TRANSLATION

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2008

Έναρξη ενός προβληματισμού για τον ελληνισμό και τη διαμόρφωση του νεοελληνικού έθνους

Κάποιο ιστορικοί έχουν διατυπώσει την άποψη ότι οι απαρχές του νεοελληνικού έθνους ανιχνεύονται στους υστεροβυζαντινούς χρόνους. Τη θέση αυτή θεωρώ ‘προβληματική’ και θα επιχειρήσω να εξηγήσω γιατί.

Θα ξεκινήσω πρώτα από μια πιο εστιασμένη οπτική, εκείνη που εντοπίζει τις απαρχές της γένεσης του νεοελληνικού έθνους στην αυτοκρατορία της Νικαίας των Λασκαραίων και των Βατάτζηδων.

Πριν δούμε ορισμένα ιστορικά στιγμιότυπα θέλω να υπενθυμίσω ότι κάθε άποψη που αναζητά ρίζες του έθνους πριν από τους νεώτερους χρόνους (16ο – 17ο αιώνα κι εδώ) κινείται αντικειμενικά προς τη θεωρία της λεγόμενης εθναφύπνισης, ότι δηλαδή τα έθνη δεν είναι είτε τεχνητά προϊόντα της νεωτερικότητας, «κατασκευές» της σύγχρονης αστικής εθνικιστικής ιδεολογίας αλλά έχουν αντικειμενική υπόσταση και διάρκεια στο χρόνο, παραμένουν στο λήθαργο του «καθευατόν» και αναμένουν την αυτοσυνειδησία τους για να περάσουν στη σφαίρα του «διεαυτόν». Αυτή η παραδοχή αμφισβητείται έντονα από έναν αντίπαλο λόγο ο οποίος συνοψίζεται ως θεωρία της εθνογένεσης. Τούτη η τελευταία κατηγορεί την πρώτη για ροπή προς τον εθνικισμό, ενώ η ίδια εγκαλείται από τους αντιπάλους της για δόλια υπονόμευση και διάλυση του έθνους, προπύργιου του κάθε λαού απέναντι στη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης. Αυτά ως απλή υπενθύμηση. Δεν θέλω σ’ αυτό το σημείο να ανοίξω τα θεωρητικά ζητήματα περί έθνους. Περιορίζομαι μόνο στο να τονίσω ότι η μεγάλη θεωρητική δυσκολία προσέγγισης του έθνους παραμένει μια ανοιχτή πρόκληση, ένα ζήτημα που θα συζητείται. Στο θέμα θα επανέλθω.

Για να ξαναπάμε όμως στην αρχή, η άποψη που υποστηρίζει ότι το νεοελληνικό έθνος διαμορφώθηκε μετά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, το 1204, υπονοεί ότι τα αντικειμενικά στοιχεία του προϋπήρχαν τόσο στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες όσο και, ακόμα παλιότερα, στους ελληνιστικούς και αρχαίους αλλά παρέμεναν στο επίπεδο του «καθευατόν», χωρίς ακόμα να αποκτήσουν τη συνείδηση του εαυτού τους. Έτσι, η άποψη αυτή διαφοροποιείται από την παπαρρηγοπούλεια γραμμή χωρίς όμως να διαθέτει τη συνέπειά της και εξηγώ γιατί. Αν διαγραφεί το υποκειμενικό στοιχείο της αυτοσυνείδησης από την αρχαιότητα και την ελληνιστική εποχή απομένει ως ισχύουσα θεωρητική βάση εκείνη που ερμηνεύει τα έθνη ως προϊόντα της νεωτερικότητας, κάτι που οπωσδήποτε δεν θα επιθυμούσαν οι υποστηρικτές της θεωρίας της υστεροβυζαντινής προέλευσης του νεοελληνικού έθνους. Υπάρχει βέβαια και μια άλλη εκδοχή, αμιγώς ιστορικιστική: ότι αποτελεί «ιδιομορφία», ειδικά ελληνική, κάτι όμως που δημιουργεί πολλές θεωρητικές αντιφάσεις. Η άποψη περί υστεροβυζαντινών απαρχών είναι εκλεκτικιστική, γιατί χρησιμοποιεί ταυτόχρονα κομμάτια της θεωρίας της εθναφύπνισης κυρίως αλλά και της θεωρίας της εθνογένεσης δευτερευόντως. Έννοια εθνικής «ιστορικής συνέχειας» χωρίς σαφείς ενδείξεις εθνικής αυτοσυνειδησίας σε κάθε σημείο της ιστορικής διαδρομής, δεν μπορεί να υπάρχει. Εκτός αν υποστηριχτεί ότι η εθνική συνείδηση του ελληνισμού συνεχίστηκε αδιάλειπτα σε όλη τη μακραίωνη ιστορία του ελληνισμού.
Η ελληνική υπόθεση έχει πολλά παράξενα. Ας πούμε, δε γίνεται να ισχύει εδώ η άποψη του Γκέλνερ, ότι ο εθνικισμός δεν είναι τίποτε άλλο από μια απάτη ή αυταπάτη, ότι πρόκειται δηλαδή στην ουσία για επιβολή μιας υψηλής κουλτούρας σε μια κοινωνία που προηγουμένως λειτουργούσε μ’ ένα χαμηλό (λαϊκό) πολιτισμό – με το υποκριτικό πρόσχημα ότι αυτή εκπροσωπεί το λαϊκό, το χωριάτικο.

