TRANSLATION

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Το βλήμα - μονόπρακτο για τον ελληνικό εμφύλιο


TO BΛHMA


© Μονόπρακτο των Θάνου Κωτσόπουλου και Έφης Ευστρατουδάκη για τον ελληνικό εμφύλιο.

Αθήνα 2015



Σκηνικό

Αφαιρετικό, μια σκηνή με διάφορα πεταμένα και ανακατεμένα αντικείμενα. Έπιπλα, ηλεκτρικά είδη, ρούχα κλπ αναποδογυρισμένα, στοιβαγμένα φύρδην μίγδην. Στο φόντο προβάλλεται ένα τοπίο που παραπέμπει σε σκουπιδότοπο όχι όμως ρεαλιστικό. Ένα τοπίο πληθώρας αντικειμένων -όχι σκουπιδιών. Ένα νεκροταφείο αντικειμένων. Ημίφως.

Από αριστερά μπαίνουν στη σκηνή δύο άνδρες όχι πάνω απ' τα πενήντα, ντυμένοι με φθαρμένα ρούχα, ελεεινή εμφάνιση αλλά όχι άθλιοι. Είναι δύο “αξιοπρεπείς” συλλέκτες παλιών αντικειμένων. Προπορεύεται ο (G) Τζι. και έπεται ο (D) Ντι. Κρατάνε φακούς για να βλέπουν στο μισοσκόταδο. Εξερευνούν το αριστερό μέρος της σκηνής.


ΣΚΗΝΗ 1η

Τζι. Ντι! ... Ντί, σου μιλάω, δεν ακούς; Από δω έλα, πλησίασε, έχει κάτι καλό.

Ντι. Πού έχει Τζι; Είδες τίποτα;

Τζι. Εκεί ... κοίτα! Βλέπεις;

Ντι. Δε βλέπω κάτι καλό. Όλο τα ίδια.

Τζι. Δε βλέπεις; Στάσου να το πιάσω. Να! Δες εδώ! Τα σπλάχνα από ένα ακορντεόν !

Ντι. Έχουν σπλάχνα τα ακορντεόν; Δεν το 'ξερα.

Τζι. Πιο ωραία σπλάχνα μουσικού οργάνου δεν υπάρχουν.

Ντι. Δεν έχουμε μαζέψει ποτέ τέτοιο πράγμα, ε;

Τζι. Όχι. Καθένας μας έχει το υπόγειο του τίγκα, με τα πιο απίθανα πράγματα, αλλά τέτοιο δεν έχουμε.

Ντι. Εντάξει, να το πάρουμε τότε.

Τζι. Το θες εσύ;

Ντι. Εσύ το θες;

Τζι. Ναι, πολύ. Αλλά αν κι εσύ το θες παρ' το εσύ.

Ντι. Το είδες πρώτος, το παίρνεις πρώτος. Δίκαιες δουλειές.

Τζι. Το λες αλήθεια Ντι; (Τρέχει το ξετρυπώνει και το αγκαλιάζει. Προσπαθεί να βγάλει ήχο χωρίς αποτέλεσμα. Είναι εντελώς άχρηστο.) Ωραίο είναι! Τα σπλάχνα ενός ακορντεόν έχουν κάτι το νοσταλγικό, τρυφερό, ποιητικό.

Ντι. Τα σπλάχνα ενός άχρηστου ακορντεόν είναι και άχρηστα και φριχτά. Πά' να δούμε πιο κάτω. (Προχωρούν αργά ψάχνοντας με τους φακούς στα άχρηστα αντικείμενα. Ξαφνικά ο Τζι κοντοστέκεται.)

Τζι. Ντι! Κοίτα! Πάμε λίγο από εδώ, στο ύψωμα να δούμε όλη την περιοχή.

Ντι. Εγώ λέω να φορτώσουμε μερικά απ' αυτά που έχει εδώ και να φύγουμε. Πέρασε κι η ώρα.

Τζι. (Έχει ανέβει σ' ένα μικρό ύψωμα και κοιτάζει κάτω) Τι λες Ντι! Δε βλέπεις τι υπάρχει σ' όλη αυτή την περιοχή; Και είναι απέραντη!

Ντι. Βλέπω μια καρέκλα Μπέργκαμο του Μεσοπολέμου, Τζι. Έχει τα χάλια της αλλά φτιάχνεται. Είναι σπάνιο κομμάτι. Τι πάνε και πετάνε!

