TRANSLATION

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

Παράλληλη αφήγηση δύο επιζώντων των Κερκυραϊκών - μέρος δεύτερο

Τι απέγιναν οι δυο αυτοί άνθρωποι από την Κέρκυρα, ο Θέρσιλος και ο Ναυκίδης την εποχή που στην Αθήνα οι πολίτες συναντούσαν στο δρόμο τον Σωκράτη και παρακολουθούσαν στο θέατρο τραγωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη όπως την “Ηλέκτρα” και την “Εκάβη”;
Ο πρώτος, δούλος, με καταγωγή από την απέναντι Ιλλυρική και ο δεύτερος, ελεύθερος πολίτης, με ρίζες αριστοκρατικές. Δυο χωριστοί κόσμοι στη γενικότητα αλλά με κοινή μοίρα στις συγκεκριμένες περιστάσεις που αναγκαστικά βίωσαν.

Είχαμε αφήσει τον Θέρσιλο στην Αίγινα, όπου μετά τη ναυμαχία στα Σύβοτα αιχμαλωτίστηκε και πουλήθηκε δούλος σ' έναν Αιγινήτη έμπορο, τον Πράξανδρο. Απ' την άλλη, αιχμάλωτος βρέθηκε στην Κόρινθο και ο Ναυκίδης, μαζί με άλλους διακόσιους πενήντα πρωτοκλασάτους Κερκυραίους. Οι Κορίνθιοι τους καλομεταχειρίζονταν και διαπραγματεύονταν την απελευθέρωση με λύτρα, ανταλλάσσοντας ευγνωμοσύνη με φιλοκορινθιακά φρονήματα.
Θα ακούσουμε τους ίδιους να αφηγούνται τα όσα έζησαν στη συνέχεια.
Πρώτος θα μιλήσει ο Θέρσιλος.

« Κάμποσους μήνες πέρασα στο κτήμα και τις αποθήκες του Πράξανδρου. Οι μέρες αργές, βασανιστικές. Δίψα αφόρητη. Νοσταλγούσα τη δροσερή, καταπράσινη Κέρκυρα με τα πλούσια νερά.
Μια καυτή καλοκαιρινή μέρα ένα μαντάτο έκανε όλους να τρέχουν απελπισμένοι, να θρηνούν, να ικετεύουν τους θεούς τους. Ο Πράξανδρος με διέταξε να μαζέψω σ' ένα μικρό τσουβάλι τα αναγκαία. Θα φεύγαμε όλοι απ' το νησί.
Καράβια Αθηναϊκά κατέπλευσαν. Ένοπλοι Αθηναίοι μας φόρτωσαν με βία. Κατηγορούσαν με μίσος όλους τους Αιγινήτες πως αυτοί φταίγανε για τον πόλεμο που ξεκίνησε. Δεν ξέρω πόσοι βρεθήκαμε στοιβαγμένοι στις κοιλιές των καραβιών. Δεν ξέρω πώς, δούλος εγώ, παλιός ναυμάχος των Κερκυραίων, είχα σωθεί από το θάνατο και τώρα περιμένω τη μοίρα μου δίπλα στον Πράξανδρο. Ανοιχτήκαμε στη θάλασσα χωρίς να ξέρουμε τι θ' απογίνουμε.
Ταξιδέψαμε όλη τη μέρα με απαλό άνεμο, ευνοϊκό και αργά το βράδυ έβγαλαν τους περισσότερους σε μια ακτή άγνωστη σε μένα. Αυτή εδώ θα είναι η καινούργια σας πατρίδα, ούρλιαζαν. Κράτησαν μερικούς στα καράβια. Δεν τους ξαναείδαμε ποτέ.
Οι φρουρές μας έδειξαν την άλλη μέρα πού θα κάναμε τον πρώτο καταυλισμό. Ο τόπος μάθαμε πως λέγεται Θυρέα. Τη νέμονταν οι Λακεδαιμόνιοι και ποιος ξέρει πώς τα συμφώνησαν με τους Αθηναίους να μεταφέρουν εκεί τους ξεσπιτωμένους Αιγινήτες.
Λίγοι θα κρατούσαν το μικρό λιμανάκι στη θάλασσα κι εμείς, οι περισσότεροι, θα φτιάξουμε την πάνω πόλη, δέκα στάδια από την ακτή. Έτσι οι Αθηναίοι ξεμπέρδεψαν με τους μουλωχτούς Αιγινήτες.
Εγώ έμεινα στη δούλεψη του καλού Πράξανδρου. Η κακοτυχία τον μαλάκωσε, μου φερόταν καλύτερα στη νέα μας πατρίδα.
Έχουν περάσει μήνες, χρόνια. Ξεχασμένοι από θεούς και ανθρώπους ζούμε σε τούτη την ερημιά, κι ο κόπος μου πηγαίνει ίσα να μένει ζωντανός ο κύριος μου... »

Η αφήγηση του Θέρσιλου σταματά σ' αυτό το σημείο. Κανείς δεν ξέρει το τέλος του. Το πιθανότερο να σκοτώθηκε κατά την επιδρομή των Αθηναίων στη Θυρέα λίγο αργότερα. Ξεπατώσανε πέρα ως πέρα την πόλη που είχαν πετάξει τους Αιγινήτες. Κάποιοι βέβαια έμειναν ζωντανοί και μεταφέρθηκαν, μαζί με τον Λακεδαιμόνιο πολέμαρχο Τάνταλο, να πουληθούν ως δούλοι στην Αθήνα. Από εκεί, ένας δουλέμπορος τους πήρε για τη βόρεια Πελοπόννησο. Πήγαν σε μια καθυστερημένη περιοχή, σε κάποιους που μεγαλοπιάνονταν και επέμεναν να ονομάζονται “Αχαιοί”.

Ας ακούσουμε τώρα τον Ναυκίδη.

« Οι γαλιφιές των Κορινθίων ήταν τόσες ώστε μας ενημέρωναν ανελλιπώς για τον εμφύλιο σπαραγμό στην Κέρκυρα. Αν πω ότι, έξω από μένα, όλοι ανεξαιρέτως οι δικοί μας Κερκυραίοι αιχμάλωτοι είχαν προσκυνήσει τους Κορίνθιους δεν θα είναι υπερβολή. Στην πατρίδα μου, την Κέρκυρα, οι αθλιότητες έπαιρναν και έδιναν. Εγώ, αν και αριστοκράτης στην καταγωγή, έχω φρόνημα δημοκρατικό, αντιπαθώ τους ολιγαρχικούς αλλά και οι δικοί μου, οι δημοκρατικοί της Κέρκυρας, καταλαβαίνω, είναι έτοιμοι για κάθε είδους ανηθικότητα. Έρμη πατρίδα μου, Κέρκυρα αγαπημένη! Ποιος νοιάζεται για σένα και την περήφανη ιστορία σου;
Μα αυτές ήταν οι σκέψεις ενός αιχμαλώτου. Όσες ελπίδες ελευθερίας κι αν έδινε η εθελοδουλεία των συναιχμαλώτων μου προς τους Κορίνθιους είχαμε όλοι σίδερα στα πόδια.
Η προφητεία μια μέρα εκπληρώθηκε. Στην πολιτική εφικτό είναι μόνο το συμφέρον της εξουσίας. Επιστρέψαμε στην Κέρκυρα. Ένα καράβι φορτωμένο με 250 πράκτορες της Κορίνθου. Μόλις ξεμπερδέψαμε με τα πανηγύρια οι συμπατριώτες μου έπιασαν δουλειά, να απομακρύνουν την Κέρκυρα από την Αθήνα και να την δέσουν στη Σπάρτη.
Αυτά τα ήξερα από πρώτο χέρι. Μα να, ήρθε και μια ηλιόλουστη μέρα για την πατρίδα μου. Ένα κορινθιακό και ένα αθηναϊκό πλοίο έφτασαν με σκοπό τη συμφιλίωση. Και οι συμπατριώτες μου, ανέλπιστο, συμφώνησαν να έχουν ειρηνικές σχέσεις με τις δυο πανίσχυρες πόλεις.
Μα η χαρά δεν κράτησε πολύ. Δε θα αναφερθώ στα γεγονότα με τον φιλοαθηναίο Πειθία και στη φρίκη του πραξικοπήματος των ολιγαρχικών – έσφαξαν τον Πειθία κι άλλους εξήντα δημοκρατικούς. Αυτοί οι αισχροί πραξικοπηματίες ολιγαρχικοί έφτασαν να διακηρύξουν πολιτική ουδετερότητας (μακάρι η Κέρκυρα να κρατιόταν έξω απ' τον πόλεμο κι ας είχαμε τυράννους).
Την επόμενη μέρα οι δημοκρατικοί πέρασαν στην αντεπίθεση. Έσφαξαν κι εκείνοι, άπλωσαν τρομοκρατία και έφεραν Αθηναίους και πεντακόσιους Μεσσήνιους ένοπλους να επιβάλλουν έξωθεν τη “δημοκρατία”. Η Κέρκυρα πέρασε στην Αθηναϊκή συμμαχία. Οι ολιγαρχικοί κυνηγήθηκαν ανηλεώς. Ούτε κι αυτό κράτησε πολύ και τα πράγματα γύρισαν υπέρ της Σπάρτης. Προσωρινά κι αυτό. Με νέες επεμβάσεις οι Αθηναίοι ξαναπαίρνουν τον έλεγχο. Φρικτές σκηνές όπως η εκτέλεση ικετών στο Ηραίο.
Οι τάχα δημοκρατικοί (γιατί δεν μπορώ να ονομάσω δημοκρατία ένα καθεστώς που το επιβάλουν τα όπλα μιας υπερδύναμης) έχουν επικρατήσει. Και η τρομοκρατία σε βάρος των ολιγαρχικών (που, όπως είπα, αντιπαθούσα για τις αδικίες τους) ξεπέρασε κάθε έννοια πολιτισμού. Οι Αθηναίοι κατακτητές φάνηκαν πιο ήπιοι και δίκαιοι παρά οι δικοί μας Κερκυραίοι.
Οι ολιγαρχικοί που τόσο είχαν πιστέψει στις υποσχέσεις των Σπαρτιατών και δελεαστεί από τις γαλιφιές των Κορινθίων διαψεύστηκαν. Τους εγκατέλειψαν αβοήθητους στις θηριωδίες των δημοκρατικών. Μα κι εκείνοι, με τους Πελοποννήσιους συμμάχους τους, θα έκαναν χειρότερα αν είχαν επικρατήσει.
Τις αγριότητες μετά το Ηραίο και την Ιστώνη δεν θέλω να ιστορήσω. Γιατί δε θέλω ο πόλεμος να γίνει ποτέ για μένα δάσκαλος της βίας κι εγώ αφηγητής του μίσους και της ανθρώπινης κατάπτωσης.»

Εδώ τελειώνει η αφήγηση του Ναυκίδη. Καμιά πληροφορία δεν βρέθηκε για την τύχη του.
Από σεβασμό στην επιθυμία του να μην αναπαράγονται χωρίς σπουδαίο λόγο οι φρικαλεότητες του πολέμου αφήνουμε στους φιλίστορες να πληροφορηθούν τις λεπτομέρειες όπως τις αποτύπωσε ο Θουκυδίδης (Γ, 82).

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Παράλληλη αφήγηση δυο επιζώντων των Κερκυραϊκών - μέρος πρώτο

« Λέγομαι Θέρσιλος.

Στην καταγωγή είμαι Ταυλάντιος από την απέναντι ακτή, βάρβαρος όμως, όπως αποκαλούν τους συντοπίτες μου οι Κερκυραίοι. Μα έμαθα από τη μάνα μου, δούλα κι αυτή, Ελληνικά. Ο αφέντης που μεγάλωσα και υπηρέτησα το κτήμα του -όχι μακριά από τη Λευκίμμη- Κτησίας ονομάζεται. Καλός, δίκαιος άνθρωπος, μακάρι όταν ξαναπουληθώ να βρεθώ πάλι κοντά του. Όταν μάθαμε τα γεγονότα της Επιδάμνου είμασταν ανήσυχοι. Ξέραμε ότι θα γίνει πόλεμος με τους Κορίνθιους. Τα πράγματα πήγαιναν καλά στην αρχή για μας τους Κερκυραίους -λέω “εμάς” γιατί εγώ αναγκαστικά με τη μεριά τους βρίσκομαι. Πήραμε την Επίδαμνο -δική μας πόλη είναι (αν το πάμε ότι ο Φαλίας, ο αρχηγός της αποικίας, ήταν Ηρακλείδης, τότε κι εμείς οι Κερκυραίοι, άποικοι των Κορινθίων είμαστε). Αλλά οι δημοκρατικοί που κυβερνάνε στην Επίδαμνο έχουν σχέδια φιλόδοξα και θέλουν να την ξεκόψουν από την Κέρκυρα.

Ταυλάντιοι, και κάποιοι Ιλλυριοί, είμασταν με το μέρος της Κέρκυρας. Έκαναν όμως εκεί μετά τη νίκη της πολιορκίας οι Κερκυραίοι στρατηγοί πράξη ανόσια. Έσφαξαν όλους τους αιχμαλώτους κι άφησαν ζωντανούς μόνο τους Κορίνθιους πολίτες, έτσι, να τους κρατάνε ομήρους. Εμένα ακόμα δε με είχαν επιστρατεύσει. Στήθηκε, μετά τα γεγονότα της Επιδάμνου, τρόπαιο στη Λευκίμμη, με πήρε το αφεντικό μου ο Κτησίας να παρακολουθήσω τη γιορτή. Ήπια και κρασί. Μετά από λίγο καιρό οι Κερκυραίοι ρίχτηκαν στους Λευκαδίτες για τα δέκα καράβια που έστειλαν στους Κορίνθιους εναντίον μας.

Ύστερα από ενάμιση χρόνο από εκείνα τα γεγονότα ο Κτησίας με έστειλε στο καρνάγιο της Λευκίμμης, να δουλέψω. Ασταμάτητα σκαρώναμε καράβια για πενήντα κουπιά, με γερό πέτσωμα και ταρατσωμένα καταστρώματα να μπορεί να γίνει επάνω τους βαριά πεζομαχία. Το βράδυ δουλειά στον οίκο του Κτησία. Ένα πρωινό με πληροφόρησε ότι στρατολογούμαι. Θα κρατούσα, λόγω των συστάσεων του Κτησία προς τους στρατηγούς, βαρύ πέλεκυ. Δουλειά μου στην επικείμενη ναυμαχία να κατεβαίνω στα πλευρά του εχθρικού καραβιού και να ξεμερδίζω τις δεσιές στην ίσαλο γραμμή. Μπήκα σε ένα από τα εκατόν δέκα καράβια μας στις διαταγές του Ευρύβατου και φύγαμε για τα Σύβοτα, όπου και στρατοπεδεύσαμε. Απέναντι, μια ώρα δυτικά από την Εφύρα, που οι Μυκηναίοι έχτισαν, σ΄ ένα μέρος που λέγεται Χειμέριο στέκονταν οι Κορίνθιοι. Μαζί τους είχαν πάει αρκετοί συμπατριώτες μου Ταυλάντιοι κι άλλοι Ιλλυριοί.

Το τι έγινε στη ναυμαχία δε θέλω και δεν μπορώ να περιγράψω. Βρέθηκα στην αριστερή μεριά, με τους Αθηναίους δίπλα και τα καλύτερα καράβια των Κορινθίων απέναντι. Πρώτη φορά μύρισα τόσο αίμα. Δε χτυπηθήκαμε με ρόπαλα ή με ξύλα μα με σίδερα βαριά και κοφτερά. Γαντζωμένα τα καράβια μεταξύ τους δεν ξεχώριζαν Κερκυραϊκά ή Κορινθιακά. Άνθρωποι αλλόφρονες, αιμόφυρτοι, με αφρούς στα γένια. Εγώ, αποκαμωμένος από τις λυσσασμένες τσεκουριές στα ίσαλα, χάνω μεσ΄ στο νερό τον πέλεκυ κι αφήνομαι να παρασύρουν τα ρεύματα. Βρέθηκα στην ακτή μισολιπόθυμος, ευτυχώς, γιατί όσοι κολυμπούσαν τους πλεύριζαν και τους αποτέλειωναν με τόξα και ρόπαλα. Με πιάσανε οι Κορίνθιοι αιχμάλωτο. Βρίσκομαι τώρα στην Αίγινα, στη δούλεψη ενός Πράξανδρου. Καθώς οι Αιγινήτες είναι μουλωχτοί σύμμαχοι των Κορινθίων με βλέπω να μην ησυχάζω από τις αγριάδες ενός πολέμου που, ως φαίνεται, θα κρατήσει καιρό.

Λέγομαι Ναυκίδης.

Οι γονείς μου, Κερκυραίοι πολίτες με κτήματα και ζώα. Μεγάλωσα με τις ιστορίες για τους Φαίακες, το Ναυσίθοο και τον Οδυσσέα. Η γενιά μας κρατάει από τη πρώτη, την πιο παλιά ναυμαχία μεταξύ ελληνικών πόλεων, διακόσια εξήντα χρόνια πριν από αυτά εδώ τα γεγονότα, όταν νικήσαμε τη μητρόπολη μας, την Κόρινθο και πήραμε την ανεξαρτησία μας. Η περήφανη πόλη μας δε χρειάστηκε ποτέ να ζητήσει βοήθεια από κανένα και μείναμε έξω από τις συμμαχίες των Αθηναίων και των Σπαρτιατών. Μετά τους μηδικούς πολέμους είμασταν η δεύτερη, μετά την Αθήνα, ναυτική δύναμη. Οι δημοκρατικοί στην Επίδαμνο έκαναν το καλύτερο να αποφευχθεί η απόσχιση. Μα, εδώ, σ' εμάς κυβερνούν οι περισσότεροι απ' τη δική μου τάξη και είναι ολιγαρχικοί. Όπως παντού έτσι και οι Κερκυραίοι ολιγαρχικοί λοξοκοιτάνε προς τη Σπάρτη. Κι αφήσανε την Επίδαμνο στην τύχη της, βορά στο στόμα των Κορινθίων. Επιστράτευσαν και βάρβαρους, όπου μπορούσαν. Μα εμείς, οι νέοι άριστοι, ελεύθεροι πολίτες είμαστε πάνω απ' όλα Κερκυραίοι και θέλουμε την πατρίδα μας ελεύθερη και περήφανη.
Τώρα, καθυστερημένα, τα πράγματα πήγαν σε πόλεμο με τους καταραμένους Κορίνθιους. Γέμισα ενθουσιασμό όταν έμαθα πως μπαίνω αξιωματικός στο πλευρό του σπουδαίου Ευρύβατου. Απέναντί μας είχαμε τους επίλεκτους Κορίνθιους. Δίπλα μας τα δέκα -αρχικά- καράβια των Αθηναίων συμμάχων μας.
Ναυμαχία δεν την έλεγες. Κολλημένα μεταξύ τους τα αντίπαλα καράβια, ακίνητα, δίχως ελιγμούς. Τα καταστρώματα τους πλωτές εξέδρες οπλιτικής αγχιμαχίας. Εμείς, όλοι Κερκυραίοι στην αριστερή πλευρά, κάναμε και λάθη. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Οι Κορίνθιοι σκότωναν αδιάκριτα κάθε πληγωμένο ή στριμωγμένο, ακόμα και δικούς τους συμμάχους. Είπαν οι Κορίνθιοι πως νίκησαν. Ψέμμα. Το βραδάκι, όταν τραγουδούσαμε τον παιάνα για τελική επίθεση, είδαμε τους Κορίνθιους να υποχωρούν. Είχαν φανεί απ' το πουθενά είκοσι αθηναϊκά πλοία.

Κατάφεραν όμως οι Κορίνθιοι να αιχμαλωτίσουν οκτακόσιους δικούς μας δούλους – πουλήθηκαν τώρα όλοι – και διακόσιους πενήντα ελεύθερους πολίτες. Ανάμεσά τους τώρα βρίσκομαι κι εγώ, στην Κόρινθο. Μας έχουν σε χρυσό κλουβί, με περιποιήσεις και καλοπέραση που σ' αυτά οι Κορίνθιοι είναι μάστορες. Φροντίζουν να πάρουν όσο περισσότερους με το μέρος τους ώστε ελευθερώνοντας μας να έχουν στην Κέρκυρα μια φιλοκορινθιακή άρχουσα τάξη. Το βλέπω ήδη. Τα περισσότερα δικά μας καλόπαιδα, όχι μόνο ολιγαρχικοί, είναι έτοιμοι να παίξουν το παιχνίδι της Κορίνθου. Τα οκτακόσια τάλαντα εγγύηση -τάχα- ήδη έχουν συγκεντρωθεί. Μα, εγώ, όταν γυρίσω, πάλι την ανεξαρτησία και την ουδετερότητα της Κέρκυρας θα υποστηρίξω. »

