TRANSLATION

Τρίτη 28 Απριλίου 2009

Ήρθε κι αυτό στην επικαιρότητα. Ένας «βαθύς» προβληματισμός για το κατά πόσο η «σκανδαλολογία» μετατρέπει τον πολιτικό στίβο σε ρωμαϊκή αρένα και εντέλει αποπροσανατολίζει. Ξαφνικά θυμήθηκαν τα «πραγματικά» προβλήματα του λαού (οικονομία, περιβάλλον, παιδεία, υγεία). Αυτή η αιφνίδια «φώτιση» εκφράστηκε και στα δυο κόμματα εξουσίας. Επιστρατεύτηκε και σχετική δημοσκόπηση καναλιού η οποία «δείχνει» ότι ο κόσμος έχει κουραστεί από τη μονοθεματική ατζέντα των τελευταίων ημερών. Τόσο στη Ν.Δ. (αναμενόμενο) όσο και στο ΠΑΣΟΚ υπήρξαν εσωτερικές αντιδράσεις για το μονόπλευρο προσανατολισμό στα σκάνδαλα και πίεση για στροφή στην «πολιτική».
Ας το πω με ένα γρήγορο και άμεσο τρόπο: πρόκειται για υποκρισία. Η διαλεύκανση των σκανδάλων όχι μόνο δεν αποκλείει την παραγωγή πολιτικής αλλά και την προϋποθέτει. Η ενασχόληση με τα σκάνδαλα δεν ήταν γνήσια επιλογή κάθαρσης των κομμάτων εξουσίας αλλά προέκυψε, γι αυτό και το πρόβλημά τους δεν είναι η αποκάλυψη αλλά η συγκάλυψη. Προκαλεί φυσικά δυσφορία η προεκλογική εκμετάλλευση των σκανδάλων. Ωστόσο, άλλα τα κίνητρα των πολιτικών ηγεσιών και άλλα της λαϊκής απαίτησης. Αν έχει ακόμα κάποιο νόημα να μιλά κανείς για ηθική ανάταξη και δημοκρατική διαφάνεια στην Ελλάδα, ελάχιστη προϋπόθεση είναι η αποκάλυψη όλης της αλήθειας για τα σκάνδαλα. Αυτό δεν σημαίνει πως θα εγκαταλειφθούν τα ζωτικά θέματα στην τύχη τους. Μήπως δεν έχει ήδη αφεθεί η χώρα ακυβέρνητη;
Παραμένει όμως άσβεστη η απαίτηση για λογοδοσία των υπευθύνων στο λαό. Όταν οι διαχειριστές της εξουσίας θα μιλούν αύριο για «αντιμετώπιση της κρίσης» θα εννοούν παραπέρα λιτότητα και άρση εργασιακών δικαιωμάτων. Τα σκάνδαλα όμως και η συνενοχή τους δεν τους δίνει το δικαίωμα να απαιτούν θυσίες από τον ελληνικό λαό πριν οι ίδιοι υποστούν το δημοκρατικό έλεγχο. Επομένως, έστω και αυτός ο κουτσουρεμένος κοινοβουλευτικός έλεγχος, έχει σημασία να φτάσει όπου φτάσει (διότι κι από κει θα βγουν συμπεράσματα).
Εδώ, υπάρχει το θέμα πώς ιεραρχεί κανείς τη σημασία τους. Σε μια κατάταξη σοβαρότητας θα τοποθετούσα πρώτη την υπόθεση της Ζήμενς, δεύτερο το Βατοπέδιο, τρίτα τα δομημένα ομόλογα και τέταρτη την υπόθεση του Παυλίδη.
Η Ζήμενς θέτει προβλήματα εξάρτησης της χώρας, αποκάλυψης της γενικής διαφθοράς της άρχουσας πολιτικής ελίτ, κατάρριψης του μύθου της ελεύθερης και ανταγωνιστικής αγοράς και βαθιάς διαπλοκής του μονοπωλιακού κεφαλαίου με το κράτος.
Το Βατοπέδι αποκαλύπτει όψεις της νεοελληνικής καθυστέρησης μέσα από τις σχέσεις κυβερνητικής εξουσίας-εκκλησίας-δικαστικής εξουσίας και την καταλήστευση της δημόσιας περιουσίας.
Το σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων των ασφαλιστικών ταμείων παρουσιάζει ανάγλυφα στα μάτια των εργαζομένων τις ανεπάρκειες και τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής αγοράς, διαλύει το μύθο της χρηματιστηριακής επένδυσης και δείχνει τη ληστρική συμπεριφορά του χρηματιστικού κεφαλαίου στον κουμπαρά του εργάτη.
Το βδελυρό (εφόσον αποδειχτεί βεβαίως!) μέρος της υπόθεσης Παυλίδη είναι ασήμαντο, αδιάφορο. Η πλευρά όμως της μεταχείρισης των αναγκών του νησιωτικού χώρου με την τεράστια εθνική και κοινωνική σημασία προκαλεί το λαό.
Στη σφαίρα της μαζικής επικοινωνίας η κατάταξη είναι η ακριβώς αντίστροφη. Μοναδικό εύπεπτο, γαργαλιστικό και με ακροαματικότητα θέ(α)μα απομένουν οι κουτοπονηριές του Παυλίδη. Για να ενεργοποιηθούν και όλα εκείνα τα σχετικά κλισέ: «όλοι τα ίδια κάνουνε», «όλοι δίνουν και παίρνουν μίζες και φακελάκια»,» για την κόρη του το έκανε» κλπ. που λειτουργούν ως πεπτικά υγρά στο παμφάγο στομάχι της βολεμένης μάζας.
Λόγω της σημασίας του σκανδάλου της Ζήμενς, όπως τόνισα και στην αρχή, θέλω απλώς να θυμίσω ορισμένες πληροφορίες, κατά τα άλλα γνωστές από δημοσιεύματα.
Με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου η Ζήμενς είχε απομείνει ένα βομβαρδισμένο ερείπιο, με δημευμένα τα περιουσιακά της στοιχεία. Πήρε το δρόμο της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης εισδύοντας σε αγορές φτωχών χωρών όπου μπορούσε εύκολα να δωροδοκεί ξενόδουλες και διεφθαρμένες κυβερνήσεις. Η μέθοδος αποδείχτηκε αποτελεσματική. Η Ζήμενς έγινε ξανά ένας μονοπωλιακός γίγαντας. Δε θα μπορούσε να γίνει αυτό χωρίς τη βοήθεια των ποικιλώνυμων πολιτικών ηγεσιών .
Δεν είναι φυσικά η μόνη πολυεθνική που κάνει κάτι τέτοιο. Πριν μερικά χρόνια αντίστοιχα σκάνδαλα αποκαλύφθηκαν και για τη γαλλική εταιρεία «Αλστόμ Γκρουπ» (τα γρήγορα τρένα) τα οποία κουκούλωσε ο Σαρκοζί. Η Ζήμενς όμως έγινε σημαία μιας ολόκληρης κουλτούρας γύρω από τις δωροδοκίες πολιτικών αξιωματούχων και το όνομά της κατέστη συνώνυμο της «διαφθοράς». Δυόμιση δις δολάρια θα χρειαστεί να δαπανήσει τώρα σε πρόστιμα και εσωτερική κάθαρση.
Αφγανιστάν, Μπαγκλαντές, Ιράκ, Σομαλία, Νιγηρία, Μιανμάρ, Αϊτή, Κίνα, Ρωσία, Αργεντινή, Ισραήλ, Ελλάδα, Βενεζουέλα ήταν χώρες τις οποίες η Ζήμενς «χτυπούσε» δημιουργώντας ένα αδιαφανές μονοπωλιακό πλαίσιο σε σημείο όμως που εξόργιζε τους ανταγωνιστές της. Μέχρι το 1999 στο εθνικό πλαίσιο της Γερμανίας η Ζήμενς δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα, αφού οι μίζες σε ξένες κυβερνήσεις θεωρούντο νόμιμες και μάλιστα υπολογίζονταν ως κανονικές λογιστικές δαπάνες με έκπτωση φόρου.
«Χρήσιμο χρήμα» αποκαλούσαν χαριτολογώντας όλα τα ανώτερα στελέχη της εταιρείας τα ποσά για μίζες πιστεύοντας πως ουδέποτε θα λογοδοτήσουν. Από το 1999 όμως η Γερμανία υπογράφει, όπως και πάρα πολλές χώρες, τη διεθνή σύμβαση για την καταπολέμηση της δωροδοκίας. Μετά το 2000 η Ζήμενς κινείται πια σε καθεστώς διεθνούς παρανομίας φιλοδοξώντας να στήσει έναν μη ανιχνεύσιμο μηχανισμό δωροδοκίας. Για μια 5ετία τα σαΐνια της Ζήμενς είχαν κατασκευάσει ένα σύστημα εσωτερικού ελέγχου -ίσα για τα μάτια του κόσμου- αφήνοντας άθικτες τις συμμορίες και την «κουλτούρα» της μίζας.
Εν τέλει η γερμανική δικαιοσύνη αρχίζει να ασχολείται μαζί της από το 2005. Πίσω από αυτές τις εντάσεις κρύβονταν αντιθέσεις μεταξύ πολυεθνικών, ιδίως αμερικανικών. Με δεδομένο ότι οι μετοχές της Ζήμενς κινούντο στο χρηματιστήριο της Ν. Υόρκης, από το 2006 αρχίζει η ανάμειξη και αμερικανών στους ελέγχους.
Για να αμυνθεί απέναντι στη χιονοστιβάδα των διώξεων η Ζήμενς απευθύνεται και προσλαμβάνει την αμερικανική νομική εταιρεία Ντεμπεβουάζ και Πλίμτον. Η αμοιβή της ξεκινούσε το 2007 από τα 500 εκατ. δολάρια. Την ίδια χρονιά απολύθηκαν 1250 εργάτες, στα πλαίσια περικοπών κόστους. Το κόστος των μισθών τους αποτελούσε ένα πολύ μικρό μέρος της προκαταβολής στην Ντεμπεβουάζ. Οι εργάτες πληρώνουν κάθε μορφή καπιταλιστικού κέρδους: όχι μόνο του νόμιμου αλλά και του παράνομου.
Η δουλειά ήταν καλοστημένη. Το σχέδιο το αποκάλυψε ο ίδιος ο κατηγορούμενος ως αρχισυντονιστής Ράινχαρτ Σίκατσεκ, ο οποίος συνεργάστηκε με τις διωκτικές αρχές για να ανταλλάξει τη φυλάκισή του με μια χρηματική αποζημίωση και περιορισμό κατ’ οίκον. Πρώτο μέλημα η δημιουργία λογαριασμών σε χώρες με ισχυρό τραπεζικό απόρρητο όπως η Ελβετία. Ροή χρημάτων έφευγε από γερμανικές ή αυστριακές τράπεζες προς ελβετικές ή του Λιχτενστάιν και από κει για παράκτιες εταιρίες του Ντουμπάι ή των Βρετανικών Παρθένων Νήσων. 40 με 50 εκατ. δολάρια ήταν η μέση ετήσια ροή χρήματος για μίζες. Για την Ελλάδα, πιο συγκεκριμένα, 10 με 15 εκατ. το χρόνο. Το 5-6% της αξίας το συμβολαίου ήταν για μίζα αλλά σε χώρες με ιδιαίτερες επιδόσεις στη διαφθορά το ποσοστό μπορεί να έφτανε το 40%.
Απαραίτητος ενδιάμεσος κρίκος στην αλυσίδα Ζήμενς-πολιτικών ηγεσιών ήταν μια ολιγομελής ομάδα, μια συμμορία «συμβούλων» στην οποία θα κατέληγαν τα χρήματα και από εκεί, με πάσα μυστικότητα, στους τελικούς αποδέκτες. Περίπου 2.700 παρόμοιους συμβούλους σε παγκόσμιο επίπεδο είχε επιστρατεύσει η Ζήμενς.
Σχεδόν πιστό αντίγραφο αυτού του σχεδιασμού ακολουθούσε και η γαλλική Αλστόμ με μπίζνες στη Λατινική Αμερική και τη ΝΑ Ασία και ξέπλυμα χρήματος από εμπόριο ναρκωτικών. Και πόσες ακόμα θα χρειαστούν ξεκουκούλωμα…
Θάνος Κωτσόπουλος

Πάσχα σκανδάλων

Ήρθε κι αυτό στην επικαιρότητα. Ένας «βαθύς» προβληματισμός για το κατά πόσο η «σκανδαλολογία» μετατρέπει τον πολιτικό στίβο σε ρωμαϊκή αρένα και εντέλει αποπροσανατολίζει. Ξαφνικά θυμήθηκαν τα «πραγματικά» προβλήματα του λαού (οικονομία, περιβάλλον, παιδεία, υγεία). Αυτή η αιφνίδια «φώτιση» εκφράστηκε και στα δυο κόμματα εξουσίας. Επιστρατεύτηκε και σχετική δημοσκόπηση καναλιού η οποία «δείχνει» ότι ο κόσμος έχει κουραστεί από τη μονοθεματική ατζέντα των τελευταίων ημερών. Τόσο στη Ν.Δ. (αναμενόμενο) όσο και στο ΠΑΣΟΚ υπήρξαν εσωτερικές αντιδράσεις για το μονόπλευρο προσανατολισμό στα σκάνδαλα και πίεση για στροφή στην «πολιτική».
Ας το πω με ένα γρήγορο και άμεσο τρόπο: πρόκειται για υποκρισία και απ τις δύο πλευρές των δύο κομμάτων. Η διαλεύκανση των σκανδάλων όχι μόνο δεν αποκλείει την παραγωγή πολιτικής αλλά και την προϋποθέτει. Η ενασχόληση με τα σκάνδαλα δεν ήταν γνήσια επιλογή κάθαρσης των κομμάτων εξουσίας αλλά προέκυψε, γι αυτό και το πρόβλημά τους δεν είναι η αποκάλυψη αλλά η συγκάλυψη. Προκαλεί φυσικά δυσφορία η προεκλογική εκμετάλλευση των σκανδάλων. Ωστόσο, άλλα τα κίνητρα της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ και άλλα της λαϊκής απαίτησης. Αν έχει ακόμα κάποιο νόημα να μιλά κανείς για ηθική ανάταξη και δημοκρατική διαφάνεια στην Ελλάδα, ελάχιστη προϋπόθεση είναι η αποκάλυψη όλης της αλήθειας για τα σκάνδαλα. Αυτό δεν σημαίνει πως θα εγκαταλειφθούν τα ζωτικά θέματα στην τύχη τους. Μήπως δεν έχει ήδη αφεθεί η χώρα ακυβέρνητη;
Παραμένει όμως άσβεστη η απαίτηση για λογοδοσία των υπευθύνων στο λαό. Όταν οι διαχειριστές της εξουσίας θα μιλούν αύριο για «αντιμετώπιση της κρίσης» θα εννοούν παραπέρα λιτότητα και άρση εργασιακών δικαιωμάτων. Τα σκάνδαλα όμως και η συνενοχή τους δεν τους δίνει το δικαίωμα να απαιτούν θυσίες από τον ελληνικό λαό πριν οι ίδιοι υποστούν το δημοκρατικό έλεγχο. Επομένως, έστω και αυτός ο κουτσουρεμένος κοινοβουλευτικός έλεγχος, έχει σημασία να φτάσει όπου φτάσει (διότι κι από κει θα βγουν συμπεράσματα).


Εδώ, υπάρχει το θέμα πώς ιεραρχεί κανείς τη σημασία τους. Σε μια κατάταξη σοβαρότητας θα τοποθετούσα πρώτη την υπόθεση της Ζήμενς, δεύτερο το Βατοπέδιο, τρίτα τα δομημένα ομόλογα και τέταρτη την υπόθεση του Παυλίδη.


Η Ζήμενς θέτει προβλήματα εξάρτησης της χώρας, αποκάλυψης της γενικής διαφθοράς της άρχουσας πολιτικής ελίτ, κατάρριψης του μύθου της ελεύθερης και ανταγωνιστικής αγοράς και βαθιάς διαπλοκής του μονοπωλιακού κεφαλαίου με το κράτος.

Το Βατοπέδι αποκαλύπτει όψεις της νεοελληνικής καθυστέρησης μέσα από τις σχέσεις εκτελεστικής εξουσίας-εκκλησίας-δικαστικής εξουσίας και την καταλήστευση της δημόσιας περιουσίας.

Το σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων των ασφαλιστικών ταμείων παρουσιάζει ανάγλυφα στα μάτια των εργαζομένων τις ανεπάρκειες και τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής αγοράς, διαλύει το μύθο της χρηματιστηριακής επένδυσης και δείχνει τη ληστρική συμπεριφορά του χρηματιστικού κεφαλαίου στον κουμπαρά του εργάτη.

Το βδελυρό (εφόσον αποδειχτεί βεβαίως!) μέρος της υπόθεσης Παυλίδη είναι ασήμαντο, αδιάφορο. Η πλευρά όμως της μεταχείρισης των αναγκών του νησιωτικού χώρου με την τεράστια εθνική και κοινωνική σημασία προκαλεί το λαό.

Στη σφαίρα της μαζικής επικοινωνίας η κατάταξη είναι η ακριβώς αντίστροφη. Μοναδικό εύπεπτο, γαργαλιστικό και με ακροαματικότητα θέ(α)μα απομένουν οι κουτοπονηριές του Παυλίδη. Για να ενεργοποιηθούν και όλα εκείνα τα σχετικά κλισέ: «όλοι τα ίδια κάνουνε», «όλοι δίνουν και παίρνουν μίζες και φακελάκια»,» για την κόρη του το έκανε» κλπ. που λειτουργούν ως πεπτικά υγρά στο παμφάγο στομάχι της βολεμένης μάζας.

Λόγω της σημασίας του σκανδάλου της Ζήμενς, όπως τόνισα και στην αρχή, θέλω απλώς να θυμίσω ορισμένες πληροφορίες, κατά τα άλλα γνωστές από δημοσιεύματα.
Με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου η Ζήμενς είχε απομείνει ένα βομβαρδισμένο ερείπιο, με δημευμένα τα περιουσιακά της στοιχεία. Πήρε το δρόμο της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης εισδύοντας σε αγορές φτωχών χωρών όπου μπορούσε εύκολα να δωροδοκεί ξενόδουλες και διεφθαρμένες κυβερνήσεις. Η μέθοδος αποδείχτηκε αποτελεσματική. Η Ζήμενς έγινε ξανά ένας μονοπωλιακός γίγαντας. Δε θα μπορούσε να γίνει αυτό χωρίς τη βοήθεια των ποικιλώνυμων πολιτικών ηγεσιών.

Δεν είναι φυσικά η μόνη πολυεθνική που κάνει κάτι τέτοιο. Πριν μερικά χρόνια αντίστοιχα σκάνδαλα αποκαλύφθηκαν και για τη γαλλική εταιρεία «Αλστόμ Γκρουπ» (τα γρήγορα τρένα) τα οποία κουκούλωσε ο Σαρκοζί. Η Ζήμενς όμως έγινε σημαία μιας ολόκληρης κουλτούρας γύρω από τις δωροδοκίες πολιτικών αξιωματούχων και το όνομά της κατέστη συνώνυμο της «διαφθοράς». Δυόμιση δις δολάρια θα χρειαστεί να δαπανήσει τώρα σε πρόστιμα και εσωτερική κάθαρση.

Αφγανιστάν, Μπαγκλαντές, Ιράκ, Σομαλία, Νιγηρία, Μιανμάρ, Αϊτή, Κίνα, Ρωσία, Αργεντινή, Ισραήλ, Ελλάδα, Βενεζουέλα ήταν χώρες τις οποίες η Ζήμενς «χτυπούσε» δημιουργώντας ένα αδιαφανές μονοπωλιακό πλαίσιο σε σημείο όμως που εξόργιζε τους ανταγωνιστές της.
Μέχρι το 1999 στο εθνικό πλαίσιο της Γερμανίας η Ζήμενς δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα, αφού οι μίζες σε ξένες κυβερνήσεις θεωρούντο νόμιμες και μάλιστα υπολογίζονταν ως κανονικές λογιστικές δαπάνες με έκπτωση φόρου.

«Χρήσιμο χρήμα» αποκαλούσαν χαριτολογώντας όλα τα ανώτερα στελέχη της εταιρείας τα ποσά για μίζες πιστεύοντας πως ουδέποτε θα λογοδοτήσουν. Από το 1999 όμως η Γερμανία υπογράφει, όπως και πάρα πολλές χώρες, τη διεθνή σύμβαση για την καταπολέμηση της δωροδοκίας. Μετά το 2000 η Ζήμενς κινείται πια σε καθεστώς διεθνούς παρανομίας φιλοδοξώντας να στήσει έναν μη ανιχνεύσιμο μηχανισμό δωροδοκίας. Για μια 5ετία τα σαΐνια της Ζήμενς είχαν κατασκευάσει ένα σύστημα εσωτερικού ελέγχου -ίσα για τα μάτια του κόσμου- αφήνοντας άθικτες τις συμμορίες και την «κουλτούρα» της μίζας.

Εν τέλει η γερμανική δικαιοσύνη αρχίζει να ασχολείται μαζί της από το 2005. Πίσω από αυτές τις εντάσεις κρύβονταν αντιθέσεις μεταξύ πολυεθνικών, ιδίως αμερικανικών. Με δεδομένο ότι οι μετοχές της Ζήμενς κινούντο στο χρηματιστήριο της Ν. Υόρκης, από το 2006 αρχίζει η ανάμειξη και αμερικανών στους ελέγχους.
Για να αμυνθεί απέναντι στη χιονοστιβάδα των διώξεων η Ζήμενς απευθύνεται και προσλαμβάνει την αμερικανική νομική εταιρεία Ντεμπεβουάζ και Πλίμτον. Η αμοιβή της ξεκινούσε το 2007 από τα 500 εκατ. δολάρια. Την ίδια χρονιά απολύθηκαν 1250 εργάτες, στα πλαίσια περικοπών κόστους. Το κόστος των μισθών τους αποτελούσε ένα πολύ μικρό μέρος της προκαταβολής στην Ντεμπεβουάζ. Οι εργάτες πληρώνουν κάθε μορφή καπιταλιστικού κέρδους: όχι μόνο του νόμιμου αλλά και του παράνομου.

Η δουλειά ήταν καλοστημένη. Το σχέδιο το αποκάλυψε ο ίδιος ο κατηγορούμενος ως αρχισυντονιστής Ράινχαρτ Σίκατσεκ, ο οποίος συνεργάστηκε με τις διωκτικές αρχές για να ανταλλάξει τη φυλάκισή του με μια χρηματική αποζημίωση και περιορισμό κατ’ οίκον.
Πρώτο μέλημα η δημιουργία λογαριασμών σε χώρες με ισχυρό τραπεζικό απόρρητο όπως η Ελβετία. Ροή χρημάτων έφευγε από γερμανικές ή αυστριακές τράπεζες προς ελβετικές ή του Λιχτενστάιν και από κει για παράκτιες εταιρίες του Ντουμπάι ή των Βρετανικών Παρθένων Νήσων. 40 με 50 εκατ. δολάρια ήταν η μέση ετήσια ροή χρήματος για μίζες.
Για την Ελλάδα, πιο συγκεκριμένα, 10 με 15 εκατ. το χρόνο. Το 5-6% της αξίας το συμβολαίου ήταν για μίζα αλλά σε χώρες με ιδιαίτερες επιδόσεις στη διαφθορά το ποσοστό μπορεί να έφτανε το 40%.
Απαραίτητος ενδιάμεσος κρίκος στην αλυσίδα Ζήμενς-πολιτικών ηγεσιών ήταν μια ολιγομελής ομάδα, μια συμμορία «συμβούλων» στην οποία θα κατέληγαν τα χρήματα και από εκεί, με πάσα μυστικότητα, στους τελικούς αποδέκτες. Περίπου 2.700 παρόμοιους συμβούλους σε παγκόσμιο επίπεδο είχε επιστρατεύσει η Ζήμενς.

Σχεδόν πιστό αντίγραφο αυτού του σχεδιασμού ακολουθούσε και η γαλλική Αλστόμ με μπίζνες στη Λατινική Αμερική και τη ΝΑ Ασία και ξέπλυμα χρήματος από εμπόριο ναρκωτικών. Πόσες Ζήμενς ακόμα θα χρειαστούν ξεκουκούλωμα…
Θάνος Κωτσόπουλος

Τετάρτη 1 Απριλίου 2009

Μια αναξιοπρεπής επαρχία

Όλοι ομολογούν ότι ο Ομπάμα «έπεσε με τα μούτρα» στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, περιοριζόμενος σε γενικότητες στα θέματα εξωτερικής του πολιτικής: τη σταδιακή απόσυρση από το «σταθεροποιούμενο» υποτίθεται Ιράκ, την ενίσχυση της αμερικανικής παρουσίας (στρατιωτικής και διπλωματικής) στο «υποσχόμενο» Αφγανιστάν, τη συνέχιση του πολέμου με το φάντασμα Αλ Κάιντα, μια πιο ευέλικτη πολιτική συμμαχιών, με διπλωματικότερη γλώσσα και συμπεριφορά απέναντι στους γνωστούς διακηρυγμένους «εχθρούς» των ΗΠΑ, αλλά και την αποστολή του μηνύματος that he is not just a nice guy.

Η παλιά γραμμή των «νεοκόν», για εξαγωγή και επιβολή «δημοκρατίας» μοιάζει να παραμερίζεται και να υιοθετείται το δόγμα των «νεοντίμ» (new democrats), αν και ο Ομπάμα φαίνεται να κινείται μάλλον σαν ισορροπιστής (accomodationist).
Το ερώτημα είναι πόση απ’ αυτή την επίδειξη καλής συμπεριφοράς θα διατηρηθεί καθώς τα ζόρικα θέματα θα εξατμίζουν την προεκλογική κολόνια (Ιράν, Β. Κορέα, Αφγανιστάν, εκκρεμότητα Παλαιστινιακού, αμερικανορωσικές και αμερικανοκινεζικές σχέσεις). Πολλά σημαίνει, π.χ. (για να κρίνουμε εξ όνυχος τον λέοντα) η απομάκρυνση του Charles Freeman, (προσώπου με ικανότητες στα αραβικά και κινεζικά θέματα) από το Εθνικό Συμβούλιο Πληροφοριών μετά από πιέσεις που άσκησε το αμερικανικό εβραϊκό λόμπι (σε αγαστή συνεργασία ρεπουμπλικανών και δημοκρατικών).

Η ατζέντα των σχέσεων ΗΠΑ-και αγρίως εξοπλιζόμενης Ρωσίας είναι γεμάτη δυσπιστία και ακανθώδη θέματα: Γεωργία και Ουκρανία με ΝΑΤΟ, Αφγανιστάν/Κιργιστάν και Ιράν συναπτόμενα με αντιπυραυλικό σύστημα σε Πολωνία-Τσεχία, ενεργειακό.
Τώρα όμως έχουμε τη Σύνοδο των G20 (ή G2, όπως αυτάρεσκα λένε οι Κινέζοι, αφού θεωρούν πως μόνο δύο πλέον είναι οι ισχυρότερες δυνάμεις στον κόσμο) και των εξηκοστών γενεθλίων του ΝΑΤΟ. Έτσι, αυξάνονται οι προσδοκίες ότι θα υπάρξουν πιο απτά δείγματα αυτής της «αναθεωρημένης» εξωτερικής πολιτικής, τα οποία θα κομίσει σε ευρωπαϊκό έδαφος ο αμερικανός Πρόεδρος.

Στο μέτρο που μας αφορά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση του Ομπάμα να βελτιώσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με τις μουσουλμανικές χώρες και ιδίως με την Τουρκία. Από το ναδίρ της εποχής Μπους το 2003 (την άρνηση της Τουρκίας να επιτρέψει τη διέλευση αμερικανικών στρατευμάτων προς το Ιράκ) στο πρόσφατο ζενίθ -και μάλιστα παρά την έκρηξη του Ερντογάν εναντίον του Πέρες στο Νταβός, συμπεριφορά που πολλοί θεωρούσαν χαριστική βολή στην αμερικανοτουρκικές σχέσεις.


Η Τουρκία γίνεται το πρώτο ισλαμικό κράτος που υποδέχεται τον Ομπάμα. Για τους Αμερικανούς το «υβριδικό» τουρκικό κράτος φαίνεται πως έχει πολύ ρόλο να παίξει σε σχέση με τον πολιτικό μετασχηματισμό του ισλαμικού κόσμου. Η διαβόητη επίσκεψη του Ομπάμα στην Τουρκία έχει φυσικά τη βασική της εξήγηση, ότι είναι πρόθυμος και σταθερός σύμμαχος αλλά προσωπικά θα την έβλεπα με μεγαλύτερη επιφύλαξη και θα ανησυχούσα λιγότερο για τα κέρδη τους στο νότο ή την ανατολή και περισσότερο στο Αιγαίο. Η εκκρεμότητα με το Κουρδιστάν ίσως είναι στους άμεσους σχεδιασμούς του και χρειάζεται να χρυσώσει το χάπι στους Τούρκους.

Το ερώτημα είναι ποιο δωράκι έχουν αποφασίσει να προσφέρουν οι Αμερικανοί (πέρα από τις πιέσεις που θα ασκήσουν για επίσπευση της ένταξής της στην Ε.Ε.) και αν θα χρειαστεί να το κάνουν, δεδομένου ότι η Τουρκία δεν έχει παρόμοιο σύμμαχο στις μεγαλεπήβολες επιδιώξεις της. Προσωπικά μου φαίνεται ότι δύσκολα η Τουρκία θα μπορεί να παίζει ένα τόσο απαιτητικό ρόλο στην κεντρική Ασία ως μέλος της Ε.Ε. Ίσως λοιπόν το δωράκι να έρθει απ’ το Αιγαίο.

Η Τουρκία, φυσικά, πέρα από τη διαφήμιση των ατού της σε σχέση με τους αγωγούς του φυσικού αερίου, θριαμβολογεί και με την επιτυχία της να επιτρέψει από το έδαφός της όχι είσοδο αλλά μόνο έξοδο Αμερικανών από το Ιράκ προσφέροντας, απ’ την άλλη, στήριξη στο Αφγανιστάν ενώ, ταυτόχρονα, επιθυμεί να δραστηριοποιηθεί περισσότερο τόσο στο Ιράκ όσο και στο Ιράν. Το μόνο αγκάθι που είχε απομείνει ήταν η προεκλογική δέσμευση του Ομπάμα στην αρμενική κοινότητα ότι θα αναγνωρίσει τη γενοκτονία. Κι όμως, κι απ’ τις δύο πλευρές το ζήτημα παραμερίζεται ενόψει της επίσκεψης του Ομπάμα τόσο στην Άγκυρα όσο και στην Κων/πολη (καθώς και της ομιλίας του στο τουρκικό κοινοβούλιο και μάλιστα στα αγγλικά, γλώσσα τυπικά μη επιτρεπτή). Νομίζω πως και σ’ αυτό το σημείο η Τουρκία πήρε ένα πόντο.


Ο ρόλος της στην Κεντρική Ασία είναι κάτι περισσότερο από στρατηγικός. Η εμπορική και πολιτιστική διπλωματία παίρνει και δίνει. Τα τουρκικά προϊόντα κατακλύζουν τα ιρακινά και ιρανικά σούπερ μάρκετ ενώ η τουρκική γλώσσα διαδίδεται ραγδαία στο μεσοασιατικό κοινό και κοντεύει να γίνει lingua franca από τα τόσο αγαπητά τουρκικά σαπουνο-σίριαλ. (Αναρωτιέμαι ποιο είναι το δικό μας αντίστοιχο γλωσσικό και πολιτιστικό κοινό;;) Ταυτόχρονα, εντείνει τις προσπάθειες συνεννόησης με το Ιράκ για τον αφοπλισμό του PKK.

