TRANSLATION

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Βοήθημα περί Κυριαρχίας

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Θεωρία των δύο σταδίων ανάλογη του Pufendorf διατυπώνει και ο John Locke. Έχοντας απομακρυνθεί από το ακραία συγκρουσιακό πρότυπο του Hobbes θεωρεί ότι η “φυσική κατάσταση” δεν είναι μια κατάσταση γενικευμένου πολέμου μεταξύ ατόμων αλλά μια κατάσταση ατελούς εξασφάλισης των ατομικών δικαιωμάτων. Άρα, σε πρώτη φάση η κοινωνία -της οποίας τα μέλη επειδή δεν βρίσκονται σε χομπσιανή κατάσταση σύγκρουσης αλλά μόνο επισφάλειας των ατομικών τους δικαιωμάτων- αυτοσυγκροτούνται σε κοινωνία πολιτών και στη συνέχεια προβαίνουν στη φάση του γνωστού συμβολαίου, όπου ο καθένας παραδίδει τα φυσικά του δικαιώματα στο όνομα του κοινού καλού -αλλά ως εκεί. Η ιδέα του κοινού καλού, κεντρική για τον Locke, συνεπάγεται μια κυρίαρχη εξουσία η οποία πρέπει να είναι προστατευτική και όχι καταστροφική, απειλητική για τους πολίτες. Την ύψιστη εξουσία έχει το νομοθετικό σώμα, από το οποίο, αντιπροσωπευτικά, εκπηγάζει -ως βούληση της πολιτικής κοινωνίας- το θετικό δίκαιο.
Δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί κανείς να συνδέσει άμεσα τα ζητήματα της κυριαρχίας με τη λοκιανή θεωρία της “φυσικής κατάστασης”. Ωστόσο, το απειλητικό ενδεχόμενο της εξόδου μιας χώρας, προκειμένου να μην τρωθεί η εθνική της κυριαρχία, από την διεθνή πολιτική κοινωνία παραπέμπει στην κατάσταση της φύσης, όπου ισχύει ως μοναδικός και απόλυτος όρος το “δικαίωμα της αυτοσυντήρησης”. Τότε όμως ενεργοποιείται ολόκληρος ο κύκλος μιας ανάμνησης που “υπήρξε πραγματικά” και από τον οποίο οι άνθρωποι έπρεπε να αναζητήσουν τη θεραπεία των δεινών της. Όπως σε κάθε ατομικό ιστορικό είναι εγγεγραμμένος ο αναπόφευκτος συμβιβασμός και η αποδοχή της απάρνησης του δικαιώματος της αυτοσυντήρησης και της ελευθερίας που συνεπάγεται και κατ' επέκταση της παράδοσης της φυσικής δύναμης, με αντάλλαγμα την είσοδο στην πολιτική κοινωνία έτσι και στις συλλογικές αναπαραστάσεις το ενδεχόμενο της πρόσδεσης της κυριαρχίας με το “έσχατο δικαίωμα” της αυτοσυντήρησης γίνεται αντιληπτό ως έσχατο και απευκταίο δεινό. Αυτό είναι το σημείο που μπορεί η θεωρία του Locke να φανεί γόνιμη στα ζητήματα της κυριαρχίας.
Αλλά και από μια άλλη αφετηρία ο Locke, έχοντας σαν γνώμονα την υπεράσπιση της “φυσικής κατάστασης” στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων, αντιμετώπισε τις αρχές της αποφυγής της επιθετικότητας και της αναγνώρισης του δικαιώματος για αυτοκυβέρνηση, όπως τις διατύπωσε στη Δεύτερη Πραγματεία, όχι ως απόλυτες. Τα κράτη, όμοια με τα άτομα, ενδέχεται να παραβιάζουν δικαιώματα που απορρέουν από τη φυσική κατάσταση, οπότε η διεθνής κοινότητα δικαιούται να παρεμβαίνει, ακόμα και με χρήση βίας για την αποκατάστασή τους. Η κυριαρχία του κράτους που διαπράττει το αδίκημα τίθεται σε δεύτερη μοίρα, ο πόλεμος της επιβολής της τάξης χαρακτηρίζεται “δίκαιος” και δεν ισοδυναμεί με “επιθετική” συμπεριφορά.


Για τον J.J. Rousseau η κυριαρχία θεμελιώνεται στη βούληση και εξ αυτού του λόγου είναι αναπαλλοτρίωτη και αμεταβίβαστη (αντίθετα με την εξουσία). Έδρα της γενικής βούλησης είναι ο λαός ο οποίος είτε είναι συγκροτημένος ως λαός επειδή κατέχει ο ίδιος τη γενική βούληση είτε δεν υφίσταται ως λαός. Είναι πράξη ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του λαού, κατά τον Rousseau, να μεταβιβάζει ή να εκχωρεί τη γενική βούλησή του. Ως προς αυτό η κυριαρχία ανήκει θεμελιακά, αδιαχώριστα και αδιαμεσολάβητα στο λαό και όχι στους θεσμούς αντιπροσώπευσής του. Η κυριαρχία συνεπώς συνυφαίνεται με τη δημοκρατία και μάλιστα στην άμεση έκφρασή της. Όμοια, ως εκπορεύσεις της κυριαρχίας η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία μπορούν να διαιρούνται όχι όμως η ίδια η κυριαρχία. Απόρροια αυτών των ιδιοτήτων της κυριαρχίας είναι και το στοιχείο του αλάθητου που διαθέτει. Αν ο κυρίαρχος λαός, ως συλλογική προσωπικότητα, προσωρινά απατάται, λοξοδρομεί ή σφάλλει μακροπρόθεσμα τείνει στο σωστό, που είναι η γενική ευημερία. Η ιδέα του λαού ως τελικού εγγυητή της κυριαρχίας και της δημοκρατίας εκφράστηκε στη Γαλλική Επανάσταση και διαπνέει τα σύγχρονα δημοκρατικά συντάγματα ως τελική και απόλυτη ρήτρα μέσω της οποίας οι αρετές της κυριαρχίας και της δημοκρατίας καθίστανται συνταγματικές υποχρεώσεις του λαού.

Θάνος Κωτσόπουλος

Βοήθημα περί Κυριαρχίας

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ


Η συνοπτική αναδρομή στις θεωρητικές προσεγγίσεις σημαντικών φιλοσόφων των νεότερων χρόνων πάνω στην έννοια της κυριαρχίας, μολονότι ακαδημαϊκή και κουραστική, κρίνεται αναγκαία για να φανεί το εύρος των απόψεων και, ίσως, να φανεί χρήσιμη σήμερα, σε μια στιγμή που βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση να μας προβληματίζει και να συζητούμε το ζήτημα εν όψει της κρίσης χρέους της χώρας μας। Είναι χαρακτηριστικό, το οποίο ελπίζω η παρουσίαση να δείξει, ότι ήδη εκείνες τις παλιές εποχές της απόλυτης μοναρχίας, αν και η κυριαρχία προσλαμβανόταν στην πλέον απαιτητική και απόλυτη εκδοχή της, διαφαινόταν μέσα από τις θεωρητικές προσπάθειες η συνθετότητα της έννοιας. Επειδή η παρουσίαση είναι εκτενής θα αναρτηθεί κατά μέρη. Στο πρώτο αυτό μέρος θα γίνει αναφορά μέχρι τον Pufendorf. Όπως λοιπόν θα φανεί στη συνέχεια η έννοια της κυριαρχίας δεν υπήρξε ποτέ ούτε απολύτως σαφής ούτε απόλυτα συνεκτική αλλά το περιεχόμενο της καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από τις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες και σκοπιμότητες, με όλα τα οικονομικά και πολιτικά τους διακυβεύματα, μέσα στις οποίες αναπτυσσόταν η “προβληματική” της. Καθώς θα εκτίθενται, πάντα πολύ συνοπτικά, οι θεωρητικές αυτές προσεγγίσεις ο ιστορικός περίγυρος θα εκλαμβάνεται ως γνωστός και δεδομένος και συνεπώς δεν θα γίνονται συσχετίσεις. Πριν περάσουμε όμως στο κυρίως μέρος της ιστορικής παρουσίασης των ιδεών για την κυριαρχία, ας σταθούμε σε μια εισαγωγική επισήμανση. Φαίνεται αξιοπρόσεκτη και χρήσιμη σε ένα διάλογο η παρατήρηση του Stephen D. Krasner ότι η “κυριαρχία” εκδηλώθηκε με τέσσερεις διαφορετικές εκδοχές: (α) τη διεθνή, (β) τη “βεστφαλική”, (γ) την εθνική και (δ) τη διακρατική. Η “διεθνής” κυριαρχία εκδηλώνεται, για παράδειγμα, σε περιπτώσεις αμοιβαίων αναγνωρίσεων. Η “βεστφαλική” κυριαρχία σημαίνει τον αποκλεισμό εξωτερικών de jure ή de facto παραγόντων από την εξουσία που ασκείται σε μια δεδομένη περιοχή. Η “εθνική” κυριαρχία αναφέρεται στην τυπική οργάνωση της κρατικής εξουσίας μέσα στην εθνική επικράτεια και των δημοσίων αρχών να ασκούν αποτελεσματικό έλεγχο εντός των συνόρων του κράτους. Τέλος, η “διακρατική” κυριαρχία αναφέρεται στη δυνατότητα των δημοσίων αρχών να ρυθμίζουν τις ροές των αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων, πολιτών, πληροφοριών και ιδεών που διέρχονται από τα σύνορα του κράτους. Η διεθνής και βεστφαλική εκδοχή κυριαρχίας εμπλέκονται με ζητήματα δημόσιας εξουσίας, δικαιοδοσίας και επικυρωτικών λειτουργιών και πολύ λιγότερο ελέγχου. Η εθνική κυριαρχία με ζητήματα άσκησης δημόσιας εξουσίας εντός της επικράτειας και αλλά και ελέγχου σχετικά με την αποτελεσματικότητα της άσκησης αυτής. Η διακρατική κυριαρχία εκδηλώνεται αποκλειστικά μέσω διασυνοριακών ζητημάτων ελέγχου και όχι εξουσίας. Οι τέσσερεις αυτές όψεις δεν είναι απαραίτητο να συνυπάρχουν ταυτόχρονα. Μπορεί η μια να μην υπάρχει. Μπορεί κάποια να αναιρεί ή να αποδυναμώνει την άλλη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Οι ευρωπαϊκές συνθήκες λειτουργούν ανταγωνιστικά απέναντι στην βεστφαλική εκδοχή κυριαρχίας. Από την άλλη σε χώρες όπως η Ταϊβάν μπορεί να έχει παρατηρηθεί βεστφαλική αλλά όχι διεθνής κυριαρχία. Οι κατατμήσεις της έννοιας της κυριαρχίας δεν πρέπει να ξενίζουν. Όλες οι παλαιότερες θεωρητικές προσπάθειες κατέφυγαν σε διακρίσεις। Γι αυτό και η αναφορά στην προϊστορία είναι διδακτική. Πρώτη συστηματική επεξεργασία της έννοιας souveraineté (αντίστοιχης της ρωμαϊκής majestas) γίνεται από τον πολιτικό φιλόσοφο του 16ου αιώνα Jean Bodin, στo έργο του Les Six livres de la République, (βιβλίο Ι, κεφ. VIII), όπου την ορίζει ως “την απόλυτη και διαρκή εξουσία την οποία διαθέτει μια πολιτεία” (la puissance absolue et perpetuelle d une République), ή, όπως την αναδιατυπώνει σε νεότερη λατινική έκδοση: “την υπέρτατη εξουσία πάνω στους πολίτες και τους υπηκόους, απεριόριστη από το νόμο” (supreme potestas in cives ac subditos, legibus solute). Τα τέσσερα στοιχεία της κυριαρχίας είναι (α) το απόλυτο, δηλαδή να είναι ανεξάρτητη από περιορισμούς ή προϋποθέσεις του θετικού δικαίου, (β) το διαρκές, να είναι τουλάχιστον ίση με το χρόνο ζωής του ενός ή περισσοτέρων φυσικών προσώπων στο οποίο απονέμεται, (γ) το αδιαίρετο, να μην μη μπορεί να διαμοιραστεί στο πλαίσιο της επικράτειας, και (δ) το αμεταβίβαστο, ούτε από αλλά ούτε και προς οιονδήποτε δεν είναι μονάρχης. Αυτά συγκροτούν το ενιαίο της νεοεμφανιζόμενης με απολυταρχική μορφή “εθνικής” κρατικής εξουσίας. Συνεπώς ο Ρωμαίος δικτάτωρ, ο Σπαρτιάτης αρμοστής, ο αισυμνήτης της Μυτιλήνης ή των Λοκρών, παρά την απεριόριστη (αν και όχι πάντα, ιδίως για τους αισυμνήτες) εξουσία που τους παρείχε ο λαός δεν αποτελούν για τον Bodin τυπικούς “κυρίαρχους” και από μόνο το γεγονός ότι η θητεία τους είχε περιορισμένη διάρκεια. Αναλυτικά παραθέτει εννέα διαφορετικά αποκλειστικά δικαιώματα του Κυρίαρχου που συναπαρτίζουν το πλαίσιο της κυριαρχίας απαριθμεί ο Bodin: της θέσπισης νόμων, της κήρυξης πολέμου, της υπογραφής ειρήνης, του καθορισμού των κυβερνητικών αξιωμάτων, της τελικής δικαιοδοσίας, της απονομής χάριτος, της πίστης και υπακοής των υπηκόων του, της κοπής νομίσματος, της επιβολής και είσπραξης φόρων και τελών. Ύπατο δικαίωμα ασφαλώς η νομοθετική του εξουσία την οποία ασκεί χωρίς τη συγκατάθεση οιουδήποτε άλλου. Το υποκείμενο της κυριαρχίας μπορεί, αναγνωρίζει ο Bodin παρά την σαφή προτίμηση του στη μοναρχία, να είναι ένα ή περισσότερα. Από αυτό το πλήθος εξαρτάται η μορφή του πολιτεύματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τον Bodin και μετά η κυριαρχία αντιμετωπίζεται ως αυτοτελής έννοια, διαχωρισμένη από τον ηγεμόνα. Μοναδικοί ηθικοί, συνειδησιακοί και όχι τυπικοί περιορισμοί, όπως αναφέρθηκε, στα απόλυτα κυριαρχικά δικαιώματα του μονάρχη θεωρούνται αυτοί που εκπορεύονται από “το δίκαιο που προέρχεται από το Θεό, τη φύση, το κοινό δίκαιο των εθνών αλλά και το από την μακροχρόνια πρακτική διαμορφωμένο έθιμο” (Βιβλίο Ι, κεφ. VIII). Χαρακτηριστικό όμως του 16ου αιώνα είναι και η εμφάνιση της ιδέας της “λαϊκής” κυριαρχίας ως αντίποδα της προηγούμενης προσέγγισης, όπως εκφράστηκε από τους λεγόμενους “μοναρχομάχους”, Γάλλους ουγενότους, αντιπάλους του μοναρχικού καθεστώτος και πρωτοπόρους της θεωρίας του “κοινωνικού συμβολαίου” και του δικαιώματος αντίστασης κατά της τυραννίας. Βασικό μέλημα της αντίληψης αυτής δεν είναι τόσο να επαναπροσδιορίσει το “τι” της κυριαρχίας όσο το σε “ποιον” ανήκει. Σημαντικότερος εκπρόσωπός τους ο Johannes Althusius, με το έργο του Politica methodice digesta (1609), όπου το αυθεντικό και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα της κυριαρχίας αναγνωρίζεται ως ανήκον αποκλειστικά στο λαό ενώ το κράτος είναι προϊόν συμφωνιών, αυτό που δηλώνει ο γενικός όρος “κοινωνικό συμβόλαιο”. Κυριαρχία είναι, κατά τον Althusius, “η πλέον υψηλή και γενική εξουσία διοίκησης των υποθέσεων που αφορούν γενικώς στην ασφάλεια και ευημερία των ψυχών και των σωμάτων των μελών της Πολιτείας.” “Potestas praeeminens et summa universalis disponendi de iis quae umiversaliter ad salutem curamque animae et corporis membrorum Regni seu Reipublicae pertinent.” Politica, Ch. Ix, 125. Ο Althusius αρνείται τον απόλυτο και υπέρτατο χαρακτήρα της κυριαρχίας από τη στιγμή που υπόκειται σε περιορισμούς φυσικού και εθιμικού δικαίου, δέχεται όμως τον ενιαίο και αδιαίρετο χαρακτήρα του όπως και το στοιχείο της διάρκειας (ο λαός είναι “αθάνατος”). Φυσικός τόπος της κυριαρχίας είναι ο λαός και όχι ο μονάρχης, αφού το σύνολο του λαού σε τελευταία ανάλυση την εγγυάται και είναι υπέρτερο του μέρους και οπωσδήποτε του ενός ατόμου. Αφού έδρα της κυριαρχίας είναι ο λαός και μάλιστα ο κυβερνώμενος λαός, το υπόλοιπο, η κρατική εξουσία και η κυβέρνηση χρωστούν την ύπαρξη τους σε μια ρητή ή εννοούμενη συμφωνία, ένα συμβόλαιο, οπότε οι άρχοντες είναι απλοί διαχειριστές. Αργότερα, το 1625, εμφανίζεται από τον Hugo Grotius στο De jure Belle ac Pacis μια τρίτη, ενδιάμεση και ανανεωμένη θεωρία για την κυριαρχία. Ο ορισμός που εκείνος δίνει είναι: “Κυριαρχία είναι εκείνη η εξουσία της οποίας οι πράξεις δεν υπόκεινται στον έλεγχο οιουδήποτε άλλου με τρόπο που να τις ακυρώνει άλλη πράξη οποιασδήποτε ανθρώπινης βούλησης” (Summa autem illa dicitur, cujus actus alterius juri non subsunt, ita ut alterius voluntatis human, arbitrio irriti possum reddi, B. I, ch. Iii, sec. 7). Για τον Grotius η διάρκεια δεν είναι ουσιώδες στοιχείο. Θεωρεί συνεπώς τον Ρωμαίο δικτάτορα κυρίαρχο. Επίσης, μετριάζει το στοιχείο του απολύτου. Πέρα από τους περιορισμούς του φυσικού, εθιμικού και διεθνούς δικαίου υπάρχουν και επιπρόσθετες συμφωνίες μεταξύ κυριάρχου και κυριαρχουμένων. Αλλά ούτε και με το αδιαίρετο της κυριαρχίας συμφωνεί. Τουλάχιστον ιστορικά αυτό θεωρεί ότι έχει συμβεί π.χ. με την διαίρεση του ρωμαϊκού κράτους σε ανατολικό και δυτικό. Διακρίνει επίσης μεταξύ της εξουσίας καθεαυτής και της κατοχής της. Κι αυτό διότι αντιμετωπίζει την κυριαρχία ως ιδιοκτησία. Οπότε, διαφορετικά έχει το θέμα με την κυριότητα, την επικαρπία ή την προσωρινή κατοχή της. Εξάλλου δεν ασχολείται τόσο με το περιεχόμενο της έννοιας όσο με τον φορέα της. Η κυριαρχία εδράζεται είτε σε ένα γενικό υποκείμενο (subjectum commune) είτε σε ένα ειδικό (subjectum proprium). Με βάση αυτή τη διάκριση η πολιτεία είναι γενικό υποκείμενο κυριαρχίας ενώ η κυβέρνηση ειδικό. Συνεπώς, με βάση αυτό διαφοροποιείται από τον Althusius εφόσον η κυριαρχία μπορεί να μην μην ανήκει αποκλειστικά στο λαό. Με τον ίδιο τρόπο η κυριαρχία μπορεί να αποσπάται από το λαό και να μεταβιβάζεται στον άρχοντα έτσι ώστε στο τέλος ο λαός να έχει αποξενωθεί από την κυριαρχία του. Αντλώντας έμπνευση από το ρωμαϊκό ιδιωτικό δίκαιο επισημαίνει ότι όπως εκεί ένα άτομο δικαιούται να απαλλοτριώσει την ελευθερία του και να μεταπέσει στη δουλεία (όχι επειδή ο άνθρωπος θα θεωρηθεί εκ φύσεως δούλος αλλά επειδή θα θεωρηθεί ότι δεν είναι εκ φύσεως ένα ον που δεν μπορεί να μεταπέσει στη δουλεία!) έτσι και ένας λαός μπορεί να απαλλοτριώσει την ελευθερία του και να παραδοθεί στη δουλεία. Η κυριαρχία λοιπόν μπορεί να κατέχεται είτε με πλήρες δικαίωμα κυριότητας (jure pleno proprietas), είτε με δικαίωμα επικαρπίας (jure usufructario). Ο απόλυτος κύριος της κυριαρχίας μπορεί, κατά τον Grotius, να κάνει χρήση όλων των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας του, π.χ. να πουλήσει ολόκληρο το έδαφος μαζί με το λαό του. Απ την παρουσίαση των σημαντικότερων θεωρητικών συνεισφορών στην έννοια της κυριαρχίας δεν θα μπορούσε να λείπει ο Thomas Hobbes,. Στο πασίγνωστο έργο του Leviathan (1651) η κυριαρχία αντιμετωπίζεται ως ένα δημιουργούμενο γεγονός το οποίο δεν προϋπάρχει αλλά γεννάται άμα τη συνάψει της συμφωνίας μεταξύ των ατόμων και της πράξης “ανάθεσης” στην εξουσία της διαφύλαξης της κοινωνικής ειρήνης και ασφάλειας (από τον επίσης πολύ γνωστό χομπσιανό εφιάλτη του bellum omniun contra omnes). Τα ασύνδετα μεταξύ τους άτομα, πριν τη σύναψη της συμφωνίας είναι “υποψήφια” υποκείμενα κυριαρχίας ενώ ο κυρίαρχος βρίσκεται “εκτός” των συμβαλλόμενων μερών. Άρα δε νοείται συμφωνία μεταξύ κυρίαρχου και κυριαρχούμενων. Δεν υπάρχει εκχώρηση μιας προϋπάρχουσας κυριαρχίας από κάποιον που την κατέχει, π.χ. το λαό προς τον άρχοντα διότι προ της συμφωνίας δεν αναγνωρίζεται καν η έννοια λαός, αφού αυτός επίσης υποτίθεται δημιουργείται μετά τον ορισμό του κυρίαρχου. Άπαξ όμως και συμβεί αυτό το πρωταρχικό γεγονός, που θυμίζει το συμπαντικό μπιγκ- μπανγκ, “κλειδώσει” αυτή η θεμελιώδης συμφωνία, τότε τα υποκείμενα δεν μπορούν πλέον να συνάψουν οποιαδήποτε άλλη. Ούτε όμως και ο κυρίαρχος να την παραβεί. Διαθέτει όλα τα δικαιώματα περίπου όπως τα ανέπτυξε ο Bodin τα οποία είναι αδιαχώριστα και αποκλειστικά για τον κυρίαρχο. Η γέννεση του Κυρίαρχου κατά τον Hobbes, επειδή είναι “πολύ ανθρώπινη” είναι και τόσο κοσμογονική, ώστε η “παντοδυναμία” της να υπερβαίνει ακόμα και το θεϊκό δίκαιο, για να μπορεί εξάλλου να δικαιολογηθεί και η υποταγή της Εκκλησίας στο κράτος. Η χομπσιανή κυριαρχία, απόλυτη, ενιαία, αναπαλλοτρίωτη, με το στοιχείο του απολύτου και απεριορίστου σε πολύ πιο δραστική δόση, θεμελιωμένη σε ένα εθελοντικό αλλά επτασφράγιστο και ανεπίδεκτο αναθεώρησης συμβόλαιο εμφανίστηκε την εποχή της ως το “απόλυτο όπλο” στις κοινωνικές διαμάχες της Αγγλίας του 17ου αιώνα. Καθώς ο αιώνας αυτός έβαινε προς την ολοκλήρωση του δύο νέα ονόματα, στη Γερμανία και στην Αγγλία, εμφανίζονται στο στίβο του εννοιολογικού προσδιορισμού της κυριαρχίας, ο Pufendorf και ο John Locke. Θα σταθούμε αρχικά και για να κλείσει αυτό το Πρώτο Μέρος στον πρώτο. Ο Pufendorf, με το έργο του (De Jure Naturae et Gentium, 1672) εντάσσεται στην παράδοση του κοινωνικού συμβολαίου, μόνο που το διαχωρίζει σε δύο φάσεις. Στην πρώτη σχηματίζεται η κοινωνία των πολιτών, ένα pactum unionis για να ακολουθήσει η δεύτερη, μεταξύ της σχηματισμένης αυτής κοινωνίας και της κυβέρνησης (pactum subjectionis). Έτσι γεννάται η μία, πραγματική και υπέρτατη εξουσία του κράτους και κανένα μέλος της κοινωνίας δεν μπορεί να μην υποταχθεί. Διακρίνει όμως ο Pudendorf μεταξύ κυριαρχικής και απόλυτης εξουσίας. (De Jure Naturae., VII, ch. 6, sec. 10). Η δεύτερη δίνει το δικαίωμα απόλυτης ελευθερίας χρήσης των δικαιωμάτων ενώ η πρώτη συμπεριλαμβάνει την παραδοχή της μη ύπαρξης άλλης ανώτερης από αυτήν εξουσίας. Ουσιώδες στοιχείο της κυριαρχίας δεν είναι το στοιχείο του απολύτου, υπό την έννοια ότι ασφαλώς της τίθενται περιορισμοί, αλλά της ύψιστης ανωτερότητάς της. Οπότε, ο Pufendorf συντάσσεται με την άποψη του Grotius ότι η πλήρης ή περιορισμένη κατοχή της κυριαρχίας διόλου δεν θίγει τον ουσιώδη πυρήνα της. Άρα θεωρεί ότι ο συνταγματικά περιορισμένος μονάρχης, σε αντίθεση με ότι θα πρέσβευε ο Hobbes, δεν είναι λιγότερο κυρίαρχος από τον απόλυτο μονάρχη.

Θάνος Κωτσόπουλος