Εδώ σ’ εμάς έγιναν αλλοιώς τα πράγματα, αφού πολύ πρώιμα βρέθηκε η γεωγραφία του ελληνισμού με ένα υψηλό πολιτισμό ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και κυρίως λόγιος αλλά και λαϊκός (π.χ. επικός, λυρικός, τραγικός, κωμικός), χωρίς να καταπνίγει ή να «καθαρίζει» την πολιτισμική ιδιαιτεροτητα. Γιατί πού αλλού συνέπεσαν δημοκρατικοί θεσμοί, επιστήμες, τέχνη, θέατρο, φιλοσοφία στο επίπεδο της μάζας; Πού θα έβρισκε εδώ ο Γκέλνερ τον εργαλειακό ρόλο του ιδιώματος (όπως εκείνος το συλλαμβάνει μέσα από σχήματα δυτικής αποικιοκρατίας), που τόσο του άρεσε; Μήπως στην Κοινή; Να μην ξεχνούμε ότι ο θεμέλιος λίθος της μπήκε στα Σούσα, την ημέρα που λατρευόταν ο Άπις. Οι πολλές «Μακεδονίες» στη βόρεια Μεσοποταμία, τη Συρία, την Παλαιστίνη, το Ιράν και το Αφγανιστάν και η υπερχιλιόχρονη παρουσία του ελληνισμού στην Ανατολία και την ανατολική Μεσόγειο δημιουργούν ένα μεγάλο βάρος ευθυνών για να κλείσουμε τον ελληνισμό στο μικρομάγαζο του εδάφους. Όπως η Νίκαια υπήρξε καταφύγιο του ελληνισμού έτσι και όλη η γεωγραφία του ελληνισμού είναι αναπόσπαστα δεμένη με την «εθνική» φυσιογνωμία του.
Η χειρότερη απειλή για τον ελληνισμό είναι η άγνοια και η θρησκοληψία, αφού και τα δυο μπορούν να οδηγήσουν στον αφελληνισμό. Ρόλο σημαντικό παίζει κι ο τόπος. Ο μητρικός, η μητρίδα, στις στιγμές της ακμής του ελληνισμού και ο πατρικός, η πατρίδα στις δύσκολες ώρες.

Αλλά όλη συζήτηση θα γινόταν απλούστερη αν δεν έπρεπε υποχρεωτικά η συνέχεια του ελληνισμού να περάσει μέσα από το φίλτρο του έθνους.
Ο ελληνικός κόσμος, που παλεύουμε τώρα να τον κρατήσουμε στα χέρια μας, είχε τούτο το ξεχωριστό, ότι υπήρξε από τη συγκρότησή του ένας πολιτισμός και όχι ένα «έθνος». Συνεκτικό και συγκολλητικό του στοιχείο ήταν η γλώσσα, η παιδεία, η τέχνη, η φιλοσοφία, η επιστήμη. Από την άποψη αυτή είχε σαν χαρακτηριστικό του ότι το υποκειμενικό του στοιχείο προηγήθηκε του αντικειμενικού. Η μοναδική ικανότητα αυτού του πολιτισμού ήταν να αποδεικνύει ότι ακόμη και η Πόλις (πολύ περισσότερο το έθνος) είναι κάτι μερικό και αποσπασματικό σε σχέση με αυτό που συνοψίζει ο όρος ελληνικός πολιτισμός.
Αν σήμερα μπορούμε να μιλάμε ανεπιφύλακτα για «συνέχεια του ελληνικού έθνους» και να συγκεφαλαιώνουμε εκεί τις αρχαίες φυλετικές διαφορές και διαμάχες, τους μισθοφόρους στη δούλεψη του Κύρου, τον Αλκιβιάδη, τις σχέσεις της Αμφικτυονίας με το Φίλιππο, τις καταγγελίες του Υπερείδη για το Δημοσθένη, είναι γιατί πολύ γρήγορα οι ίδιοι αυτοί οι δημιουργοί της ελληνικής ταυτότητας ξεπέρασαν το φυλετικό και το εδαφικό όριο. «Κανείς να μη φαντάζεται ότι όσοι από μας (τους Σικελούς) επειδή είναι Δωριείς είναι εχθροί των Αθηναίων ενώ οι αποκίες της Χαλκίδας επειδή είναι Ίωνες στην καταγωγή είναι εξασφαλισμένες» έλεγε ο Ερμικράτης στους Σικελούς ενώ ο Ικτίνος συνδύαζε στον Επικούρειο Απόλλωνα, ψηλά στην Αρκαδία, το δωρικό, τον ιωνικό και τον κορινθιακό ρυθμό εκπνευματίζοντας τον φυλετικό ή μερικοκρατικό πρωτογονισμό.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, πριν ακόμη τον Αλέξανδρο, αυτού που ονομάστηκε αργότερα «ελληνισμός» και που ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό έθνος, ήταν εκείνο της Καρίας, ήδη στα μέσα του 4ου αιώνα, όταν ο Πέρσης σατράπης Μαύσωλος επέλεξε ως πρωτεύουσά του την ελληνική Αλικαρνασσό και έγινε συνειδητός και ένθερμος υποστηρικτής του ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολή.
Σήμερα μας προκαλεί, αναμφισβήτητα και δίκαια, η καπηλεία του Μ. Αλεξάνδρου από τους Σκοπιανούς. Είναι όμως η αμερικανόπνευστη χοντροκομμένη εθνικιστική τους προπαγάνδα και οι τεράστιοι κίνδυνοι για την Ελλάδα και τα Βαλκάνια που μας κάνει ιδιαίτερα διστακτικούς να θυμηθούμε όλους εκείνους που τράφηκαν από το μεγάλο παραμύθι του Αλέξανδρου, ξεκινώντας από τον ψευδο-Καλλισθένη. Για τους Αιγύπτιους ο Αλέξανδρος ήταν ένας τελευταίος Φαραώ, για τους Ιρανούς απόγονος των Αχαιμενιδών, παρών στο Κοράνι ως Ισκεντέρ-γιος-του-Άμμωνα, ζωντανός θρύλος σχεδόν σε όλους του λαούς της Εγγύς και Μέσης Ασίας. Αυτός ο κοινός ήρωας Ανατολής και Δύσης εκφράζει ροπή, νοσταλγία και αναγνώριση της δύναμης του ελληνικού πολιτισμού.
Εξίσου ανέμελα θα μπορούσαμε να θυμηθούμε τη μάχη της Πελαγονίας, στο Μοναστήρι (νυν σκοπιανή Μπιτόλια) το 1259, περίοδο μεταλλομάστευσης, κατά τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, του νεοελληνικού έθνους: εκεί η αυτοκρατορία της Νικαίας (λίκνο του νεοελληνικού έθνους, κατά τους ίδιους) χτυπήθηκε με το Δεσποτάτο της Ηπείρου για την ηγεμόνευση της Κωνσταντινούπολης. Ο αυτοκράτωρ της Νικαίας Μιχαήλ Παλαιολόγος συγκρότησε στρατό από 500 Τούρκους μισθοφόρους, 300 Γερμανούς ιππείς από την Καρινθία, 1500 τοξότες από την Ουγγαρία, 600 Σέρβους, ένα απόσπασμα Βουλγάρων και 2000 ψηλόκορμους Κομάνους (Τουρκομάνους) έφιππους τοξότες. Στην αντίπαλη πλευρά ο λιγόψυχος δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Άγγελος, στηρίχτηκε στο ανίκητο ιππικό των τίμιων και γενναίων σιδερόφρακτων Φράγκων του Βιλεαρδουίνου, ηγεμόνα του Μοριά. Χάρη στη βροχή από ουγγρικά και κομανικά βέλη που ξέκαναν χωρίς διάκριση συμμάχους και αντιπάλους κατάφερε ο Μιχαήλ να βγει νικητής και να εξασφαλίσει η Νίκαια την ηγεμονία στη διαδοχή και συνέχεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τότε βέβαια κανείς δε θα ισχυριζόταν ότι έβαζε το θεμέλιο λίθο του νεοελληνικού έθνους...
Κι όμως, καθώς ο αχός της μάχης καταλάγιαζε, ο ηττημένος και αιχμάλωτος Φράγκος (αλλά και «Αχαιός») Γουλιέλμος μίλησε μπροστά στους νικητές στρατηγούς ελληνικά!

Θάνος Κωτσόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: