TRANSLATION

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Από την ιστορία του χρέους στο χρέος έναντι της ιστορίας.

Η υπέρβαση της ύφεσης και η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών δεν θα μπορέσει να επιτευχθεί χωρίς πολιτική διευθέτηση της έντασης μεταξύ των απαιτήσεων της αγοράς και των απαιτήσεων της δημοκρατίας.

Ο μεταπολεμικός δυτικός κόσμος εφάρμοσε ένα μοντέλο ειρήνευσης των κοινωνικών σχέσεων, ένα συμβιβασμό, μια συμφωνία όπου η μισθωτή εργασία αποδεχόταν την οικονομία της αγοράς με αντάλλαγμα τα πλεονεκτήματα της πολιτικής δημοκρατίας.
Το κόστος που η οικονομία της αγοράς έπρεπε να πληρώσει για τη συμφωνία της κοινωνικής ειρήνης ήταν η κοινωνική προστασία και η βελτίωση του επιπέδου ζωής – μέσω της αυξανόμενης πίτας της ανάπτυξης. Συνεπώς διεύρυνση του κράτους πρόνοιας, ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, πλήρης απασχόληση.
Η πρόοδος αυτή αποτελούσε δημοκρατικό δικαίωμα άρρηκτα συνδεδεμένο με την έννοια του πολίτη.
Από την ύφεση απ' τα τέλη του '60 και μετά η “συμφωνία” αυτή άρχισε να ρηγματώνεται. Οι απαιτήσεις των αγορών ήταν να ξαναμοιραστεί μονόπλευρα η πίτα, μέσω μείωσης των μισθών. Υπήρχε βέβαια και ο εκβιασμός της αύξησης της ανεργίας αλλά εκείνη την εποχή αυτό ήταν πολιτικά αδιανόητο.
Προτιμήθηκε η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής με τίμημα την αύξηση του πληθωρισμού. Ήταν για όλους μια συμφωνία – αυταπάτη, αφού ο πληθωρισμός έδινε την ψευδαίσθηση διατήρησης του επιπέδου ζωής αντλώντας πόρους που δεν είχαν ποτέ παραχθεί. Ο πληθωρισμός όμως, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, δεν έπληττε τόσο τους μισθωτούς, όσο τους κατόχους χρηματο-οικονομικών περιουσιακών στοιχείων.
Η απάντηση δεν άργησε. Οι κάτοχοι αυτών των assets γρήγορα επέβαλαν τη μετατροπή του πληθωρισμού σε ανεργία η οποία από τη δεκαετία του '80 και μετά έβαινε σταθερά αυξανόμενη. Παρά την κοινωνικά άδικη αυτή μετάθεση του προβλήματος θα ήλπιζε κανείς ότι ο εφιάλτης της σοβούσας κρίσης θα τελείωνε.
Ωστόσο η υποχώρηση του πληθωρισμού έδωσε τη θέση του στην αύξηση του δημόσιου χρέους, αφού:
Η συγκράτηση του πληθωρισμού έφερε το τέλος της διαρκούς υποτίμησης της πραγματικής αξίας του δημόσιου χρέους μέσω της υποτίμησης των εθνικών νομισμάτων. Η οικονομική στασιμότητα είχε κάνει τους φορολογούμενους εχθρικούς απέναντι στη φορολογία. Η διόγκωση της ανεργίας που προκάλεσε η νομισματική σταθεροποίηση υποχρέωσε τα κράτη να αυξήσουν τις δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας δηλαδή το βάρος της χρηματοδότησης της κοινωνικής ειρήνης πέρασε στο κράτος. Σ' εκείνη τη φάση το δημόσιο χρέος αποτέλεσε το βολικό ισοδύναμο του πληθωρισμού. Οι κυβερνήσεις, αντί να τυπώνουν χρήμα, το δανείζονταν. Οι πιστωτές ήταν ήσυχοι και λόγω του χαμηλού πληθωρισμού για τη μακροπρόθεσμη αξία των κρατικών ομολόγων.
Από δεκαετία του '90 οι ισχυρές χώρες συνειδητοποιούν τις συνέπειες του δημόσιου χρέους, γεγονός παράλληλο με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού.
Η μεταστροφή αυτή σε συνδυασμό με την αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων, των περικοπών στις κοινωνικές δαπάνες, καθώς και τη μείωση της συνολικής ζήτησης εξαιτίας της δημοσιονομικής προσαρμογής, απαιτούσε νέα διευθέτηση των κοινωνικών εντάσεων. Η νέα λύση βρέθηκε με την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Δόθηκε η δυνατότητα στους πολίτες και τις επιχειρήσεις να παίρνουν αφειδώς δάνεια. Έτσι, φτάσαμε στον λεγόμενο ιδιωτικοποιημένο κεϊνσιανισμό, δηλαδή την αντικατάσταση του δημόσιου χρέους από το ιδιωτικό χρέος. Χρησιμοποιούσαμε σήμερα τους παραγωγικούς πόρους του αύριο.

Μετά την καταιγίδα του 2008 - 2009 οι μάσκες έπεσαν ως προς τις παλιές αυταπάτες αλλά ένας νέος ριψοκίνδυνος και άδικος σχεδιασμός κυριάρχησε: η κοινωνικοποίηση των ζημιών των τοξικών δανείων που οι τράπεζες είχαν αφεθεί να συνάπτουν. Τα κράτη -οι πολίτες- καλούνται να σώσουν τις τράπεζες ενώ οι παγκόσμιοι χρηματοπιστωτικοί επενδυτικοί μηχανισμοί υπαγορεύουν δημοσιονομικά τελεσίγραφα στα ασθενέστερα εθνικά κράτη. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές μέσω των αυθαίρετα διαφοροποιημένων επιτοκίων διαιρούν και βασιλεύουν. Η Ευρώπη διστάζει να προχωρήσει σε πολιτική λύση.

Η συμφωνία έσπασε. Δεν ξέρω αν ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας, της κεντροαριστεράς ή όπως αλλιώς, μπορεί να νοσταλγεί πλέον κάποια άλλη ισοδύναμη συμφωνία, αντίστοιχη εκείνης της μεταπολεμικής, του “δημοκρατικού καπιταλισμού”. Έστω αυτό όμως.

Μέσα στο αφιλόξενο και αβέβαιο τοπίο μερικά βήματα:

  • Επαναφορά της εθνικής πολιτικής βούλησης παράλληλα με υπερεθνικούς και διακρατικούς σχεδιασμούς εντός της ΕΕ ως αντίβαρο στην ισχύ των αγορών.
  • Αναθεώρηση του επικρατούντος οικονομικού και δημοσιονομικού μοντέλου που υπονομεύει τη δυνατότητα των κρατών να αναζητούν ισορροπίες μεταξύ των δικαιωμάτων των πολιτών και των απαιτήσεων της συσσώρευσης κεφαλαίου. Τα κράτη άλλοτε ως εθνικά, διότι έχουν την ικανότητα, άλλοτε ως υπερεθνικοί ομοσπονδιακοί σχηματισμοί πρέπει ως ελάχιστη αφετηρία να επαναφέρουν την έννοια του δημοκρατικού καπιταλισμού στο νέο ιστορικό συγκείμενο και στην εθνική τους ιδιαιτερότητα.
  • Πέρα από το ήθος και την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης που πρέπει να υποσχεθεί ένα νέο πολιτικό σχήμα είναι και να επαναφέρει στο δημόσιο διάλογο την ιστορική σχέση και συνύπαρξη καπιταλισμού και δημοκρατίας, αρνούμενο τον νεοφιλελεύθερο αντιδημοκρατικό αναθεωρητισμό και εξηγώντας ότι το δίλημμα χρέος ή δημοκρατία είναι ψευδές. Η διόγκωση του χρέους (γενικά) ανατράφηκε παράλληλα με το νεοφιλελευθερισμό. Όπως πολύ σύντομα νομίζω εξέθεσα, το χρέος δεν το δημιουργεί η δημοκρατία. Το δημιούργησε και το τροφοδοτεί η άρνησή της