TRANSLATION

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΣΥΡΙΖΑ ενώπιος με το (κατά Σοφοκλή) Δίλημμα του Νεοπτόλεμου


Δεν πρέπει να εκπλαγεί κανείς αν, στη συγκυρία που βρισκόμαστε, ένα μικρό, χρεοκοπημένο, αδύναμο και επιτηρούμενο κράτος δώσει, για ένα διάστημα, ένα μερίδιο της εξουσίας στην Αριστερά. Ο επιτρεπτός χώρος άσκησης αυθεντικής πολιτικής έχει ούτως ή άλλως συρρικνωθεί. Γι αυτό δεν πρέπει να σοκάρει ή να δημιουργεί απορία το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης συνεργασίας με υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ ή ακόμα και με πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα. Μην εκπλαγούν ιδίως οι βολεμένοι αναλυτές με το ενδεχόμενο μιας εντυπωσιακής υποχώρησης των τραπεζιτών και των ηγετών της ΕΕ στα πλαίσια μιας καινοφανούς συμφωνίας η οποία θα έχει προκύψει με αφορμή τη δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ. Υπό τον όρο όμως ότι η ισχύς του θα είναι πρόσκαιρη και ελεγχόμενη μέσα από έναν συστημικό κυβερνητικό συνασπισμό. Καμιά συστημική ανοχή χρόνου δεν θα υπάρξει προς έναν αριστερό ΣΥΡΙΖΑ όπως τον ξέραμε παλαιότερα.
Το πιθανό γεγονός της απλής εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ και των συνταγματικών συνεπαγόμενων από μόνα τους δεν λένε πολλά. Μόνο η μακρά διάρκεια παραμονής στην εξουσία θα είναι αποφασιστική για την εικαζόμενη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα της Αριστεράς σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Αντίθετα, ένας σύντομος, μεταβατικός χρόνος μπορεί για έναν εκόντα-άκοντα ΣΥΡΙΖΑ στην καλύτερη περίπτωση να αφήσει εντυπώσεις μιας παρενθετικής απόπειρας ή στη χειρότερη να συνδυαστεί με μια ιστορική περιπέτεια αλλά οπωσδήποτε δεν θα είναι καταλυτικός.
Διότι θα χρειαστούν, πέρα από τις προοιμιακές διαβεβαιώσεις και πολλές έμπρακτες αποδείξεις συστημικής συμπεριφοράς. Ούτε η ενδεχόμενη πρόταξη των καθησυχαστικών ευρωκομμουνιστικών του καταβολών δεν θα αρκεί για να ενισχύσει τις εν λόγω διαβεβαιώσεις. Χώρια που δεν είναι τυχαίο ότι η αγωνία ενώπιον της εξουσίας έχει απωθήσει στο βασίλειο της λήθης αυτήν την μεγάλης εμβέλειας ιστορική και ιδεολογική αναφορά, η οποία είναι και η αρτιότερη εγγυήτρια της παραδοσιακής dignitas του όλου χώρου. Εντυπωσιακό δεδομένο, όταν η συγκυρία προτρέπει σε μια συγκυβέρνηση Αριστεράς-Δεξιάς.
Ας το πάρουμε όμως κι αλλιώς: ούτε μια, έστω, επιτυχής διαπραγμάτευση ορισμένων ανακουφιστικών “αντιμνημονιακών” μέτρων (π.χ. εργασιακά, απολύσεις στο δημόσιο, ΦΠΑ) δεν θα είναι ικανή να δώσει πληροφορίες για την υπό διαμόρφωση φυσιογνωμία του.
Τα 3 καυτά θέματα του χρόνου που έρχεται είναι (α) ο τρόπος εξυπηρέτησης του χρέους, (β) ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας των εσωτερικών μεταρρυθμίσεων και (γ) η διασφάλιση της νομισματικής και κατ' επέκταση της διεθνούς θέσης της Ελλάδας. Ουσιαστικά δεν υπάρχει περιθώριο για χαώδεις διαφορές στις εναλλακτικές λύσεις και επί των τριών. Ο ΣΥΡΙΖΑ το γνωρίζει.
Καίρια σημασία και αξία όμως θα έχει, για όσους θέλουν να ελπίζουν ότι παρά τις προκλήσεις που τον περιμένουν θα διατηρηθεί η “αριστερή” ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ η δημόσια αυτοκριτική του, η τιμιότητα με την οποία θα επεξεργαστεί τις αντιφάσεις, τις υποχωρήσεις,  τη διγλωσσία και τις ιδεολογικές του υπερβάσεις. Ως ένα βαθμό τον αριστερό του χαρακτήρα υποτίθεται πως  να τον εγγυάται η “αριστερή” του πτέρυγα. Οι καιροί όμως άλλαξαν. Κάποτε μια σημαία αριστερόστροφης εσωκομματικής αντιπολίτευσης έκανε θαύματα. Ποια ηγεσία θα την αρνιόταν; Σήμερα οι όποιοι αριστεροί πόλοι εντός του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζουν να λένε “ας νικήσουμε πρώτα” και μετά λογαριαζόμαστε. Οψέποτε γίνει ο λογαριασμός.
