TRANSLATION

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2008

Έναρξη ενός προβληματισμού για τον ελληνισμό και τη διαμόρφωση του νεοελληνικού έθνους

Κάποιο ιστορικοί έχουν διατυπώσει την άποψη ότι οι απαρχές του νεοελληνικού έθνους ανιχνεύονται στους υστεροβυζαντινούς χρόνους. Τη θέση αυτή θεωρώ ‘προβληματική’ και θα επιχειρήσω να εξηγήσω γιατί.

Θα ξεκινήσω πρώτα από μια πιο εστιασμένη οπτική, εκείνη που εντοπίζει τις απαρχές της γένεσης του νεοελληνικού έθνους στην αυτοκρατορία της Νικαίας των Λασκαραίων και των Βατάτζηδων.

Πριν δούμε ορισμένα ιστορικά στιγμιότυπα θέλω να υπενθυμίσω ότι κάθε άποψη που αναζητά ρίζες του έθνους πριν από τους νεώτερους χρόνους (16ο – 17ο αιώνα κι εδώ) κινείται αντικειμενικά προς τη θεωρία της λεγόμενης εθναφύπνισης, ότι δηλαδή τα έθνη δεν είναι είτε τεχνητά προϊόντα της νεωτερικότητας, «κατασκευές» της σύγχρονης αστικής εθνικιστικής ιδεολογίας αλλά έχουν αντικειμενική υπόσταση και διάρκεια στο χρόνο, παραμένουν στο λήθαργο του «καθευατόν» και αναμένουν την αυτοσυνειδησία τους για να περάσουν στη σφαίρα του «διεαυτόν». Αυτή η παραδοχή αμφισβητείται έντονα από έναν αντίπαλο λόγο ο οποίος συνοψίζεται ως θεωρία της εθνογένεσης. Τούτη η τελευταία κατηγορεί την πρώτη για ροπή προς τον εθνικισμό, ενώ η ίδια εγκαλείται από τους αντιπάλους της για δόλια υπονόμευση και διάλυση του έθνους, προπύργιου του κάθε λαού απέναντι στη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης. Αυτά ως απλή υπενθύμηση. Δεν θέλω σ’ αυτό το σημείο να ανοίξω τα θεωρητικά ζητήματα περί έθνους. Περιορίζομαι μόνο στο να τονίσω ότι η μεγάλη θεωρητική δυσκολία προσέγγισης του έθνους παραμένει μια ανοιχτή πρόκληση, ένα ζήτημα που θα συζητείται. Στο θέμα θα επανέλθω.

Για να ξαναπάμε όμως στην αρχή, η άποψη που υποστηρίζει ότι το νεοελληνικό έθνος διαμορφώθηκε μετά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, το 1204, υπονοεί ότι τα αντικειμενικά στοιχεία του προϋπήρχαν τόσο στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες όσο και, ακόμα παλιότερα, στους ελληνιστικούς και αρχαίους αλλά παρέμεναν στο επίπεδο του «καθευατόν», χωρίς ακόμα να αποκτήσουν τη συνείδηση του εαυτού τους. Έτσι, η άποψη αυτή διαφοροποιείται από την παπαρρηγοπούλεια γραμμή χωρίς όμως να διαθέτει τη συνέπειά της και εξηγώ γιατί. Αν διαγραφεί το υποκειμενικό στοιχείο της αυτοσυνείδησης από την αρχαιότητα και την ελληνιστική εποχή απομένει ως ισχύουσα θεωρητική βάση εκείνη που ερμηνεύει τα έθνη ως προϊόντα της νεωτερικότητας, κάτι που οπωσδήποτε δεν θα επιθυμούσαν οι υποστηρικτές της θεωρίας της υστεροβυζαντινής προέλευσης του νεοελληνικού έθνους. Υπάρχει βέβαια και μια άλλη εκδοχή, αμιγώς ιστορικιστική: ότι αποτελεί «ιδιομορφία», ειδικά ελληνική, κάτι όμως που δημιουργεί πολλές θεωρητικές αντιφάσεις. Η άποψη περί υστεροβυζαντινών απαρχών είναι εκλεκτικιστική, γιατί χρησιμοποιεί ταυτόχρονα κομμάτια της θεωρίας της εθναφύπνισης κυρίως αλλά και της θεωρίας της εθνογένεσης δευτερευόντως. Έννοια εθνικής «ιστορικής συνέχειας» χωρίς σαφείς ενδείξεις εθνικής αυτοσυνειδησίας σε κάθε σημείο της ιστορικής διαδρομής, δεν μπορεί να υπάρχει. Εκτός αν υποστηριχτεί ότι η εθνική συνείδηση του ελληνισμού συνεχίστηκε αδιάλειπτα σε όλη τη μακραίωνη ιστορία του ελληνισμού.
Η ελληνική υπόθεση έχει πολλά παράξενα. Ας πούμε, δε γίνεται να ισχύει εδώ η άποψη του Γκέλνερ, ότι ο εθνικισμός δεν είναι τίποτε άλλο από μια απάτη ή αυταπάτη, ότι πρόκειται δηλαδή στην ουσία για επιβολή μιας υψηλής κουλτούρας σε μια κοινωνία που προηγουμένως λειτουργούσε μ’ ένα χαμηλό (λαϊκό) πολιτισμό – με το υποκριτικό πρόσχημα ότι αυτή εκπροσωπεί το λαϊκό, το χωριάτικο.

Εδώ σ’ εμάς έγιναν αλλοιώς τα πράγματα, αφού πολύ πρώιμα βρέθηκε η γεωγραφία του ελληνισμού με ένα υψηλό πολιτισμό ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και κυρίως λόγιος αλλά και λαϊκός (π.χ. επικός, λυρικός, τραγικός, κωμικός), χωρίς να καταπνίγει ή να «καθαρίζει» την πολιτισμική ιδιαιτεροτητα. Γιατί πού αλλού συνέπεσαν δημοκρατικοί θεσμοί, επιστήμες, τέχνη, θέατρο, φιλοσοφία στο επίπεδο της μάζας; Πού θα έβρισκε εδώ ο Γκέλνερ τον εργαλειακό ρόλο του ιδιώματος (όπως εκείνος το συλλαμβάνει μέσα από σχήματα δυτικής αποικιοκρατίας), που τόσο του άρεσε; Μήπως στην Κοινή; Να μην ξεχνούμε ότι ο θεμέλιος λίθος της μπήκε στα Σούσα, την ημέρα που λατρευόταν ο Άπις. Οι πολλές «Μακεδονίες» στη βόρεια Μεσοποταμία, τη Συρία, την Παλαιστίνη, το Ιράν και το Αφγανιστάν και η υπερχιλιόχρονη παρουσία του ελληνισμού στην Ανατολία και την ανατολική Μεσόγειο δημιουργούν ένα μεγάλο βάρος ευθυνών για να κλείσουμε τον ελληνισμό στο μικρομάγαζο του εδάφους. Όπως η Νίκαια υπήρξε καταφύγιο του ελληνισμού έτσι και όλη η γεωγραφία του ελληνισμού είναι αναπόσπαστα δεμένη με την «εθνική» φυσιογνωμία του.
Η χειρότερη απειλή για τον ελληνισμό είναι η άγνοια και η θρησκοληψία, αφού και τα δυο μπορούν να οδηγήσουν στον αφελληνισμό. Ρόλο σημαντικό παίζει κι ο τόπος. Ο μητρικός, η μητρίδα, στις στιγμές της ακμής του ελληνισμού και ο πατρικός, η πατρίδα στις δύσκολες ώρες.

Αλλά όλη συζήτηση θα γινόταν απλούστερη αν δεν έπρεπε υποχρεωτικά η συνέχεια του ελληνισμού να περάσει μέσα από το φίλτρο του έθνους.
Ο ελληνικός κόσμος, που παλεύουμε τώρα να τον κρατήσουμε στα χέρια μας, είχε τούτο το ξεχωριστό, ότι υπήρξε από τη συγκρότησή του ένας πολιτισμός και όχι ένα «έθνος». Συνεκτικό και συγκολλητικό του στοιχείο ήταν η γλώσσα, η παιδεία, η τέχνη, η φιλοσοφία, η επιστήμη. Από την άποψη αυτή είχε σαν χαρακτηριστικό του ότι το υποκειμενικό του στοιχείο προηγήθηκε του αντικειμενικού. Η μοναδική ικανότητα αυτού του πολιτισμού ήταν να αποδεικνύει ότι ακόμη και η Πόλις (πολύ περισσότερο το έθνος) είναι κάτι μερικό και αποσπασματικό σε σχέση με αυτό που συνοψίζει ο όρος ελληνικός πολιτισμός.
Αν σήμερα μπορούμε να μιλάμε ανεπιφύλακτα για «συνέχεια του ελληνικού έθνους» και να συγκεφαλαιώνουμε εκεί τις αρχαίες φυλετικές διαφορές και διαμάχες, τους μισθοφόρους στη δούλεψη του Κύρου, τον Αλκιβιάδη, τις σχέσεις της Αμφικτυονίας με το Φίλιππο, τις καταγγελίες του Υπερείδη για το Δημοσθένη, είναι γιατί πολύ γρήγορα οι ίδιοι αυτοί οι δημιουργοί της ελληνικής ταυτότητας ξεπέρασαν το φυλετικό και το εδαφικό όριο. «Κανείς να μη φαντάζεται ότι όσοι από μας (τους Σικελούς) επειδή είναι Δωριείς είναι εχθροί των Αθηναίων ενώ οι αποκίες της Χαλκίδας επειδή είναι Ίωνες στην καταγωγή είναι εξασφαλισμένες» έλεγε ο Ερμικράτης στους Σικελούς ενώ ο Ικτίνος συνδύαζε στον Επικούρειο Απόλλωνα, ψηλά στην Αρκαδία, το δωρικό, τον ιωνικό και τον κορινθιακό ρυθμό εκπνευματίζοντας τον φυλετικό ή μερικοκρατικό πρωτογονισμό.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, πριν ακόμη τον Αλέξανδρο, αυτού που ονομάστηκε αργότερα «ελληνισμός» και που ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό έθνος, ήταν εκείνο της Καρίας, ήδη στα μέσα του 4ου αιώνα, όταν ο Πέρσης σατράπης Μαύσωλος επέλεξε ως πρωτεύουσά του την ελληνική Αλικαρνασσό και έγινε συνειδητός και ένθερμος υποστηρικτής του ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολή.
Σήμερα μας προκαλεί, αναμφισβήτητα και δίκαια, η καπηλεία του Μ. Αλεξάνδρου από τους Σκοπιανούς. Είναι όμως η αμερικανόπνευστη χοντροκομμένη εθνικιστική τους προπαγάνδα και οι τεράστιοι κίνδυνοι για την Ελλάδα και τα Βαλκάνια που μας κάνει ιδιαίτερα διστακτικούς να θυμηθούμε όλους εκείνους που τράφηκαν από το μεγάλο παραμύθι του Αλέξανδρου, ξεκινώντας από τον ψευδο-Καλλισθένη. Για τους Αιγύπτιους ο Αλέξανδρος ήταν ένας τελευταίος Φαραώ, για τους Ιρανούς απόγονος των Αχαιμενιδών, παρών στο Κοράνι ως Ισκεντέρ-γιος-του-Άμμωνα, ζωντανός θρύλος σχεδόν σε όλους του λαούς της Εγγύς και Μέσης Ασίας. Αυτός ο κοινός ήρωας Ανατολής και Δύσης εκφράζει ροπή, νοσταλγία και αναγνώριση της δύναμης του ελληνικού πολιτισμού.
Εξίσου ανέμελα θα μπορούσαμε να θυμηθούμε τη μάχη της Πελαγονίας, στο Μοναστήρι (νυν σκοπιανή Μπιτόλια) το 1259, περίοδο μεταλλομάστευσης, κατά τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, του νεοελληνικού έθνους: εκεί η αυτοκρατορία της Νικαίας (λίκνο του νεοελληνικού έθνους, κατά τους ίδιους) χτυπήθηκε με το Δεσποτάτο της Ηπείρου για την ηγεμόνευση της Κωνσταντινούπολης. Ο αυτοκράτωρ της Νικαίας Μιχαήλ Παλαιολόγος συγκρότησε στρατό από 500 Τούρκους μισθοφόρους, 300 Γερμανούς ιππείς από την Καρινθία, 1500 τοξότες από την Ουγγαρία, 600 Σέρβους, ένα απόσπασμα Βουλγάρων και 2000 ψηλόκορμους Κομάνους (Τουρκομάνους) έφιππους τοξότες. Στην αντίπαλη πλευρά ο λιγόψυχος δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Άγγελος, στηρίχτηκε στο ανίκητο ιππικό των τίμιων και γενναίων σιδερόφρακτων Φράγκων του Βιλεαρδουίνου, ηγεμόνα του Μοριά. Χάρη στη βροχή από ουγγρικά και κομανικά βέλη που ξέκαναν χωρίς διάκριση συμμάχους και αντιπάλους κατάφερε ο Μιχαήλ να βγει νικητής και να εξασφαλίσει η Νίκαια την ηγεμονία στη διαδοχή και συνέχεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τότε βέβαια κανείς δε θα ισχυριζόταν ότι έβαζε το θεμέλιο λίθο του νεοελληνικού έθνους...
Κι όμως, καθώς ο αχός της μάχης καταλάγιαζε, ο ηττημένος και αιχμάλωτος Φράγκος (αλλά και «Αχαιός») Γουλιέλμος μίλησε μπροστά στους νικητές στρατηγούς ελληνικά!

Θάνος Κωτσόπουλος

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2008

Η "πολιτική αγορά" και οι Αταξινόμητοι

Εν μέσω μιας συγκυρίας πολιτικής κρίσης, ρευστότητας και αναδιάταξης εντείνεται το άγχος επανατοποθέτησης που αισθάνονται οι ανένταχτοι αριστεροί (εν απομονώσει ή «συνομιλούντες») και οι «ενεργοί πολίτες» απέναντι στις πρωτοβουλίες των κομματικών σχηματισμών. Ο κόσμος αυτής της αξιακά επενδεδυμένης εξατομίκευσης (με σαφές πολιτικό πρόσημο) βρίσκεται σε Συμπληγάδες. Από τη μια είναι αποκομμένος και ανίσχυρος μπροστά στο Πραγματικό του υπάρχοντος δικομματικού συστήματος (που μοιάζει να χάνει την ηγεμονία του) και της μάζας δυσαρεστημένων αναποφάσιστων οι οποίοι καλούνται να επιλέξουν μεταξύ των διαθέσιμων επιλογών που διαμορφώνει η πολιτική «αγορά». Από την άλλη καλείται να διαχειριστεί το Φαντασιακό του, το οποίο του υποβάλλει την ιδέα ότι πέρα από τις υπάρχουσες επιλογές υπάρχει το περιθώριο να συγκροτηθεί και μια νέα, «ιδιότυπη» πρόταση μέσα από επιμέρους επίδοξες πρωτοβουλίες. Πρωταρχικό λοιπόν βήμα είναι να ξεκαθαρίσει ο κόσμος αυτός να επιλέξει μεταξύ των δυνατοτήτων του Πραγματικού και των δυνατοτήτων του Φαντασιακού. Α) Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο. Μια αναγκαία διευκρίνιση: δεν μπορεί οποιαδήποτε ατομική πρωτοβουλία να καταχωριστεί στο Φαντασιακό αλλά μόνο εκείνες που το διαρκές σκόπιμο νόημά τους απολήγει σε δημιουργία πολιτικών οργανώσεων. Κάθε ευκαιριακή συνεύρεση, κάθε λέσχη προβληματισμού ή ad hoc αγωνιστική δράση δεν εντάσσεται στο Φαντασιακό. Ισα-ίσα, συνδέεται με τη σφαίρα της δημοκρατίας και της αναζήτησης ιδεών. Σε εποχή που το πολιτικό σύστημα δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τους κομματικούς μηχανισμούς και ιδίως από το δικομματισμό αλλά ρυθμίζεται και από το αταξινόμητο πολιτικό πράττειν η ύπαρξη πρωτοβουλιών, δημιουργίας «ρευμάτων σκέψης», ομάδων πίεσης κλπ. έχει ένα πραγματικό αντίκρισμα. Ανήκει όμως στο Φαντασιακό οποιαδήποτε λογική σέκτας και απόρριψης του υπάρχοντος μόνο και μόνο γιατί το υποκείμενο αιθάνεται αποκλεισμένο ή ανίσχυρο ή άλλης νοοτροπίας ή ακόμη και άλλης αισθητικής. Επίσης, στο Φαντασιακό εντάσσεται κάθε ιδέα δημιουργίας πολιτικών κινήσεων που συνδέονται με το ναρκισσιστικό εγώ, με την ιδεοληψία του Μοναδικού ή με τη δυσανεξία απέναντι στο διαφορετικό και με ό,τι θα συνόψιζε η στάση «Μονής Εσφιγμένου». Εκεί δηλαδή που το «νέμω» και το «διαλέγομαι» είναι περιττά. Θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ωστόσο: πλήρης απώθηση του Φαντασιακού δεν είναι σωστή, διότι λειτουργεί ως παράξενος ισορροπιστής απέναντι στον ισοπέδωτικό και εργαλειακό λόγο του Πραγματικού. Οφείλουμε όμως, ειδικά στο συγκεκριμένο ζήτημα, να το περιορίσουμε έξω από το κατώφλι της πολιτικής. Β) Ποια είναι η τοποθέτηση απέναντι στα υπάρχονται κοινοβουλευτικά κόμματα. Η δυσπραγία σχετικά με την εκδήλωση εξωκομματικών πρωτοβουλιών δεν μπορεί να οδηγήσει σε παθητική αποδοχή των προσφερόμενων option του κομματικού συστήματος. Αυτό θα ήταν μια απλή καταναλωτική συμπεριφορά: να δούμε δηλαδή τι έχουν τα ράφια του πολιτικού super market και να τα ρίξουμε στο καλάθι μας. Από την άλλη πλευρά εκείνο που θα πρέπει να προσέξουν οι μακροχρόνια ανένταχτοι είναι η εμφάνιση μιας ενδεχόμενης αλαζονείας απέναντι σε ανθρώπους εξίσου ή και περισσότερο σκεπτόμενους, ανήσυχους και μορφωμένους οι οποίοι εντάχθηκαν και εργάστηκαν σε κομματικούς μηχανισμούς χωρίς αναγκαστικά ιδιοτελείς σκοπιμότητες. Ο αποκλεισμός των καθ’ έξιν ανένταχτων αριστερών (που προτιμώ να τους χαρακτηρίζω Αταξινόμητους) από διαδικασίες αντιπροσώπευσης και αποφάσεων με δημόσιο εξουσιαστικό περιεχόμενο ενδεχομένως τους έχει καλλιεργήσει μια λανθάνουσα αντιεξουσιαστική στάση την οποία πρέπει να υποβάλλουν σε έλεγχο. Όχι μόνο ολόκληρος ο κόσμος των ανένταχτων και των ενεργών πολιτών (αυτό που θα ονομάσω alter populus και θα για τον οποίο κάνω λόγο σε άλλο κείμενο) αλλά και τα κόμματα -μηδ’ εξαιρουμένης και της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς- αισθάνονται μια αμηχανία απέναντι στη διαχείριση όχι τόσο των διαφόρων προγραμματικών θέσεων αλλά των αξιών. Οι εντάσεις γύρω από ζητήματα ηθικής, με επίκεντρο την εντιμότητα, κορυφώνονται -ιδίως όταν ο λαός, έστω και σε ελάχιστη δόση, πληροφορείται τη διαφθορά της εξουσίας. Όλοι ξέρουν ότι από το παιχνίδι θα βγει κερδισμένος όχι ο πλέον «ηθικός», διότι δεν είναι αυτό το ζητούμενο, αλλά ο πλέον μέχρι στιγμής άφθαρτος. Πιθανότατα στην παρούσα συγκυρία ο κόσμος των «γενικώς» ανένταχτων ή και των «αναποφάσιστων» θα θελήσει να τοποθετηθεί με αυτό το κριτήριο, δηλαδή της ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού. Το σημείο αυτό θέλει ιδιαίτερη προσοχή για ορισμένους λόγους: α) Η ανανέωση αυτή έχει μια δημοκρατικίζουσα «διαδικασιολογική» πλευρά που απλώνεται σε όλο το κοινοβουλευτικό φάσμα και αποπροσανατολίζει. β) η εφαρμογή διστακτικών ή εκτεταμένων ανανεώσεων καλλιεργεί το συνειρμό είτε ενός υποτιθέμενου «συμβιβασμού» είτε, αντίστοιχα, μιας θαρραλέας «υπέρβασης» του ισχύοντος συστήματος. Το κριτήριο, επομένως της περισσότερης ή λιγότερης ανανέωσης των υπαρχόντων κομματικών μηχανισμών, μολονότι αποτελεί μια θετική ένδειξη, δεν είναι ασφαλές για διαμόρφωση πολιτικής προτίμησης. Ειδικότερα όμως η πλευρά των Αταξινόμητων φαίνεται να τοποθετείται ελάχιστα καταρχήν με βάση την ανανέωση, σχετικά λίγο με βάση τις παραδοσιακές ιδεολογικές και πολιτικές «γραμμές» και πολύ περισσότερο με αυτό που θα χαρακτήριζα «ανοικτές πολιτικές». Όποιος κομματικός σχηματισμός θελήσει να αυτοπροσδιοριτεί στην ευρυτερη αριστερά και να δείξει ότι ανοίγει αυτό το περιθώριο για πολιτική κινητικότητα, συμμετοχή και «αξιοπρεπή φιλοξενία» στο ευμετακίνητο ρεύμα των ανένταχτων πολιτών θα έχει οφέλη. Λέγοντας αυτό δεν υποδεικνύω κάτι, μιλώ για το τι πιθανολογώ ότι θα συμβεί εμπειρικά. Το κατά πόσον αυτό μπορεί να έχει και κανονιστική αξία είναι προς διερεύνηση, την οποία θα επιχειρήσω σε ακόλουθο σημείωμα. Εκεί θα εξεταστεί το τι σημαίνει σήμερα για τους ενεργούς πολίτες ο δημόσιος διάλογος, η διαβούλευση και η κριτική με το «ανοικτό κόμμα».

Θάνος Κωτσόπουλος

Για το μεσσιανισμό

Πέρα από κάθε αμφισβήτηση είναι το γεγονός ότι στον αρχαίο ελληνικό κόσμο δεν συναντώνται στοιχεία «μεσσιανισμού», μιας πολιτικοθρησκευτικού χαρακτήρα ιδεολογίας η οποία αναπτύχθηκε στον εβραϊκό κόσμο ιδίως κατά την περίοδο του 1ου αι. π.Χ. όταν οι ρωμαϊκές λεγεώνες κατέλυσαν την ανεξαρτησία του ιουδαϊκού κράτους.
Ο μεσσιανισμός είχε τις ρίζες του στο είδος της θρησκευτικότητας η οποία ήταν χαρακτηριστική στους Εβραίους (μεσσίας στα εβραϊκά σημαίνει «εκείνος που έχει το χρίσμα», «ο χριστός», όπως μεταφράστηκε και από τους Εβδομήκοντα). Στο επίκεντρο της πίστης ήταν ένα χαρισματικό στοιχείο, εκφρασμένο κατεξοχήν από τους προφήτες. Το χάρισμα των προφητών ήταν η ικανότητά τους να προαναγγέλλουν τη μελλοντική πορεία των πραγμάτων, όχι όμως ως μάγοι, ή μάντεις, στηριζόμενοι σε προγνώσεις κοσμικού χαρακτήρα (άστρα, οιωνοί του φυσικού κόσμου κ.λπ.) αλλά με βάση την ανθρώπινη ιστορικότητα και τη μεταφυσική συμφωνία μεταξύ του Θεού και του λαού του Ισραήλ. Ο Χρόνος, η Ιστορία, ο σκοπός της ιστορίας ήταν για τον ιουδαϊκό προφητισμό μια γραμμική πορεία μελλοντικής εξέλιξης που οδηγεί σε ένα τέλος «λύτρωσης», «σωτηρίας». Επειδή αυτή η τελική λύτρωση θα συνέβαινε στο τέλος, στο «έσχατο σημείο» μιας πολύχρονης και κοπιαστικής πορείας των ανθρώπινων κοινωνιών κάθε προφητεία αποτελούσε μια «εσχατολογία». Από μια άποψη, φυσικά, η προφητεία ήταν όχι μόνο ένα σημάδι αλλά και μια προετοιμασία για τη σωτηρία. Μεσσίας είναι ο σωτήρας και μεσσιανισμός η ιδεολογική, θρησκευτική στάση που πιστεύει στην έλευση ενός παρόμοιου Σωτήρα. Το μεσσιανικό στοιχείο υπάρχει διάχυτο στις βιβλικές παραδόσεις αλλά και, κατ’ επέκταση, και στις παραδόσεις των καταπιεσμένων και φυσικά δεν μπορεί να υπάρξει έξω από μια γενικότερη αντίληψη για το ρόλο της ιστορίας: ότι αυτή με τους δικούς της νόμους και τη δική της «πανουργία» (όπως έλεγε ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος Γκ. Χέγκελ) θα οδηγήσει νομοτελειακά την ανθρωπότητα σε ένα αίσιο τέλος όπου θα βασιλεύει η δικαιοσύνη. Αξίζει να έχουμε υπόψη μας ότι ο ιουδαϊκός προφητισμός ήταν «επαναστατικός» και εχθρικός προς το ιερατείο, το οποίο θεωρούσε συντηρητικό θεματοφύλακα των παραδόσεων. Ένα είδος αυτού του προφητισμού εκφράστηκε στην κριτική του προτεσταντισμού εναντίον του καθολικισμού.
Τώρα, η αρχαία Ελλάδα, όπως προαναφέρθηκε, είχε μια ριζικά διαφορετική αντίληψη για το χρόνο και την ιστορία. Για τους Έλληνες ήταν αδιανόητο να θεωρήσουν την ιστορία σαν μέρος ενός θεϊκού σχεδίου, ότι έχει έναν υπέρτατο τελικό σκοπό. Θεωρούσαν ότι ο άνθρωπος και η πράξεις του ανήκουν στο ίδιο οργανικό σύνολο, αυτό που ονόμαζαν Κόσμο (Φύση). Δεν διαχώριζαν τη Φύση από την Ιστορία και όχι μόνο δεν θεωρούσαν τη φύση ένα απλό δημιούργημα του θεού, κατώτερο και προορισμένο να υποστεί την κατακυρίευση του ανθρώπου αλλά κάτι που ουσιαστικά αποτελούσε, σαν τέλειο σύνολο, κάτι ανώτερο από τον άνθρωπο, κάτι ιδανικό που από μόνο του ήταν θεϊκό. Όπως οι πλανήτες και τα ουράνια σώματα διέπονταν από μια αιώνια κυκλική κίνηση, την οποία θεωρούσαν τέλεια, έτσι και η ανθρώπινη ιστορία, ο χρόνος νοήθηκε ως κάτι που κινείται κυκλικά και όχι γραμμικά. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε πως η ανθρώπινη ιστορία είναι ένας αιώνια επαναλαμβανόμενος κύκλος. Η Ελλάδα δεν γνώριζε το επέκεινα. Όλη η ανθρώπινη πράξη συντελείται στο ενθάδε. Η σωτηρία δεν είναι μια υπόσχεση ή μια προφητεία αλλά προκύπτει από την κάθαρση, ιδίως όπως την βλέπουμε στην τραγωδία. Μέσα στα πλαίσια της Πόλεως και στην ιδέα της αυτονομίας του ανθρώπου και του πολίτη συντελείται και ολοκληρώνεται το δράμα μέσα από το «πάθος – μάθος». Τα συμπεράσματα, η κρίση για όσα έγιναν ή παραλείφθηκαν, για το δίκαιο και την αδικία εξάγονται στα πλαίσια του πολιτικού ανθρώπου και όχι από τα λόγια των μάντεων και των ιερέων. Ο άνθρωπος αναλαμβάνει τις ευθύνες του για το παρόν και δεν τις μεταθέτει στο μέλλον. Έτσι ο τόπος όπου ενσαρκώνεται για τους αρχαίους Έλληνες ο ορθός λόγος, ο «Λόγος» είναι η δημοκρατική πολιτεία και όχι οι δεισιδαιμονίες, οι προλήψεις, τα διφορούμενα προγνωστικά και ο καιροσκοπισμός των μαντείων και των ιερέων. Ο τραγικός λόγος, κατεξοχήν λόγος της αρχαίας δημοκρατίας, όπως μάλιστα εκφράστηκε στη «θεατροκρατία» της αρχαίας Αθήνας, αποσκοπούσε στο να διδάξει αυτήν ακριβώς την αρχή της ανθρώπινης αυτονομίας.

Ευχαριστώ για τη φιλοξενία
Κ.Α. μαθητής Λυκείου

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

Εθνικά προβλήματα του αραβικού κόσμου. Η πολιτική των αραβικών κομμουνιστικών κομμάτων και της Διεθνούς.

Η στάση των κομμουνιστών στον αγώνα των αποικιοκρατούμενων χωρών για εθνική απελευθέρωση έπρεπε να πάρει υπόψη δύο πράγματα: τη βοήθεια στο νεαρό ακόμη κράτος της ΕΣΣΔ και την προώθηση της προλεταριακής επανάστασης. Τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια το σύνθημα ήταν, «Βοήθεια την Οκτωβριανή επανάσταση με άλλες επαναστάσεις, προλεταριακές ή εθνικές». Γενικά επικρατούσε αισιοδοξία. Στην εναρκτήρια ομιλία του στο πρώτο συνέδριο της Κομιντέρν το 1919 ο Ζηνόβιεφ δήλωνε: «Πραγματοποιήθηκε ήδη η πρώτη νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση σε μια μεγάλη χώρα. Ισχυρές επαναστάσεις βρίσκονται σε εξέλιξη στη Γερμανία και την Ουγγαρία. Πώς μπορεί κανείς να μας θεωρεί αδύναμους; Το σύνθημά μας είναι μια Διεθνής Δημοκρατία των Σοβιέτ, κι αυτό κανείς δεν μπορεί να το χαρακτηρίσει ουτοπία.»
Το 1920 το Συνέδριο του Μπακού προσκαλούσε τους λαούς της Ανατολής, συμπεριλαμβανομένων και των αγροτών της Συρίας, της Μεσοποταμίας και της Αραβίας να παλέψουν με στόχο τις σοβιετικές δημοκρατίες. Στο συνέδριο αυτό ο Ζηνόβιεφ χρησιμοποίησε ένα λόγο σχεδόν θρησκευτικού ύφους, χρησιμοποιώντας έννοιες οικείες στο μουσουλμανικό κόσμο, προσφεύγοντας στην επίκληση του «ιερού πολέμου», όπως τα πανάρχαια χρόνια, εναντίον του ιμπεριαλισμού. Τη στιγμή εκείνη «ιερός πόλεμος» δε σήμαινε και πολλά πράγματα και αν είχε κάποιο πρακτικό νόημα, αυτό συνδεόταν μάλλον με το εθνικό ζήτημα παρά με σοσιαλιστικές προοπτικές.
Έτσι κι αλλοιώς οι εκκλήσεις αυτές είχαν μικρή ανταπόκριση και έδειξαν ότι έκφραζαν μάλλον ένα κλίμα ευφορίας και ενθουσιασμού. Οι συνθήκες στις χώρες εκείνες ήταν πολύ πιο πολύπλοκες και σύνθετες. Από τους 1891 αντιπροσώπους μόνο τρεις ήταν Άραβες. Πολύ σύντομα θα γινόταν φανερή η οπισθοχώρηση του επαναστατικού κινήματος στην Ευρώπη και μόνο η Κίνα κρατούσε ζωντανή την ελπίδα. Το 1921 και ενώ στην ΕΣΣΔ δοκιμαζόταν η ΝΕΠ το 3ο συνέδριο της Διεθνούς αναπροσδιόριζε τους στόχους: αντί της κατάκτησης της εξουσίας κατάκτηση του νου και της καρδιάς των μαζών στην Ευρώπη και την Αμερική. Το νέο σύνθημα ήταν: «Βοήθεια στην ΕΣΣΔ μέσω της πάλης για εθνική ανεξαρτησία και της μετατροπής της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική». Οπότε υιοθετήθηκε η γραμμή του αντιμπεριαλιστικού μετώπου, ιδίως για χώρες που δεν υπήρχε προλεταριάτο. Αναλόγως του βαθμού ανάπτυξης της κάθε χώρας μπορούσε να σχηματιστεί μια συμμαχία τεσσάρων τάξεων: της εργατικής, της αγροτιάς, των μικροαστών και των διανοουμένων. Τα κομμουνιστικά κόμματα μπορούσαν να προσεγγίζουν, να συνεργάζονται ή και να συμμετέχουν σε «εθνικά» αστικά κόμματα, υπό την προϋπόθεση να μην εγκαταλείπουν την αυτόνομη οργάνωση και δράση τους. Το ζήτημα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στις μη αναπτυγμένες χώρες μπήκε στην άκρη. Αυτή ήταν η γραμμή όχι μόνο του Στάλιν αλλά και του Μπουχάριν.
Οι κομμουνιστές εφάρμοσαν τη γραμμή αυτή υποστηρίζοντας τα εθνικά κινήματα, ακόμα και τα εθνικιστικά και αντικομμουνιστικά, όπως του Κεμάλ ή του Τσάνγκαϊ Σεκ.
Στα πλαίσια του αντιαποικιοκρατικού αγώνα των Αράβων οι γάλλοι κομμουνιστές υποστήριξαν τα αντιγαλλικά κινήματα στη Β. Αφρική και τη Συρία την περίοδο 1925-26. Στις κατηγορίες γάλλων σοσιαλιστών ότι οι κομμουνιστές έφταναν να υποστηρίζουν πολύ αντιδραστικά, ακροδεξιά κινήματα ο Πιέρ Σεμάρ, τότε γραμματέας του γαλλικού Κ.Κ. απαντούσε ότι φυσικά έχουν επίγνωση οι κομμουνιστές για το ποιοι είναι αυτοί οι αντιδραστικοί ηγέτες αλλά ότι πρέπει όλοι να καταλάβουν πως προέχει η νικηφόρα έκβαση του αντιαποικιοκρατικού αγώνα και η κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας.
Ωστόσο, δεν πρέπει να σχηματιστεί η εντύπωση ότι η υποταγή στη γεωστρατηγική των δύο πόλων (ιμπεριαλισμού – σοσιαλισμού) και η υποστήριξη των αστικών εθνικιστικών αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων μείωνε τη συνειδητή παρακολούθηση του θέματος από την Κομιντέρν. Το 4ο Συνέδριο του 1922 εφιστούσε την προσοχή στους κομμουνιστές των αποικιοκρατούμενων χωρών να μην παραμελούν τον ταξικό αγώνα στο όνομα της ενότητας για την εθνική απελευθέρωση.

Η εικόνα άλλαξε μετά το 1928. Στο 6ο Συνέδριο της Κομιντέρν τονίστηκε η ενίσχυση της ταξικής πάλης του προλεταριάτου ακόμη και απέναντι στις μικροαστικές και ρεφορμιστικές παρεκκλίσεις. Ο αγώνας για την ανατροπή του ιμπεριαλισμού γίνεται πλεόν στο όνομα της προλεταριακής επανάστασης. Η γραμμή αυτή δημιούργησε τεράστια προβλήματα απομόνωσης των κομμουνιστικών κομμάτων. Οι «μάζες» στη Γαλλία πολύ δύσκολα μπορούσαν να αντιληφθούν τον Μπλουμ ως εχθρό τους. Στη Γερμανία η ίδια γραμμή έπρεπε να κρατηθεί τη στιγμή που ο Χίτλερ επικρατούσε. Την ίδια ώρα μικρά, περιθωριακά κομμουνιστικά κόμματα δρούσαν στις αραβικές χώρες χωρίς επιρροή στο λαό.

Ερχόμαστε τώρα σ’ ένα κρίσιμο σημείο. Ενώ στην Ευρώπη η αριστερόστροφη αυτή «διόρθωση» που επέβαλλε το 6ο Συνέδριο της Κομιντέρν οδηγούσε σε περιθωριοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων γιατί στις μάζες κυριαρχούσε μια κουλτούρα ορθολογικής στάθμισης της κατάστασης που έδειχνε το μαξιμαλισμό του εγχειρήματος, στις αραβικές χώρες δεν υπήρχαν αντίστιχες ορθολογικές αξιώσεις. Μπορεί κανείς να το εξηγήσει είτε υποθέτοντας ότι είχε απήχηση ως «μεσσιανικός» λόγος ή ότι πέτυχε η χημεία εθνικοπατριωτικού και ταξικού πολιτικού λόγου. Στις αποικιοκρατούμενες χώρες λοιπόν εμφανίζεται το υβρίδιο του «προλεταριακού πατριωτισμού».
Η Κομιντέρν του 1928 αποδεχόταν την ύπαρξη σταδίων μετασχηματισμού της κοινωνίας από το εθνικό – αστικοδημοκρατικό στο σοσιαλιστικό. Δεν έπαυε όμως να θεωρεί δευτερεύοντα το ρόλο των αποικιοκρατούμενων χωρών στην ανατροπή του καπιταλισμού. Τα κομμουνιστικά κόμματα της Συρίας και της Παλαιστίνης επισήμαιναν τους κινδύνους διολίσθησης των αστών εθνικιστών σε πολιτικές συνεργασίας και υποταγής στους ξένους αποικιοκράτες. Την ίδια αριστερόστροφη γραμμή ακολουθεί και το Κ.Κ. της Αιγύπτου, το οποίο π.χ. χαρακτήριζε το κόμμα Wafd αντεπαναστατικό, εθνορεφορμιστικό κόμμα των πλουσίων που στόχευε στην καταστολή του επαναστατικού κινήματος.
Ωστόσο η ασάφεια και η αμφιταλάντευση ήταν ορατή. Το Κ.Κ. Αιγύπτου έβαζε ως στόχο τη δημιουργία ενός επαναστατικού αντιιμπεριαλιστικού παναραβικού μετώπου στο οποίο θα συμμετείχαν οι μάζες των εργατών, των αγροτών και των μικροαστικών στρωμάτων των πόλεων και το οποίο θα είχε σαν βάση του την εργατο-αγροτική συμμαχία. Με τα μικροαστικά στρώματα θα υπήρχε περισσότερο «ενότητα στη δράση».
Το Κ.Κ. Παλαιστίνης καλούσε τους αγρότες σε συμμαχία με την εργατική τάξη κατά των ιμπεριαλιστών, των σιωνιστών και των μεγαλογαιοκτημόνων ταυτόχρονα με την πάλη για εθνική ανεξαρτησία. Από αυτά τα μικρά κομμουνιστικά κόμματα των ανατολικών αραβικών κρατών προβλήθηκε το σύνθημα της παναραβικής ένωσης. Το Κ.Κ. Παλαιστίνης καλούσε σε πάλη για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας που δεν ήταν υπόθεση μόνο κάθε χώρας, μόνο μέσα στα πλαίσια των τεχνητά και αυθαίρετα από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις καθορισμένων συνόρων αλλά όλων των Αράβων, σ’ ένα παναραβικό επίπεδο. Την ίδια στιγμή ριχνόταν η ιδέα για μια κοινή εφημερίδα για την Αιγυπτο, τη Συρία, την Παλαιστίνη και το Ιράκ. Τα κομμουνιστικά κόμματα των χωρών της βορειοδυτικής Αφρικής (Μαγκρέμπ), ιδίως της Τυνησίας και της Αλγερίας δέχονταν κριτική από τα ανατολικά αραβικά κομμουνιστικά για τη δεξιά πολιτική τους και την παράδοση του αγώνα στον αστικό εθνικισμό, και επιχειρήθηκε να αποσπαστούν από την επιρροή του γαλλικού Κ.Κ.
Παρά τη μικρή τους απήχηση αυτά τα «ανατολικά» αραβικά Κ.Κ. είχαν πετύχει να διεισδύσουν ιδεολογικά στα μικροαστικά αλλά και μεσοαστικά στρώματα. Οι θέσεις τους για το ρόλο του ιμπεριαλισμού ήταν μαρξιστικές – λενινιστικές αλλά στη ζεύξη τους με τα ζητήματα της εθνικής ανεξαρτησίας συγκίνησαν και τμήματα της αστικής τάξης με πατριωτικό και δημοκρατικό φρόνημα. Ο Νάσερ έλεγε πως κάθε αραβική χώρα έχει δυο καθήκοντα: να φροντίσει για την ελευθερία της από τους ξένους τυράννους και να καταργήσει την ανισότητα σε βάρος του φτωχού εργαζόμενου λαού.

Το 1947 δημιουργείται η Κομινφόρμ στη θέση της παλιάς Κομιντέρν. Το κλίμα έχει αλλάξει. Επικρατεί ο Ψυχρός Πόλεμος. Σε διεθνές επίπεδο δεν υπάρχει πια το προπολεμικό «ανοικτό πνεύμα» σε θέματα κουλτούρας αλλά και ιδεολογίας. Ο έλεγχος στις λαϊκές δημοκρατίες και στα κομμουνιστικά κόμματα γίνεται σφιχτότερος και, μολονότι το σοσιαλιστικό στρατόπεδο βγαίνει απ’ τον πόλεμο στρατηγικά ισχυρό, επικρατεί ένα κλίμα ανασφάλειας. Στην εναρκτήρια ομιλία του στην Κομινφόρμ ο Ζντάνοφ επικεντρώνεται στην Ευρώπη. Καθήκον των αντιφασιστών δημοκρατών είναι η αποτροπή των αμερικανικών σχεδίων να υποτάξουν την Ευρώπη. Κατά κάποιο τρόπο συνεχίζεται η αντιφασιστική γραμμή του πολέμου.
Τόσο στην περίπτωση της Συρίας και του Λιβάνου όσο και του Μαγκρέμπ η πολιτική των γάλλων κομμουνιστών δημιουργεί ένα σχήμα νέου τύπου σχέσεων με το γαλλικό κράτος, υποτίθεται όχι αποικιοκρατικής λογικής αλλά σύσφιξης των σχέσεων στη βάση της δημοκρατίας, του πολιτισμού, του αμοιβαίου σεβασμού κλπ. Όλο το θέμα ήταν να συνεχιστεί η γραμμή του «απελευθερωτικού» μετώπου απέναντι στις ΗΠΑ και οποιοδήποτε παναραβικό όραμα να μην αποδυναμώνει τη γαλλική επιρροή. Εκεί χάθηκε το παιχνίδι. Οι αστικές εθνικιστικές δυνάμεις είχαν πολύ πιο καθαρή αντιαποικιοκρατική και εθνοκεντρική ρητορεία και κέρδιζαν τη συμπάθεια του αραβικού κόσμου.
Η ασάφεια και η αστάθεια όμως δεν έχει τελειώσει. Το 1949 η γραμμή που διατύπωσε το Σοβιετικό Ινστιτούτο Πολιτικής Επιστήμης σχετικά με το κριτήριο για το πότε ένα κίνημα θεωρείται επαναστατικό ή αντιδραστικό ήταν ανάλογα με τη στάση του απέναντι στην ΕΣΣΔ. Το ίδιο ίσχυε και για κάθε αστική τάξη αποικιοκρατούμενης χώρας και μπορούσε να βαφτίζεται «εθνική» ή «ξενόδουλη» ανάλογα με τη στάση της απέναντι στην ΕΣΣΔ. Την ίδια στιγμή ο Ζντάνοφ ισχυριζόταν ότι η εργατική τάξη στις αποικιοκρατούμενες χώρες είχε ισχυροποιηθεί, ότι μπορούσε να ηγηθεί του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα και ότι σχεδόν σε όλες αυτές τις χώρες η αστική τάξη είχε χάσει τον ηγετικό της ρόλο, είχε περιοριστεί το πολύ σε ένα ρόλο εθνικού ρεφορμισμού ή είχε ξεπουλήσει την υπόθεση της ανεξαρτησίας. Ασκήθηκε κριτική στο Κ.Κ. Ινδίας για το ότι έγινε ουρά του Νεχρού χωρίς να καταφέρει το ίδιο να δημιουργήσει ένα εθνικό μέτωπο. Αντίστοιχα, ο αστός Σύρος πολιτικός Χαλέντ αλ Αζεμ χαρακτηριζόταν πράκτορας των γαλλικών και αμερικανικών συμφερόντων, λίγο πριν μεταστραφεί προς τους σοβιετικούς.
Από το 1944 τα κομμουνιστικά κόμματα της Συρίας και του Λιβάνου, που ήταν κι απ’ τα πιο προωθημένα και οργανωμένα μεταξύ των αραβικών, βρέθηκαν αντιμέτωπα με μια νέα αντίφαση. Από τη μια επιχείρησαν τα ίδια να ριζοσπαστικοποιηθούν και να βαθύνουν τη ρήξη τους με την αστική τάξη ενώ απ’ την άλλη αυτή η αστική τάξη όχι μόνο αποστρεφόταν την αμερικανική κηδεμονία αλλά έδειχνε όλο και πιο φιλικές διαθέσεις προς την ΕΣΣΔ. Ο Σύρος κουρδικής καταγωγής κομμουνιστής ηγέτης Χαλέντ Μπακντάς προσπάθησε να βρει λύσεις στο γρίφο αυτό. Έτσι κι αλλοιώς η ζντανοφική γραμμή δε μέτραγε στα κόμματα της Συρίας και του Λιβάνου. Μέσα από αυτή την αντιφατική κατάσταση ξεπήδησε το σοσιαλιστικό, εθνικιστικό παναραβικό «Κόμμα της Αραβικής Αναγέννησης», το γνωστό Μπάαθ. Το Κ.Κ. βρέθηκε με έναν αντίπαλο ο οποίος μπορούσε εύκολα να πλειοδοτήσει σε πατριωτισμό, κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και παναραβισμό. Η εκτίμηση του Μπακντάς ήταν ότι το κομμουνιστικό κόμμα είχε απήχηση μόνο στους φωτισμένους εργάτες και τη διανόηση και όχι στους απλούς εργάτες και την αγροτιά. Η εθνικομετωπική του πολιτική στόχευε στην απόκρουση του αμέρικάνικου ιμπεριαλισμού και του σιωνισμού.

Νέα τροπή πήραν τα πράγματα μετά το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1956. Η επικράτηση του «ειρηνικού δρόμου» και της «ειρηνικής συνύπαρξης» άφηνε ακόμη μεγαλύτερα περιθώρια ανοχής απέναντι στη συμπεριφορά της αστικής τάξης των νεοαποικιοκρατούμενων χωρών. Τη θεωρητική διατύπωση αυτής της αλλαγής πλεύσης συναντά κανείς στo περιοδικό Sovetskoe Vostokovedenie (1956, ν. 1, σ. 7). «Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξαιτίας των ριζικών μεταβολών στη διεθνή ισορροπία δυνάμεων η παλαιότερη κυριαρχούσα θέση του ξένου κεφαλαίου στις διάφορες χώρες της Ανατολής δεν μπορεί πλέον να σημαίνει και πολιτικό έλεγχο της εξουσίας. Έτσι, χώρες όπως η Ινδονησία ή η Σαουδική Αραβία παίρνουν πια μόνες τους τις πολιτικές αποφάσεις, μολονότι δεν έχουν ακόμη απελευθερωθεί από το δυτικό ιμπεριαλισμό...
Η εθνική αστική τάξη στις χώρες αυτές δεν είναι πάντα διατεθειμένη να προδώσει την υπόθεση της εθνικής ανεξαρτησίας. Αντίθετα, είναι από τη φύση της ασυμφιλίωτος εχθρός του ιμπεριαλισμού. Τα γεγονότα δείχνουν ότι οι προσπάθειες του διεθνούς καπιταλισμού για έλεγχο οξύνουν τις αντιθέσεις μεταξύ της αστικής τάξης και του ξένου κεφαλαίου και φεουδαρχών γαιοκτημόνων».
Σύμφωνα με εκείνη την κατεύθυνση έπρεπε να σχηματιστούν εθνικά μέτωπα και σε όποιες χώρες υπήρχε αδύναμο προλεταριάτο την ηγεσία να έχει η αστική τάξη και οι κομμουνιστές να μην αξιώνουν ρόλο πρωτοπορείας ή ηγεμονικού ελέγχου. Στο ίδιο έντυπο (σελ. 9) υπήρχε η άποψη ότι, «χάρη στην εθνική ομοψυχία συμπαρατάσσονται δημοκρατικές και πατριωτικές δυνάμεις από όλα τα κόμματα, όλες τις τάξεις, όλα τα στρώματα του πληθυσμού και διεκδικούν την εθνική απελευθέρωση, την ειρήνη και την ευημερία του λαού».
Στη βορειοδυτική Αφρική οι περιπτώσεις της Αλγερίας, της Τυνησίας και του Μαρόκου είχαν ματαιώσει τα σχέδια των γάλλων κομμουνιστών για «γαλλική ένωση» ενώ στην ανατολή, τα Κ.Κ. του Λιβάνου και Συρίας, παρέμεναν στη λογική του εθνικού μετώπου. Σταθεροποιήθηκε η συμμαχία με το σοσιαλιστικό εθνικιστικό Μπάαθ ενώ έγιναν και προσεγγίσεις με πολιτικούς της μεγαλοαστικής τάξης. Όλοι μαζί υμνούσαν τον Νάσερ ενώ οι κομμουνιστές υιοθέτησαν τον τόσο προσφιλή του παναραβισμό.
Το Μάιο του 1956 οι Κ.Ε. του Κ.Κ. Συρίας και Λιβάνου εξέδωσαν απόφαση για την αραβική ενότητα. Το 1957 οι διάφορες κομμουνιστικές ομάδες σχημάτισαν το Ενωμένο Αιγυπτιακό Κομμουνιστικό Κόμμα δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι στην Αίγυπτο συνέβη μια ριζική αλλαγή και σ’ αυτό συνέβαλαν όλες οι τάξεις, ιδίως η εργατική και οι κομμουνιστές αλλά και οι δημοκράτες και πατριώτες αξιωματικοί. Διακήρυσσαν επίσης ανοιχτά την επιθυμία για πλήρη αραβική ένωση και συμμετοχή της Αιγύπτου, την οποία χαρακτήριζαν «αραβική» χώρα. Στην πραγματικότητα ο Νάσερ και το Εθνικό Μέτωπο δεν ήταν φιλικοί απέναντι στους κομμουνιστές και, πέρα από κάποια μέτρα φιλελευθεροποίησης εξακολουθούσαν να έχουν πολιτικούς κρατούμενους. Από την πλευρά τους, οι κομμουνιστές κρατούσαν σταθερή την υποστήριξή τους στο Μέτωπο στο όνομα της εθνικής ανεξαρτησίας ακόμη κι αν παραβιάζονταν ορισμένα δημοκρατικά δικαιώματα.
Από το 1957 η στάση της ΕΣΣΔ έγινε σκληρότερη. Οι σχέσεις με τον Τίτο είχαν επιδεινωθεί ενώ κρίσεις σοβούσαν στην Ουγγαρία και την Πολωνία. Το Κ.Κ. Συρίας παρέμεινε σταθερό στη συμμαχία του με το Μπάαθ επιμένοντας στο θετικό ρόλο που μπορεί να κρατήσει η αστική τάξη. Η προσέγγιση της Συρίας τόσο με την ΕΣΣΔ όσο κυρίως με την Αίγυπτο προχωρούσαν ολοταχώς. Το θέμα της παναραβικής ένωσης ήταν στην ημερήσια διάταξη. Το Μπάαθ μιλούσε για πλήρη, οργανική ένωση αλλά ο Μπακτάς αντιπρότεινε λύση ομοσπονδίας. Ήξερε ότι «ένωση» σήμαινε αυτομάτως να τεθεί εκτός νόμου το Κ.Κ., από τη στιγμή που στην Αίγυπτο απαγορευόταν η λειτουργία κομμάτων εκτός του κυβερνητικού. Τη θέση του αυτή υποστήριζε και ένα τμήμα της αστικής τάξης της Συρίας που θεωρούσε ότι απειλούνται τα συμφέροντά της από τους αιγύπτιους αστούς. Αλλά το Μπάαθ ήξερε ότι μαζί με το Νάσερ θα εξουδετερώσει τους κομμουνιστές. Το 1958 ιδρύθηκε η Ενωμένη Αραβική Δημοκρατία (ΕΑΔ). Οι Σύροι και Αιγύπτιοι κομμουνιστές προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες, προσφέροντας υποστήριξη στον Νάσερ με την ελπίδα μιας σταδιακής και ειρηνικής μετεξέλιξης στο σοσιαλισμό, πρόθυμοι να δεχτούν τη θυσία δημοκρατικών δικαιωμάτων αλλά να παραμείνει η χώρα στη γραμμή της ουδετερότητας. Ο Νάσερ, φυσικά, είχε την υποστήριξη της Μόσχας.
Το 1958 έγινε με στρατιωτικό κίνημα η ανατροπή της χασεμιτικής οικογένειας και του αντιδραστικού φεουδαρχικού καθεστώτος στο Ιράκ. Το ιρακινό Κ.Κ. βγαίνοντας ισχυρό από μια μακρά περίοδο παρανομίας, διαφωνούσε με την ένταξη στην ΕΑΔ και βρισκόταν στη γραμμή Μπακντάς για ίδρυση ομοσπονδιακού αραβικού κράτους. Στο εσωτερικό υποστήριξαν το νέο ηγέτη στρατηγό Κασέμ, όπως και μερίδα της αστικής τάξης, η οποία είχε αντίστοιχους ενδοιασμούς με εκείνη της Συρίας. Από τους κομμουνιστές του Ιράκ εκπονήθηκε ένα πρόγραμμα-απάντηση στον μπααθικό – νασερικό λαϊκισμό και παναραβισμό το οποίο περιλάμβανε μεγάλη αντιφεουδαρχική αγροτική μεταρρύθμιση, την οποία αποδεχόταν και ο Κασέμ. Ο ισοπεδωτικός εθνικισμός του Νάσερ τρόμαζε τον ιρακινό λαό, στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες. Το Π.Γ. του ιρακινού Κ.Κ. δήλωνε καθαρά την αντίθεσή του στην ενσωμάτωση προσθέτοντας το επιχείρημα ότι θα παριοριζόταν η ελευθερία της εθνικής τους οικονομίας και οι ευκαιρίες για το κεφάλαιο στη χώρα τους.
Ο Μπακντάς συνέχιζε σταθερά να αντιτίθεται στην ΕΑΔ διεκδικώντας πέρα από τη λύση της ομοσπονδίας δημοκρατικά δικαιώματα και ένα δρόμο αντίστοιχο με τον «ιρακινού τύπου». Ο Νάσερ απάντησε στον «ενοχλητικό» Μπακντάς με κύμα διώξεων και συλλήψεων κομμουνιστών ενώ ένταση προκλήθηκε στις σχέσεις του με το Ιράκ. Αυτά μέχρι τη στιγμή που ο Χρουστσόφ έδειξε την προτίμησή του στον «ιρακινό δρόμο», θεωρώντας τον πιο προοδευτικό, οπότε και ενισχύθηκε το κύρος του ιρακινού Κ.Κ. στον αραβικό κόσμο. Βλέπουμε ότι η χρουστσοφική γραμμή της ποικιλίας των δρόμων προς το σοσιαλισμό ανέδειξε σημαντική δημιουργική σκέψη χωρίς όμως ταυτόχρονα να καταργεί τη λογική της υποταγής στα μεγάλα στρατηγικά συμφέροντα της ΕΣΣΔ. Έτσι, ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τον καιροσκοπισμό και τη σύγχυση. Καθεστώτα, πολιτικές, κόμματα και ηγέτες μπορούσαν να βαφτίζονται «προοδευτικοί» ή όχι με γνώμονα τι συνέφερε στην ΕΣΣΔ.
Δε θα συνεχίσουμε την παράθεση ιστορικών στιγμιότυπων. Είναι προφανής η δυσκολία που αντιμετώπισε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα να ισορροπήσει μεταξύ του «ταξικού» και του «εθνικού». Η ιδέα ότι οι δύο αυτές έννοιες μπορούν να συζευχθούν και να μετατραπούν σε «δευτερεύουσα» αντίθεση ήταν σωστή. Η στρατηγική αναμέτρηση με τον «κύριο εχθρό» και αξία της ανεξαρτησίας κάθε χώρας αυτό επέβαλαν. Οι κομμουνιστές είχαν γνήσια πατριωτικά αισθήματα. Αλλά, πέρα από το «χτύπημα στον ιμπεριαλισμό», τι μετρούσε περισσότερο για τα αραβικά Κ.Κ.; Πώς ξεχώριζε το «εθνικό» συμφέρον από το συμφέρον της ΕΣΣΔ; Πολλά, όπως έλεγαν, εξαρτιόντουσαν από το χαρακτήρα της αστικής τάξης κάθε χώρας. Τότε μεσουρανούσε η θεωρία της «εθνικής» αστικής τάξης (όχι βέβαια σε επίπεδο αισθημάτων αλλά αντικειμενικό). Πόσο αυτό στέκει δεν είναι ακόμα εξακριβωμένο ιστορικά και κοινωνιολογικά. Τη συγκεκριμένη στιγμή εξυπηρετούσε πολιτικές επιλογές. Υπήρχαν όμως και περισσότερα περιθώρια αντικειμενικού οικονομικού «πατριωτισμού», αφού η παγκοσμιοποίηση δεν είχε ακόμα θριαμβεύσει.
Οι εξελίξεις, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες μείωσαν την επιστημονική αξιοπιστία της θεωρίας της «εθνικής» αστικής τάξης. Η σε πρώτη φάση έντονη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και στη συνέχεια η παγκοσμιοποίηση όχι μόνο στη μεγάλης κλίμακας χρηματοπιστωτική και βιομηχανική της όψη αλλά και στον τομέα της μεσαίας οικονομικής συμπεριφοράς δεν αφήνει πολλές αμφιβολίες.

Θάνος Κωτσόπουλος