεινε στην παγίωση μιας μαχητικής αντιπολίτευσης.

Οι Δονατιστές της Τριπολιτανίας εκμεταλλεύτηκαν επιδέξια τη διείσδυση των Βανδάλων στη Β. Αφρική και την αντίθεσή τους με το ρωμαιοκαθολικισμό με αποτέλεσμα να αποτελέσουν τμήμα του βανδαλικού κράτους. Η υποτυπώδης διοίκηση των Βανδάλων δεν ωφέλησε ούτε κατ’ ελάχιστο την περιοχή. Για μια ακόμη φορά η δύναμη της τοπικής φυλετικής ζωτικότητας αποδείχτηκε υπέρτερη. Η Λέπτις κατέστη κέντρο συντονισμού των δεκάδων φυλάρχων οι οποίοι ιδίως μετά τον επανέλεγχο των περιοχών από τους βυζαντινούς συνειδητοποιούσαν ότι η αυτοκρατορία αδυνατεί να ελέγξει τη Β. Αφρική. Ο Ιουστινιανός συνέλαβε την ιδέα του εκχριστιανισμού των πολυπληθών ανυπότακτων φυλών της περιοχής, ιδίως των φυλών Γκανταμπιτάνι και Γαραμάντων.

Η μη ενσωμάτωση και ανυπακοή των Δονατιστών της περιοχής αποτελούσε ένα μόνιμο πρόβλημα για την αυτοκρατορία। Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι την εισβολή των Αράβων το 643.

(ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ)