TRANSLATION

Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Το τέλος της αηδίας

Ένας τρόπος να χωρίσει κανείς τη ζωή του σε περιόδους είναι και με βάση τη συναισθηματική αντίδραση της αηδίας.

Ας πούμε:

«Κάποτε μου προκαλούσε απίστευτη αηδία η τάδε τροφή ή η δείνα συμπεριφορά, σήμερα όχι».

Συχνά μάλιστα συνδέεται και με τη διαδικασία ωρίμασης:

«Δεν είμαι πια παιδάκι να σιχαίνομαι τις μπάμιες».

Αντίστοιχη εξοικείωση επέρχεται και με τους τρόπους συμπεριφοράς, το ντύσιμο, την ανοχή πράξεων και ιδεών. Πάντοτε τίθενται ορισμένα «αδιαπραγμάτευτα» όρια η υπέρβαση των οποίων προκαλεί την επέμβαση της αηδίας ως θεματοφύλακά τους: η έντονη κολόνια, ορισμένα αξεσουάρ, τα βαμμένα νύχια, το αμπιγιέ ντύσιμο, η κακογουστιά, η κολακεία, η δουλικότητα, τα ρουσφέτια μπορεί να ενεργοποιούν σε ορισμένους το συναγερμό της αηδίας, η οποία εν συνεχεία εξελίσσεται σε περιφρόνηση και απόρριψη.

Η αηδία λοιπόν, ενώ εμφανίζεται ως συναισθηματική – ψυχολογική αντίδραση, συνδέεται εξαιρετικά στενά με ιδεολογικά και πολιτισμικά πρότυπα, όπως πολύ χαρακτηριστικά παρουσιάζει το θέμα ο William Ian Miller στο ενδιαφέρον βιβλίο του The Anatomy of Disgust.

Η αηδία θεμελιώνεται πρωταρχικά πάνω στην απέχθεια για τις τροφές και συνδέεται με τη γεύση και την όσφρηση. Κατά τούτο διακρίνεται κάπως από τη σιχασιά, η οποία συνδέεται με την αφή και την όραση. Η αηδία οδηγεί ασυζητητί σε απόρριψη ενώ η σιχασιά όχι αναγκαστικά. Μπορεί επειδή κάτι το θεωρούμε σιχαμερό, βδελυρό να μη θέλουμε την παραμικρή επαφή μαζί του κι ωστόσο να το θαυμάζουμε, όπως π.χ. ένα έντομο με ωραία χρώματα ή μια σαύρα ή έναν μεγάλο γύπα.

Μολονότι συγγενικές προς την αηδία οι έννοιες σιχασιά, απέχθεια, αποστροφή δεν αποδίδουν το νόημα της σύγχρονης νεοελληνικής λέξης. Αν και ετυμολογικά προέρχεται από το μη-ηδύ, η αηδία παραπέμπει σε κάτι που δεν είναι ανεκτό στην κατάποση και την πεπτική λειτουργία, μια «φυσική», αντανακλαστική αντίδραση.

Επίσης, η αηδία δεν είναι ναυτία.

Η αηδία είναι η ultima ratio της σωματοποιημένης ένδειξης ότι ένα «εξωτερικό» αντικείμενο είναι πλήρως απορριπτέο από το σώμα του υποκειμένου.

Όταν όμως πληροφορούμαστε ότι στην Άπω Ανατολή απολαμβάνουν τις τηγανιτές κατσαρίδες, τους ψητούς γρύλους και τους σκορπιούς σουβλάκι συνειδητοποιούμε τη σχετικότητα του αηδιαστικού και πόσο το αίσθημα της αηδίας συνδέεται με απαγορεύσεις που έθεσαν οι ηθικοί κώδικες κυρίως των θρησκειών.

Ειδικότερα, στη χριστιανική Δύση το αίσθημα της αηδίας προσδιορίστηκε με βάση τις βιβλικές διατροφικές εντολές του Λευιτικού και τη διάκριση "καθαρών" και "ακάθαρτων", βρώσιμων και μη τροφών.

Το αρχικό κανονιστικό πλαίσιο εμπλουτίστηκε από την περίοδο του Διαφωτισμού κι έπειτα με εκδοχές ανώτερου επιπέδου εξιδανίκευσης, φιλοσοφικής και αισθητικής, από τον Hume, τον Burke, τον Kant, τον Adam Smith κ.ά.

Ωστόσο, η επίγνωση της ιστορικής, ιδεολογικής και πολιτισμικής σχετικότητας αυτού του τόσο αυτοσυντηρητικού αισθήματος δεν πρέπει να περιορίζεται στην αποδόμησή του αλλά και στην απόδοση ενός νέου, επίκαιρου νοήματος.

Διότι τα τελευταία χρόνια, η μεταμοντέρνα σκέψη και αισθητική επιχείρησε να ανατρέψει τις παλιές κατεστημένες εξιδανικεύσεις τοποθετώντας στη θέση τους πειραματισμούς οι οποίοι εμπνέονταν από την εξοικείωση με το αηδιαστικό ή και αποτρόπαιο.

Η ερευνητική τόλμη, η ελευθερία του πειραματισμού, ο έλεγχος των προϊδεασμών της παράδοσης μέσα από την ατομική εμπειρία, η ανάδειξη της ανοχής ως πρωτεύουσας ένδειξης πολιτικού καθωσπρεπισμού, η επικράτηση του πολυ-πολιτισμικού, περνούν μέσα από την αναμέτρηση με την αηδία. Η καλή επίδοση του μεταμοντέρνου ανθρώπου φαίνεται πρωτίστως από τη ριζική αναθεώρηση των αντιδράσεων αηδίας που αισθάνεται: την ελαχιστοποίηση και ει δυνατόν «θεραπεία» του από αυτήν. Καλό θεωρείται να μην αηδιάζει κανείς με τίποτα, αφού η ίδια η αηδία αποτελεί κατ’ ουσίαν έναν αναχρονισμό.

Ο σχετικισμός που συνοδεύει την αηδία γίνεται ακόμη εντονότερος στο κοινωνικό πεδίο, μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Παλαιότερα οι συντηρητικοί είχαν το θάρρος να ομολογούν την αηδία τους απέναντι στον όχλο, τη μάζα, τη δημοκρατία. Οι ρομαντικοί, επίσης, δεν ντρέπονταν να θαυμάζουν την επαναστατικότητα ή τη ζωτικότητα της κτηνώδους μάζας. Οι αστοί αηδίαζαν με τους άνεργους και τους προλετάριους, οι εργάτες με τους εργοστασιάρχες, οι μαγαζάτορες με τους τοκογλύφους, οι μεγαλέμποροι με τους μικροπωλητές, οι νοικοκύρηδες με τους αλήτες κ.ο.κ.

Η αηδία κάποτε υπενθύμιζε τη Διαφορά, τις διαφορές και τα όρια. Σήμερα, στη μεταμοντέρνα κατάσταση η αηδία έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Επιβιώνει βέβαια ως πρόσχημα πολιτικής ορθότητας.

Ας πούμε, σήμερα ακούς το σύγχρονο πολιτικό να σου λέει ότι αηδιάζει με την αναξιοκρατία, με το ρουσφέτι ή τη φοροδιαφυγή.

Ακούς τους ψηφοφόρους να αηδιάζουν με τους πολιτικούς ηγέτες που ψήφισαν.

Σιγά-σιγά θα παραδεχτούμε ότι κι αυτό είναι ένας αναχρονισμός. Ένα πρόσχημα που ξέρουμε πόσο υποκριτικό είναι.

Η αηδία έχει καταστεί μια αμφίβολη και αναξιόπιστη πλέον αντίδραση.

Ίσως γιατί είμαστε στην αρχή μιας νέας εποχής καννιβαλισμού.

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

Με αφορμή την παρέμβαση της κας Λαγκάρντ στους F.T.

Στις 14 Μαρτίου οι Financial Times δημοσίευσαν συνέντευξη της Γαλλίδας υπουργού Οικονομικών Κριστίν Λαγκάρντ στην οποία αποφάσισε να θίξει, αν και κατά βάθος υποκριτικά, ένα θέμα-ταμπού για τις γαλλογερμανικές σχέσεις:

Το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας ενδέχεται να αποβεί αβάστακτο για τους γείτονές της στην ευρωζώνη. Αν το κριτικό σχόλιό της το ενστερνιζόταν η γερμανική κυβέρνηση θα έπρεπε να χαλαρώσει τη σφικτή εισοδηματική της πολιτική, να τονώσει την εσωτερική της ζήτηση ώστε να αφήσει λίγο ελεύθερο χώρο για την ασθενική ανταγωνιστικότητα κοινοτικών οικονομιών (όπως π.χ. η ελληνική).

Το ζήτημα όμως αυτό του ελέγχου, της διαχείρισης αλλά και της κριτικής των πολιτικών που συνδέονται με τα εμπορικά ισοζύγια σε σχέση με τις ασυμμετρίες των συναλλαγματικών ισοτιμιών έχει μακρά ιστορία.

Ο John Maynard Keynes είχε επινοήσει ένα ενδιαφέρον σχέδιο αντιμετώπισης των ανισορροπιών στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών οι οποίες όμως -και κατά τούτο σχεδόν κάθε απόπειρα ελέγχου του παγκόσμιου εμπορίου καταλήγει να είναι ανεφάρμοστη- προκαλούνται από την ανισόμερη καπιταλιστική ανάπτυξη και, κατά συνέπεια, είναι πολύ δύσκολα αποφεύξιμες. Οι νόμοι της κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης και της κίνησης του κεφαλαίου εξηγούν γιατί κάποιες χώρες δημιουργούν εμπορικά ελλείμματα και το αντίστροφο.

Η ιδέα του Keynes, η οποία τέθηκε στο Bretton Woods to 1944, ήταν να δημιουργηθεί μια παγκόσμια τράπεζα, που θα ονομαζόταν International Clearing Union και η οποία θα ρύθμιζε το σύνολο του διεθνούς εμπορίου.

Η ανθρωπότητα είχε δοκιμαστεί από έναν αιματηρό μεγάλο πόλεμο. Οι προετοιμασίες μιας διεθνούς νομισματικής μεταρρύθμισης είχαν ξεκινήσει ήδη από τα χρόνια του πολέμου. Οι Σύμμαχοι έλπιζαν ότι αμέσως μετά τη νίκη τους θα έπρεπε να εγκαθιδρύσουν ένα σταθερότερο διεθνές νομισματικό σύστημα ενώ οι δυνάμεις του Άξονα επιθυμούσαν την αποδυνάμωση της στερλίνας. Ο Keynes θεωρούσε πως η χρήση του χρήματος που προέρχεται από το διεθνές εμπόριο είναι προβληματική και ότι η απουσία μιας ευρύτερης ρυθμιστικής αρχής καλλιεργεί παθολογικές και επικίνδυνες καταστάσεις στις διεθνείς σχέσεις.
Το μεγαλύτερο σφάλμα, πίστευε ο Keynes, ήταν ότι ιδίως τους τελευταίους αιώνες όλα τα διεθνή νομισματικά συστήματα έριχναν το βάρος της θεραπείας της νομισματικής ανισορροπίας στη χώρα με το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Πώς θα πετύχαινε το όραμά του; Με την έκδοση ενός ιδιαίτερου νομίσματος, με την ονομασία bancor, με το οποίο και μόνο θα πραγματοποιούντο όλες οι διεθνείς συναλλαγές. Κάθε χώρα όφειλε να «κλειδώσει» τη συναλλαγματική της ισοτιμία τη στιγμή που θα ετίθετο σε ισχύ το διεθνές αυτό νόμισμα, το οποίο θα προσδιοριζόταν όχι μόνο σε χρυσό αλλά και με βάση 30 ακόμη αγαθά.

Πώς θα λειτουργούσε η καθιέρωση αυτού του διεθνούς νομίσματος ως μηχανισμός εξισορρόπησης των διαφορών στο εμπορικό ισοζύγιο μεταξύ των χωρών;

Οι χώρες με εμπορικό πλεόνασμα θα ήταν πολύ πλούσιες σε μπάνκορ. Το νόμισμα όμως αυτό δεν θα μπορούσαν να το ανταλλάξουν με δολάρια ή γιεν ή λίρες. Συνεπώς δεν θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν ως κεφάλαιο παρά μόνο για περεταίρω εμπορικές συναλλαγές. Άρα, δεν θα υπήρχε κίνητρο πλουτισμού σε ένα εν μέρει άχρηστο νόμισμα, αφού μόνο στο διεθνές εμπόριο θα είχε πέραση. Συνεπώς, οι χώρες με διαρκές εμπορικό πλεόνασμα θα έπρεπε είτε να πάρουν μέτρα για τη μείωσή του είτε να δανείζουν τις ελλειμματικές χώρες σε bancor, πράγμα που θα δημιουργούσε αναθέρμανση του διεθνούς εμπορίου και της ανάπτυξης στις ελλειμματικές χώρες.

Στην ιδέα αυτή του Keynes κεντρικό σημείο ήταν, φυσικά, μια συμβατική διεθνής «πολιτική» συμφωνία ότι τόσο οι πλεονασματικές όσο και οι ελλειμματικές χώρες θα έπρεπε να τηρήσουν κανόνες ισορροπίας στο διεθνείς τους συναλλαγές.

Έτσι θα ασκείτο πίεση στις ελλειμματικές χώρες να μην αποκαθιστούν την ισορροπία μέσω μείωσης της ζήτησης για εισαγόμενα αγαθά αλλά μέσω της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητάς τους δηλαδή με την αύξηση των εξαγωγών τους, ενώ αντίστοιχα αντικίνητρα θα υπήρχαν για τις πλεονασματικές χώρες.

Στο σχήμα του Keynes οι υπανάπτυκτες χώρες (εκείνης της εποχής) θα αποκτούσαν με το σύστημα των bancors μεγαλύτερο βάρος στην κοινότητα του διεθνούς εμπορίου.

Οι ΗΠΑ ήταν ο μεγάλος θριαμβευτής του πολέμου. Πολύ γρήγορα το δολάριο, κλειδωμένο με το χρυσό, υπερκέρασε τη στερλίνα στις διεθνείς συναλλαγές.
Η ίδια η φορά των πραγμάτων έβαλε στην άκρη το σχέδιο του Keynes και επέβαλλε ένα άλλο, αμερικανικής κοπής του Harry Dexter White.

Η ουσιωδέστερη διαφορά του δεύτερου αυτού σχεδίου ήταν η διαιώνιση της παραδοχής ότι το βάρος της αποκατάστασης της ισορροπίας θα πρέπει να πέφτει στην εκάστοτε ελλειμματική χώρα.

Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι σε ομιλία του, πριν ένα ακριβώς χρόνο, το Μάρτη του 2009, ο πρόεδρος της «Τράπεζας του Λαού» της Κίνας Ζου Ξιάο Τσαν, με θέμα την ανάγκη μιας παγκόσμιας μεταρρύθμισης του διεθνούς νομισματικού συστήματος, χαρακτήρισε την ιδέα του Keynes «προφητική».

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

"Περσική Επιστολή" Α΄

Κάτι με τράβηξε και στάθηκα στην είδηση που δημοσίευσαν στις αρχές Μαρτίου οι Times της Τεχεράνης:

«Ο συγγραφέας Μοχάμαντ Γκασεμζαντέχ ετοιμάζει τη βιογραφία της Γερτρούδης Μπελ
Λίγες στιγμές αργότερα κατάλαβα τι μου προκάλεσε εντύπωση, τι με έβαλε σε σκέψεις. Πώς ένας παντελώς άγνωστος σε μένα ιρανός συγγραφέας (προφανώς σιίτης) αποφάσισε να βιογραφήσει μια δυτική μορφή όπως η Μπελ η οποία μάλιστα δεν είχε ιδιαίτερα αισθήματα εκτίμησης στο σιιτισμό;


Μήπως ο εν λόγω συγγραφέας δεν είναι φανατικός σιίτης αλλά φιλοδυτικός; Πώς άραγε θα διαπραγματευτεί την διάσημη βρετανή, σύγχρονη και φίλη του Λόρενς της Αραβίας, συγγραφέα, πολιτικό, αρχαιολόγο, κατάσκοπο, εμπνεύστρια και ιδρύτρια του κράτους του Ιράκ Γερτρούδη Μπελ, γνωστή και ως «Μητέρα του Ιράκ» αλλά και Αλ Χατούν (=Κυρία της Αυλής, προστάτιδα του Κράτους);

Θα το μάθουμε όταν εκδοθεί το βιβλίο του Γκασεμζαντέχ και μεταφραστεί βέβαια.

Ας πάμε όμως τώρα στο Ιράν. Ανήσυχη η κοινή γνώμη παρακολουθεί την κλιμακούμενη ένταση στην περιοχή και τις δυσοίωνες προοπτικές στις σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ-Ιράν ιδίως με αφορμή τη φημολογούμενη γιγάντωση της ισχύος του Ιράν στον τομέα των προγραμμάτων πυρηνικής ενέργειας. Ο δυναμισμός του Ιράν πηγάζει όχι μόνο από τα πετρέλαιά του αλλά και από τις επιστημονικές του επιδόσεις.

Στα πανεπιστήμιά του Ιράν φοιτούσαν μέχρι το 1979 (οπότε έγινε η ισλαμική επανάσταση) μόλις 100.000 περίπου νέοι. Σήμερα φοιτούν 2 εκατομμύρια. Η χώρα θεωρείται, παρά τις προφανείς αντιξοότητες και τις κυρώσεις, ως η ταχύτερα αναπτυσσόμενη χώρα του κόσμου στον τομέα των θετικών επιστημών και της ιατρικής ενώ οι ιρανοί επιστήμονες, εντός και εκτός του Ιράν, είναι διαπρεπέστατοι. Το 70% μάλιστα του επιστημονικού δυναμικού είναι γυναίκες.
Μη σας ξεγελά λοιπόν το τσαντόρ, (αρχαιότατης προϊσλαμικής προέλευσης με συμβολισμό υψηλού κοινωνικού status), το ρουσάν και ο δύσπεπτος για τους δυτικούς ενδυματολογικός κώδικας των γυναικών.

Έτσι, το παράξενο μίγμα νεότερου ισλαμικού σιιτισμού και αρχαιότερου περσικού ζωροαστισμού που καθορίζει την πολιτισμική ταυτότητα της χώρας παρουσιάζεται, μέσω του δυναμισμού των εφαρμοσμένων επιστημών και ιδίως της πυρηνικής ενέργειας και της διαστημικής τεχνολογίας ως σύγχρονη εκδοχή της παμπάλαιης πυρολατρείας. Κάθε υπερδύναμη αυτάρεσκα εθισμένη στα προνόμιά της δεν θα έβλεπε παρά μόνο ως απειλητικό αυτόν τον αναδυόμενο από τα έγκατα της ασιατικής σοφίας δυναμισμό.

Δίπλα σ’ έναν ιμάμη μπορεί να στέκεται ένας Ζαρατούστρα. Αυτό το υπογραμμίζουν χαρακτηριστικά οι Ναοί της Φωτιάς στους ερημότοπους της Γιάζντ που μέχρι σήμερα, ντυμένοι το σεμνό μανδύα της αρχαιολογικής ευπρέπειας, υπαινίσσονται το αιώνιο μεγαλείο των Περσών.

Το υπογραμμίζουν όμως και οι βαθιές σχέσεις της πολυπληθούς και πολύ δυναμικής μικρομεσαίας τάξης των εμπόρων, των βιοτεχνών και των επαγγελματιών που συμμάχησαν και στήριξαν την Ισλαμική Επανάσταση του 1979, κάτω από το βάρος ενός δυτικότροπου, βίαιου βιομηχανικού - καπιταλιστικού «εκσυγχρονισμού» που επεδίωκε η οικονομική ολιγαρχία και ο Σάχης.

Το υπογραμμίζει η ανάγκη να υπάρχει δίπλα στο ισλαμικό μονιστικό σχήμα της επικράτησης (προοπτικά) του μονοθεϊσμού η (τόσο αρχαία περσική) δυαρχική μανιχαϊστική διαπάλη των δυνάμεων του καλού και του κακού.

Ο δαιμόνιος ανατολίτης, άκομψα ντυμένος ανθρωπάκος του παζαριού, ένα παράξενο άβαταρ του Ζαρατούστρα, κρύβει, προφανώς, μέσα του πολύ μεγάλο σεβασμό και επίγνωση της ταυτότητάς του για να επιτρέψει να εξελιχθεί η πατρίδα του σε ένα άλλου τύπου Ιράκ. Γι’ αυτό συμμάχησε με τους χαμηλόμισθους ουλεμάδες –πιθανότατα μη συνειδητοποιώντας τη συνεπαγόμενη επιβολή μιας ασφυκτικής θεοκρατίας.

Ας γυρίσουμε όμως πάλι πίσω. Οι Πέρσες του 7ου αιώνα δέχτηκαν σταδιακά και ομαλά το Ισλάμ χωρίς ποτέ να σβήσουν το Ζωροαστρισμό από τους πλάγιους και οπίσθιους ορίζοντές τους. Ο Ζαρατούστρα επέδρασε όμως και στον ιουδαϊσμό της Βαβυλωνιακής Εξορίας. Άραγε αυτό το κοινό υπόβαθρο θα υποδαυλίσει ή θα κατασιγάσει μια ιρανο-ισραηλινή σύγκρουση; Δύο πανάρχαιοι, γιγάντιοι και σπουδαίοι πολιτισμοί, όπως ο εβραϊκός και ο περσικός, πιθανότατα θα συγκρουστούν και θα πρέπει να δικαιολογήσουν «ιδεολογικά» την αναγκαιότητα ενός πολέμου.

Τα ζητήματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Ο Αχμαντινετζάντ και η επίσημη ιρανική πολιτική διατείνονται πως στρέφονται μόνο κατά του σιωνισμού, ότι η εβραϊκή μειονότητα στο Ιράν δεν υφίσταται διώξεις. Η εσχατολογική και μεσσιανική ρητορική του (έλευση του 12ου ιμάμη Αλ Μαχντί) εστιάζεται στη συντριβή αποκλειστικά του σιωνισμού στα Παλαιστινιακά εδάφη και στην επικράτηση ενός κράτους για όλους τους παλαιστίνιους ανεξαρτήτως αν είναι μουσουλμάνοι, ισραηλίτες ή χριστιανοί.
Αντίστοιχος όμως μεσσιανισμός εκπορεύεται και από χριστιανούς σιωνιστές, από προτεσταντικές σέχτες που διατείνονται ότι η πλήρης επικράτηση του σιωνισμού στα παλαιστινιακά εδάφη θα σημάνει την έλευση του Χριστού.

Η συρροή τόσο έντονων βουλησιαρχικών ριζών δημιουργεί μια επικίνδυνη εύφλεκτη ύλη. Η ιστορία εφευρέθηκε στην Ανατολή όχι στη Δύση.

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Τικ-τακ, τικ-τακ, τικ-τακ… Μπαμ!

Βαίνουμε, όπως πλήθος ενδείξεων βεβαιώνει, προς μια νέα εποχή, στην οποία οι έννοιες – βαρίδια της κοινωνικής δικαιοσύνης και της συλλογικής αλληλεγγύης θα αναζητούνται μόνο ως λήμματα λεξικού. Θα παραπέμπουν σε μια αναχρονιστική ρητορική της αριστεράς, ή της σοσιαλδημοκρατίας.
Οι οπαδοί του τέλους των ιδεολογιών θα τρίβουν τα χέρια τους με χαρά καθώς θα βλέπουν χώρες-ναυάγια (πραγματικά ή σκηνοθετημένα) να μπαίνουν στην εντατική των νεοφιλελεύθερων τραπεζο/νοσοκομείων με επιτηρητές/χειρουργούς αυθεντίες της μονεταριστικής υγιεινής και νοσοκόμους-διασώστες άτομα χωρίς μνήμη, όπου να ‘ναι και χωρίς παρελθόν.
«Το χτες είναι μέσα μας δύσβατο και απειλητικό» έγραφε ο Σάμουελ Μπέκετ σε μια μελέτη του για τον Προυστ. Από σήμερα όμως ξαναγράφουμε την ιστορία μηδενίζοντας το κοντέρ. Έτσι δε θα μας βασανίζει η υπαρξιακή αγωνία του συγγραφέα. Το παρελθόν δε μας αφορά. Το αφήνουμε πίσω με τα σκουριασμένα βαρίδια του. Δε θα ξανακούσουμε τις εφιαλτικές φωνές των ηρώων. Έγιναν κι αυτοί λήμματα εγκυκλοπαίδειας.
Ας προσέξουμε όμως. Αυτές οι φωνές μπορεί να είμαστε εμείς. Αν μας αρέσει ο Μπέκετ ας θυμηθούμε τη γεμάτη λεπτή ειρωνεία αποστροφή του: «Το άτομο είναι μια σειρά από άλλα άτομα».

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Μπράβο Ισλανδία!

Το Σάββατο, 6 Μαρτίου, οι πολίτες της Ισλανδίας έδειξαν την αξία και τη δύναμη της άμεσης δημοκρατίας. Έδειξαν ότι οι πολίτες και η άφοβη, δημοκρατικά εκφρασμένη βούλησή τους αποτελεί τη μέγιστη εγγύηση της ανεξαρτησίας μιας χώρας.

Μετά από δημοψήφισμα που διεκδίκησε, το 93,2% των Ισλανδών είπε «όχι» στην εξαπάτησή τους. Αρνήθηκαν οι περήφανοι αυτοί άνθρωποι να πληρώσουν τα 3,8 δισεκατομμύρια ευρώ που η Βρετανία και η Ολλανδία έδωσαν ως αποζημίωση σε όσους πολίτες τους είχαν καταθέσεις στην τυχοδιωκτική ισλανδική τράπεζα Icesave, η οποία, μαζί με άλλες, χρεοκόπησε τον Οκτώβριο του 2008.

Αρνήθηκαν μια ουσιαστικά κυνική κοροϊδία, αφού τους ζητήθηκε, από τους Βρετανούς και Ολλανδούς, να αποζημιώσουν τους 350.000 περίπου ιδιώτες οι οποίοι ρισκάρισαν τα κεφάλαιά τους προσδοκώντας υψηλές αποδόσεις από μια κερδοσκοπική τράπεζα εν γνώσει τους ότι επένδυαν με μεγάλο ρίσκο.

Κι όμως, την παράλογη αυτή απαίτηση διευκόλυνε με τον ενδοτισμό της η κεντροαριστερή κυβέρνηση της Σιγκούρναντότιρ, που οι Ισλανδοί έφεραν στην εξουσία για να θεραπεύσει (υποτίθεται) τα δεινά που επέφερε ο ευφάνταστος νεοφιλελευθερισμός της προηγούμενης δεξιάς κυβέρνησης.

Παρά την επιχείρηση κατατρομοκράτησης που επιχειρήθηκε (διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, των δανειοδοτήσεων και της υποβάθμισης της πιστοληπτικής τους ικανότητας από τους γνωστούς «οίκους») το ηθικό των Ισλανδών πολιτών δεν κάμφθηκε.

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Ευρωζώνη ή Διεθνές Νομισματικό Ταμείο;

Αναδημοσιεύω το παρακάτω περιεκτικό και ουσιώδες άρθρο του Γιώργου Γλυνού από την «Καθημερινή». Διογκώνεται τόσο πολύ στο δημόσιο λόγο η διαφορά μεταξύ της προσφυγής στο ΔΝΤ και του (υποτιθέμενου) «εσωτερικού» δανεισμού από την Ευρωζώνη ώστε αγγίζει τα όρια της ανοησίας. Την ίδια στιγμή που τα στοιχήματα στα κερδοσκοπικά funds ανεβαίνουν στα ύψη όχι για το αν η Ελλάδα θα πτωχεύσει αλλά για το πότε ακριβώς εμείς κοπτώμεθα για την «πολιτική στήριξη» της Ε.Ε.
Μολονότι η περίπτωση της Ιρλανδίας έχει σημαντικές διαφορές με τη δική μας είναι αξιοσημείωτο ότι εκεί θεσπίστηκε ένα φορολογικό σύστημα με βάση το οποίο το 1% των πλουσιότερων φορολογούμενων πληρώνει το 24% της ενίσχυσης του προϋπολογισμού για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Η κρισιμότητα της κατάστασης επιβάλλει, για λίγο ακόμα, αυτοσυγκράτηση λόγων. Είναι όμως θέμα λίγων εβδομάδων, οπότε θα χρειαστεί η Ελλάδα (δηλαδή οι κοινωνικές "μας" τάξεις) να μιλήσει πλέον ως συλλογική (άραγε και εθνική;) συνείδηση με ευθύνη απέναντι στην ιστορία της.




Η Ευρωζώνη δεν συμμετέχει με αυτήν την ιδιότητα στο ΔΝΤ. Συμμετέχουν μόνο τα κράτη-μέλη της. Το αποτέλεσμα είναι μία αντιπαραγωγική υπερ-εκπροσώπηση η οποία είναι δείγμα αδυναμίας γιατί αυτή η πολυμερής υπερ-εκπροσώπηση αδυνατίζει αντί να ενισχύει τη διαπραγματευτική δύναμη της Ευρωζώνης εντός του ΔΝΤ. Ούτως, λοιπόν, εχόντων των πραγμάτων η Ελλάδα ως μέλος του ΔΝΤ δικαιούται τυπικά να ζητήσει τη συνδρομή του, ακόμα και παρά τη θέληση της Ευρωζώνης. Εντούτοις, είναι τουλάχιστον αφελές να νομίζει κανείς ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο. Το ΔΝΤ και η Ευρωζώνη δεν έχουν ιδιαίτερα ανταγωνιστικές σχέσεις και εν πάση περιπτώσει η Ελλάδα δεν έχει καλύτερες σχέσεις με το ΔΝΤ από ό, τι η Ευρωζώνη. Δεν είναι, λοιπόν, εύκολη η προσφυγή στο ΔΝΤ αγνοώντας την Ευρωζώνη.

Αυτό, όμως, που θα μπορούσε να γίνει -και πιθανόν να γίνει- είναι η προσφυγή στο ΔΝΤ με τις ευλογίες, δηλαδή με πρωτοβουλία αλλά και με την εποπτεία, της Ευρωζώνης. Αλλωστε, αυτό έχει ήδη γίνει όσον αφορά την τεχνική συνδρομή, δηλαδή την εμπειρογνωμοσύνη που διαθέτει το ΔΝΤ. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύσει και στην περίπτωση της συνδρομής με δάνειο. Σε αυτήν την περίπτωση θα έχουμε μία σημαντική πολιτική επιλογή της Ευρωζώνης και όχι της Ελλάδας. Αυτή η επιλογή θα επιβληθεί κυρίως από τη Γερμανία, η οποία επικαλούμενη και τις σχετικές διατάξεις των συνθηκών περί μη υποχρέωσης διάσωσης (no bail out) δεν επιθυμεί τη θεσμοθέτηση οιουδήποτε μηχανισμού δημοσιονομικής συνδρομής. Εάν γίνει αυτό, επειδή βεβαίως πλήττεται συνολικά η αξιοπιστία της λειτουργίας της, η Ευρωζώνη θα επιδιώξει να χρυσώσει, όσο γίνεται, το χάπι της προσφυγής στο ΔΝΤ με ισχυρές πολιτικές διακηρύξεις σχετικά με τη βούλησή της να αντιμετωπίσει η ίδια το πρόβλημα το οποίο θα διακηρύξει ότι θεωρεί πως είναι και δικό της κ. λπ. Δηλαδή, η προσφυγή της Ελλάδας στο ΔΝΤ θα παρουσιαστεί ως πολιτική πρωτοβουλία της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ από τη μεριά του δεν θα έχει αντίρρηση με αυτού του είδους την πολιτική παρουσίαση της προσφυγής. Αντίθετα, σε περίπτωση προσφυγής από την Ελλάδα στο ΔΝΤ με προφανή πολιτικά χαρακτηριστικά αντίθεσης με την Ευρωζώνη, το ΔΝΤ είναι μεν υποχρεωμένο να δεχθεί και να εξετάσει την προσφυγή, αλλά πολιτικά δεν θα είναι ιδιαίτερα συνεργάσιμο.

Εναλλακτικά, βεβαίως, είναι σαφές ότι υπάρχουν χώρες της Ευρωζώνης, στις οποίες πιθανώς περιλαμβάνεται και η Γαλλία, που θα επιθυμούσαν τη θέσπιση κάποιου μηχανισμού, έστω και ιδιαίτερα έκτακτης συνδρομής από την ίδια την Ευρωζώνη. Προσοχή, όμως! Ο μηχανισμός δημοσιονομικής συνδρομής απαιτεί, κατά περίπτωση, και την έγκριση των εθνικών κοινοβουλίων εφόσον υποστηρίζεται άμεσα ή έμμεσα από τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Υπάρχει ένα ιστορικό προηγούμενο στη δεκαετία του ’70 με την Ιταλία, όπου κάθε εθνικό Κοινοβούλιο έβαζε και τους δικούς του όρους και στο τέλος η Ιταλία παραιτήθηκε μόνη της από τη χρήση αυτού του ιδιαίτερα επώδυνου μηχανισμού. Υπάρχει, βέβαια, στο οπλοστάσιο της Ενωσης ο μηχανισμός των δανείων για τη στήριξη του ισοζυγίου πληρωμών, ο οποίος είναι παρόμοιος με τους μηχανισμούς του ΔΝΤ. Αυτός, όμως, ο μηχανισμός ισχύει για τις εκτός Ευρωζώνης χώρες. Αν επεκταθεί στις χώρες της Ευρωζώνης που δεν μπορούν να στηρίξουν το ισοζύγιο πληρωμών με υποτίμηση και δεν έχουν ανάγκη στήριξης με συναλλαγματικά διαθέσιμα θα είναι ένας μηχανισμός καθαρά δημοσιονομικής συνδρομής, πράγμα που σκοντάφτει στις διατάξεις περί διάσωσης.

Αρα, το θέμα είναι θεσμικά δύσκολο και δεν λύνεται με απλουστεύσεις. Η μόνη νομική βάση, που υπάρχει στη συνθήκη και που προβλέπει τη διάσωση, είναι η περίπτωση δημοσιονομικής συνδρομής για γεγονότα που είναι έξω από τον έλεγχο του κράτους-μέλους που τα υφίσταται (άρθρο 122). Οι συντάκτες, βέβαια, αυτού του άρθρου δεν είχαν στο μυαλό τους τη διεθνή κερδοσκοπία αλλά πολεμικές συγκρούσεις στα σύνορα κ.λπ. Υπάρχει, εντούτοις, λογική διαφορετική ερμηνεία που κάνει αυτή τη νομική βάση εφαρμόσιμη, παρόλο που η εφαρμογή της είναι θεσμικά περίπλοκη και δεν είναι βέβαιο ότι θα πραγματοποιηθεί. Αυτή, όμως, η δυσκολία δεν αναιρεί την απλοϊκότητα της προσέγγισης ότι η Ελλάδα έχει την πολιτική επιλογή ανάμεσα στην Ευρωζώνη και το ΔΝΤ. Επί της ουσίας τα μέτρα και η πολιτική πίεση θα είναι τα ίδια και δεν θα υπάρξει καμία διαφορά ή διαφωνία μεταξύ Ευρωζώνης και ΔΝΤ με την οποία θα μπορούσε να παίξει διαπραγματευτικά η χώρα μας.