TRANSLATION

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2008

ΑΔΕΣΠΟΤΟΙ και ΑΠΑΙΤΗΤΙΚΟΙ

Τελευταία ακούγεται όλο και πιο συχνά η υπόδειξη ότι η διάθεση για κοινωνική αλληλεγγύη είναι καλύτερα να διοχετεύεται σε ατομικές πράξεις ανθρωπισμού και όχι σε εκκλήσεις για διοργάνωση συλλογικής και πολιτικής δράσης. «Υπάρχουν κοινωνικοί χώροι που μπορεί να πάει κανείς και να προσφέρει, τι χρειάζονται οι κεντρικές πολιτικές πρωτοβουλίες», συμβουλεύουν αυτές οι φωνές. Υπάρχει η επιτροπή της γειτονιάς, η βοήθεια στους μετανάστες, κλπ.
Πρόκειται, αναμφίβολα, για μια καλοπροαίρετη κριτική η οποία ίσως υπονοεί ότι πριν καλά-καλά κάποιοι εξαντλήσουν τα όρια του προσωπικού τους καθήκοντος για κοινωνική αλληλεγγύη καταφεύγουν στο πεδίο της πολιτικής για να υποκαταστήσουν το έλλειμμά τους, την αδυναμία τους ή, ίσως, και την αδιαφορία τους. Δίπλα στις παροτρύνσεις αυτές ακούγεται κι άλλη μια: «ο καθένας θα προσφέρει από τη θέση που βρίσκεται» (λες και είναι λυμένο το θέμα: ποιος όρισε αυτές τις θέσεις και γιατί θα πρέπει να θεωρούνται σταθερές και δεδομένες). Η «θέση» του καθενός είναι η δουλειά του, η συνοικία του, όχι όμως η κεντρική πολιτική σκηνή. Η απαίτησή του να παίξει σ’ αυτήν θεωρείται υπέρμετρη φιλοδοξία, παραγοντισμός, ύποπτος γιακωβινισμός. Την κεντρική πολιτική σκηνή την έχουν καταλάβει «άλλοι», προφανώς οι επαγγελματίες των κομμάτων ή οι οργανώσεις με «ρόλο». Δεν υπάρχει χώρος για τσαρλατάνους, άνεργους, ημιμαθείς, «λοξούς», αδέξιους και ρομαντικούς μπούφους.
Αυτή η κριτική έχει καταρχήν το σοβαρό μειονέκτημα ότι ωθεί το διάλογο στο επίπεδο του: «Πού ξέρεις εσύ ποια είναι η δική μου ατομική προσφορά στο συνάνθρωπο; Επειδή δεν την επιδεικνύω;» Δηλαδή σε ένα λόγο περί φαρισαϊσμού.
Αν το θέμα του ατομικού καθήκοντος για αλληλεγγύη δεν πρέπει να υπάρχει στο δημόσιο διάλογο είναι γιατί η ίδια η ηθική συνείδηση το απεχθάνεται. Μένει λοιπόν το χρέος του ηθικού καθήκοντος του κράτους ως φορέα αξιών και υποχρεώσεων που πρέπει να συζητηθεί –τι άλλο από πολιτικά.
Η κριτική για την οποία μιλάμε οδηγεί πρακτικά στην παραίτηση από την πολιτική δράση (διότι αυτό το ρόλο τον έχουν αναλάβει οι «αρμόδιοι», με την κοινωνιολογική έννοια του «επαγγέλματος») και τον περιορισμό του σε απλό ψηφοφόρο.
Θα υπάρξει βέβαια το επιχείρημα: υπάρχουν τα κοινωνικά κινήματα, τα οποία έχουν αποδείξει πόσο πολιτικά είναι, δεν αρκούν για να συμπεριλάβουν και να εκφράσουν την κοινωνική αλληλεγγύη;
Θα έλεγα πως άλλοτε ναι και άλλοτε όχι. Όσο περισσότερο ανοικτά είναι τα κοινωνικά κινήματα, μη ελεγχόμενα από επαγγελματίες συνδικαλιστές και γραφειοκρατία του δικομματισμού τόσο το καλύτερο. Γι αυτό και αναζητείται ένας τέτοιος ανοικτός κοινωνικός χώρος.
Αυτό το πρόβλημα με ώθησε να γράψω ένα προηγούμενο κείμενο με τίτλο «Η πολιτική ως θρησκευτικό καθήκον». Σ’ εκείνο το κείμενο θέλω να πω ότι ο τρέχον πολιτικός πολιτισμός στη χώρα μας αρχίζει να διαποτίζεται, πλέον, από ένα «πνεύμα» όχι απλώς ευρωκεντρικό αλλά, εντελώς ειδικά προτεσταντικό. Αυτό το πνεύμα περιορίζει τη δημοκρατία, νομιμοποιεί τον ελιτισμό και θέτει εκτός πολιτικού εργοταξίου τους «μη έχοντες εργασίαν» (δηλαδή τους αδέσποτους).
Όποιος διαβάσει το κείμενο αυτό θα δει με άλλα λόγια αυτό που ήδη γνωρίζει, πώς επιτεύχθηκε η συναίνεση για την «πολιτική ως επάγγελμα», γιατί οι πολιτικές πρωτοβουλίες των «μη επαγγελματιών» της πολιτικής λοιδορούνται, γιατί πρέπει ο καθένας να παραμείνει στο δικό του μικρόκοσμο που «έτυχε» να βρεθεί, να παίξει το μικρό του ρολάκι, να απαρνηθεί τη φιλοδοξία να συμβάλλει στο μεγάλο θέατρο της πολιτικής, να διαγράψει δια παντός την όποια προσδοκία του για συμμετοχική και άμεση δημοκρατία ως ιδέα ουτοπική και ανεφάρμοστη. Επί τη ευκαιρία, η αξία της απαίτησης για άμεση δημοκρατία δεν έγκειται σε τίποτε περισσότερο παρά στην υπενθύμιση ότι πραγματικό πολιτικό υποκείμενο είναι «ο καθένας». Είναι λογικό η απαίτηση για άμεση δημοκρατία να φοβίζει τη διάχυτη πια (φανερή ή κρυφή, συνειδητή ή μη) αντίληψη για δικομματική, γραφειοκρατική και κουτσουρεμένη δημοκρατία.

Θάνος Κωτσόπουλος

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008

ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΔΡΑΣΗ: "ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ"

Πολιτικοί ακτιβιστές, θεωρητικοί, καλλιτέχνες, επιστήμονες, επαγγελματίες, ενεργοί πολίτες, μπλόγκερς θα πρέπει να πάψουν να αποτελούν μη συγκοινωνούσες κοινωνικές ομάδες. Γιατί να είναι μοναδικό σημείο κοινωνικής και πολιτικής αναφοράς το κόμμα που υποστηρίζουν, η κλειστή συντροφιά, το πικρόχολο κουτσομπολιό ή το μπαράκι που συχνάζουν ; Γιατί το κοινό να μαθαίνει τις δημιουργικές ιδέες τους μόνο από τα επίσημα κανάλια ενημέρωσης ή τυχαία, από μια μηχανή αναζήτησης στο ίντερνετ ;

Τώρα, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έχουν κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας από τις κατεστημένες αναγκαιότητες να έρθουν σε μια ελεύθερη και μη εμπορευματοποιημένη συνεύρεση με τον απλό κόσμο, τους ανθρώπους που βιώνουν την άχαρη και γκρίζα καθημερινότητα.
Να γίνουν προσπάθειες μέσα από διαδραστικές, αυτοσχεδιαστικές διαβουλεύσεις να εντοπιστούν ελάχιστα σημεία για αλλαγές σε κακές νοοτροπίες, στάσεις, στερεότυπα.