Τζι. Έχεις άλλες δυο στην αποθήκη σου Ντι. Κάθε φορά που βρίσκεις καινούργια λες τα ίδια.

Ντι. Εσύ πήρες το ακορντεόν. Εγώ θα πάρω τη Μπέργκαμο.

Τζι. Μα δε βλέπεις σε τι μέρος έχουμε φτάσει; Είναι η πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια που αναγκαστήκαμε να ζούμε έτσι – θέλω να πω που ... επιλέξαμε να ζούμε έτσι – που φτάνουμε σε τέτοιο... σε τέτοιο... παράδεισο.

Ντι. Μπούρδες. Παντού στα ίδια πέφτουμε. Εγώ με άλλη μια τέτοια καρέκλα συμπληρώνω σετ και πού ξέρεις, μπορεί κάποιος να το αγοράσει. Λέω να γυρίσω πίσω.

Τζι. Όχι, όχι, εδώ που φτάσαμε είναι διαφορετικά Ντι. Εδώ υπάρχουν άπειρα αντικείμενα καινούργια, διαφορετικά, σπάνια. Έλα, έλα να εξερευνήσουμε. Έχω ενθουσιαστεί.

Ντι. (απρόθυμα) Καλά. Ρίχνουμε μια γρήγορη ματιά. Αλλά δεν κάθομαι για πολύ. Εμένα μου φαίνεται πως έχει συνηθισμένα πράγματα. Κι έπειτα, έχει κάτι αυτός ο τόπος που δε μ' αρέσει.

Τζι. Έχει κάτι αυτός ο τόπος; Είσαι στα καλά σου; Εδώ είναι ο Παράδεισος της Αφθονίας. Η Γη της Επαγγελίας της Αυθεντικότητας. Είμαι ενθουσιασμένος. Θα ονομάσω αυτόν τον τόπο “Κοιλάδα της Ελπίδας”. Και θα ανήκει και στους δυο μας Ντι.

Ντι. Είσαι ονειροπαρμένος. Αλλά, όπως λες, θα έχω το μερίδιό μου. Τι με νοιάζουν εμένα οι φανταχτεροί τίτλοι που σ' αρέσει να δίνεις στους σκουπιδότοπους;

(Σβήνουν τα φώτα. Για μισό λεπτό. Μουσική)


ΣΚΗΝΗ 2η

(Ο Τζι και ο Ντι ξαπλωμένοι κοιτάνε τ' αστέρια)

Τζι. Ντι, πάνε πάνω από πέντε χρόνια που κάνουμε παρέα.

Ντι. Αναγκαστικά. Αφού μας παράτησαν όλοι.

Τζι. Ναι. (στενοχωρημένος) Θα σου πω κάτι. Κι εγώ αναγκαστικά βρίσκομαι μαζί σου. Είμαστε σαν συνέταιροι με ξεχωριστά ταμεία.

Ντι. Ποια ταμεία; Αφού δε βγάζουμε φράγκο απ' αυτή τη δουλειά.

Τζι. Τέλος πάντων...έστω, με ξεχωριστές αποθήκες, ξεχωριστές κατσαρόλες... ξεχωριστά όνειρα.

Ντι. Α! Α! Εγώ ζω στην πραγματικότητα. Επειδή είναι δύσκολη θα την κουκουλώσω με όνειρα;

Τζι. (Ζωηρά) Είναι δύσκολη γιατί τη δεχόμαστε Ντι!

Ντι. Είναι δύσκολη γιατί έτσι είναι ... και γιατί φταίμε.

Τζι. Είναι δύσκολη γιατί πολλοί σαν κι εσένα είσαστε μοιρολάτρες.

Ντι. Εσύ δηλαδή και κάποιοι άλλοι είσαστε πιο έξυπνοι;

Τζι. Μην τσακωνόμαστε, Ντι. Απλώς κοίτα γύρω σου και στάσου ειλικρινής.

Ντι. (Έντονα) Για όλα έχουμε βάλει την υπογραφή μας Τζι. Κι εγώ κι εσύ. Μην προσπαθείς να βγάλεις απ' έξω την ουρά σου.

Τζι. Έχω δικαίωμα να ονειρεύομαι. Εγώ ονειρεύομαι Ντι, ο-νει-ρεύ-ο-μαι.

Ντι. Κι εγώ ονειρεύομαι. Αλλά τι σκούζεις; Χθες έβαλες ξανά την υπογραφή σου και μάλιστα φαρδιά – πλατιά. Δήλωσες: “Τα όνειρα δεν απαγορεύονται όσο δεν εφαρμόζονται”. Κι αν με ρωτάς, καλά έκανες. Θα σε προσγειώσει αυτή σου η πράξη Τζι. Βλέπεις, πάντα φοβόσουνα το ύψος. Είσαι ένας φανταράκος του πεζικού που καμώνεται τον πιλότο μαχητικού αεροπλάνου.

Τζι. (Φωνάζει) Έχω δικαίωμα να ονειρεύομαι... (καταρρέει) Και το μόνο που θέλω αυτή τη στιγμή, Ντι, είναι να ονειρευτούμε μαζί σ' αυτό τον υπέροχο τόπο.

Ντι. Καταλαβαίνω.

Τζι. (Ανάλαφρα) Θέλεις να προχωρήσουμε;

Ντι. Εντάξει, λίγο ακόμα.

(Σηκώνονται, και βαδίζουν αργά προς το βάθος της σκηνής. Ο Ντι μουρμουρίζει ένα ελαφρύ άσμα)

Τζι. Μμμ... Ξαφνικά κέφια;

Ντι. Για κάποιο λόγο, Τζι, νοιώθω επαληθευμένος.

Τζι. Εγώ σου λέω να ψάξουμε για κάτι καινούργιο εδώ πέρα. (Ψάχνει) Κοίτα, κοίτα, να μια Στέλα.

Ντι. Ποια Στέλλα εννοείς;

Τζι. (Ενθουσιασμένος) Μια Στέλα, με ένα λου! ...Αχ! Ποιος ξέρει από ποιο παλιό μαραγκούδικο παράπεσε. Η Στέλα, Ντι, είναι το μοιρογνωμόνιο του μαραγκού. Σου είπα, Ντι, εδώ είναι ο Παράδεισος. Να, κι εκεί, σ' εκείνο το σωρό, βλέπω ένα υπέροχο παλιό ξύλινο ροκάνι.

Ντι. Α! Εγώ... όμως ενδιαφέρομαι για μεταλλικά αντικείμενα. Πάω να δω προς τα κει. (Ψάχνει) Αυτό πάλι τι είναι Τζι; Αρκετά βαρύ είναι, μου κάνει.

Τζι. Δώσε να δω. (Το περιεργάζεται) Ξέρεις τι είναι αυτό που βρήκες, Ντι; Είσαι πολύ τυχερός!

Αυτό το πράγμα είναι ένας παμπάλαιος χειροκίνητος προτζέκτορας για κινούμενα σκίτσα. Κοίτα... εδώ έμπαινε το λαμπάκι του, βλέπεις; Εδώ, στο καρουλάκι το φιλμ με τα σκίτσα, κι από 'δώ γυρνούσαν τη μανιβέλα και τα σκίτσα έμοιαζαν να κινούνται. (Κοιτάζει τη σφραγίδα του) Ντι, είναι όλος από σίδερο. Και, όπως λέει εδώ, πως φτιάχτηκε στη Σοβιετική Ένωση το 1950.

Ντι. Ε, και; Μ' ενδιαφέρει το βαρύ, καθαρό σίδερο. Θα το πάρω.

Τζι. Βλέπεις, Ντι, είναι παράδεισος εδώ. Ο καθένας μας μπορεί να παίρνει ελεύθερα αυτό που θέλει.

Ντι. Παρ' όλα αυτά, Τζι, δε θέλω να αργήσουμε. Η νύχτα έχει προχωρήσει. Κι έχει πιάσει κρύο.

(Σβήνουν τα φώτα. Μουσική)

ΣΚΗΝΗ 3η

(Φώτα πολύ πιο δυνατά. Ξημερώνει)

Ντι. Ξημερώνει Τζι. Πέρασε η ώρα και δεν το κατάλαβα.

Τζι. Βλέπεις που σου έλεγα; Μπορούμε να είμαστε κάθε μέρα εδώ, ο καθένας θα παίρνει ό,τι έχει ανάγκη. Η Κοιλάδα της Ελπίδας είναι ανεξάντλητη.

Ντι. Εμένα δώσε μου ευκαιρίες. Η αλήθεια είναι, εδώ βρήκα ευκαιρίες. Αρκεί να μην ανακαλύψουν κι άλλοι αυτό το μέρος.

Τζι. Για τον καθένα υπάρχει ένα τέτοιο μέρος Ντι. Εμείς το ανακαλύψαμε γιατί ψάχνουμε.

