TRANSLATION

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Η Ελλάδα στην ώρα του Πραγματισμού;


Εισαγωγικά
Η πρόσφατη ίδρυση του “Ποταμιού” και η πρώιμη αναφορά του στην μη αναγκαιότητα εκπόνησης ενός αναγκαστικά διακριτού από τα υπόλοιπα κόμματα προγράμματος αλλά δημιουργίας ενός “συγκερασμένου” εκλεκτικιστικού προγραμματικού λόγου σε συνδυασμό με τις πιέσεις για διακομματικές συνεργασίες ενώπιον των μειζόνων προβλημάτων της Ελλάδας φέρνει στο πολιτικό προσκήνιο μια πρόκληση στο επίπεδο της πολιτικής ιδεολογίας η οποία παραπέμπει ευθέως στην δυτική πραγματιστική παράδοση και θέτει το ερώτημα: μήπως ήρθε για την Ελλάδα η ώρα του Πραγματισμού;
Η έννοια του πραγματισμού εκτιμάται ότι δεν είναι ευρύτερα γνωστή σε μας. Το σημείωμα, πολύ γενικό και εγκυκλοπαιδικό φιλοδοξεί μόνο να προσφέρει αρχικά ερεθίσματα χωρίς αξιώσεις ακαδημαϊκής παρουσίασης και θα εκτυλιχθεί σε δύο ενότητες, μια γενικά ιστορική και θεωρητική και μια πιο πρακτική για τα εδώ δικά μας. Έχει συμπεριλάβει και στηρίζεται εξάλλου στην ελληνική μετάφραση του κλασικού έργου του William James, Πραγματισμός” με την επίγνωση των όσων καταλογίζονται στον συγγραφέα- εκλαϊκευτή του πραγματισμού όσον αφορά στην πραγματιστική του “αυθεντικότητα”. Αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες. Από τις 13 συνολικά εκδοχές του πραγματισμού επιλέγεται εκείνη που μας κάνει τη ζωή ευκολότερη.


Α' Μέρος, το κλασικό θεωρητικό πλαίσιο
Ως φιλοσοφικός όρος ο “πραγματισμός” εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1878. Τον χρησιμοποίησε ο Charles Pierce σε ένα άρθρο του to 1878 με τίτλο How to make our ideas clear” (Πώς να αποσαφηνίζουμε τις ιδέες μας). Στο κείμενο αυτό υποστήριζε ότι για να βρούμε το περιεχόμενο μιας ιδέας πρέπει να δούμε τι είδους συμπεριφορά μας υπαγορεύει. Δηλαδή, για να επιτύχουμε την μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια σε μια ιδέα πρέπει να δούμε τα πρακτικά αποτελέσματα που η εφαρμογή της θα προκαλέσει.
Επί αρκετά χρόνια η βασική εκείνη αρχή όπως την εξέθεσε ο Pierce πέρασε απαρατήρητη. Ώσπου, το 1898, την φέρνει στην επιφάνεια ο William James σε μια ομιλία του στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια.
Αλλά και ο John Dewey το 1925 σε άρθρο του με τίτλο “The Development of American Pragmatism” αναγνωρίζει τον Pierce ως θεμελιωτή του πραγματισμού.
Αλλά ενώ ο γεννήτωρ του πραγματισμού ήταν ένας καντιανός ο οποίος επιζητούσε να μεταφέρει στη φιλοσοφία την ακρίβεια των μαθηματικών, ο William James ήταν στραμμένος προς τον John Stuart Mill, με απέχθεια στις κατηγορίες και τα φιλοσοφικά συστήματα ο δε τρίτος εκ των θεμελιωτών, ο John Dewey ήταν χεγκελιανός, με κοινωνικοπολιτικά ενδιαφέροντα.
Η πραγματιστική μέθοδος ισχυρίζεται ότι επιτρέπει τη λύση εκείνων των μεταφυσικών προβλημάτων που προκαλούν ατέλειωτες συζητήσεις και αντεγκλήσεις, όπως: ο κόσμος είναι ενιαίος ή πολλαπλός; Είναι υλικός ή πνευματικός κλπ.
Τέτοιες συζητήσεις είναι συχνές και στο χώρο των φυσικών επιστημών. Στο βιβλίο του “Πραγματισμός” ο William James παραθέτει την περίπτωση του νομπελίστα χημικού Wilhelm Ostwald ο οποίος σε μια διάλεξή του αναφέρθηκε στις ατέλειωτες συζητήσεις και το εντέλει άσκοπο της φιλονικίας για το φαινόμενο της ταυτομέρειας από την άποψη των πραγματικών, πειραματικών συνεπειών.
Ο πραγματισμός “γυρίζει τις πλάτες στους επαγγελματίες φιλοσόφους”. Νοιώθει αποστροφή στην αφαίρεση, στους a priori συλλογισμούς, είναι αντίθετος σε κάθε δογματισμό. Ισχυρίζεται επίσης ότι δεν έχει προτιμήσεις στις ξεχωριστές τάχα λύσεις αλλά είναι αποκλειστικά και μόνο μια μέθοδος.
Όλη αυτή η μεταφυσική που τόσο πολύ καταφεύγει και εγκλωβίζεται στις λέξεις, οι οποίες παίρνουν παρόμοια δύναμη με εκείνη που έχουν στη μαγεία, δοκιμάζεται σκληρά όταν τεθεί σε πρακτική εφαρμογή. Για τον Pierce οι κενές και άνευ συγκεκριμένης γνωσιακής αξίας λέξεις φράσεις μπορούν να καταστούν εμπόδια στην φιλοσοφική και επιστημονική πρόοδο.
Να πώς γίνεται η υπέρβαση της παμπάλαιης συζήτησης για την υλιστική ή πνευματική αρχή του κόσμου: “ Τι μας ενδιαφέρει αν η αρχή της ζωής είναι κάτι υλικό ή πνευματικό; Είτε έτσι είτε αλλιώς η συνεργασία της ύλης σε όλα τα σχήματα της ζωής είναι απαραίτητη... και κάτι το θαυμάσιο πρέπει να υπάρχει σε κάθε τι που υλικά ενσαρκώνεται”.
Αν ακολουθούσαμε τον James θα μπορούσαμε να περιγράψουμε πυκνά αλλά μακρόσυρτα τον πραγματισμό ως έναν νομιναλιστικό, πλουραλιστικό, ωφελιμιστικό, θετικιστικό εμπειρισμό! Αυτός όμως, νομίζω, δεν θα ήταν ένας τόσο επιθυμητός από την οπτική του ίδιου του πραγματισμού ορισμός. Στην αγγλική του εκδοχή ο πραγματισμός ονομάστηκε από τον καθηγητή της Οξφόρδης F.C.S. Schiller απλά “ανθρωπισμός” (humanismus) όρος ο οποίος για ευνόητους λόγους δεν επικράτησε.
Ας επιστρέψουμε στη μέθοδο. Μπορούμε να αντιληφθούμε τον πραγματισμό, μας λέει ο James, ως μια στάση, έναν προσανατολισμό. Να γυρίσουμε την πλάτη σε κάθε τι που θεωρείται πρώτη πηγή, πρώτη αρχή, κατηγορία, υποθετική αναγκαιότητα και να στρέψουμε τα μάτια πάνω στα αποτελέσματα, στα τελικά γεγονότα.
Τι είναι οι “θεωρίες” για τον πραγματισμό; Κάθε θεωρία είναι μια ιδιαίτερη “γλώσσα”, ένα σύνολο συμβολικών σημείων, κάτι σαν την στενογραφία της εποχής του, ανθρώπινα εφευρήματα κατά την σπουδή της φύσης.
Η πραγματιστική “αλήθεια”
Η πραγματιστική θεωρία για την αλήθεια, όπως την διατύπωσε ο John Dewey είναι ότι οι ιδέες μας που αποτελούν μέρος της εμπειρίας μας -και δεν περιέχουν τίποτε άλλο έξω από αυτήν- αποδεικνύονται αληθινές στο μέτρο που μας βοηθούν ικανοποιητικά να έρθουμε σε επαφή με όλους τους τομείς της εμπειρίας μας, να τους απλουστεύσουμε, να κινούμαστε ελεύθερα και με άνεση με τις έννοιες. Διότι ο άνθρωπος δεν είναι πρωτίστως θεωρητικό πλάσμα αλλά πρακτικό, βουλητικό και ενεργητικό. Ο Γερμανός νεο-καντιανός Hans Vaihinger έλεγε πως ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος πρωτίστως όχι για να βρίσκει την αλήθεια αλλά για να ενεργεί. Αντίστοιχες είναι και οι απόψεις του κοινωνιολόγου και φιλοσόφου George Simmel για το ένσκοπο της αλήθειας.
Η “οργανική”, “ινστρουμενταλιστική” αλήθεια λοιπόν πρέπει να ικανοποιεί τις πρακτικές ανάγκες μας, η αλήθεια είναι ένα εργαλείο για να δουλέψουμε. Καθώς νέες εμπειρίες και γνώσεις αποκτώνται και νέες αλήθειες ”κατασκευάζονται” δοκιμάζουν τις παλιότερες αλήθειες αλλά δεν τις ανατρέπουν υποχρεωτικά. Οι παλιότερες αλήθειες ασκούν επίδραση στις νεώτερες (και ένας πραγματιστής, ως γνήσιος πλουραλιστής, μιλά πάντα στον πληθυντικό, για “αλήθειες” και όχι για “μία” μονιστική αλήθεια. Μια “νέα” λοιπόν αλήθεια είναι εκείνη που συνδέεται με νέα γεγονότα που αθροιστικά εισβάλουν στα παλιά πλαίσια. Κάθε νέα δοξασία πρέπει να στηρίζεται σε παλιότερες αλήθειες τη στιγμή που αγκαλιάζει ένα νέο εμπειρικό γεγονός.
Έτσι η αλήθεια είναι μέγεθος εκτατό και εύπλαστο διότι είναι εντέλει υποκειμενικό. Μπορεί να μεγαλώνει με την προσθήκη “νέων δόσεων” αλήθειας από τη στιγμή που η δι-υποκειμενική συμφωνία παραδέχεται πως έτσι έχουν τα πράγματα. Η “αλήθεια” είναι ένα συμβάν που παράγεται από μια ιδέα. Κάθε ιδέα συνεπώς “γίνεται” αληθινή. Καθίσταται έγκυρη αν “επαληθευθεί”, δηλαδή επικυρωθεί η εγκυρότητα της ή δεν “διαψευσθεί”.
Το να μαθαίνουμε ποια πράγματα και για ποιο λόγο είναι αληθινά ισοδυναμεί με το να μαθαίνουμε τους λόγους που μας υποχρέωσαν να τα χαρακτηρίσουμε ως τέτοια.
Για τον πραγματιστή η αλήθεια αποτελεί μια έννοια που περιέχει πολλών ειδών ιδέες με καθορισμένη πρακτική αξία και οι οποίες βρίσκονται σε συνεχή δημιουργική δράση στα πλαίσια της εμπειρίας.
Ο συμφιλιωτισμός του πραγματισμού
Αν και στενά δεμένος με τα γεγονότα ο πραγματισμός δεν διαπνέεται από μια αλόγιστη υλιστική τάση από την οποία πάσχει ο εμπειρισμός. Αλλά και δεν εναντιώνεται δογματικά στις αφαιρέσεις της λογικής, υπό την προϋπόθεση της πρακτικής λειτουργικότητας (και σκοπιμότητας όμως) αυτών των περιθωρίων.
Συνεπώς, ας το προσέξουμε αυτό, ο πραγματισμός, δεν έχει “καμιά a priori προκατάληψη κατά της Θεολογίας. Για τον πραγματισμό κάθε θεολογική σύλληψη είναι αληθινή από τη στιγμή που θα αποδειχθεί πως έχει έστω και την ελάχιστη πρακτική αξία για τη ζωή, αληθινή με την έννοια ότι είναι καλή”. Καλή όχι μόνο με την έννοια του ότι είναι ωφέλιμη. Σε ευθυγράμμιση με τον Goethe ο οποίος έλεγε πως “αληθινή σκέψη είναι εκείνη που είναι μένα γόνιμη, που συνδυάζεται με τις άλλες σκέψεις μου και με ωφελεί”.
Γενικότερα μέσα στο “καλό” για τον πραγματισμό ενυπάρχει το “αληθινό” και το τελευταίο τούτο δεν είναι παρά έκφραση του πρώτου. Πώς όμως τότε θα χαρακτήριζε ο πραγματιστής τον θάνατο; Ως μη αληθινό αφού ούτε καλός ούτε ωφέλιμος είναι; Μόνο βέβαια από το ότι είναι ένα πραγματικό γεγονός. Βλέπουμε εδώ πως η εξάρτηση της αλήθειας από την ηθική, πέρα από επικίνδυνο ακροβατισμό παρουσιάζει σημαντικές ατέλειες.
Ο πραγματισμός διεκδικεί την ικανότητα του να συμφιλιώσει τις εμπειρικές αντιλήψεις των ανθρώπων με τους θρησκευτικούς πόθους τους. Γι αυτό και τόσο απέναντι στο εγελιανό Απόλυτο, όσο και, κατ' επέκταση στο ίδιο το όνομα του Θεού κρατά την επιφύλαξη να τα χαρακτηρίζει “αληθινά ως ένα σημείο”.
Για τον πραγματισμό μια μορφή αλήθειας υπάρχει: η συμφωνία της ιδέας με την συγκεκριμένη πραγματικότητα”, ως “οίκοθεν νοούμενον” αρκεί να φανεί καθαρά τι σημαίνει “συμφωνία” και τι “πραγματικότητα”. (Άρα “συμφωνία” όχι με την έννοια του πιστού αντιγράφου αλλά του οργανικού αντιγράφου).
Το πιο ουσιαστικό λοιπόν δεν είναι η πιστή αντιγραφή της πραγματικότητας αλλά “να καταφέρουμε να βρούμε μέσα σε μια ιδέα έναν οδηγό που θα μας βοηθήσει να κινηθούμε με άνεση μέσα στο πέλαγος των γεγονότων της πραγματικότητας”. Για τούτο η “συμφωνία” με την πραγματικότητα “είναι ζήτημα που ρυθμίζεται ανάλογα με την κατεύθυνση που το συμφέρον μας επιβάλλει να πάρουμε”. Κι ακόμα, “Αληθινές είναι οι ιδέες που μας βοηθούν να απομακρυνθούμε από κάθε τι που θα μας έριχνε έξω από την κοινή τάξη και θα μας απομόνωνε από κάθε τι που θα έκανε τη σκέψη μας δύσκαμπτη και στείρα.” Γι αυτό είναι σημαντική για τον πραγματισμό η απομάκρυνση των εμποδίων και των προσκομμάτων στο ξετύλιγμα των κατευθυντήριων ιδεών μας.
Κριτήριο λοιπόν της πιθανολογούμενης αλήθειας για τον πραγματισμό είναι κάθε τι που “κάνει καλύτερα τη δουλειά της ποδηγέτησης μας στη ζωή”. Όπως λοιπόν ο πραγματισμός “δεν μπορεί να αρνηθεί την ύπαρξη του Θεού”, έτσι, υποθέτουμε, δεν μπορεί να αρνηθεί και την ύπαρξη του Διαβόλου κι αν στις μέρες μας αυτό θα ακουγόταν ως ειρωνικό σχόλιο τούτο συμβαίνει μόνο και μόνο γιατί ο Διάβολος είναι αναχρονιστικός και εκτός μόδας. Μάλλον πρέπει να ξαναθυμηθούμε τον Faust.
Η “αλήθεια” επί πιστώσει
Ο James παρομοιάζει την πραγματιστική “αλήθεια” με τη χρηματική πίστη. Επειδή τελεί υπό τους όρους της επικύρωσης ή διάψευσης η αλήθεια ζει τον περισσότερο καιρό με πίστωση χρόνου. Οπότε, οι σκέψεις και οι δοξασίες μοιάζουν με τα χαρτονομίσματα που κυκλοφορούν που τα δέχονται υποχρεωτικά όλοι με την καλόπιστη πεποίθηση ότι έχουν το απαραίτητο αντίκρυσμα. Οι “αλήθειες” βέβαια των πραγματιστών έχουν κατά καιρούς επαληθευτεί και γι αυτό και είναι “έγκυρες” πραγματιστικές αλήθειες. Όντως, εμείς όλοι, ως πιστωτές εμπιστοσύνης στις “αλήθειες” παίρνουμε με το παραπάνω την ανταμοιβή μας. Αξίζει πάντως να αναρωτηθούμε αν όλοι εμείς ως πιστωτές εμπιστοσύνης του κυκλοφορούντος χρήματος έχουμε ποτέ εισπράξει τον τόκο που θα έπρεπε να μας αναλογεί, αντίστοιχο με εκείνον που πληρώνουμε όταν οι δανειζόμενοι την πίστη μας μετατρέπονται σε δανειστές μας!
Μερικές διαφορετικές αποχρώσεις
Ενώ για τον James ο πραγματισμός παρέπεμπε στο πρακτικό νόημα των ιδεών για τον Pierce ήταν μια μέθοδος αποσαφήνισης των ιδεών μέσα σε μια κανονιστικά προσδιορισμένη έννοια λογικής δηλαδή μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων μιας διαρκούς, αυτο-βελτιούμενης έρευνας με κατεύθυνση την αλήθεια. Οι λογικές σημασίες για τον Pierce δεν συγκροτούνται δεν είναι παγιωμένες στιγμές αλλά το πλαίσιο αναφοράς μιας κοινότητας η οποία συνεχώς ερευνά και διορθώνει τον εαυτό της. Ο Pierce επέμενε να διαχωρίζει την επιστήμη από την πρακτική ζωή, θεωρώντας πως η επιστήμη δεν είναι τόσο ζωτικής σημασίας για να αντιμετωπίσει και να λύσει τα προβλήματα της κοινωνίας ή της ατομικής ζωής. Αυτά τα τελευταία λύνονται περισσότερο με βάση τις πεποιθήσεις και τις αντοχές των ανθρώπων ενώ η επιστήμη κινείται με βάση τη διαψευσιμότητα ή μη κάποιων θεωρητικών υποθέσεων. Αναγκασμένος να μετονομάσει τη δική του εκδοχή στον στρυφνό όρο “πραγματικισμό”, μόνο και μόνο για να διαχωριστεί από τον James.
Ιδίως αυτή η ντιουϊανή εκδοχή του πραγματισμού και ορισμένα απότοκα εργαλεία της όσον αφορά στη δημοκρατική διαβούλευση και συμμετοχή έχουν περισσότερο ενδιαφέρον για την παρούσα φάση της ελληνικής περιπλοκής.


Πραγματισμός και μαρξισμός
Λέγεται πως ο πραγματισμός είναι ένας αμερικάνικος νεο-καντιανισμός, ίσως λόγω του Pierce. Νομίζω το χάσμα είναι τεράστιο. Αρκεί να ανατρέξουμε στη θεωρία του James για τον “Κοινό Νου”. (Γενικότερα πάντως αποτυπώνεται μια αγωνία στην αμερικανική φιλοσοφία να υπενθυμίζει πως γνωρίζει καλά και από Kant και από Hegel.)
Αν και ο πραγματισμός είχε πάρει την -όχι τόσο κολακευτική, με τη συνδρομή και των Durkheim, και Horkheimer- ταμπέλα της “τυπικά αμερικάνικης” φιλοσοφίας ο πραγματιστής Young Sidney Hook, ως δεινός μαρξιστής στη νεότητα του, επέμενε ότι ο Dewey πρέπει να διαβάζεται μέσω του Marx αλλά και το αντίστροφο και να φωτίζει τον πραγματισμό, ως πρωτίστως μια φιλοσοφία της πράξης που μπορούσε να εμπνευστεί πολλά από τον μαρξισμό.
Ο Hook λοιπόν επιχείρησε κατά την πρώιμη “επαναστατική” του περίοδο, ως εραστής της Ρωσικής Επανάστασης (αλλά μέχρι το 1933, οπότε μεταστράφηκε σε αντικομμουνιστή) να συμφιλιώσει τον πραγματισμό με τον μαρξισμό αντλώντας στοιχεία από την ρεφορμιστική ντιουιανή φιλοσοφία και επιστημολογία και τις μαρξικές θέσεις για τον Fuerbach. Ήθελε να βλέπει τον Dewey ως αυθεντικό ριζοσπάστη και δημοκράτη και κατά βάθος σοσιαλιστή, συνεπώς έναν σχεδόν μαρξιστή. Ωστόσο, ο Dewey δεν γνώριζε σε βάθος μαρξισμό, παρ' ότι είχε ταξιδέψει στην ΕΣΣΔ το 1928 ειδικά για το εκπαιδευτικό της σύστημα και το ενδιαφέρον του για το όλο σοβιετικό πείραμα ήταν έντονο. Περισσότερο παρακολουθούσε τον μαρξισμό από τα κείμενα του Hook ιδίως το πολύ γνωστό “Towards the Understanding of Karl Marx”. Εξάλλου πίστευε πως η καπιταλιστική εκμετάλλευση και ανισότητα μπορούσε να αποκατασταθεί μέσω της δημοκρατίας και της παιδείας. Κατά τα άλλα δεν έβρισκε ασυμβίβαστο στον πραγματισμό, τη δημοκρατία και τον σοσιαλισμό. Τίποτε δεν ήταν πιο ξένο με τον ντιουιανό πραγματισμό από μια ταξική κοινωνία επενδεδυμένων συμφερόντων στην οποία η ανθρώπινη ευφυΐα, η επιστήμη, η πρόοδος καταπνίγονται ή εμποδίζονται.
Αλλά ο Hook ήταν σε θέση να γνωρίζει τις αγεφύρωτες διαφορές. Ωστόσο, η προσπάθειά του να δείξει το άτοπο -από την άποψη του πραγματισμού- του διλήμματος “ή με τον Marx ή με τον Dewey” είχε ενδιαφέρον.
Όπως είπαμε ο Hook από το 1933 και μετά άσκησε δριμύτατη κριτική στη Σοβιετική Ένωση και το κομμουνιστικό κόμμα όχι όμως από συντηρητική ή φιλελεύθερη οπτική αλλά “από αριστερά”.
Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου λησμονήθηκε ο αριστερός πραγματισμός του Dewey και επικράτησε ο ύστερος, αντικομμουνιστής Hook και οι ευρύτερες δεξιές εκδοχές του πραγματισμού. Οι δεκαετίες που ακολούθησαν έριξαν ένα πέπλο λήθης στον πραγματισμό. Πολύ αργότερα ο J. Habermas, μέσω των Pierce, Dewey, Mead και Rorty, άντλησε από τον χώρο του πραγματισμού εμπνεύσεις, όπως π.χ. για την έννοια της “διαλογικής και επικοινωνιακής ορθολογικότητας”.
Αρμόζει περισσότερο βέβαια στη φύση του πραγματισμού η τάση συμπερίληψης του μαρξισμού παρά το αντίθετο. Ωστόσο υπάρχουν πολλά περιθώρια διαλόγου για θέματα, όπως η κριτική στην ιδεολογία, ο καταλυτικός ρόλος της πράξης, ο ρόλος της παιδείας στη δημοκρατική και κοινωνική χειραφέτηση, κ.α.
Η σοσιαλδημοκρατία, η κεντροαριστερά αλλά και η μαρξιστική αριστερά μπορούν να βρουν στο πλαίσιο του πραγματισμού, ιδίως του ντιουϊανού, ένα πεδίο διαλογικής ορθολογικότητας ικανού να επινοήσει νέες, συλλογικές, εφαρμόσιμες και δημοκρατικά επεξεργασμένες προτάσεις. Αλλά περισσότερα για αυτά στη δεύτερη ενότητα.




Ενδεικτική βιβλιογραφία
Wiliam James, Πραγματισμός
Eugene Halton, Pragmatism
Alan Malachowski, The Cambridge Companion to Pragmatism
Christopher Phelps, Young Sidney Hook Marxist and PragmatistChristopher Phelps, Young Sidney Hook Marxist and Pragmatist 

Θάνος Κωτσόπουλος