Χρειάζεται άμεσα, και είναι μια καλή στιγμή οι παγερές μέρες του χειμώνα που έρχονται, πραγματικά και συμβολικά (με φόντο το 1 δις των ανθρώπων που ζουν με 1 δολάριο), να βρεθούν δημόσιοι χώροι συνάντησης και επαφής με στόχους:

Άρνηση της μοναξιάς – να υπάρξουν εθελοντικές δράσεις
«Αντίστροφη ενημέρωση»: δημοσιότητα στο αποσιωπημένο
Αποδοκιμασία των απάνθρωπων καταναγκασμών των διεθνών οικονομικών διευθυντηρίων
Αποδοκιμασία κάθε πολιτικής απόφασης που ασεβεί στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια
Αυτοκριτική των ανθρώπων του πνεύματος, της επιστήμης και της τέχνης για τον τομέα τους. Διαβουλεύσεις με το κοινό τους.
Ενδεικτική επιδοκιμασία και ανάδειξη ορισμένων καλών πρακτικών

Είναι σημαντικό να διοργανωθεί επίσης μέχρι τα τέλη του Δεκέμβρη, μια εκδήλωση με κεντρικό σύνθημα την «ανθρώπινη αξία».

Επιτόπου να στηθούν κάλπες και να συλλεγούν υπογραφές για την ΑΝΘΡΩΠΙΑ ως απαίτηση και ως προσωπικό και συλλογικό καθήκον ιδίως τώρα που είναι κοινό μυστικό η επερχόμενη επίταση της βαρβαρότητας.

Όσοι πιστεύουν στην αναγκαιότητα μιας ανάλογης ενέργειας ας εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους μέσω αυτής της ιστοσελίδας.

Θάνος Κωτσόπουλος

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008

Η ερώτηση του Πιλάτου

Μόνο στο τέταρτο, το Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, ο Πιλάτος από τον Πόντο απευθύνει την ερώτηση προς τον Ιησού «και τι είναι αλήθεια». Είναι μια καθαρά «πολιτική» ερώτηση, όχι φιλοσοφική. Η ερώτηση ενός εκπροσώπου του ρωμαϊκού κράτους, ο οποίος θεωρεί τον Ιησού αθώο για όσα τον κατηγορούν, γι αυτό και –σύμφωνα και με τους 4 Ευαγγελιστές– προσπαθεί να τον απαλλάξει από τη θανατική καταδίκη. Η απορία του είναι γνήσια και καλοπροαίρετη. Προσπαθεί, έστω την τελευταία στιγμή, να αντιμετωπίσει ένα Πεπρωμένο με ένα Διάλογο, αναζητά την υπέρβαση ενός ριζικού διχασμού. Σήμερα θα το περιγράφαμε ως χάσμα «πολιτικής και ιδεολογίας». Αλλιώς όμως θα το λέγαμε διχασμό του «κόσμου των γεγονότων» με τον «κόσμο των αληθειών».
Ίσως ο Ιησούς αποκρινόταν στην ερώτηση αυτή με μια νέα ερώτηση: «τι είναι η πραγματικότητα». «Για τον Πιλάτο η πραγματικότητα είναι το παν, για τον Ιησού δεν ήταν τίποτε», παρατηρεί ο Ο.Σ. (ένας φίλος που θέλει να μείνει εδώ μόνο με τα αρχικά του) και επισημαίνει ότι η ερώτηση του Πιλάτου συμπυκνώνει «όλο το νόημα της ιστορίας, ότι μόνο η πράξη μετράει, η παντοδυναμία του κράτους και της επιτυχίας».
Κάποιοι από μας περάσαμε τα νεανικά μας χρόνια πεισμένοι πως έχουμε ξεπεράσει αυτό το δραματικό δίλημμα. Γιατί δεν πιστεύαμε στο διχασμό της πολιτείας του θεού και της πολιτείας του ανθρώπου. Η ίδια η πολιτική, η πράξη του ενεργητικού ανθρώπου που αγωνίζεται όχι για τη σωτηρία της ψυχής του ή για την ενοχή και το προπατορικό αμάρτημα αλλά για την ανθρωπιά της ύπαρξής του αποτελεί –λέγαμε– τη δοκιμασία που σπάει το σύνορο μεταξύ πολιτικού γεγονότος και πολιτικής αλήθειας.
Μετά ήρθαν οι μέρες της «ωριμότητας». Το Σύστημα, νικηφόρο και πανίσχυρο αφού πρώτα ακύρωσε «επιστημονικά», στη συνέχεια απέσυρε «ως ξεπερασμένα» τα παλιά εργαλεία μας (δικαιοσύνη, κοιν.τάξεις, επανάσταση, σοσιαλισμός) και διέσπασε την ενότητα πολιτικού γεγονότος και πολιτικής αλήθειας. Θέλησε να μας βάλει στο νου πως όποιος διεκδικεί την αλήθεια μέσω της πολιτικής δράσης είναι ένας (αμετ)ανόητος. Η πολιτική, μας είπε, είναι για τους πολιτικούς (επαγγελματίες) του κοινοβουλευτισμού και η «αλήθεια» για τη θρησκεία (σ’ αυτό έβαλαν πλάτη κυρίως οι «επιστήμονες»).
Αν ξέχασαν οι «ρεαλιστές» μας πόσο βαθειά «θρησκευτικός» είναι ο κοινοβουλευτισμός (ιδίως ο δικομματικός) ας ανατρέξουν στις αγγλικές ρίζες του ή ας μας ρωτήσουν. Ή ξέχασαν ότι στην αρχαία ελληνική πόλη τέτοιοι διχασμοί δεν υπήρχαν;
Τώρα αρχίζουμε να συνερχόμαστε απ’ τη νάρκωση. Ίσως προλαβαίνουμε.

Θάνος Κωτσόπουλος

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008

Σε αναζήτηση νέων μορφών πολιτικής δράσης

Παρά τις προβλέψεις ορισμένων θεωρητικών της πολιτικής επιστήμης ότι το παραδοσιακό «αγωνιστικό ρεπερτόριο» των κοινωνικών κινημάτων (διαδηλώσεις, καταλήψεις, συγκρούσεις με την αστυνομία κλπ.) θα έχανε την απήχησή του και θα ξεθώριαζε, η ζωή, ιδίως τα τελευταία χρόνια, απέδειξε το αντίθετο. Η διαμαρτυρία στον ανοικτό δημόσιο χώρο παραμένει ίσως η κυριότερη ελπίδα του κοινωνικά ριγμένου και πολιτικά προδομένου ανθρώπου για πολιτική συμμετοχή, αφού το σύστημα επιμένει να τον κρατά σε στέρηση και αποκλεισμό.
Υπάρχει φυσικά μια 20ετία (1980-2000) κατά την οποία η αγωνιστική πολιτική δράση συρρικνώθηκε και οι λόγοι είναι περίπου γνωστοί. Σήμερα απομένει ως απόηχος ένα αίσθημα κόπωσης για τις παλιές και τετριμμένες μορφές πολιτικής διαμαρτυρίας και δράσης, εκείνες τουλάχιστον με τις οποίες πάντα εκφράζονταν τα κοινωνικά κινήματα. Το αγωνιστικό ρεπερτόριο μοιάζει «εκτός μόδας» και αναζητούνται νέες μορφές πολιτικής δράσης, πιο «αντισυμβατικές», όπως π.χ. το μποϋκοτάρισμα ορισμένων προϊόντων, η κατανάλωση «με πολιτικό ή ηθικό μήνυμα», χτυπήματα στους μεσάζοντες, η «ηθική χρηματοδότηση», ο «ηθικός τουρισμός», τα ηλεκτρονικά δίκτυα με ομαδικά email ή ιστοσελίδες, η παραπλάνηση των δημοσκοπήσεων, ίσως ακόμα και η σατιρική εκπομπή ενός ταλαντούχου κωμικού αλλά και η επιβράβευση της κοινωνικής αλληλλεγγύης. Παλιές και νέες μορφές πολιτικής πράξης με κριτήριο την υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων, την ουσία της δημοκρατίας, τις ειρηνικές σχέσεις των λαών, την ανθρωπιά, το σεβασμό της φυσιογνωμικής ιδιαιτερότητας, δεν αντιπαρατίθενται. Εμείς επιλέγουμε την προσφορότερη, σημασία έχει η επίγνωση του στόχου.
Το γεγονός ότι αυτό το εναλλακτικό αγωνιστικό ρεπερτόριο είναι πρόσφατο και δοκιμάζεται ακόμα σε κάποιες χώρες της Ευρώπης πρέπει να μας κάνει καταρχήν επιεικείς με τα όποια ενδεχόμενα λάθη του και ανοικτούς στην πρωτοτυπία του, χωρίς ωστόσο να παραιτηθούμε από την όποια κριτική θέλουμε να ασκήσουμε στην Α ή Β εφαρμογή του. Πολλές θα είναι οι αντιφάσεις και τα ασυνάρτητα κενά που θα εμφανιστούν από ακτιβιστικές δράσεις οι οποίες θα απευθύνονται σε ευρύ, διαταξικό και τυχαίο κοινό και σε σημαντικό βαθμό θα στηρίζουν την επιτυχία τους στον αιφνιδιασμό, την αυτοματική αντίδραση, το όπλο του παράδοξου αλλά και το χιούμορ. Οι πολίτες, ανεξάρτητα από το αν είναι μέλη κομμάτων, απλοί ψηφοφόροι ή ανένταχτοι έχουν ανάγκη να εκφραστούν πολιτικά με περισσότερη δημιουργικότητα και φαντασία και συνεπώς θα αναπτύξουν θετική στάση απέναντι σε τέτοιες πρωτοβουλίες. Αυτός ο ίδιος ο εμπλουτισμός των πολιτικών δράσεων θα αποτελέσει κίνητρο να σπάσει ο γύψος του απονεκρωμένου και παραμερισμένου πολίτη.
Η ομάδα πρωτοβουλίας «Συμπολίτες» έχει ήδη αρχίσει ένα διάλογο πάνω σ’ αυτά τα θέματα. Επιθυμία όλων των συμμετεχόντων είναι, πιστεύω, μια ανοιχτή πρόσκληση σε όλους. Στην ιστοσελίδα simpolites.blogspot.com μπορεί να αρχίσει ένας διάλογος με κατάθεση σχετικών ιδεών και προτάσεων. Ιδιαίτερη σημασία έχει η συμμετοχή νέων ανθρώπων από το χώρο που καθένας βρίσκεται. Οι ιδέες, η φαντασία, το χιούμορ και η πρωτοτυπία των νέων θα είναι ο φρέσκος αέρας για να διαμορφωθεί συλλογικά, δημοκρατικά, με ανοικτό διάλογο, από τα θεμέλια ένα νέο τοπίο αγωνιστικών παρεμβάσεων και ανατροπών. Ο τόπος μας χρειάζεται τη συμμετοχή μας. Ας προσπαθήσουμε.
Θάνος Κωτσόπουλος

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008

Η πολιτική ως θρησκευτικό καθήκον

Εύχομαι το κείμενο αυτό να εκληφθεί ως ευκαιρία για προβληματισμό και να διαβαστεί με εύθυμη και ανάλαφρη διάθεση, σαν μια φλύαρη θεωρητικολογία χωρίς άμεσα υπονοούμενα.

Ομολογώ βέβαια ότι την αφορμή μου έδοσε η διαπίστωση, από πλήθος δημοκρατικών ανθρώπων, κυρίως δε εν αποστρατεία αριστερών, της αναγκαιότητας «κάτι να κάνουν» στην κρίσιμη τούτη εποχή. Όλοι συμφωνούν ότι υπάρχει πολιτικό έλλειμμα και πιεστικά προβλήματα του τόπου και ισχύει αυτό που λέμε «δεν πάει άλλο». Έχει όμως ενδιαφέρον η ανάπτυξη κριτικής σκέψης για τα κίνητρα της ανάγκης για δράση. Σημασία δεν έχει μόνο να επιλέξει κανείς τι να κάνει αλλά και να μπορέσει να τοποθετήσει τη δράση σ’ ένα πλαίσιο κριτικής δοκιμασίας.
Η ρητορική περί ενός πολιτικού «κενού» και η συνακόλουθη απόρριψη όλων των διαθέσιμων κομμάτων ως πεδίων απορρόφησης αυτής της ανάγκης για δράση σημαίνει ότι υπάρχει (αυτό τουλάχιστον υποθέτουμε) ένας άλλος χώρος, ένα άλλο πεδίο. Οι πράξεις όμως που θα εκδηλωθούν και θα γεμίσουν αυτό τον άλλο χώρο θα πρέπει να διερευνηθεί μήπως είναι «ουσιαστικού περιεχομένου» (και θα εξηγήσω στο τέλος τι εννοώ με αυτό τον όρο).

Ας φύγουμε τώρα από το σημείο που στεκόμαστε και ας πάμε στη θέση μιας καθαρά χριστιανικής αντίληψης. Για τον συνεπή χριστιανό (περισσότερο τον προτεστάντη) το «πολιτικό καθήκον» δεν είναι κάτι αδιάφορο. Στις ΗΠΑ και τις αναπτυγμένες δυτικοευρωπαϊκές χώρες το θέμα αυτό είναι σημαντικό και καταλαμβάνει συνεχώς περισσότερο χώρο στο σύνολο του πολιτικού πράττειν (θεσμικό και μη). Στις χώρες αυτές ο χριστιανός οφείλει να θέτει επιτακτικά το ερώτημα όχι απλώς αν κάνει αυτό που πρέπει αλλά και να μη μένει αδρανής από τη στιγμή που αισθάνεται την «προσκαλούσα φωνή» να επιτάσσει στη συνείδησή του να πράξει το καθήκον του.
Το «προσκλητήριο για το καθήκον», η vocatio του χριστιανικού μεσαίωνα, είχε την έννοια της κλήσης προς ειδικότερα θρησκευτικά καθήκοντα μέσα από την ιδιότητα του κληρικού ή μοναχού. Αργότερα, στη Μεταρρύθμιση, η vocatio αποσπάστηκε από την αυστηρά θρησκευτική διάσταση και ειδικά από την εκκλησιαστική ιεραρχία και πήρε την έννοια μιας ευρύτερης προσήλωσης σε καθήκοντα και συμπεριφορές με εγκόσμιο περιεχόμενο, κυρίως μέσα από την χρησιμότητα και την προσφορά του επαγγέλματος. Μέσα από τη φιλότιμη, συνετή, έντιμη, υπεύθυνη άσκηση του επαγγέλματος καταργείτο η διαφορά μεταξύ θρησκευτικού και κοσμικού, υψηλότερου και ταπεινότερου καθήκοντος, ενώ ταυτόχρονα, κατά την προτεσταντική ηθική πάντα, μπορούσε ο ασκών το επάγγελμα (άσχετα αν ήταν κληρικός, γεωργός, γιατρός ή δημόσιος υπάλληλος) να διατηρεί ελπίδες για την προσωπική του σωτηρία.

Σημειωτέον ότι, ουσιώδες χαρακτηριστικό της προτεσταντικής ηθικής ήταν και είναι η φιλοτιμία και η υπευθυνότητα να μην επιδεικνύεται με ατομικιστικό κίνητρο αλλά με την αίσθηση της προσφοράς στο συνάνθρωπο, στην ευρύτερη ανθρώπινη κοινότητα.
Τα θέματα αυτά έχει αναλύσει με μοναδικό τρόπο ο γερμανός κοινωνιολόγος Μ. Βέμπερ ιδίως στο έργο του Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού.
Θα έλεγε λοιπόν κανείς, μετά από αυτά, ότι ο Ευρωπαίος ή ο Αμερικανός που τηρεί με την παραπάνω έννοια τους κανόνες του επαγγελματισμού μπορεί να είναι ήσυχος ότι, σε μεγάλο βαθμό, εκπληρώνει το ηθικό χρέος του και μόνο συμπληρωματικά μπορεί να αισθάνεται ανάγκη για περισσότερη προσφορά.
Κάθε άλλος, ο οποίος δεν ασκεί επάγγελμα ή θεμελιώδη κοινωνικό ρόλο με αναγνωρισμένη προσφορά (όπως π.χ. μητέρα), δε βρίσκεται δηλαδή σε μια δραστηριότητα η οποία επαρκεί για την εκπλήρωση του καθήκοντος, οφείλει να αναζητήσει (πάντα κατά τη χριστιανική και ιδίως προτεσταντική ηθική) την «κλήση» του σε ένα ευρύτατο πεδίο δραστηριοτήτων του καθενός: φιλανθρωπική δράση, συμπαράσταση σε κάθε δοκιμαζόμενο συνάνθρωπο κλπ.

Το αμέσως επόμενο ζήτημα προς εξέταση είναι αν η πολιτική συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτή την έννοια του επαγγέλματος. Δύο τρόπους έβλεπε ο Μ.Βέμπερ να υπάρχουν για να θεωρηθεί η πολιτική επάγγελμα: ή να ζει κανείς «για» την πολιτική ή να ζει «από» την πολιτική, χωρίς όμως (και εδώ θέλει προσοχή) το ένα να αποκλείει το άλλο (κατά τον Βέμπερ βέβαια ο οποίος εντάσσεται σ’ έναν προτεσταντικό πολιτισμό). Η προτεσταντική έννοια του επαγγέλματος όχι μόνο δεν ενοχοποιεί το οικονομικό στοιχείο αλλά ίσα-ίσα το εξυψώνει. Γι αυτό και σε μας εδώ η έννοια του επαγγελματία πολιτικού ηχεί σχεδόν δυσφημιστικά ενώ στο προτεσταντικό πλαίσιο το αντίθετο, εφόσον βέβαια τηρούνται οι γενικές προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν.
Ας επιστρέψουμε όμως στο κυρίως θέμα, της πολιτικής συμμετοχής και δράσης ως χριστιανικού θρησκευτικού καθήκοντος. Εδώ, ιδίως στις προτεσταντικές χώρες, θα ανέμενε κανείς λογικά να υπάρχει μια καταρχήν αδιαφορία για την ενασχόληση με τα πολιτικά εφόσον υπάρχουν οι αντίστοιχοι επαγγελματίες οι οποίοι, εφόσον κάνουν σωστά τη δουλειά τους, επικουρούμενοι και από τους υψηλού επαγγελματισμού δημοσίους υπαλλήλους, καλύπτουν κάθε ανάγκη σχετική με το πολιτικό στοιχείο.

Ωστόσο δεν είναι τόσο απλό. Ο εκλεκτός χριστιανός (υπενθυμίζω ότι εστιάζουμε πάντα στον προτεστάντη) οφείλει να φροντίζει διαρκώς για τη δόξα του θεού (του) και επομένως να είναι κοινωνικά χρήσιμος. Διακατέχεται συνεπώς πάντα από το άγχος του ανεκπλήρωτου χρέους (με συνέπειες και στην προσωπική του σωτηρία). Το άγχος αποτελεί θεμελιώδη και με θετικό πρόσημο έννοια όχι μόνο στη σύγχρονη θεολογία και φιλοσοσφία αλλά και ψυχανάλυση.
Ιδίως στην αμερικανική φιλελεύθερη παράδοση το χρέος της πολιτικής συμμετοχής ως εκπλήρωσης ενός κατ’ ουσίαν θρησκευτικού καθήκοντος είναι αυτονόητο. Από το σημείο αυτό εύκολα μεταβαίνει ο αμερικανός ευαγγελιστής πλέον στην αντίληψη της δημοκρατίας ως απλού «μέσου» για την επίτευξη ενός θρησκευτικού χρέους.


Στην άλλη πλευρά, της ρωμαιοκαθολικής πρακτικής, η Ιταλία αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα γραφής. Το επίθετο "ηθικός" έχει γίνει η μαγική λέξη. Η "επιστροφή στην ηθική" η τελευταία λέξη της μόδας. Μια νεόκοπη πολιτική "φιλανθρωπία" έχει εμφανιστεί, αυτοδιαφημιζόμενη ως "αριστερή" με άκρες στο Βατικανό αλλά και στον μπερλουσκονισμό, τον οποίο υποτίθεται επικρίνει.

Αντίστοιχα γίνεται αντιληπτή και η έννοια του ακτιβισμού. Η αναζήτηση δράσεων γίνεται με βάση ένα βαθύ νομιμοποιητικό ηθικό στοιχείο που θα πρέπει αυτοτελώς να διαθέτει η πράξη. Προϋποτίθεται συνεπώς ένα «ουσιαστικό περιεχόμενο» σε κάθε ενέργεια. Κάθε «ουσιώδες» που εκπληρώνεται αποτελεί μια εκδήλωση χάρης, κάθε πραγματοποίηση ενός ουσιώδους περιεχομένου επικυρώνει την εγωκεντρική αυτάρκεια της ανταπόκρισης στο χρέος. Αυτό ακριβώς το άκριτα ουσιολογικό και ενδεχομένως φετιχιστικό στοιχείο είναι που καθιστά την επιλογή ακτιβιστικών δράσεων τυχαία, ανάλογα με την περίσταση, γιατί σημασία δεν έχει ο βαθύτερος ειρμός μεταξύ της μιας και της άλλης δράσης αλλά το ατομικό ηθικό κέρδος από την ίδια την πράξη ως αυτοσκοπού, όπως και στη φιλανθρωπία.

Θάνος Κωτσόπουλος

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008

Ξανά το φάντασμα των Ελλήνων!

Στην Κυριακάτικη Αυγή της 5ης Οκτωβρίου 2008 δημοσιεύτηκε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του κ. Δ. Βεργέτη με τίτλο «Η μίμηση ως αρχαιολογία της νεωτερικότητας» το οποίο προσφέρει μια ευκαιρία για διάλογο και προβληματισμό.Ο λόγος λοιπόν για την Ευρώπη και για ένα ‘φάντασμα’ που εδώ και αιώνες, κατά τον κ. Βεργέτη, την «ταλαιπωρεί»: το φάντασμα των αρχαίων Ελλήνων. Διαβάζω ότι από την Αναγέννηση και μετά η Ευρώπη δεν μορφοποιεί την ταυτότητά της με αυτοθέσμιση αλλά μέσω μίμησης των «θεσμικών και αισθητικών μοτίβων του αρχαιοελληνικού κόσμου». Η ευρωπαϊκή σκέψη, όχι μόνο στο επίπεδο του πολιτικού λόγου αλλά και της φιλοσοφικής και αισθητικής αναζήτησης, κατά τον συντάκτη του άρθρου, αυτοπαγιδεύτηκε στο αδιέξοδο του καθορισμού της μήτρας της ταυτότητάς της με βάση τη μίμηση μιας εξιδανικευμένης ‘ετερότητας’, ενός επινοημένου μύθου, ο οποίος δεν ήταν καν ακριβές αντίγραφο (του όποιου) πρωτοτύπου του. Το οποίο πρωτότυπο, όπως αναπτύσσεται στο δεύτερο μέρος του άρθρου, το «ίδιον» των Ελλήνων «ουδέποτε έλαβε χώρα», κατά τον Λακού-Λαμπάρτ. Αλλά επ’ αυτού και για το θέμα της μίμησης θα επανέλθουμε αργότερα.

Ας δούμε πρώτα το θέμα της μίμησης των Ελλήνων: μια κακή ‘ιστορική στιγμή’ (άλλη εξήγηση δεν προτείνεται) έφερε το σχηματισμό αυτού του τύπου της ευρωπαϊκής ταυτότητας να συμβαδίζει παράλληλα με αναδυόμενες «εθνικές ή εθνικιστικές ανάγκες» αλλά και να συναρτάται, ακόμη πιο ‘εργαλειακά’, με ιδεολογικές και πολιτικές συγκυρίες (εθνικιστικές εξάρσεις, ρατσισμό, φονταμενταλιστικό ολοκληρωτισμό και παρόμοια).
Ως παραδειγματική συνέπεια της εμμονής σ’ αυτό το μιμητισμό παρατίθεται ο ναζιστικός εκτροχιασμός της Γερμανίας. Η Γερμανία, μάλιστα, προτείνεται ως το κατεξοχήν παράδειγμα, αφού, «αναζητώντας την εθνική και πολιτική της ταυτότητα επινόησε μια όλως άλλη αρχαιότητα – μια τελείως άλλη Ελλάδα – ως απαρχή και πρότυπο ενός ασύγκριτου πεπρωμένου». Αυτό το «ανεκτέλεστο» πεπρωμένο ανέλαβε να ενσαρκώσει η Γερμανία με τη γνωστή οδυνηρή κατάληξη.
Ο κ. Βεργέτης δεν παραλείπει να αναφερθεί στη «σαγήνη» της μίμησης των αρχαίων Ελλήνων όπως έλαβε χώρα και στη Γαλλία και Ιταλία, μόνο που εκεί παρέμεινε στο επίπεδο της «νεοκλασικής επικαιροποίησης» των Ελλήνων (οπότε, προκύπτει λογικά, ο περιορισμός της στο αισθητικό πεδίο και η μη επέκτασή της στο πολιτικό λειτούργησε ως ένας βαθμός προστασίας σε σύγκριση με όσα συνέβησαν στη Γερμανία).
Κατάπληξη μου προκάλεσε καταρχήν η ριζικότητα και ευρύτητα της κριτικής. Διότι αν στόχος της ήταν μια χώρα σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο θα καταλάβαινα το εφικτό του εγχειρήματος. Αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με ολόκληρη την Ευρώπη, από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα και με όλους τους (αρχαίους) Έλληνες! Πρόκειται για πολύ φιλόδοξο σχέδιο, αναμφισβήτητα.
Σχέδιο που βασίζεται οπωσδήποτε σε τρεις παραδοχές:
(α) Υποτίθεται μια «ευρωπαϊκή ταυτότητα» η οποία, από την εποχή που μπορεί κανείς να μιλά για Ευρώπη, συγκροτήθηκε μιμούμενη τους αρχαίους Έλληνες. Αυτή την πρώτη παραδοχή θα ήθελα να σχολιάσω και να αμφισβητήσω.
(β) Το προς μίμηση πρότυπο ήταν επινοημένο και «τελείως άλλο» (προφανώς από κάποιο το οποίο διαθέτει πιστοποιητικό μοναδικότητας και αυθεντικότητας – κάτι που όμως στο άρθρο αποκλείεται με την απόφανση του Λακού-Λαμπάρτ ότι ουδέποτε υπήρξε «ίδιον» των Ελλήνων, συνεπώς παραδοχή άτοπη).
(γ) Η απροϋπόθετη και ανεπιφύλακτη υποδοχή της πρώτης ύλης του προτύπου στους υποψήφιους μιμητές, ιδίως στο πολιτικό πεδίο, συνεπαγόταν περισσότερο κίνδυνο ολοκληρωτικών εκτροπών. Ας μου επιτραπεί για λόγους προφανείς να μη σχολιάσω αυτή την τρίτη παραδοχή -εκτός απροόπτου!