Ντι. Να σκεφτείς, δε μου κάνει καρδιά να γυρίσω στην υπόγεια βρωμο-αποθήκη μου που μένω.

Τζι. Μη σε νοιάζει. Εδώ θα βρούμε σίγουρα κάποιο σπίτι να μείνουμε.

Ντι. Κι έτσι δε θα χρειάζεται να κουβαλάμε όλα αυτά τα πράγματα στις αποθήκες μας.

Τζι. Όλα αυτά τα αντικείμενα θα είναι δικά μας Ντι, δικά μας.

Ντι. Και μπροστά στα πόδια μας. Όλος αυτός ο τόπος θα είναι η αυλή μας.

Τζι. Είσαι λοιπόν ευχαριστημένος Ντι;

Ντι. Είμαι χαρούμενος.

Τζι. Σταματάμε ή συνεχίζουμε την εξερεύνηση;

Ντι. Συνεχίζουμε!

(Εύθυμη μουσική, καθένας τους ψάχνει, βρίσκει κάτι, το καλοκοιτάει με θαυμασμό, το αφήνει κάτω. Ένα είδος clownesque παντομίμας με μουσική υπόκρουση. Ξαφνικά ο Ντι βρίσκει ένα αντικείμενο)

Ντι. Τι είναι αυτό; Και είναι και πολύ βαρύ! Ασήκωτο! Τζι! Έ! Βρήκα κάτι μεταλλικό και πολύ βαρύ και το θέλω. Έλα να βοηθήσεις.

Τζι. Έρχομαι Ντι. Για να δω ... τι πράγμα είν' αυτό;

(Προσπαθούν και οι δύο μαζί να μετακινήσουν ένα βαρύ μεταλλικό αντικείμενο. Καταφέρνουν να τραβήξουν έξω μια παλιά οβίδα, ένα βλήμα)

Τζι. Πω-πω! Τι είναι αυτό που βρήκες Ντι! (Ο Ντι το περιεργάζεται και αποφαίνεται)

Ντι. Μοιάζει με γλυπτό μπαρόκ!

Τζι. Μα... μα τι έπαθες Ντι! Στραβός είσαι; Δε βλέπεις τι είναι; Κοίτα καλά! Είναι ένα πολεμικό βλήμα!

Ντι. Εγώ λέω ότι είναι μια θριαμβευτική κραυγή. Μια στεντόρεια καλλιτεχνική δήλωση σχετικά με την ενέργεια που περιέχει η καμπυλόγραμμη κίνηση !!!

Τζι. Μάλλον δε σε καταλαβαίνω.

Ντι. Το σύνολο της ύλης αντανακλά μια καμπύλη δύναμης Τζι. Αυτό εδώ είναι ένα γλυπτό που κατασκευάστηκε από κάποιον σπουδαίο καλλιτέχνη που ήξερε καλά αυτή την αλήθεια.

Τζι. Ντι, σύνελθε. Αυτό εδώ το πράγμα είναι μια παλιά οβίδα, ένα άσκαστο βλήμα. Δεν το βλέπεις; Πώς είναι δυνατόν να μη βλέπεις τι είναι αυτό που έχουμε μπροστά στα μάτια μας, Ντι; Είναι ένα βλήμα!

Ντι. Αυτή η μεγαλοφυής καλλιτεχνική δήλωση λέει με άλλα λόγια ότι η καμπύλη είναι ο θρίαμβος της δύναμης πάνω στην ύλη. Όχι – όχι. Αυτό δεν θα το πάρω για το βάρος του. Είναι η πρώτη φορά που ένα μεταλλικό αντικείμενο αποτελεί για μένα αληθινό έργο τέχνης.

Τζι. Στάσου Ντι. Στάσου να δω κάτι. (Το περιεργάζεται από κοντά) Βλέπεις; Έλα κοντά να δεις. Υπάρχουν γράμματα επάνω του. Βαμμένα με στένσιλ, όπως τότε που βάφαμε στο στρατό. Θυμάσαι, όλη μας τη θητεία την περάσαμε βάφοντας πινακίδες. Δεν τα αναγνωρίζεις αυτά τα μισοσβησμένα γράμματα; Απόδειξη πως δεν είναι γλυπτό.

Ντι. Για να δω. Βέβαια, υπάρχουν γράμματα ... αγγλικά είναι ... αλλά ο καλλιτέχνης τα έκανε επίτηδες αχνά! Ο καλλιτέχνης είναι ξένος...