Όσο όμως συμπαγέστερα θα διαφυλάσσεται η ικανότητα κυβερνησιμότητας τόσο περισσότερο θα δικαιούνται οι αριστεροί πολίτες να υποπτεύονται αλλοίωση της αριστερής του ταυτότητας.
Εύλογη συνεπώς είναι η επανεμφάνιση του αιώνιου και “καταραμένου” ερωτήματος: Η αριστερή πολιτική είναι ασύμβατη ως κεντρικό περιεχόμενο με την άσκηση εξουσίας στο αστικό κράτος; Μετά την κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού” και την μετέπειτα υπέρ 20ετή ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς νέες συστημικές καπιταλιστικές κρίσεις έχουν εμφανιστεί οι οποίες τροφοδοτούν το ληθαργικό DNA της Αριστεράς, ιδίως στον ευρωπαϊκό νότο. Στην Ελλάδα η Αριστερά αποδεικνύεται ότι παραμένει ζωντανή. Τι συμβαίνει, τι θα επακολουθήσει; Με τις εκλογές θα αρχίσει τάχα να καταλαμβάνει σταδιακά το κράτος; Μπορεί το φαντασιακό του “κοινοβουλευτικού δρόμου προς το σοσιαλισμό” να αναβιώνει; Ή πρόκειται απλώς για μια “δικαιότερη”, σοσιαλδημοκρατική διαχείρηση του μνημονίου, κατάληψη δηλαδή του κενού που άφησε το ΠΑΣΟΚ ή λαϊκή Δεξιά; Κι αν είναι αυτό, τότε γιατί να δυσφημίζεται ως σοσιαλδημοκρατική, “πασοκική” πολιτική και όχι ευρωκομμουνιστική; Άρα να συνδεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ με αυτή τη συγκεκριμένη παράδοση της Αριστεράς και να βγάλει τη ρετσινιά του “νέου ΠΑΣΟΚ”;
Πόσο μάλλον όταν στην κουλτούρα του ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει η παραμικρή σύγχυση του “αριστερού” με το “αριστερίστικο” ή το παλαιοκομμουνιστικό.
Αυτό με ένταση υποστηρίζω. Δεν μπορώ, όπως ήδη είπα, να έχω αξιοπρεπέστερη, σοβαρότερη και τιμητικότερη οπτική για τον ΣΥΡΙΖΑ από το να θεωρήσω την ηγεσία του συνέχεια της ιστορικής παράδοσης του ΚΚΕ Εσωτερικού και του ιταλικού Ευρωκομμουνισμού. Αν δηλαδή η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δήλωνε ότι οι επιδιώξεις της απηχούν τις ιστορικές προσπάθειες του πάλαι ποτέ Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, του PCI, θα ήταν επιδοκιμαστέα. Ποιος θα διαφωνούσε για την καταλληλότητα της συγκυρίας να σχηματίσει επιτέλους το “ιστορικό μπλοκ” ανόρθωσης και εξυγίανσης της πατρίδας.
Ας μου συγχωρεθεί όμως μια αναδρομή.
Κανείς δεν συνέλαβε βαθύτερα και πιο έγκαιρα την παραπάνω ιδέα από το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τον Γενικό Γραμματέα του Palmiro Togliatti αμέσως μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Είναι σχετικά γνωστή στους κύκλους της Αριστεράς η λεγόμενη “δεξιά στροφή” που επέβαλε στο κόμμα, η περίφημη Svolta di Salerno. Σκοπός του Togliatti, πέρα από την αλλαγή στρατηγικής, ήταν η δημιουργία ενός νέου τύπου κομμουνιστικού κόμματος, ανοικτού, βασισμένου στη μαζική συμμετοχή μελών, εν αντιθέσει με το λενινιστικό κόμμα της ελίτ των “επαγγελματιών επαναστατών”. Η υπεράσπιση του αστικού κοινοβουλευτισμού και η παρουσίαση της ιδέας της εθνικής συμφιλίωσης, με αλλεπάλληλες εκκλήσεις προς τους Χριστιανοδημοκράτες υπήρξαν οι σταθεροί άξονες του Togliatti.