Καταρχήν από πού προκύπτει το αυτονόητο της ευρωπαϊκής ταυτότητας.Πώς είναι, στη συνέχεια, δυνατό να σαρώνονται με τόση ευκολία μεγάλα θέματα όπως π.χ. η Αναγέννηση, η αρχαία Ελλάδα κλπ. Να υποθέσουμε ότι η Αναγέννηση (με όλο της το γοτθικό βάθος) σηματοδοτεί το θεμέλιο λίθο της ευρωπαϊκής ταυτότητας και το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα μίμησης της ελληνικής αρχαιότητας; Ίσως είναι πολύ δύσκολο να ορίσει κανείς τις απαρχές της ευρωπαϊκής ταυτότητας αλλά, για την ευκολία της συζήτησης, έστω, ας αρχίσουμε από την Αναγέννηση παραθέτοντας σκόρπιες στιγμές που δείχνουν ότι η ευρωπαϊκή ταυτότητα (δυστυχώς) πολύ λίγο διαμορφώθηκε από μια βαθειά σχέση με την αρχαία Ελλάδα.Ο Πετράρχης (στο πρόσωπο του οποίου συμβολίζεται η Αναγέννηση, ο δυτικός κλασικισμός αλλά και ο ιδεαλιστικός τύπος θεώρησης της αρχαιότητας) μελετούσε και αγαπούσε τα έργα των Ελλήνων, προσπαθώντας να μάθει ελληνικά από το μοναχό Βαρλαάμ από την Καλαβρία χωρίς ωστόσο να βγαίνει από τη λατινική παράδοση. Ο Βοκάκιος μόλις που μπορούσε να διαβάσει ελληνικά και ανέθεσε στον ανεπαρκή Λέοντα Πιλάτο τη μετάφραση του Ομήρου. Αναβίωση των κλασικών σπουδών δε θα συνέβαινε, αναμφισβήτητα, χωρίς τη συμβολή των λόγιων Κωνσταντινουπολιτών (Χρυσολωράδες, Αργυρόπουλοι, Βησσαρίωνες και λοιποί), αν και η Ανατολή δεν ήταν καν στο στοίχημα της μίμησης, ή χωρίς την υψηλή αίσθηση της αξίας των αναξιοποίητων χειρογράφων τα οποία οι δυτικοί λόγιοι διέσωσαν. Ωστόσο, η συνείδηση των δυτικών χριστιανών ουμανιστών, του σαλονιού ή του κελλιού, της τιάρας ή του σκούφου, δεν διαχώριζε εντελώς καθαρά το latinus graecissimus από το graecus latinissimus.Μετά από 15 αιώνες λήθης ήταν τα έργα του Τερέντιου και του Πλαύτου που άρχισαν να παίζονται στα θέατρα της Φλωρεντίας, της Ρώμης, της Φεράρας ή της Παβίας και όχι του Αριστοφάνη. Με πόση ειλικρίνεια δεν ομολόγησε ο Αριόστο ότι τα θεατρικά έργα του, Cassaria και Suppositi, υπήρξαν απλές απομιμήσεις των λατίνων δασκάλων του! Κι αν η απόπειρά του στον Orlando Furioso να μιμηθεί τον Όμηρο εξαντλήθηκε σε έναν απλοϊκό ποσοτικό στόχο, να καταφέρει δηλαδή να φτάσει τους 39.000 στίχους, όσοι και της Ιλιάδας και Οδύσσειας, τα θέματά του, με τους ιππότες του Καρλομάγνου, εξαντλούνται στο νικηφόρο πεπρωμένο της χριστιανοσύνης απέναντι στο Ισλάμ. Την ίδια ώρα στους φλορεντινούς δρόμους διοργανώνονταν τα καρναβαλικά triomfi με διασημότερο το «Θρίαμβο του Βάκχου» σε στίχους του Μέδικου Λαυρέντιου. Τη βακχεία του στίχου chi vuol esser lieto sia θα επιχειρήσει να αποδώσει στην «Άνοιξη» ο Μποτιτσέλι, θαυμαστής (όπως και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες) του Σαβοναρόλα.Αργότερα, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου έκαναν την εμφάνισή τους οι momari και η βενετσιάνικη κωμωδία του τύπου του Stephanium, του Φρα Αρμόνιο, ενώ όποιος στεκόταν στο Ριάλτο ήταν αδύνατο να αποφασίσει αν βρίσκεται στην Ανατολή ή στη Δύση.Η βιβλιοθήκη του μέγιστου Λεονάρντο ντα Βίντσι αριθμούσε 37 όλους κι όλους τόμους: Βίβλο, Αίσωπο, Διογένη Λαέρτιο, Οβίδιο, Λίβιο, Πλίνιο (Πρεσβύτερο), Δάντη, Πετράρχη Πότζιο, Φίλελφο, Φιτσίνο και Πούλτσι. Από πού λοιπόν μπορούσε να αντλήσει υλικό για μίμηση;Αλλά και τι κοινό θα μπορούσε κανείς να βρει ανάμεσα στις ηδυπαθείς σαρκώδεις γυναίκες του Τισιανού, όπως η «Φλόρα» ή η «Κόρη της Ηρωδιάδας» και την Αφροδίτη της Μήλου ή στον τρόπο που προσλαμβάνει το διονυσιακό στοιχείο στον «Βάκχο και Αριάδνη»; Πόση είναι η αρχαιοελληνική μίμηση στην «Κοιμωμένη Αφροδίτη» ή την «Υπαίθρια Γιορτή» του Τζιορτζιόνε; Τουλάχιστον ο Τσόσερ παραδεχόταν καθαρά ότι στον «Τρωίλο και Χρυσηίδα» είχε κατακλέψει τον Βοκάκιο.Υπήρξε, φυσικά, η μετανάστευση της αρχαίας Ελλάδας στην Ιταλία (που δεν ήταν άσχετη από την προσπάθειά της να χειραφετηθεί από το βυζαντινό και μαυριτανικό γούστο) και αξίζει να μνημονεύσει κανείς περιπτώσεις όπως του πάπα Νικολάου Ε΄. Αλλά η λατρεία του προς τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη, τον Ξενοφώντα, τον Πολύβιο, το Διόδωρο, το Θεόφραστο δεν ήταν μεγαλύτερη από εκείνη για τον Μέγα Βασίλειο, το Γρηγόριο Ναζιανζηνό, το Γρηγόριο Νύσσης ή το πρωτότυπο του Ευαγγελίου του Ματθαίου, με τον ίδιο τρόπο που ο Ραφαήλ θα τοποθετούσε στις αίθουσες του Βατικανού τους Έλληνες φιλοσόφους δίπλα στους χριστιανούς αγίους, οργανώνοντας έτσι τη μεγαλοφυέστερη συναίνεση (αλλά και απόπειρα καθυπόταξης της Ελλάδας, όπως πιστεύω) που μπορεί να συλλάβει νους, με την κατά τα άλλα αριστουργηματική «Σχολή των Αθηνών».Η αντιχριστιανική εξέγερση του Μακιαβέλι έγινε στο όνομα της ρωμαϊκής και όχι της ελληνικής ηθικής.Ο Έρασμος είχε πάθος για τα ελληνικά αλλά δεν διέκρινε τον Ευριπίδη και τον Επίκουρο από τον Σενέκα και αυτόν από τον Απόστολο Παύλο. Προσπάθησε να επεξεργαστεί τις επικούρειες αντιλήψεις του θεολογικά συνδιαλλάσσοντας τον Επίκουρο με το Χριστό.Ο αντιαναγεννησιακός και αντιουμανιστής Λούθηρος είχε πολύ κακές προδιαθέσεις και επιδόσεις με τα ελληνικά. Αποκαλούσε τον Αριστοτέλη καταραμένο, αλαζόνα και αισχρό ειδωλολάτρη. Για το «μέγα» κατόρθωμά του να μεταφράσει τη Βίβλο στα γερμανικά χρησιμοποίησε τη λατινική έκδοση της Καινής Διαθήκης που είχε κάνει ο Έρασμος το 1516.Ακόμη και τον Ζβίγγλιο χαρακτήρισε «άπιστο» ο Λούθηρος μόνο και μόνο γιατι στο έργο του Christianae fidei brevis et clara expositio ισχυρίστηκε ότι στον παράδεισο θα συναντήσει μαζί με τον Αβραάμ, το Μωυσή και τον Ησαΐα και πολλούς άλλους αγαθούς Εβραίους και Έλληνες ειδωλολάτρες, όπως τον Ηρακλή, το Θησέα, το Σωκράτη, τους Κάτωνες ή τον Σκιπίωνα.Τέλος, ενώ η συμβολή του Λούθηρου στη συζητούμενη διαμόρφωση της «ευρωπαϊκής ταυτότητας» δεν είναι διόλου ασήμαντη, την ίδια στιγμή κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη σχέση μεταξύ των ιδεών του και του αφυπνιζόμενου γερμανικού εθνικισμού. Θα θεωρούσα λοιπόν πολύ περισσότερο επικίνδυνο παράγοντα για το ναζιστικό «εκτροχιασμό» της Γερμανίας τη φονταμενταλιστική αδιαλλαξία και τον δηλωμένο, άγριο αντισημιτισμό του Λούθηρου από το μιμητισμό της αρχαίας Ελλάδας.Ή μήπως η θεοκρατική δικτατορία του Καλβίνου, ο φριχτότερος ολοκληρωτισμός των νεώτερων χρόνων, άντλησε την έμπνευσή της από την αρχαία ελληνική αυτονομία;Αργότερα πάλι, ο κλασικισμός, με περισσότερο ρωμαϊκές επιρροές παρά ελληνικές, αυτοπαγιδεύτηκε σ’εναν αμφίβολο ενθουσιασμό για το καθαρά διακοσμητικό στοιχείο και δεν αποτελούσε πια ούτε καν μίμηση παρά μίμηση μιας παλαιότερης μίμησης, μια μίμηση μίμησης.

«Μίμηση» της ελληνικής αρχαιότητας κατά τη γνώμη μου δεν υπήρξε. Και μόνο γιατί οι «Έλληνες» μετά το τέλος της αρχαίας πόλης αποτελούσαν, πια, για τους δυτικούς ευρωπαίους περισσότερο μια θρησκευτική έννοια, μια κοινότητα πίστης ή ένα ζήτημα αισθητικής, γούστου με καλό ιστορικό ένστικτο, ένα υποταγμένο συμπλήρωμα παιδείας και όχι ένα στοίχημα αγώνα. Αλλά και η ίδια η μίμηση (και δε μιλάμε για το μαϊμουδισμό) είχε υποστεί τη φθορά της μεταφύτευσής της σε ένα ακατάλληλο πια έδαφος.
Είναι προφανής και κατανοητή η εχθρότητα ορισμένων για τη μίμηση, στο βαθμό που τους παραπέμπει στην ομοίωση κι απο κει στον εφιάλτη του «ιδίου» και την απαλειφή του διχασμένου εαυτού ως θεμέλιας και καταστατικής πρότασης τηε κοσμοθεώρησής τους. Η ιστορία του Οδυσσέα και του Αβραάμ είναι γνψστή από τον Λεβινάς. Αλλά ας σκεφτούν ότι η μίμηση αποκαλύπτει με περισσότερο θάρρος όχι μόνο το ρήγμα του εαυτού και του άλλου αλλά αποτελεί η ίδια μια μαιευτική. Για παρηγοριά από τους φόβους για τους Έλληνες ας ανατρέξουν στο Σεφέρη και την ενθάρρυνσή του για τη μίμηση, γενικά αλλ΄και ειδικά για την ποίηση, παραπέμποντας σ’ εκείνους που έλεγαν ότι η μίμηση αποτελεί «μέγα νόμο των κοινωνιών και των φιλολογιών και ότι η αληθής εθνική ποίησις δεν είναι παρά η ποίησις χωρίς πατρίδα».
Σύμφωνα με μια αφήγηση η μίμηση είναι η ουσία της τέχνης ενώ με μια άλλη η μίμηση είναι το καταφύγιο του ψεύδους, της νοσηρότητας όταν γίνεται μίμηση της μίμησης. Η τέχνη της μίμησης ωστόσο είχε ήδη χαθεί από τα ρωμαϊκά χρόνια. Πόσο μάλλον στη σκοτεινή και μουδιασμένη Δύση του ύστερου Μεσαίωνα.Το δέος απέναντι στην ελληνική αρχαιότητα που αισθάνονταν όχι μόνο αμφισβητίες της θεοκρατίας, όπως οι ουμανιστές διανοούμενοι αλλά και πρόσωπα βυθισμένα στο δόγμα, σκληροί ηγέτες της Μεταρρύθμισης, αποτελούσε μια αμφίθυμη στάση μεταξύ της απόλαυσης της ελευθερίας της ύπαρξης (που συνδεόταν με το αρχαίο πνεύμα) και του φόβου του θανάτου και του σκοτεινού προορισμού (που συνδεόταν με το δυτικό θρησκευτικό φονταμενταλισμό). Και δεν ήταν βέβαια μόνο τα πρόσωπα, ήταν, πολύ περισσότερο μια νεαρή γοτθική ψυχή, που με τόση επιδεξιότητα ανακατεύτηκε με την Αναγέννηση, μια νεότητα ενός πολιτισμού ο οποίος ένοιωθε ταπεινοφροσύνη σε έστω απαρχαιωμένες αλλά μεγάλες μορφές στις οποίες έριχνε λοξές ματιές, αρχικά με ζήλεια και αργότερα, ωριμάζοντας, με μνησικακία. Γι αυτό και η αμηχανία, ο παγερός ακαδημαϊσμός, το μασκάρεμα, η αρχαιότητα ως «φάντασμα». Μέσα στο μοτίβο της «μίμησης» (αυτής της λέξης που δεν υπήρχε πριν απ’ τον Πίνδαρο, ίσως όμως ούτε μετά την κατάργηση του χορού από το δράμα), υπάρχουν νωπά τα τραύματα μιας ‘ευρωπαϊκής’ ψυχής που δεν είχε επιλογή παρά την εξιδανίκευση, για την οποία υπεύθυνος μπορεί να είναι μόνο ο δυτικός Θεός και η ψευδαίσθηση της λατρείας στην αρχαιότητα που δεν υπήρξε τίποτε άλλο από την επαλήθευση μιας έλλειψης.