Απ’ την πλευρά των Σκοπίων ο Γκρούεφσκι εδραιώνει το καθεστώς του με την εκλογή του Ιβανόφ στην προεδρεία ενώ την ίδια στιγμή οι ευρωπαίοι εταίροι μας του κουνάνε το δάχτυλο (όσον αφορά στην ένταξη) μόνο και μόνο για την εκλογική διαδικασία. Ο Γκρούεφσκι δείχνει ήρεμος και με άσσους στο μανίκι. Το ίδιο και οι Αμερικανοί, τουλάχιστον μέχρι τη σύνοδο των 20. Προς τα τέλη του 2009 το θέμα της ένταξης στην ΕΕ (και πιθανόν και στο ΝΑΤΟ) είναι προγραμματισμένο να τεθεί εκ νέου.

Στο Κυπριακό «όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας», για να λακωνίσω καταφεύγοντας σ’ ένα τίτλο του Σκαμπαρδώνη.

Το τελικό αποτέλεσμα αυτού του καθόλα αρνητικού για την Ελλάδα κλίματος θα φανεί σχετικά σύντομα και για τη χώρα θα είναι μια καλή ευκαιρία να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα σε σχέση με το τι σημαίνει ανυπαρξία εξωτερικής πολιτικής, ατολμίας και παθητικής εναπόθεσης της διπλωματικής «ταυτότητας» της χώρας στην Ε.Ε. Φυσικά σε καμιά περίπτωση δε θα έφτανα στις εξωφρενικές "φιλορωσικές" προτάσεις του σερ Βασ. Μαρκεζίνη, ούτε και χρειάζονται τέτοιες υστερικές υπεραντιδράσεις. (Αν και ίσως κατά βάθος απηχούν τις νέες φιλοδοξίες του, σφριγηλού και πάλι, λονδρέζικου City: χρηματιστικές και διπλωματικές.)

Η ελληνική εξωτερική πολιτική απέναντι στις ΗΠΑ τελεί, κατά τη γνώμη μου, κάτω από το βάρος του σχεδίου Ανάν, της υποδοχής του Κλίντον το 1999, του βέτο για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, της συμφωνίας Καραμανλή-Πούτιν για τον αγωγό αερίου και της τρομοκρατίας και της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Γι αυτό και οι Αμερικανοί επιμένουν να μας εμφανίζουν με «επικίνδυνες» φυγόκεντρες τάσεις.

Σήμερα λοιπόν συμβαίνει το εξής αδιανόητο. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αρνείται να χαράξει εξωτερική πολιτική και να πάρει φυσικά την ευθύνη γι αυτό. Θεωρούμε δεδομένη τη φιλοτουρκική πολιτική των ΗΠΑ, καλλιεργούμε μέσα μας για μ ια ακόμη φορά τα «ανάδελφα» αντανακλαστικά, ντροπιασμένοι απ΄ τις συνεχείς κατσάδες των Βρυξελών πασχίζουμε να παραμείνουμε στην ευροζώνη και, ταυτόχρονα, δεν αξιοποιούμε τις διαφορές μεταξύ αγγλοσαξονικής και γαλλογερμανικής «σχολής» για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.
Μετέωρη λοιπόν η χώρα, με επίγνωση ότι κάτι αλλάζει στη διεθνή σκηνή αλλά χωρίς σαφή δικό της προσανατολισμό, παραδομένη στους χειρισμούς της Ντόρας.

Θεωρώ ότι τώρα χρειάζεται να συνέλθουμε και να δούμε τι έχουμε εμείς να προτείνουμε προς πάσα κατεύθυνση, Αμερικανούς, Ρώσους, Ευρωπαίους, Κινέζους με ένα κριτήριο: να είναι επωφελές για τη χώρα. Έχει η Ελλάδα κάποιο διεθνή ρόλο στους νέους συσχετισμούς; Έχουμε πλάνο για τα επόμενα χρόνια ή όχι;

Ίσως η ξαφνική «κόπωση» του Καραμανλή να εκφράζει, ανάμεσα στα άλλα, τη βαθύτερη επίγνωση του αδύνατου να υπάρξει ελληνική εξωτερική πολιτική ή την παραδοχή ότι η Ελλάδα πηγαίνει ολοταχώς στα αζήτητα.
Μόνη ίσως φιλοδοξία της να γίνει μια νοικοκυρεμένη ευρωπαϊκή επαρχία, μια εύτακτη, αξιοπρεπής επαρχία γενικώς. Ίσως αυτό είναι κάτι περισσότερο από «μια κάποια» λύση, για όλα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι…

Θάνος Κωτσόπουλος