TRANSLATION

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Ανεπίκαιρα Ευχαριστήρια για 25 τόνους καφέ

Υπάρχει ο όλεθρος του σεισμού, η συμπάθεια και η θλίψη για το χαμό πλήθους ανθρώπων στην Αϊτή, για τα ορφανά.
Υπάρχει η αηδία και η αγανάκτηση που προκαλεί η παρουσία των αμερικανών πεζοναυτών.
Υπάρχει η απορία γιατί γι αυτή την ένδοξη χώρα, που πρώτη αποτίναξε τα δεσμά της αποικιοκρατίας και γεννήθηκε ως επανάσταση δούλων, που αποτέλεσε το πρότυπο στους αγώνες κατά της δουλείας, που πρώτη, μόλις το 1822, αναγνώρισε τη δική μας Επανάσταση και έστειλε 25 τ. καφέ στον Αδ.Κοραή να τους πουλήσει για να προμηθευτεί ο Αγώνας όπλα, γιατί γι αυτή τη σπουδαία γιακωβίνικη μαγιά ξέραμε τόσα λίγα και δεν αναγνωρίζαμε σχεδόν τίποτε.
Αντίθετα, είναι αυτονόητο γιατί επί δεκαετίες δυσφημίστηκε η Αϊτή, γιατί αποσιωπήθηκε από τα ΜΜΕ, γιατί υπέστη τόσα από τις αποικιοκρατικές και νέο-αποικιοκρατικές δυνάμεις.
Τον Αύγουστο του 2008 ο Slavoi Zizek είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο στο New Statesman . Αναφέρεται στην Αϊτή, το κίνημα Lavalas (σημαίνει Πλημμύρα) και τον Αριστίντ. Πρόκειται για αξιοπρόσεκτο και απολύτως επίκαιρο κείμενο το οποίο θίγει την πολιτική αξία αυτού του κινήματος από την άποψη του σεβασμού του στις ελεύθερες εκλογές αλλά και τη διατήρηση ριζών στην λαϊκή, άμεση δημοκρατία, ιδίως σε τοπικό επίπεδο. Προβάλλει τη δημοκρατικότατη και ανεκτικότατη στάση του Lavalas και του Αριστίντ στον πληρωμένο «ελεύθερο τύπο» και τις βίαιες διαδηλώσεις της αντιπολίτευσης.
Η διεθνής εκστρατεία δυσφήμισης και υπονόμευσης του Lavalas ήταν, φυσικά, αναμενόμενη. ΗΠΑ, Γαλλία και Καναδάς επεδίωκαν την επιβολή ενός ελεγχόμενου κοινοβουλευτισμού (του γνωστού τύπου). Παρουσίαζαν τον Αριστίντ ως φονταμενταλιστή δικτάτορα, αντι-αμερικανό δημαγωγό και αριστερό λαϊκιστή. Τα διεθνή χρηματοπιστωτικά κέντρα στραγγάλισαν οικονομικά τη χώρα μολονότι ο Αριστίντ είχε συνθηκολογήσει με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Ο Ζίζεκ χαρακτηρίζει το Lavalas και τον αγώνα του: «Υπόδειγμα αξιακού ηρωισμού που αντιμετωπίζει θαρραλέα τα όρια του τι μπορεί να γίνει και τι όχι.» Με «μικρά» και μεταρρυθμιστικά μέτρα (σχολεία, νοσοκομεία, βελτίωση μισθών, υποδομές) ο Αριστίντ αποδύθηκε σε ένα αγώνα ανασυγκρότησης της χώρας. Αντιμετωπίζοντας όχι μόνο το λυσσαλέο πόλεμο των ΗΠΑ και των ευρωπαίων εταίρων τους αλλά και μερίδας της ντόπιας «ριζοσπαστικής αριστεράς» ο Αριστίντ, μέσα σε ένα πλαίσιο αναγκαίων συμβιβασμών, φυσικά, υπερασπίστηκε το ουσιώδες για την αξιοπρέπεια της χώρας του.
Το καθεστώς του Lavalas , κατά τον Ζίζεκ, έμοιαζε να ανιχνεύει κάποιο δρόμο συνδυασμού στοιχείων τυπικής και ουσιαστικής δημοκρατίας.
Ο παλιός σύμμαχος του Αριστίντ και σημερινός πρόεδρος της ισοπεδωμένης Αϊτής Ρενέ Πρεβάλ, ωστόσο, φαίνεται απόλυτα εξουδετερωμένος απέναντι στις πολυπληθείς, κάποιες όμως με στρατιωτικό εξοπλισμό, αποστολές «ανθρωπιστικής» βοήθειας οι οποίες έχουν για μια ακόμη φορά, κυριολεκτικά καταλάβει τη χώρα.
Χωρίς ούτε ένας αϊτινός να έχει υπογράψει ή να έχει δώσει τη συγκατάθεσή του οι ΗΠΑ, με την ανοχή του ΟΗΕ, ελέγχουν όλα τα αεροδρόμια, τα λιμάνια και τους δρόμους της χώρας. Η ζάχαρη, ο βωξίτης, οι ίνες κοκοφοίνικα αλλά κυρίως τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου μπορούν τώρα να καυχιώνται για το νέο τους αφεντικό.

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

Αφετηρίες των ορίων

Στην εποχή των «ανθρώπων χωρίς ιδιότητες», όπως τόσο εύστοχα το θέτει ο Σάββας Μιχαήλ, η απαίτηση ορισμένων να διεκδικούν διπλή ιδιότητα ή και πολλαπλές ιδιότητες, να κινούνται δηλαδή πέρα και πάνω από την περιοχή της μιας και ασφαλούς ή μη ταυτότητας, αποτελεί μια ερεθιστική, σχεδόν εξοργιστική πρόκληση.

Δε θα συμφωνήσω όμως και με τον ισχυρισμό του Balibar, ότι κάθε «αμφίβολη ταυτότητα» προκαλεί φόβο, ανασφάλεια και κατ’ επέκταση απόρριψη της Διαφοράς, άρα και ρατσιστικές και αντισημιτικές προκαταλήψεις. Για τη αβέβαιη, κλονισμένη και ρευστοποιημένη ταυτότητα νομίζω πως έχει δίκιο. Όχι όμως και για την έντεχνα «αμφίβολη ταυτότητα», για εκείνη που έχει τεθεί υπό καθεστώς αμφιβολίας συνειδητά.

Δεν πρόκειται λοιπόν να ελέγξω τις «βέβαιες» ταυτότητες όπου και όποτε διαμορφώθηκαν αφού ουσιαστικός αντίπαλος του ανθρώπου των πολλών όψεων, του homo limbicus, του «ανθρώπου των μεταιχμίων», των παρυφών όπως, επαναλαμβάνω, τόσο ωραία έχει παρουσιάσει ο Μιχαήλ δεν είναι ο άνθρωπος της θαρραλέας, της βέβαιης ταυτότητας αλλά ο φοβισμένος άνθρωπος και ιδίως εκείνος που έχει αναγκαστεί έξωθεν να αμφιβάλλει για την ταυτότητά του, εκείνος που δεν ελέγχει τη σχέση του με την ταυτότητά του, εκείνος που ενώ βρίσκεται μέσα στη σφαίρα της μιας και μοναδικής ταυτότητας έχει πάψει πια να πιστεύει ή έχει κλονιστεί η πίστη του σ’ αυτήν.

Αντίθετα, άνθρωπος των μεταιχμίων είναι όποιος είναι σε θέση να «παίζει» με την ταυτότητά του.

Για παράδειγμα, λέγεται, πως όταν ο Χίτλερ πρωτοαντίκρισε Εβραίους στη Βιέννη εκείνο που τον ανησύχησε δεν ήταν η δεδομένη «διαφορετικότητά» τους λόγω της εμφάνισής τους, των εθίμων τους , της "εβραϊκότητάς" τους αλλά η «ικανότητά» τους να μην έχουν εξωτερική αλλά εσωτερική ταυτότητα. Η πολλαπλότητα των όψεων, η άνεση να μπορεί κανείς να ανέχεται , να υποδύεται ή και να ταυτίζεται με το διαφορετικό προϋποθέτει έναν ήδη διαμορφωμένο, βαθύ, στέρεο πυρήνα ταυτότητας.

Παρόμοια, αξίζει να θυμίσουμε το μίσος των χριστιανών της Ισπανίας για την αμφίβολη αντικειμενική ταυτότητα των «κονβέρσος», των Εβραίων οι οποίοι, υπό την απειλή των αντισημιτικών διώξεων εμφανίζονταν εκόντες-άκοντες ως χριστιανοί. Δυστυχώς, και μέσα στους εβραϊκούς κόλπους δεν έλειψε ένας εσωτερικός, ιδιότυπος αντισημιτισμός, όπως εκείνος της περιβόητης επιστολής του Ολλανδού Εβραίου τραπεζίτη Ισαάκ ντε Πίντο, το 1762, προς τον Βολταίρο στην οποία ουσιαστικά φερόταν περιφρονητικά, «ρατσιστικά» κατά των γερμανόφωνων Εβραίων, γνωστών ως Εσκεναζίμ.

Η παλιά Αυστρία με επίκεντρο τη Βιέννη υπήρξε ο κατεξοχήν τόπος αντίστοιχων «ανθρώπων των μεταιχμίων». Όπως π.χ. η περίπτωση του δημάρχου της Βιέννης και ηγέτη του χριστιανού κοινωνικού κόμματος Καρλ Λούγκερ, γνωστού για τον λεγόμενο «κοινοτικό», «μικροαστικό» σοσιαλισμό του τον οποίο εφάρμοσε με επιτυχία κατά τη δημαρχία του. Μέγας κοινωνικός μεταρρυθμιστής, πρόδρομος της σοσιαλδημοκρατίας, καθολικός και έντονα αντισημίτης, ίνδαλμα του νεαρού τότε Χίτλερ, δεν δίσταζε να υποστηρίζει ένθερμα την εξαιρετική ποδοσφαιρική ομάδα Hakoah της Βιέννης η οποία αποτελείτο μόνο από Εβραίους παίκτες και με έμβλημα τη λευκή και γαλάζια φανέλα με το άστρο του Δαυίδ. Όταν οι δημοσιογράφοι τον ρωτούσαν πώς ήταν δυνατό να υποστηρίζει μια καθαρά εβραϊκή ομάδα εκείνος απαντούσε με το αποστομωτικό: «Εγώ αποφασίζω τι είναι εβραϊκό και τι όχι»!

Στην ίδια κατηγορία ανήκει και ο πρωσικής καταγωγής Βαρόνος Karl Freiherr von Vogelsang, ιδρυτής του αυστριακού Χριστιανού Κοινωνικού Κόμματος, επίσης σημαντικότατος κοινωνικός μεταρρυθμιστής, ο οποίος συνετέλεσε καθοριστικά στην καθιέρωση της εβδομαδιαίας εργασίας των 40 ωρών και ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Επειδή είχε φιλικές σχέσεις με τον Λούγκερ κατηγορήθηκε εντελώς άδικα για αντισημιτισμό. Επιζητούσε να αντικαταστήσει τη βαρβαρότητα του καπιταλιστικού ανταγωνισμού με αξίες της χριστιανικής ηθικής.

Αξιοσημείωτη είναι και η περίπτωση του πατέρα του αυστριακού σοσιαλισμού Βίκτορα Άντλερ (προσοχή: όχι του Μαξ Άντλερ, ηγέτη των αυστρο-μαρξιστών ούτε του Άλφρεντ Άντλερ, μαθητή του Φρόυντ). Από εβραϊκή οικογένεια, βαπτίστηκε στα 26 του χριστιανός προτεστάντης, έγινε αντισημίτης και μετατράπηκε σε ένθερμο υποστηρικτή του γερμανικού εθνικισμού. Την στιγμή που θεμελίωνε το Εργατικό Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα της Αυστρίας (SDAP) τα άλλα ηγετικά στελέχη, επίσης εβραϊκής καταγωγής, είχαν ευθυγραμμιστεί με την αντισημιτική του γραμμή. Κι όλα αυτά με τον Ερνστ Μαχ να αχνοφαίνεται στην άκρη του κάδρου και τον ανταγωνισμό των κονβέρσος (ανάμεσά τους και ο Ότο Μπάουερ) να διεξάγεται με όρους χριστιανικής “αριστεράς” ή “δεξιάς”.

Η συμπεριφορά του «ανθρώπου των μεταιχμίων» όχι μόνο σχετίζεται άμεσα με την προβληματική του ρατσισμού ή με το ζήτημα της ανοχής του «Άλλου» αλλά θέτει ένα πολύ βαθύτερο ζήτημα άλλοτε ελευθερίας και απεγκλωβισμού (όχι μόνο πραγματικού αλλά και εικονικού ή και μεθοδευμένου χάριν ενός σπουδαιότερου σκοπού) και άλλοτε ανελευθερίας και μηδενισμού σε αναφορά πάντα με κάποια «παραδοσιακή» ταυτότητα. Εμφανίζεται άλλοτε ως παραδοξότητα, άλλοτε ως απάρνηση της δεδομένης ταυτότητας (συχνότερα της εθνικής ή της πολιτικής ταυτότητας) και άλλοτε ως πιρουέτα ενός «αθέατου κόσμου» με τον οποίο ένας Λόγος (κυρίως ο ψυχαναλυτικός) μας επιβάλλει το καθήκον να διαλεγόμαστε. Όλες όμως αυτές οι εμφανίσεις (ισχυουσών) ταυτοτήτων, πιστεύω, περιστρέφονται γύρω από ένα πυρήνα (πραγματικής) ταυτότητας. Ούτως ή άλλως υπό την αίρεση του Φαντασιακού τελεί τόσο το Ισχύον όσο και το Πραγματικό.

Το μεταίχμιο διαθέτει μια αναμφισβήτητη δύναμη και γοητεία. Είτε ως στοχαστική μετέωρη αμηχανία (οπότε η ταυτότητα είναι σε αναστολή και τελεί υπό καθεστώς επανεξέτασης και κρίσης) είτε ως επιδέξια συναναστροφή με το διαφορετικό, ως στρατήγημα (οπότε η ταυτότητα είναι βέβαιη αλλά δόλια κρυμμένη) προϋποθέτει ένα ορισμένο πρωταρχικό νόημα αδιαπραγμάτευτου εσώτατου - χωρίς το οποίο κάθε δοκιμασία της σχέσης «ιδίου και άλλου» είναι αδιανόητη.

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010

Μελαγχολικά της Πρωτοχρονιάς

Συγχωρέστε με που θέλω να γυρίσω το βλέμμα αλλού σε μια στιγμή που θα ’πρεπε, τουλάχιστον, να νοιώθουμε ξερό το λαρύγγι μας ακούγοντας τον εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και επικεφαλής της 7μελούς αντιπροσωπείας των ευρω(τεχνο)κρατών κ. Μαζούχ (όχι μαζόχ!) Κλάους.

Κι αν μαζί με 2-3 τσίπουρα ο γνωστός θεραπευτικός μηδενισμός μας (χωρίς ειρωνεία αυτό, δες Τζόζεφ Κόνραντ) δεν αρκεί να μας παρηγορήσει, ας πάμε να θυμηθούμε κάτι υπογραμμίσεις που έκανα πριν 2 χρόνια στο βιβλίο του Δ.Τσάτσου, Η έννοια της δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία:

«H δημοκρατία είναι αποτέλεσμα διεκδίκησης» , «Aν η κρατική εξουσία δε βρει σε ένα βαθμό απήχηση στο δήμο… τότε δημιουργούνται προϋποθέσεις αμφισβήτησης της εξουσίας που μπορεί να εκδηλωθεί είτε με πράξεις αντίστασης – γιατί όχι – και με εμφύλιες συγκρούσεις.

Για να ακολουθήσει ένα μεγάλο όσο και επίκαιρο ερώτημά του:

"Μπορεί η κρατικογενής δημοκρατική αρχή να ικανοποιήσει τις νομιμοποιητικές ανάγκες μιας δημοκρατικής Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας"; Η διατύπωση και μόνο του ερωτήματος είναι κάτι πολύ σημαντικό.

Αλλά, όπως είπα, μου είναι απόλυτα αναγκαίο να γυρίσω το βλέμμα αλλού και ζητώ ξανά συγνώμη.

Όταν (εννοώ στα τέλη του 18ου αιώνα) άλλοι επιζητούσαν διέξοδο στην πολιτική δράση ο Μότσαρτ, στα 31 του, χαρακτήριζε σε μια επιστολή προς στον πατέρα του τον θάνατο «αληθινό σκοπό της ύπαρξής μας» και «τη γνώση περί του θανάτου κλειδί για την ευτυχία» πληροφορώντας τον ότι κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί αναλογίζεται πως ίσως δεν προλάβει την επόμενη μέρα. Έκφραζε και εκπλήρωνε, ίσως, ένα σημαντικό μέρος των ανησυχιών του Heidegger, όπως τις είδαμε σε παλιότερο σημείωμα.

Ήταν βέβαια και της μόδας αυτή η στάση απέναντι στο θάνατο, ιδίως στους καλλιεργημένους κύκλους της Βιέννης. Ας πούμε, κάθε ελευθεροτέκτων ενός επιπέδου έπρεπε να είναι βέβαιος πως ο θάνατος είναι μέρος της ζωής, να καλοδέχεται με νηφαλιότητα τον ερχομό του δοξάζοντας τον κύκλο της ζωής.

Αλλά, μιας και μας απασχόλησε εξαρχής το «ευρωπαϊκό» άγχος, ας θυμηθούμε και μια σχετική σκέψη του μεγάλου εμπνευστή της σύγχρονης πανευρωπαϊκής ιδέας (σε άλλο επίπεδο βέβαια), του Κόμη Ρίχαρντ Κούντενχοβε-Καλλέργη, όταν, στα δώδεκά του, αντίκρισε τη σορό του πατέρα του: «Οι ζωντανοί είναι εκείνοι που χάνονται, οι νεκροί μένουν πάντα μαζί μας».