Τζι. Τι λες Ντι; Είναι αχνά απ' την πολυκαιρία. Και δε μου φαίνονται αγγλικά. Δεν είμαι και σίγουρος αλλά ... σαν κυριλλικά τα βλέπω. Καλύτερα όμως άφησέ το αυτό το πράγμα Ντι. Είναι επικίνδυνο!

Ντι. Είναι το σύμβολο της πτύχωσης. Είναι αυτό που πέφτει. Άγγιξέ το με τα χέρια σου.

(Και οι δυο ακουμπούν τα χέρια τους πάνω στο βλήμα. Σιωπηλοί αυτοσυγκεντρώνονται λίγη ώρα.)

Τζι. Νοιώθω παράξενα Ντι. Αυτό το πράγμα είναι σα να πάλλεται. Κάτι περνάει μέσα απ' τα χέρια μου και απλώνεται μέσα μου ... Αισθάνομαι υπέροχα!

Ντι. Σταμάτα Τζι. Βγάλε τα χέρια σου. Το είπες γλυπτό;

Τζι. Το είπα; ... Γιατί; Τι συμβαίνει;

Ντι. (Απότομα, εκνευρισμένα) Τράβα τα χέρια σου. Κάτι κάνω. (Εκείνος συμμορφώνεται. Ο Ντι αναζωογονείται) Ο νεκρός μηχανισμός της ύπαρξής μου υπερχειλίζει από ζωτική ενέργεια!

Τζι. (Παρακλητικά) Σε παρακαλώ Ντι. Δεν είμαι σίγουρος. Σταμάτα να το ακουμπάς. Σε παρακαλώ! ... Στάσου όμως να το αγγίξω πάλι. (Το αγγίζει και μένει για λίγη ώρα) Ντι, είχες δίκιο. Είναι γλυπτό. Ένα έργο τέχνης αφιερωμένο στον Αγώνα, στον Αγώνα για... τη Χειραφέτηση του Ανθρώπου... Είναι ωφέλιμο. Είναι επιβεβλημένο.

Ντι. Τράβα τα χέρια σου Τζι. Το γλυπτό είναι δικό μου και επομένως δεν μ' ενδιαφέρουν οι ερμηνείες σου. Άσε που πάντα είναι αποτυχημένες. Τράβα τα χέρια σου είπα!

Τζι. Ήρεμα Ντι. Αυτό το πράγμα έχει πολύ μεγάλη αξία. Πρέπει να ανήκει και στους δυο μας.

Ντι. Είπαμε, τα μέταλλα δικά μου. Αθετείς το λόγο σου;

Τζι. Μπα; Τώρα το γλυπτό έγινε μέταλλο; Και μη μου προσβάλλεις τις ερμηνείες μου Ντι!

Ντι. Έχεις μια επικίνδυνη αλαζονεία. Αλλά ποτέ δεν πήρα στα σοβαρά τις θεωρίες σου.

Τζι. Ντι, δε θέλω να μαλώσουμε. Σου προτείνω μια συμφωνία. Ή παρατάμε κι οι δυο αυτό το πράγμα, το ξεχνάμε, το αφήνουμε εκεί που το βρήκαμε ή το έχουμε και οι δυο. Τι λες;

Ντι. Ωραία λοιπόν. Ξέρεις τι είναι αυτό Τζι;

Τζι. Είναι ένα γλυπτό.

Ντι. Όχι Τζι. Ήθελα να σε παραπλανήσω. Είναι ένα βλήμα ενός πολέμου που δεν γνωρίσαμε εμείς γιατί δεν είχαμε γεννηθεί τότε. Ενός εμφύλιου σπαραγμού που δεν πρέπει να ξαναζήσουμε. Είναι ένα άσκαστο βλήμα που αν εκραγεί σκοτωνόμαστε. Δε γίνεται να το έχουμε και οι δύο. Καταλαβαίνεις; Δε γίνεται να το αγγίζεις εσύ. Θα το κρατήσω εγώ.

Τζι. Ωραία λοιπόν! Κι εγώ, Ντι, ήθελα να σε παραπλανήσω. Αυτός εδώ ο τόπος δεν είναι η Κοιλάδα της Ελπίδας. Ένας άθλιος σκουπιδότοπος είναι, κι εμείς δυο ελεεινοί. Κι αν σ' αφήσω να κρατήσεις το βλήμα θα το βάλεις κι αυτό στη σιχαμένη αποθήκη που ζεις. Ούτε κι εγώ θέλω να επαναληφθεί εκείνος ο πόλεμος. Δεν θα επιτρέψω όμως να κρατάς εσύ το Γλυπτό. Η καμπύλη νικά τον κύκλο. Αγγίζοντας και οι δύο αυτό το αντικείμενο έχουμε κάποια ελπίδα Ντι. Πρέπει να μείνουμε μαζί. Κι εσύ το δέχεσαι. Έχει ζωογόνα δύναμη. Την έχουμε ανάγκη. Θα ξαναγίνουμε άνθρωποι, Ντι. Είναι η περηφάνια μας Ντι. Θα αναστηθούμε!

Ντι. Ζεις μέσα απ' τις λέξεις. Θα αναστηθούμε! Αυτή ήταν πάντα μια δική μου ιδέα Τζι. Ναι! Βέβαια! Θα αναστηθούμε απ' την ενέργεια που περικλείει η ύλη αυτού του θαυμάσιου Γλυπτού. Η καμπύλη νικά τον κύκλο.

Τζι. Ζεις μέσα απ' τις ιδέες. Η ενέργεια της ύλης ήταν πάντα δικές μου λέξεις Ντι. (Παύση) Θα αναστηθούμε όμως!

(Αγγίζουν και οι δύο το βλήμα σιωπηλοί και πέφτουν για λίγες στιγμές σε έκσταση. Ξαφνικά γίνονται ακραία επιθετικοί)

Τζι. Τράβα τα χέρια σου απ' το γλυπτό Ντι!

Ντι. Εννοείς το γλυπτό ΜΟΥ! (Κινείται προς το μέρος του και τον σπρώχνει)

Τζι. Μπορεί να μην το ξέρεις. Μπορεί να μην το παραδέχεσαι. Εγώ τώρα θα στο πω πάλι Ντι: ο Θεός δεν έφτιαξε έναν Αδάμ. Έφτιαξε δύο. Έχεις εσύ το δικό σου λαό κι έχω εγώ τον δικό μου. Έχεις εσύ το δικό σου Μεσσία, έχω εγώ τον δικό μου. Τώρα, βλέπω το χείλος της αβύσσου. Δε θα επιτρέψω τον αφανισμό του δικού μου λαού. Εσύ κάνε ό,τι θέλεις. (Κάνει να πιάσει το βλήμα)

Ντι. Τράβα τα χέρια σου μακριά Τζι και μην ξαναπλησιάσεις το γλυπτό μου. Ο Θεός έφτιαξε ΕΝΑΝ Αδάμ. Και όχι αλήτη, όπως εμείς τον καταντήσαμε. Αυτός ο ένας με εμπνέει. Αυτός ο ένας Αδάμ είμαι εγώ Τζι. Αυτός ο ένας είναι και δικός σου και θα γίνει και δικός σου. Αυτός ο ένας θα οδεύει μέχρι τέλους. Μην ξεχνάς τη δύναμή μου. Θυμάσαι; Σ' έβαλα κάτω τότε. Χρειάστηκε να καταστρέψω το μισό μου κεφάλι αλλά σε νίκησα. Μην τολμήσεις Τζι να αναμετρηθείς ξανά μαζί μου. Πάρ' το απόφαση. (Φωνάζοντας) Δεν είσαι διαφορετικός!

Τζι. Πέταξα το κεφάλι μου στα πόδια σου. Αλλιώς δε θα με νικούσες. Θέλω πίσω αυτό το κεφάλι! (Φωνάζοντας) Είμαστε διαφορετικοί!


(Με αργές χορογραφικές κινήσεις απωθούν ο ένας τον άλλο και καθένας προσπαθεί να αγγίξει το βλήμα. Φωνάζουν δυνατά, επαναλαμβάνοντας εναλλάξ τελετουργικά κάθε φράση: “Κάτω τα χέρια από το γλυπτό μου”, “Είμαστε ίδιοι” ,“Είμαστε διαφορετικοί”, “Τεθναίην”, “Θα αναστηθούμε”.

Μουσική κρεσέντο. Τα φώτα σβήνουν. Αυλαία)

 

ΤΕΛΟΣ


Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Έστω

Μια πρόταση πριν φύγει ο Νοέμβρης. “Περίπτερο της Ειρήνης” σημαίνει στα κινεζικά το όνομα της πόλης Anting ( 安亭 ), στα περίχωρα της Σαγκάης. Δεν ήξερα ότι το 2006 τοποθετήθηκε εκεί το πέμπτο (μετά από εκείνων του Σαν Φρανσίσκο, του Κλίβελαντ, του Μιλγουόκι και των νεοϋρκέζικων Συρακουσών) αντίγραφο του γλυπτού “Goethe–Schiller” του Ernst Rietschel που κοσμεί την Βαϊμάρη. Tο έργο είχε ανατεθεί στον διασημότερο Γερμανό γλύπτη της εποχής, τον Christian Daniel Rauch ο οποίος επέμενε να ενδύσει τους τιμώμενους δημιουργούς με κλασικό ελληνικό ένδυμα. Το πρόπλασμα σώζεται στο Μουσείο Rauch. Μια παλιά “ενδυματολογική” διαμάχη αναζωπυρώθηκε. Με ένδυμα της εποχής ή με κλασικό; Ο Rauch έπρεπε να παραμεριστεί.

Ποιο το νόημα τώρα; Οι δύο άνδρες στέκονται υποχρεωτικά μαζί από Ανατολή σε Δύση σε μια πόζα φιλίας όπως δεν την είχαν και δεν θα μπορούσαν να την φανταστούν. Ο Goethe διότι δεν θα δεχόταν τόση πια ισοτιμία και ο Schiller γιατί την ώρα του ταπεινού και δύστυχου τέλους του θα αναστέναξε : “Ο γερο-φίλος μου φαίνεται πως είναι όντως αθάνατος”. Πάντως, προτείνω, αν πρόκειται η μανία των αντιγράφων να συνεχιστεί, να ολοκληρωθεί κι εκείνο το πρόπλασμα του Rauch. Έστω στην Κορέα ή στο Ντουμπάι.

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Η ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ

Μονόπρακτο του Θ. Κωτσόπουλου και της Έ. Ευστρατουδάκη εμπνευσμένο από τη νουβέλα του Γκόγκολ “Η Μύτη”



ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

Πρωινό στο σπίτι του λογιστή Γιάννη Περαιοσίδη. Στην κουζίνα με τη σύζυγό του Μπεάτα.


Γιάννης
Μπεάτα, σήμερα δε θα πιω καφέ, λέω να πάρω για πρωινό ψωμί με τυρί. Και άνοιξε την τηλεόραση να δούμε καμιά είδηση.


Μπεάτα 
Η είδηση δεν είναι στην τηλεόραση. Στο ψυγείο είναι. Αυτό να ανοίξεις. Ορίστε... Τυρί δεν υπάρχει. Το ψυγείο είναι άδειο. Φάε ψωμί. Μόνο μη μου ζητήσεις μετά και καφέ γιατί θα πιω εγώ και τα δυο φλυτζάνια. (Μονολογώντας)Τι λέω, κι εγώ, δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου”... Α, και να σου πω, ούτε ψωμί υπάρχει. Μόνο ένα πακέτο του τοστ έχει μείνει αλλά μην περιμένεις να στο ζεστάνω κιόλας. Πάρ' το και κάνε ό,τι θέλεις. (Του πετάει ένα κλειστό πακέτο ψωμί του τοστ κι εκείνος το ανοίγει να βγάλει μια φέτα.)

Γιάννης
(Με θυμωμένο φέρσιμο) Δώσε εδώ, θα φάω μια φέτα άψητη... (Σκίζει το περιτύλιγμα και πάει να βγάλει μια φέτα. Βλέπει μέσα την επιστολή) ... Τι στο καλό μπορεί να είναι αυτό το πράμα μέσα στο ψωμί; Για κάτσε να το βγάλω από μέσα! Τι βλέπω, ένα γράμμα! Πώς βρέθηκε μέσα στο ψωμί του τοστ; Καλά, θα μου στρίψει! (Βγάζει την επιστολή απ' το φάκελο) Τι λέει εδώ πέρα; Από την Τράπεζα Αναπτυξιακής Προοπτικής!


Μπεάτα
Αυτή είναι είδηση... μάλιστα! Η Τράπεζα στο ψωμί του τοστ!


