TRANSLATION

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Ένας διαφορετικός Απρίλης

Με τη σειρά τους όμως. Τα του Απρίλη τον Απρίλη. Τώρα, καθώς ο Μάρτης φεύγει ολίγα εισαγωγικά.

1
Στις 19-20 Ιανουαρίου 1941 είχε πραγματοποιηθεί στο Salzburg μια μεγάλη γερμανο-ιταλική συνάντηση κορυφής με τη συμμετοχή του Χίτλερ, του Μουσολίνι, των δύο υπουργών εξωτερικών των δύο χωρών Ρίμπεντροπ και Τσιάνο και ανώτατων στρατιωτικών με θέμα τον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Σ' εκείνη τη συνάντηση ο Χίτλερ είχε αποκαλύψει το σχέδιό του να τελειώνει με την Ελλάδα για να οργανώσει τη μεγάλη επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης.

Μόλις το άκουσε ο Μουσολίνι αποφάσισε να τον προλάβει με μια δική του θεαματική νίκη, οπότε οργάνωσε τη γνωστή “μεγάλη εαρινή επίθεση” κατά της Ελλάδας (9-16 Μαρτίου 1945) η οποία κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Ο Μουσολίνι επιστρέφει ντροπιασμένος στην Ιταλία στις 21 Μαρτίου 1941.
2
Αναφερθήκαμε στο πρώτο σημείωμα στην επιτελική σύσκεψη του Σάλτσμπουργκ τον Ιανουάριο του 1941 και την κοινοποίηση εκεί του Χίτλερ, της πρόθεσής του να καταλάβει στρατιωτικά την Ελλάδα. Ήταν μια δήλωση πρόθεσης την οποία ασφαλώς εννοούσε αλλά δεν είχε προσδιορίσει τον ακριβή χρόνο. Ο Μουσολίνι είχε “πιάσει την ατάκα” και προχώρησε μόνος του στο φιάσκο και παταγώδη αποτυχία της “Εαρινής Επίθεσης” στη βορειοανατολική Ελλάδα.

Στο δεύτερο αυτό σημείωμα θα θέσουμε το ερώτημα τι απέγινε η νικηφόρα προέλαση του ελληνικού στρατού που όπως όλοι ξέρουμε είχε συμβεί στο μέτωπο της Αλβανίας λίγους μήνες πριν;

Θυμόμαστε ασφαλώς ότι ο ελληνικός στρατός είχε καταλάβει την Β.Ήπειρο και ήδη από τα μέσα Δεκεμβρίου του 1940 θα μπορούσε να είχε επικρατήσει πλήρως έναντι του ιταλικού σε όλη την περιοχή αν και δεν διέθετε τα υποτυπώδη εφόδια που του είχαν υποσχεθεί η δε αεροπορική στήριξη που είχαν στείλει οι Άγγλοι με 80 αεροπλάνα ήταν ανήμπορη να αντιμετωπίσει τα 400 ιταλικά. Ο ελληνικός στρατός έμενε εκεί αδρανής. Για ποιο λόγο; Την απάντηση θα μας δώσει ο Αλ.Παπάγος.
3
Στα προηγούμενα δύο σημεία διατυπώσαμε το ερώτημα γιατί ο ελληνικός στρατός έμεινε αδρανής μετά τη νικηφόρα προέλασή του στο αλβανικό μέτωπο, δεν διέλυσε τον ιταλικό στρατό -χωρίς επεκτατικές προθέσεις αλλά μόνο αμυντικής εξασφάλισης- και άφησε το χρόνο να περνά προς όφελος της τελικής επιχείρησης που οργάνωνε μυστικά ο Χίτλερ με την κωδική ονομασία “Μαρίτσα”, ήδη από τις 13 Δεκεμβρίου 1940 δεδομένου ότι μέχρι και τη δεύτερη αποτυχημένη επίθεση του Μουσολίνι τον Μάρτιο 1941 η Ελλάδα βρισκόταν σε σχετικά καλή θέση.

Είπαμε, η απάντηση που έδωσε ο Αλ. Παπάγος ήταν:

Η περαιτέρω βαθύτερα, βορείως του Πόγραδετς, προχώρησις δεν συνεχίζεται διότι εκρίθη αι θυσίαι τας οποίας θα απήτει ήσαν δυσανάλογοι προς τα αποτελέσματα, λαμβανομένου υπ' όψιν ότι ο σκοπός (απόφραξις της από βορρά απειλής κατά της Κορυτσάς) επετεύχθη ήδη.

(“Ο πόλεμος της Ελλάδος 1940-41”, εκδ. Οι Φίλοι του Βιβλίου, σελ. 262)

Το ερώτημα που έθεσα δεν ήταν όμως για την “προχώρησιν” αλλά για την αμυντική εξασφάλιση! Η γενικόλογη ανάλυση όμως του στρατηγού Παπάγου ήταν του τύπου “κόστους-οφέλους”. Χάριν της συζήτησης θα την δεχτούμε με αστερίσκο.

Πριν προχωρήσω πρέπει να γίνω σαφής και καθαρός σχετικά με την επιδίωξη αυτής της απλουστευμένης αφήγησης, η οποία θα τελειώσει με ορισμένα γεγονότα μέχρι τα τέλη περίπου του Απρίλη 1941. Με πνεύμα ανοικτό και διερευνητικό θα ήθελα να φανούν οι αβεβαιότητες, οι λεπτές διαχωριστικές γραμμές, οι αμφιταλαντεύσεις, οι προδιαθέσεις και οι μεταπτώσεις σε συνθήκες πολέμου μεταξύ αφενός της αγγλικής “πλευράς” και αφετέρου της γερμανικής “πλευράς” μέχρι την κατάληψη της Αθήνας στις 27 Απριλίου 1947.
4
Απάντηση ικανοποιητική στο ερώτημα που έθεσα στα τρία πρώτα σημεία για την αδράνεια του ελληνικού στρατού στο αλβανικό μέτωπο, μετά τις αρχές Δεκέμβρη, δεν βρίσκεται εύκολα. Πάντως δεν επαρκεί η εξήγηση του Παπάγου. Κυκλοφορούσαν τότε από τον Χίτλερ και οι φήμες ότι η Ελλάδα θα έπαιρνε εδάφη της Β.Ηπείρου. Αλλά ούτε αυτές οι εξηγήσεις πείθουν πώς ένας στρατός μετά από μια νικηφόρα άμυνα κάθεται με σταυρωμένα χέρια και περιμένει τη μοίρα του.

Μετά την αποτυχία του Μουσολίνι ο Χίτλερ του ζήτησε με επιστολή του και σε αυστηρό τόνο να σταματήσει κάθε πρωτοβουλία και να περιοριστεί στην φύλαξη των συνόρων Γιουγκοσλαβίας-Αλβανίας. (Hitler e Mussolini, Lettere e Documenti, ed. Rizzoli, 1946)

Ως γνωστόν η Γερμανία θα έθετε σε εφαρμογή μετά το σχέδιο “Μαρίτα” ή “Μαρίτσα” το σχέδιο “Μπαρμπαρόσα” κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Σύμφωνα με τον προγραμματισμό του Χίτλερ τα Βαλκάνια και η Ελλάδα έπρεπε να είχαν τελειώσει μέσα στον Μάρτιο, ώστε να ολοκληρωθούν οι επιχειρήσεις κατά της ΕΣΣΔ πριν πιάσει ο βαρύς χειμώνας.

Αλλά τα πράγματα μπλέχτηκαν με τις εξελίξεις στη Γιουγκοσλαβία. Η θέση της δεν ήταν σαφής διότι κρατούσε σχέσεις με την Αγγλία αλλά ταυτόχρονα είχε επαφές και με τη Γερμανία. Η επαμφοτερίζουσα στάση τους συνδεόταν με τις διαβεβαιώσεις που ζητούσε το γιουγκοσλαβικό Στέμμα από την Αγγλία ότι θα πάρει τη Θεσσαλονίκη.

Τελικά, και λόγω των αοριστιών των Βρετανών, το Συμβούλιο του Στέμματος υπέγραψε, σαν σήμερα, στις 25 Μαρτίου, στη Βιέννη, την προσχώρηση της Γιουγκοσλαβίας στον Άξονα, γεγονός που ο Χίτλερ πανηγύρισε.

Μια διαδήλωση και ένα κίνημα μερικές ώρες αργότερα ήταν το γεγονός που επέδρασε καταλυτικά. Θα το δούμε στη συνέχεια.

5
Μια αρχική σύντομη διευκρίνηση. Ο χαρακτηρισμός “αδράνεια” για τον ελληνικό στρατό δεν σημαίνει ότι δεν συνέχιζε ακατάπαυστα επιτόπιες επιχειρήσεις δύσκολες, με θυσίες και αγώνα ενός είδους που πάντα παράγεται από τον στρατευμένο λαό και τους μαχόμενους αξιωματικούς. Ο λόγος είναι για την σκόπιμη αδράνεια της “κορυφής”.

Η επαμφοτερίζουσα στάση του γιουγκοσλαβικού Στέμματος πήρε τέλος στις 25 Μαρτίου 1941 με την προσχώρηση αλλά μόνο για μία μέρα (!) στον Άξονα και είναι βέβαιο ότι ο Χίτλερ είχε υποσχεθεί τη Θεσσαλονίκη. Παρά την επίσημη θέση ουδετερότητας η Γιουγκοσλαβία είχε ήδη από τις κυβερνήσεις Stojadinović και Cvetković σε συνδυασμό με το ότι η Αγγλία έδειχνε απρόθυμη να στηρίξει είχε πάρει φιλική κλίση προς τον Άξονα. Mutatis mutandis η ασταθής και επαμφοτερίζουσα στάση της Γιουγκοσλαβίας απέναντι στην Αγγλία ή τη Γερμανία είχε αναλογίες με τα εν Ελλάδι συμβαίνοντα.

Αλλά οι διαδηλώσεις το βράδυ της 26ης προς 27 Μαρτίου στο Βελιγράδι, και τις πόλεις Kragujevać και Nis και ένα κίνημα στο οποίο βρίσκεται με σημαίνοντα ρόλο ο Ivan "Vane" Stefan Ivanović, γνωστός δρομέας των Ολυμπιακών του Βερολίνου (1936), μεταξύ των αρνητών χαιρετισμού στον Χίτλερ, εφοπλιστής από τον δεύτερο σύζυγο της μητέρας του Božo Banać και άνθρωπος της βρετανικής Intelligence, προκάλεσαν την ανατροπή του Συμβουλίου του Στέμματος και του αντιβασιλιά Παύλου (ο οποίος βρήκε καταφύγιο στην Ελλάδα !) και κήρυξη ως νέου βασιλιά πλέον του δεκαεπτάχρονου Πέτρου Β' Καραγιώργεβιτς. Οι εξελίξεις, μολονότι δεν είχε καταγγελθεί ανοικτά η προσχώρηση στον Άξονα, προκάλεσαν την οργή του Χίτλερ διότι του ανέτρεπαν απολύτως τον προγραμματισμό του για το ρωσικό μέτωπο. Αποφασίζει λοιπόν να χτυπήσει τη Γιουγκοσλαβία χωρίς καν τελεσίγραφο.

Αφήνουμε εκτός συζήτησης το πόση ήταν η συμβολή της Αγγλίας στη γιουγκοσλαβική Αντίσταση τιμώντας βεβαίως τον αξιέπαινο ρόλο των Ivanović και Banać.

Στο επόμενο σημείωμα θα θέσουμε το ερώτημα τι μπορούσε να κάνει η Ελλάδα μαζί με τη Γιουγκοσλαβία απέναντι στην επέλαση των Γερμανών.
6
Για να μη λησμονείται η αρχική τοποθέτηση της Γιουγκοσλαβίας, πρέπει να θυμηθούμε ότι, ενώ ήταν σύμμαχος της Ελλάδας από το Βαλκανικό Σύμφωνο του 1934, ήδη με την έναρξη του πολέμου, το μεσημέρι της 28ης Οκτωβρίου 1940, εκδήλωνε την επιθετική της πρόθεση να εισβάλλει στην Ελλάδα και να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Αξίζει να σημειωθεί ότι φρόντισε η τότε γιουγκοσλαβική κυβέρνηση να ζητήσει τη συγκατάθεση του Χίτλερ για να αποφευχθούν προστριβές με την Ιταλία. Έστελναν δε ρητά μηνύματα προς τον Χίτλερ ότι “για τη Θεσσαλονίκη” ήταν έτοιμοι για προσχώρηση στον Άξονα. Η Γερμανία όμως απέφευγε να απαντήσει, γιατί δεν επιθυμούσε ευρύτερη σύγκρουση στα Βαλκάνια την εποχή εκείνη, οπότε η Γιουγκοσλαβία παρέμενε ουδέτερη.

Όμως μετά το κίνημα της 27ης Μαρτίου ο νέος αγγλόφιλος βασιλιάς Πέτρος Β' είχε κηρύξει, από τις 29 Μαρτίου, γενική επιστράτευση κατά της γερμανικής επίθεσης έχοντας ετοιμοπόλεμο στρατό ενός εκατομμυρίου διακοσίων χιλιάδων ανδρών (ο αριθμός από γερμανικά αρχεία) με ανεπαρκή όμως οπλισμό και ανεφοδιασμό απέναντι στην υπερέχουσα γερμανική πολεμική μηχανή.

Εδώ ανακύπτει το δεύτερο δύσκολο ερώτημα: μπορούσε να υπάρξει συντονισμός με την Ελλάδα; Αν και, πιθανότατα, δεν θα μπορούσαν ούτε συνδυασμένα οι δύο στρατοί να αντιμετωπίσουν την επελαύνουσα στρατιά ωστόσο έγιναν προσπάθειες; Μετακινήθηκαν μονάδες από την δυτική Θράκη και την ανατολική Μακεδονία; Συντόνιζε κάποιος αυτή την τελευταία ελπίδα ανάσχεσης των Γερμανών με ένα αμυντικό σχέδιο δράσης ;

7
Ίσως να μπορούσε να ειπωθεί, αλλά σ' αυτή τη σειρά των ιστορικών σημειωμάτων δεν θα το δεχτώ αβασάνιστα, ότι η μοίρα της Ελλάδας είχε αφεθεί στην τύχη της. Σε επόμενα σημειώματα θα παρουσιάσω τις πολυπλοκότητες με τις οποίες κάθε κρίσιμη ιστορική στιγμή δοκιμάζει τους δρώντες πρωταγωνιστές και αναδεικνύει την υπεροχή της έναντι κάθε μεμονωμένης συνείδησης, ακόμη κι αν αυτή είναι μιας υπερδύναμης.

Η βρετανική βοήθεια προσφερόταν “στάγδην” αλλά η διάσταση του πολιτικώς ορθού για το οποίο επειγόταν ο Churchill από τα μέσα Ιανουαρίου του '41 και του στρατιωτικά εφικτού για το οποίο γκρίνιαζε ο στρατηγός Sir Archibald Wavell, επικεφαλής των βρετανικών δυνάμεων στη Μ.Ανατολή και άλλοι επιτελείς πρέπει να μη φεύγει ποτέ απ' το τραπέζι. Θα τα δούμε όλα αυτά.

Στην ελληνική πλευρά η ψυχολογία ενός “πολέμου ίσα για την τιμή των όπλων” είχε καλλιεργηθεί και εμπεδωθεί στους στρατηγούς από τον Ι. Μεταξά ο οποίος στις 21 Μαΐου 1940, πέντε μήνες πριν την έναρξη του πολέμου έλεγε σε σύσκεψη με υπουργούς και στρατηγούς του ότι :

Επειδή πλην άλλων στερούμεθα χρημάτων και οι σημερινοί πόλεμοι είναι πολυδάπανοι δεν έχουμε δυνατότητας δια μακροχρόνιον πόλεμον ... η διάρκεια αναμέτρησης με τις δυνάμεις του Άξονα υπολογίζεται σε 15-20 ημέρες, διάρκεια καθ' ήν θα αντιταχθώμεν σθεναρώς, θα δείξωμεν τας αρετάς μας και θα πέσωμεν ενδόξως” (Γ.Τσολάκογλου, Απομνημονεύματα, εκδ. Ακροπόλεως, 1959, σελ. 13).
8
Μια αναμέτρηση στο αλβανικό μέτωπο η οποία απέβη νικηφόρα και κράτησε αντί 15-20 ημέρες πέντε μήνες.

Μια αναμέτρηση η οποία δεν είχε κανένα ρεαλιστικό λόγο αισιοδοξίας, δεν υπολόγισε σε βοήθεια της Βρετανίας, όδευε για ολιγοήμερες αξιοπρεπείς μάχες και ήττα, μια μάχη απέναντι σε πολλαπλάσιες δυνάμεις. Γι αυτό και όταν στον ελληνικό στρατό ακούγονταν φήμες για επέμβαση της Γερμανίας ο στρατευμένος λαός αντιδρούσε με τη σκέψη: “Είτε πέσουμε από εχθρό πενταπλάσιο είτε από εικοσαπλάσιο το αποτέλεσμα ίδιο είναι”.

Στις 6 Μαρτίου καλούνται οι αντιστράτηγοι από τη Βόρεια Ελλάδα στην Αθήνα σε σύσκεψη όπου ο “Αρχιστράτηγος” (Παπάγος) τους θέτει “προς μελέτην” το δίλημμα της γραμμής άμυνας είτε με σύμπτυξη στη γραμμή Αλιάκμονα-Βενέτικου είτε της παραμονής στις υπάρχουσες θέσεις, νικητές του ελληνο-ιταλικού πολέμου αλλά με τον κίνδυνο της κατάληψης “εκ των νώτων” από τους Γερμανούς.

Στις αρχές του δεύτερου δεκαημέρου του Μαρτίου 1941, έφτασε διαταγή στο μέτωπο να συνεχιστεί η “μελέτη υποχωρητικού ελιγμού” προς τον Αλιάκμονα. Υλικά, λάφυρα, συνεργεία συντήρησης άρχισαν να κινούνται προς τη Φλώρινα και από εκεί προς τη νότια Ελλάδα. Όλοι περίμεναν τις τελικές αποφάσεις “του Αρχιστρατήγου” !

Η αναδίπλωση και οι τελικές αποφάσεις ήταν υπόθεση ατέλειωτων συσκέψεων μεταξύ Βρετανών και Ελλήνων, ένα παιχνίδι μικρής Βαβέλ με μόνο συμπαγή και σταθερής συμπεριφοράς παίκτη τη Γερμανία και με την άλλη πλευρά να παίζει με γνώμονα το “βλέποντας και κάνοντας” !

Πώς προέκυψε η αναδίπλωση στον Αλιάκμονα;
9
Υπενθυμίζω ορισμένα κρίσιμα γεγονότα: Στις 29 Ιανουαρίου έχει πεθάνει ο Μεταξάς και Πρωθυπουργός, υπουργός Εξωτερικών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας έχει γίνει ο Αλέξανδρος Κορυζής ο οποίος έχει εκπέμψει με την γνωστή Δήλωση της 22ας Φεβρουαρίου 1941 σαφές φιλοσυμμαχικό και φιλοβρετανικό στίγμα. Στο κείμενο αυτό αφήνει ανοιχτό “ως καθαρώς στρατιωτικόν πρόβλημα” το πώς θα διαμορφωθεί η γραμμή άμυνας σε περίπτωση γερμανικής εισβολής. Οι Βρετανοί αισθάνονται άνετα μαζί του και ο μόνος δύσκολος και απρόβλεπτος συνομιλητής είναι ο στρατάρχης Παπάγος.

Στις επαφές εκείνων των ημερών οι Βρετανοί (μέσω του υπουργού Εξωτερικών Sir Robert Anthony Eden) επιμένουν να δηλώνεται ρητά από την ελληνική κυβέρνηση ότι οι βρετανικές δυνάμεις έρχονται επειδή η Ελλάδα το ζητάει. Όταν ο Eden επιστρέφει στην Ελλάδα στις 2 Μαρτίου (μια μέρα μετά τη γερμανική εισβολή στη Βουλγαρία) ανακοινώνει ότι η Τουρκία θα μείνει ουδέτερη, ότι κανείς δεν ξέρει τι θα κάνει η Γιουγκοσλαβία και ότι το βρετανικό προγεφύρωμα θα είχε νόημα να στηρίξει και τις τρεις χώρες απέναντι στους Γερμανούς. Στην ελληνική πλευρά επικρατεί απογοήτευση.

Τότε ο Παπάγος, με βάση το ότι η Τουρκία και η Γιουγκοσλαβία δεν βγαίνουν στον πόλεμο αρνείται να αποσύρει τις κύριες δυνάμεις στρατού από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Δεν έχω υπ' όψη μου το σκεπτικό του. Δεν έμοιαζε όμως παράλογο διότι μόλις ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στη Βουλγαρία ο βουλγαρικός συγκεντρώθηκε στα σύνορα με την Ελλάδα.

Όμως 2 μέρες μετά, στις 4 Μαρτίου, υπογράφεται Σύμφωνο μεταξύ Παπάγου και Βρετανού επιτελάρχη Sir John Dill όπου μεταξύ άλλων ορίζεται (σημείο 2) ότι ο ελληνικός στρατός “θα συγκεντρώση μετά πάσης δυνατής ταχύτητος επί της τοποθεσίας όρος Όλυμπος-Βέροια-Έδεσσα Καϊμακτσαλάν (καλουμένης τοποθεσίας Αλιάκμονος)” τρεις μεραρχίες, διάφορα τάγματα κλπ. (The Mediterranean and Middle East The Early Successes against Italy (to May 1941) Ed. Sir James Butler, Her Majesty's Stationery Office, London, 1956)

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι επιτέλους, καλή-κακή αλλά βγήκε μια απόφαση.

Όμως η κατάσταση δεν έμελλε να ξεδιαλύνει. Θα δούμε τι συνέβαινε.


10
Στις 5 Μαρτίου 1941 ο Eden και ο Dill τηλεγραφούν (cabled !) στον Churchill και του γνωστοποιούν ότι ενώ ανέμεναν την υποχώρηση στρατευμάτων στη γραμμή Αλιάκμονα και ενώ στην προηγούμενη συμφωνία με τον Παπάγο εκείνος είχε συμφωνήσει καμιά κίνηση δεν έχει αρχίσει και ότι ο Παπάγος αντέτεινε πως η προηγούμενη συμφωνία εξαρτιόταν από τη στάση της Γιουγκοσλαβίας. Επίσης ότι, κατά τον Παπάγο, εφόσον η κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία είναι αβέβαιη να μείνει το αλβανικό μέτωπο ως έχει και να μείνουν οι μεραρχίες στη μεθόριο της Μακεδονίας ενώ οι βρετανικές δυνάμεις να καταφθάνουν τμηματικά αλλά προφανώς μη έγκαιρα. Σε όλες τις συναντήσεις αυτές βρήκαν τον Παπάγο “unaccommodating and defeatist”.

Εντέλει οι δύο Βρετανοί αρνήθηκαν να δεχτούν τις αποφάσεις του Παπάγου και “επειδή η στάσις του δεν ήταν συμβιβαστική” αναγκάστηκαν να ζητήσουν τη βοήθεια του Βασιλιά ο οποίος σε όλη τη διάρκεια των συζητήσεων “παρέμενεν ήρεμος, αποφασιστικός και εξυπηρετικός”. Μετά από εξέταση τριών σεναρίων εδέησε και επιλέχθηκε με συμβιβασμό ένα από αυτά αλλά οι Βρετανοί ζήτησαν να ανατεθεί η γενική διοίκηση στον στρατηγό Wilson. (Τσώρτσιλ, Απομνημονεύματα, Τόμος ΙΙΙ, εκδ. Ίκαρος, 1955)

Μεταξύ των σημείων της συμφωνίας ήταν και η καταγραφή της άποψης των Βρετανών στρατιωτικών συμβούλων ότι η απόκρουση των Γερμανών στη γραμμή Αλιάκμονα είναι εφικτή. Το όλο κλίμα είχε βελτιωθεί αλλά οι οιωνοί δεν ήταν άριστοι.

Οι ειδήσεις για τις παρεξηγήσεις μεταξύ Αρχιστράτηγου Παπάγου και Βρετανών ανησύχησαν την Αυστραλιανή κυβέρνηση η οποία ζήτησε επανεξέταση του σχεδίου επέμβασης εν όψει της αποβίβασης αυστραλιανών στρατευμάτων στην Ελλάδα. (Γενικό Επιτελείο Στρατού, Αγώνες εις την Α. Μακεδονίαν και Δ. Θράκη 1941, εκδ. 1956)

Οπότε, φτάνουμε στο κρίσιμο τηλεγράφημα που στέλνει ο Winston Churchill στον υπουργό του Sir Robert Anthony Eden.


11
Το τηλεγράφημα του Churchill στον Eden, μόλις μια μέρα μετά τη συμφωνία του Παπάγου με τους Eden και Dill, με νωπή την ανησυχία των Αυστραλών, σε πικρό, χολερικό τόνο, διαπιστώνει τη μεταβολή της κατάστασης επί τα χείρω, χαρακτηρίζει “προφανή” τη δυσκολία του Παπάγου να αποσύρει το στρατό του από το αλβανικό μέτωπο, προσθέτει διάφορες παρεμπίπτουσες δυσχέρειες και αφήνει την πρώτη “βολή” με τη φράση πώς όλα αυτά “καθιστούν δύσκολον εις την Κυβέρνησιν να πιστεύει ότι έχομεν τώρα την δύναμιν να αποτρέψωμεν την μοίραν της Ελλάδος εκτός εάν η Τουρκία ή η Γιουγκοσλαβία ή αμφότεραι εισέλθουν εις τον πόλεμον, πράγμα που φαίνεται εξαιρετικώς απίθανον.” Και λίγο μετά: “Πρέπει να είμεθα προσεκτικοί να μη πιέσωμεν την Ελλάδα να αναλάβη μίαν απέλπιδα αντίστασιν παρά την αντίθετον γνώμην της ενώ ημείς διαθέτομεν δράκα μόνον στρατευμάτων τα οποία δύνανται να φθάσουν εγκαίρως εις το πεδίον της μάχης”. We must be careful not to urge Greece against her better judgment into a hopeless resistance alone when we have only handfuls of troops which can reach scene in time. Και η τελική “βολή”: “Δεν πρέπει οι Έλληνες να θεωρούν εαυτούς υποχρεωμένους να απορρίψουν το Γερμανικόν τελεσίγραφον”.(Απομνημονεύματα)

Δεν μπορεί κανείς να μη σοκαριστεί από αυτό το κείμενο και δεν μπορεί να το αφήσει ασχολίαστο.

Ο Churchill δε θα ανεχόταν άλλο τη στάση του Παπάγου και αυτό είναι προφανές σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης των γεγονότων. Όλες οι ερμηνείες είναι ανοιχτές και θα άξιζε συζήτηση γι αυτή τη μοιραία στιγμή. Ήταν μπλόφα των Βρετανών η συμφωνία της 5ης Μαρτίου; Ο Παπάγος μυριζόταν την κουφότητα της βρετανικής συμβολής; Ο Churchill που είχε δώσει μάχη με τους στρατιωτικούς επιτελείς για την επέμβαση στην Ελλάδα οργίστηκε με τον Παπάγο; Υποπτεύονταν οι Βρετανοί τον Παπάγο για ντεφετισμό ή ενδοτισμό στους Γερμανούς; Είχε επίγνωση της υστέρησης των βρετανικών δυνάμεων έναντι των γερμανικών και άδραξε την ευκαιρία αναδίπλωσης; Ερωτήματα προς συζήτηση.

Στις 8 Μαρτίου ο Γεώργιος Βλάχος δημοσίευε την “Ανοικτή Επιστολή” προς τον Χίτλερ, κείμενο αξίας και δεξιοτεχνίας λόγου αλλά παρακλητικό. Αλλόκοτη απόπειρα κατευνασμού του ναζιστικού τέρατος. Μεταξύ άλλων και ως μικρό δείγμα γραφής παραθέτω: “ Ἀλλὰ θὰ μᾶς ἐρωτήσετε ἴσως, Ἐξοχώτατε: «Καὶ οἱ Ἄγγλοι;...» Ἀλλὰ τοὺς Ἄγγλους, Ἐξοχώτατε, δὲν τοὺς ἐφέραμεν ἡμεῖς, τοὺς ἔφεραν εἰς τὴν Ἑλλάδα οἱ Ἰταλοί.” (!)


12
Αναφέρθηκα σε προηγούμενο σημείωμα στο φιλοσυμμαχικό κίνημα της 27ης Μαρτίου στη Γιουγκοσλαβία και την αισιοδοξία που έσπειρε έστω για λίγο στους Έλληνες και τους Βρετανούς. Αμέσως τις επόμενες μέρες οι Eden και Dill πέταξαν για την Αθήνα για να συναντήσουν τον Wilson και μαζί με τους Γιουγκοσλάβους να εξετάσουν την υπεράσπιση της Θεσσαλονίκης και το συγκοινωνιακό δίκτυο προς τη Γιουγκοσλαβία. Το σχέδιο ήταν ο διόλου ευκαταφρόνητος γιουγκοσλαβικός στρατός με 24 μεραρχίες να επιτεθεί στη Βουλγαρία και την Αλβανία τη στιγμή που ο γερμανικός θα έμπαινε στην Ελλάδα οπότε να πλαγιοκοπηθεί η ανατολική πτέρυγα των Γερμανών. Οι Βρετανοί υπόσχονταν στους Γιουγκοσλάβους δύναμη 150.000 ανδρών. Αλλά οι οριστικές συμφωνίες κανονίστηκε να γίνουν κοντά στη Φλώρινα στις 3 Απριλίου 1941. Θα έπαιρναν μέρος ο Παπάγος, ο Wilson, ο πτέραρχος Sir John Henry D'Albiac και ο Γιουγκοσλάβος στρατηγός Janković.

Η ατμόσφαιρα των σχεδιασμών επί χάρτου φλεγόταν από αισιοδοξία. Ώσπου κάποια στιγμή ο στρατηγός Janković συνειδητοποίησε ότι δεν έχουν καταφθάσει όσες βρετανικές δυνάμεις του είχαν υποσχεθεί. Έγραφε αργότερα ο Dill πως οι Γιουγκοσλάβοι στρατιωτικοί έδειχναν καταφανώς σύγχυση και ηττοπάθεια.

Μετά τη σύσκεψη της Φλώρινας ο Παπάγος και ο Wilson κατηφόριζαν με το τρένο κατά την Αθήνα και φλυαρούσαν σχετικά με την απογοητευτική κατάσταση του γιουγκοσλαβικού στρατού. Και περί ποίου άλλου θα μπορούσαν να συζητούν; Το αναπόφευκτο ερχόταν και ήταν κάτι περισσότερο από “μια κάποια λύσις”.

Στις 4 Απριλίου κάθε προοπτική συντονισμού Ελλάδας-Γιουγκοσλαβίας είχε οριστικά χαθεί. Όλα ήταν έτοιμα για τη γερμανική εισβολή.


ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