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Αμφίγειο Μονής

Πόσες φορές δεν έχω κάνει τη διαδρομή Αιγινίτισσα – Μονή με εκείνο το θρυλικό σερφ (θα το θυμούνται κάποιο απ' την παρέα)... Η απόσταση από το λιμανάκι του κολπίσκου του Μούντι μέχρι την παραλία της Μονής είναι περίπου 3 χιλιόμετρα. Με το βοριαδάκι που συνήθως πνέει στην περιοχή δευτερόπριμα φτάνεις σε λιγότερο από μισή ώρα ενώ πληρούται χαράς και ευφροσύνης η ψυχή από τον ήχο των υδάτων που χαϊδεύει τη γάστρα καθώς πλανάρει στους αφρούς.
Εκεί, όμως, στο πέρασμα Πέρδικας – Μονής όσοι ξέρουν το σημείο υποχρεωτικά σοβαρεύουν. Βέβαια τότε δεν τύχαινε κάτι παράξενο. Τι και γιατί να συμβεί; Πανέμορφα ξύλινα καΐκια και βάρκες με επαγγελματίες ψαράδες ή μυαλωμένους ερασιτέχνες, με εσωλέμβιες πετρελαιοκίνητες μηχανές -απλώς πρόσθεταν το ρυθμικό και προειδοποιητικό τους “τούκου-τούκου” στη γαλήνη του τοπίου. Όμως κάθε πέρασμα είναι ένα πέρασμα. Όλοι πρόσεχαν. Έχει ρεύματα, τα νερά είναι βαθιά, 25 με 35 μέτρα, και η απόσταση του περάσματος από την πούντα της Πέρδικας μέχρι τα πρώτα βράχια της Μονής είναι περίπου 450 μέτρα. Έχεις και πρέπει πάντα να έχεις σέβας όταν περνάς ένα μπογάζι.
Ας μη στοιχειώσει από τον τραγικό χαμό των ανθρώπων ετούτο το αμφίγειο. Κι ας τους έχουν στη μνήμη τους πάντα όσοι αγαπούν και σέβονται τη θάλασσα. Κι όσοι ναυτίλοι περνούν απ' εκεί ας μουρμουρίζουν θαλασσινά το όνομα του καπτα-Στέλιου του Τρίμη.

Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Συμφωνίες και Παρεξηγήσεις

Ο ιδεώδης απόλυτος και ανέκκλητος κανόνας γεννάται μέσα από την παρεξήγηση η οποία συνήθως έπεται μιας συμφωνίας. Αυτό εκφράζει με διδακτική πυκνότητα ο αρχαίος αφρικανικός μύθος του σκύλου και του βάτραχου.
Κάποτε, λέει ο μύθος, οι άνθρωποι, αφού πρώτα συμφώνησαν με το Θεό, αποφάσισαν να του στείλουν ένα μήνυμα. Ανέθεσαν έτσι σε ένα σκύλο – αγγελιαφόρο την αποστολή να παραδώσει προσωπικά στον Θεό το αίτημα των ανθρώπων να επιστρέφουν, μετά το θάνατό τους, στη ζωή.
Στον δρόμο όμως προς τον Θεό ο σκύλος πέρασε έξω από ένα σπίτι που μαγειρευόταν κάποιο νόστιμο φαΐ. Έκανε λοιπόν μια στάση, ήφαε (που λένε και στην Ικαριά) και το 'ριξε στην ξάπλα.
Εν τω μεταξύ οι άνθρωποι λίγη ώρα αφότου ξεκίνησε ο σκύλος ανέθεσαν σ' ένα βάτραχο να πεταχτεί μέχρι το Θεό με ένα νέο μήνυμα, ότι δηλαδή όταν θα ήταν πεθαμένοι δεν θα επιθυμούσαν την επιστροφή τους στη ζωή.
Πώς άλλαξε τόσο γρήγορα αυτή η σημαντικότατη απόφαση της ανθρώπινης κοινότητας; Ο μύθος σιωπά. (Προφανώς συμβαίνει αυτό στη δημοκρατία όπως τη γνωρίζουμε σήμερα αλλά ο μύθος λέει πολλά και για τις ανθρώπινες βουλές στις προδημοκρατικές κοινωνίες.)
Σημασία τέλος πάντων έχει ότι ο βάτραχος χωρίς χρονοτριβή έφτασε πριν απ' το σκύλο στο Θεό.
Έτσι, ούτε οι άνθρωποι είχαν την ευθύνη των αλλοπρόσαλλων αποφάσεων τους αλλά κι ο Θεός τι να τους κάνει; Με το ισχύον "μυθολογικό Σύνταγμα" έπρεπε απλώς να υπογράψει και να εκδώσει το Διάταγμα.
Για όλα έφταιγε ο σκύλος.
(Ευχαριστούμε για τη διάσωση του μύθου τον Sir James George Frazer)