Θάνος Κωτσόπουλος

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008

Η κρίση τους και η χρήση της

Όσοι αφιερώνουμε λίγο περισσότερο χρόνο πέρα από την απλή κατανάλωση της κοινότοπης ειδησεογραφικής ύλης σχετικά με την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση στις ΗΠΑ, όσοι παρακολουθούμε το αγκομαχητό του, εφτάψυχου όντως, θηρίου διακρίνουμε τη διαφορά: άλλο η κρίση ως οικονομικό φαινόμενο και άλλο η ιδεολογική χρήση της κρίσης, η εκμετάλλευση της στιγμής για ανάδυση ιδεών. Ιδεών θρησκευτικής έμπνευσης – πνευματικές και ηθικολογικές παρακαταθήκες με τις οποίες ο νεοφιλελεύθερος γιγαντοκαπιταλισμός προσβλέπει στη σωτηρία του ή στην παράταση του τιτανισμού του. Στην πραγματικότητα, όπως κάθε μελλοθάνατος, κάνει απλώς την προσευχή του.
Α΄
Για το πρώτο σκέλος λίγα θα μπορούσε να σχολιάσει, ας μου επιτραπεί, οποιοσδήποτε από τη στιγμή που λείπουν στοιχειώδεις εσωτερικές «τεχνικές» πληροφορίες. Ουδείς γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει μεταξύ των τραπεζών που εμπλέκονται και ποιοι είναι οι μέτοχοι. Mάλιστα, κατά παράδοξο τρόπο, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης η κρίση παρουσιάζεται ως "αμερικανική" , μια υπόθεση "εθνική", λες και δε βρίσκεται στο κατώφλι της Ευρώπης αλλά και των παγκόσμιων αγορών. Το κρυφτούλι με την ανωνυμία των μετοχών είναι, ας πούμε, ένα χαρτί σ' αυτό το πόκερ για επαγγελματίες. Κανένα θολό τοπίο ωστόσο δεν εμποδίζει εμάς, τους κοινούς, να σκεφτούμε και να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα.
Όπως είναι λοιπόν προφανές, 5 είναι τα κυρίως πρόσωπα σ’ αυτό το έργο που για άλλους είναι δράμα και για άλλους φάρσα: οι δανειολήπτες, οι τραπεζικοί υπάλληλοι, οι φορολογούμενοι, οι μέτοχοι και οι πιστωτές των πιστωτών. Ποιοι είναι οι θιγόμενοι; Οι εργαζόμενοι τραπεζικοί οπωσδήποτε, αφού χάνουν τη δουλειά τους. Τι εικόνα κι αυτή του απολυμένου πρώην γιάπη με το χαρτόκουτο! Οι μικροεπενδυτές και αφελείς μέτοχοι επίσης, αφού βλέπουν τις λιγοστές μετοχές τους να γίνονται κουρελόχαρτα. Οι μεγαλομέτοχοι; Ας το δούμε αυτό. Η κρίση, το κραχ εκφράζεται ως χρηματιστηριακή υποτίμηση. Η αναγγελία της κατάρρευσης μιας τράπεζας γίνεται στο χρηματιστήριο, με την τιμή της μετοχής της. Συνεπώς κάποιοι έχουν ήδη πουλήσει τα πακέτα των μετοχών τους. Ποιοι είναι αυτοί που πρόλαβαν; Μήπως οι φουκαράδες μικρομέτοχοι που είναι εγκλωβισμένοι; Όχι βέβαια, είναι οι μεγαλομέτοχοι, αυτοί που έτσι κι αλλιώς είναι ήδη πληροφορημένοι εσωτερικά για την πορεία της τράπεζας. Ας πάμε τώρα στους πιστωτές των πιστωτών, δηλαδή στις τράπεζες που δάνειζαν τις τράπεζες που κατέρρευσαν. Εδώ είναι γνωστό ότι, αντίθετα με τα ισχύοντα στην Ελλάδα ή στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ οι τράπεζες κινούνται με πολύ χαμηλά δικά τους κεφάλαια σε σχέση με το τζίρο τους και συνεπώς με μεγάλο ρίσκο. Αυτός είναι ένας γενικός κανόνας του παιχνιδιού, γνωστός σε όλους. Όταν όμως το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, με όργανο τις τράπεζες γίνεται η λοκομοτίβα του καπιταλισμού στο κυνήγι του κέρδους, δηλαδή στη φρενήρη αύξηση του τζίρου με όλον αυτό τον πληθωρισμό των δανείων τι άλλο μπορεί να συμβαίνει από αυτό που είναι εγγεγραμμένο στο DNA του καπιταλιστικού συστήματος; Οι πιστωτές των πιστωτών δεν είναι ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο αφελείς από τους πιστωτές των δανειοληπτών. Εφαρμόζουν τον κανόνα του περιθωρίου μεταξύ της ασφάλειας με μικρότερο κέρδος και της επισφάλειας με μεγαλύτερο κέρδος. Στο βαθμό βέβαια που αυτές οι εκ των προτέρων γνωστές επισφάλειες δεν ξεπερνάνε ένα ποσοστό ζημιάς μικρότερης από το ποσοστό κέρδους που δίνουν αυτά τα τολμηρά ανοίγματα. Δεν παρασύρονται ωστόσο και οι πιστωτές των πιστωτών από την κατάρρευση των πελατών τους; Ασφαλώς και γι αυτό στη Μέκκα του φιλελευθερισμού αρχίζει να γίνεται με τον πιο επίσημο και σοβαρό τρόπο λόγος για «κρατικό παρεμβατισμό». Οπότε παύουν να είναι θιγόμενοι οι πιστωτές των πιστωτών αλλά και όλο το πιστωτικό σύστημα, αφού τα σπασμένα θα πληρώσει το αμέσως επόμενο πρόσωπο του έργου, οι φορολογούμενοι για τους οποίους δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι οι χειρότερα θιγόμενοι, εφόσον εφαρμοστούν σχέδια σωτηρίας τύπου σχεδίου Πόλσον το οποίο απέρριψε μεν το Κογκρέσο αλλά για λόγους που εν συνεχεία θα σχολιάσω. Μένουν, τέλος, οι δανειολήπτες. Θα μπορούσαν άραγε να ελπίζουν σε κάτι από αυτή την αναστάτωση; Σε τίποτα καλύτερο βέβαια αφού οι υποχρεώσεις τους παραμένουν και μεταβιβάζονται είτε στην τράπεζα που θα εξαγοράσει εκείνη που χρεωκόπησε είτε στο δημόσιο. Το χειρότερο, αντίθετα, είναι πιθανότερο, αφού στις συνθήκες της κρίσης οι αντοχές και ανοχές για καθυστερήσεις μειώνονται.
Οι κρίσεις, όπως είναι πασίγνωστο, αποτελούν αφετηρίες για νέους κύκλους επενδύσεων και επικερδών επιχειρήσεων και από μόνες τους, χωρίς την αποφασιστική παρέμβαση του λαϊκού και εργατικού κινήματος δεν οδηγούν σε κανενός είδους γενικευμένη κατάρρευση του καπιταλισμού. Η παρούσα κρίση παρουσιάζεται ως χρηματοπιστωτική αλλά ουσιαστικά είναι τυπική κρίση υπερπαραγωγής, η ουσία της δηλαδή είναι η ίδια με την κρίση του ΄29. Η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου αντικατέστησε τις κεϋνσιανές συνταγές της ενίσχυσης της ζήτησης μέσω της κρατικής μεσολάβησης με νέες συνταγές ενίσχυσης της ζήτησης μέσω τραπεζικής μεσολάβησης με κριτήριο την υποταγή της εργασίας στο κεφάλαιο. Γι αυτό σήμερα η κρίση δεν ξεκινά ως «κρίση υπερπαραγωγής» (αν και αδυναμία εξυπηρέτησης ενός στεγαστικού ή καταναλωτικού δανείου σημαίνει αδυναμία να αγοράσει κανείς εμπόρευμα από το ράφι της τράπεζας), δεν είναι δηλαδή ότι τα εμπορεύματα μένουν στα ράφια απούλητα (ας μην ξεχνάμε ότι μείωση της αγοραστικής δύναμης, σχετική εξαθλίωση και ύφεση ήδη υπά) αλλά ως «τραπεζική κρίση». Το αμέσως επόμενο στάδιο όμως θα είναι η μετατροπή της σε ανοιχτή κρίση υπερπαραγωγής, την ίδια στιγμή βέβαια που εκατομμύρια ένθρωποι στον κόσμο θα πεινούν ή θα φυτοζωούν.
Β΄
Ας έρθουμε όμως τώρα στις «άϋλες» πλευρές της κρίσης. Αναφέρομαι στο μεγάλο θέμα των θρησκευτικών φονταμενταλιστικών ιδεών τις οποίες θα προβάλλει η αμερικανική συντηρητική δεξιά. Πριν όμως από αυτό ας γίνει ένα σχόλιο για το περίφημο σχέδιο Πόλσον και τη σημασία της απόρριψής του από τη μεγάλη πλειοψηφία των ρεπουμπλικανών και μερίδας των δημοκρατικών. Η "αγέρωχη" στάση των ρεπουμπλικανών τι άλλο από δογματική προσήλωση στις νεοφιλελεύθερες συνταγές αλλά και ομολογία πίστης στις "αστείρευτες δυνάμεις" του καπιταλισμού μπορεί να σημαίνει; Κι όμως, προσλαμβάνεται και προβάλλεται ως σκίρτημα χειραφέτησης, ως ηχηρό "όχι" προς τα λόμπι και τους χρηματοδότες (στους οποίους πρώτη ήταν η Γουόλ Στρητ) και σαν "ναι" στην απαίτηση των απλών ψηφοφόρων.
Με πόση δαψίλεια διαχέονται πλέον οι επικρίσεις και τα αναθέματα για όλους αυτούς τους «επιθετικούς», «άπληστους», «αδηφάγους» που κυνηγούσαν επενδύσεις υψηλού ρίσκου για μεγάλες αποδόσεις. Φτάσαμε έτσι στον καινοφανή όρο των «τοξικών» τίτλων, λες και μπορεί να υπάρχει τραπεζική συμπεριφορά η οποία να κινείται σε πλαίσια «οικολογικά» ή «υγιεινής». Έχουμε τελετουργικά αποδιοπομπαίων τράγων, όπως η Λήμαν. Αυτό ακριβώς επιδιώκει όχι μόνο ο νέος τούτος όρος της "τοξικότητας" αλλά και ο κυρίαρχος δημοσιογραφικός λόγος όπως και η ίδια η κορυφή του συντεταγμένου αμερικανικού συστήματος. Η κερδοφορία είναι όμως αδιάσπαστα συνδεδεμένη με την κερδοσκοπία. Αλλού λοιπόν η ηθικολογία.
Η καταδίκη της έξαλλης, ληστρικής συμπεριφοράς των τραπεζών αποτελεί το όχημα πάνω στο οποίο θα πατήσει ο νέος φονταμενταλιστικός λαϊκισμός που θα υφάνει από δω και μπρος το συντηρητικό κατεστημένο.
Βέβαια, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην εξοργίζεται μ’ αυτή τη μονόπλευρη, επιλεκτική λογική του ληστρικού καπιταλισμού: ιδιωτικοποιώ χαρά θεού δημόσιες επιχειρήσεις για να μην επιβαρύνονται τάχα οι φορολογούμενοι αλλά ρίχνω στις πλάτες τους τα χρέη των γιγάντων που καταρρέουν. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η απόρριψη του σχεδίου Πόλσον. Η ομολογία της οικονομικής και πολιτικής ελίτ ότι χωρίς κρατική παρέμβαση οι μηχανισμοί της αγοράς αδυνατούν να αντιμετωπίσουν την κρίση αποτελεί ταυτόχρονα και σαρωτική κατάρριψη του νεοφιλελεύθερου μύθου. Αποτελεί ταυτόχρονα ομολογία χρεωκοπίας και ενός άλλου μύθου, του αστικοκαπιταλιστικού «τέλους της ιστορίας». Τρέχει να κρυφτεί καταντροπιασμένος ο δεξιός νεοφιλελευθερισμός αλλά σε αδιέξοδο βρίσκεται και ο κεντροδεξιός «τρίτος δρόμος» ο οποίος γνωρίζει πόσο ανεπαρκές είναι και το δικό του φύλλο συκής.
Βέβαια πολλοί «έγκυροι» σχολιαστές αλλά και σημαντικά τμήματα της ελίτ δείχνουν να απολαμβάνουν τη φιλολογία της κρίσης ακόμα και τη διασπορά της καταστροφολογίας. Δείχνουν άνετοι, νηφάλιοι. Δε θα ήταν έτσι ασφαλώς αν ήξεραν ότι οι εργαζόμενες μάζες δεν είναι παθητικές και έχουν δυνατότητες αντίδρασης.
Ακριβώς πάνω σε όλο αυτό το τεχνητά διογκούμενο σκηνικό της καταστροφής και της Αποκάλυψης (θέμα προσφιλές και θρησκευτικά καλλιεργημένο στο αμερικανικό κοινό) στήνεται η νέα «υπέρβαση». Το ισχυρό χαρτί εδώ λέγεται ηθική. Οι «υγιείς» δυνάμεις θα επανασυνδεθούν με τη βαθύτερη ουσία του καπιταλισμού, το «προτεσταντικό πνεύμα» του. Θα επικρατήσουν υποτίθεται λοιπόν πάλι οι σώφρωνες, οι εγκρατείς, οι ευσεβείς οι οποίοι θα προχωρήσουν σε «μεταρρυθμίσεις» και «αναγέννηση» του παραστρατημένου καπιταλισμού, οδηγώντας τον ξανά στην αληθινή του ρίζα και ταυτότητα: το βιβλικό του πεπρωμένο.
Αυτά όμως μας τα έχουν ξαναπεί, το φαγητό είναι ξαναζεσταμένο.
Οι εργαζόμενοι, οι πολίτες πρέπει να κατανοήσουν την αντικοινωνική και αντιδραστική φύση του καπιταλισμού, να διεκδικήσουν, να δράσουν και να επισπεύσουν την έλευση της αμετάκλητης μοίρας του.
Θάνος Κωτσόπουλος