Αλλά την εποχή εκείνη ο κόσμος ήταν χωρισμένος σε δύο στρατόπεδα. Η Σοβιετική Ένωση έβγαινε νικήτρια και πανίσχυρη από τον πόλεμο και το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα διατηρούσε σχέσεις με τη Μόσχα. Παρά την καθησυχαστική συνάντηση του Togliatti με τον Stalin από τον οποίο πήρε και τις οδηγίες για τη διακοπή των αντιφασιστικών εκκαθαρίσεων στον κρατικό μηχανισμό η Δεξιά φοβόταν το PCI. Η άρνηση λοιπόν του πρωθυπουργού De Gasperi (είμαστε πάντα στα 1944) να αποδεχτεί οποιαδήποτε ιδέα συνεργασίας με τον Togliatti ήταν ευνόητη.
Μέχρι τα μέσα περίπου του '50 μοναδικοί συνομιλητές του PCI ήταν οι σοσιαλιστές του Nenni. Αλλά, μετά την Βουδαπέστη το '56, το σοσιαλιστικό PSI “απετάξατο” τους σοβιετικούς και κατ' επέκταση ψυχράνθηκε με τους κομμουνιστές.
Όταν το 1972 ο Berlinguer ανέλαβε την ηγεσία του PCI έθεσε ως βασικό στόχο του την επαναφορά του κόμματος στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας, αφού την προηγούμενη δεκαετία είχε πρακτικά περιθωριοποιηθεί και την επίτευξη της πολυπόθητης εθνικής συνεννόησης με τους χριστιανοδημοκράτες. Η νέα κομματική γραμμή χαρακτήριζε το CD “γνήσια λαϊκό” κόμμα, βαθιά συνδεδεμένο με τον καθολικισμό, διχασμένο σε πτέρυγες, μια από τις οποίες ήταν η “προοδευτική”, με την οποία το PCI μπορούσε να συμπράξει. Η ιδέα του “Ιστορικού Συμβιβασμού” εκεί αποσκοπούσε άλλωστε. Στο ρόλο των κομμουνιστών για μια ει δυνατόν “επιβολή” αυτής της πτέρυγας εντός του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος. Ταυτόχρονα, η απογκετοποίηση του 1/3 των Ιταλών ψηφοφόρων, που υποστήριζαν το κομμουνιστικό κόμμα, και η υπόσχεση συμμετοχής στην εξουσία ήταν ένας ανεκπλήρωτος συλλογικός πόθος που δεν μπορούσε να παραγνωριστεί.
Ο ίδιος ανεκπλήρωτος συλλογικός πόθος στρωμάτων και ατόμων που ανήκαν πάντα στην Αριστερά αλλά τις τελευταίες δεκαετίες επιζητούσαν διευρύνσεις και κοινωνικές συμμαχίες προς τα δεξιά τους, που ένοιωθαν αποστροφή μεν προς την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αλλά που ψηλαφούσαν τρόπους επαφής με πολίτες της κεντροαριστεράς σήμερα διοχετεύεται στην “απογκετοποίηση” του ΣΥΡΙΖΑ. Διότι η αγωνία για βαθιά κοινωνική και γνήσια πατριωτική επαφή με τους πολίτες του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ υπάρχει στον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ. Φυσικά και ο πόθος, η επιθυμία αλλά και η λαγνεία για την κατάληψη της εξουσίας.
Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε πρώτο κόμμα δεν θα αποτελέσει μόνο μια κορυφαία πολιτική και συνταγματική πρόκληση για την Αριστερά και δεν θα πρέπει να προσληφθεί ως άσκηση διακυβέρνησης, ακόμα και με αυτοδυναμία. Θα πρόκειται για μια ιστορική “επανεκπαίδευση” του ΣΥΡΙΖΑ στην αφομοίωση της κουλτούρας του κράτους. Γι αυτό η αναφορά στον ιστορικό συμβιβασμό δεν έχει νόημα μνημοσύνου. Στον ΣΥΡΙΖΑ συνέβησαν πολλά τα τελευταία χρόνια. Δύσκολο να μετασχηματιστούν ταυτόχρονα σε πολιτική εξουσίας και κριτικής. Δεν αρκεί η φθαρμένη τεχνική της διάκρισης κόμματος και κυβέρνησης. Χρειάζεται ένας μηχανισμός ισορροπίας και εσωτερικής νομιμοποίησης. Ας μην είναι αυτός η συγκολλητική ουσία της εξουσίας γιατί αναπόφευκτα θα αλώσει την όποια “αριστερή ψυχή” του. Ας αναζητηθεί καλύτερα στο παλιό μπαούλο ιδεών του ευρωκομμουνιστικού παραδείγματος. Καλύτερα.