Γιάννης
Για κάτσε να διαβάσω τι λέει το σημείωμα: “Κύριε Περαιοσίδη ευχαριστούμε γιατί χάρη ΚΑΙ σε σας τακτοποιήθηκε με πλειστηριασμό της προσωπικής του περιουσίας το χρέος ενός οφειλέτη μας, και, καθόσον είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, πελάτη του λογιστικού γραφείου σας.” (Ξεσπάει σε φωνές) Τι λένε ρε αυτοί; Ποιανού το σπίτι πήρανε; Εγώ έχω άριστες σχέσεις με τους πελάτες μου και φροντίζω να μην έχουν μπλεξίματα με τα οικονομικά τους.

Μπεάτα
(Έχει ακούσει τη φάση και σκούζει) Πού ακούστηκε επιστολή της Τράπεζας μέσα σε κλειστό πακέτο ψωμιού; Έλεος πια! Και μέσα στο ψωμί μας θα μπαίνουν τώρα; Κι εσύ; Τι έκανες με την περιουσία του ανθρώπου, ρε άθλιε και σ' ευχαριστεί η τράπεζα; Ρεμπεσκέ! Ύπουλε υπηρέτη του συστήματος! Τι περίεργες συναλλαγές έχεις με τις τράπεζες; Βαρέθηκα να με ξεγελάς! Ξέρεις πολύ καλά τι συμβαίνει. Ποιος ξέρει τι θα καταπιείτε ακόμα εσύ και ο ρεαλισμός σου!


Γιάννης
Σταμάτα ρε Μπεάτα να μου κάνεις κήρυγμα! Τα λεφτά που κάποτε έβγαζα ήξερες να τα τρως χωρίς να ρωτάς πώς βγαίνουν! ... Ποιος πελάτης μου να έπαθε τέτοιο χουνέρι; Τώρα που το σκέφτομαι... το μυαλό μου πάει σ' εκείνον τον πτυχιούχο μαθηματικό, τον Ιορδάνη Κουβαλόπουλο -που είχε βέβαια κάποια θέματα και έχει κι ένα ωραίο διαμέρισμα, που πάντα το γούσταρα ρε γαμώτο! Αλλά, Μπεάτα μου, μην ανησυχείς, θα πετάξω στα σκουπίδια την επιστολή. (Κάπως ένοχα και ειρωνικά) Πώς μπορείς να με υποπτεύεσαι; Μοιάζω εγώ, ο σύζυγος μιας “ασυμβίβαστης αγωνίστριας” να κάνω τέτοια πράγματα; Ορίστε, παίρνω από μπροστά σου την επιστολή. Μόλις πάω στο γραφείο θα τη σκίσω.



ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

ΕΙΚΟΝΑ 1η

Ο Κουβαλόπουλος κοιμάται τουρτουρίζοντας απ' το κρύο. Βρίσκεται σε ένα γιαπί πολυκατοικίας ξαπλωμένος στο τσιμέντο και να λείπει το διαμέρισμα που μένει. Έχει μείνει μόνο με το σώβρακο.


Κουβαλόπ.
Τι ψωφόκρυο είναι αυτό! (ανασηκώνεται) Αμάν! Πού βρίσκομαι ρε παιδιά; (Σηκώνεται έντρομος) Αααα! Πού είμαι; (Τρέχει αριστερά – δεξιά, κοιτάει κάτω προς το δρόμο) Αυτός είναι ο δρόμος που μένω, αυτή είναι η πολυκατοικία που μένω! Το διαμέρισμά μου όμως ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ; Πού εξαφανίστηκε το σπίτι μου; Τα έπιπλα μου; Τα ρούχα μου; ... Μπρρ! Θα πεθάνω απ' το κρύο! Βοήθεια! Γείτονες! Γείτονες! (Ουδείς αποκρίνεται) Να βγω στο δρόμο, να βρω κανέναν άνθρωπο να μου πει τι συμβαίνει!


ΕΙΚΟΝΑ 2η

(Τρέχει αλαφιασμένος και ρωτάει περαστικούς αλλά κανείς δεν εκπλήσσεται με την εικόνα ενός ημίγυμνου ανθρώπου)

Κουβαλόπ.
Σας παρακαλώ, κύριε, έχασα το διαμέρισμά μου, μήπως ξέρετε τι συμβαίνει; Όχι έ, δεν έχετε ιδέα... κυρία, σας παρακαλώ, έχασα το σπίτι μου, εξηγείστε μου τι μπορεί να συμβαίνει... Όχι δεν είμαι επιδειξίας που κυκλοφορώ με το σώβρακο μαντάμ, είμαι απελπισμένος... να σας αφήσω ήσυχη;... με συγχωρείτε. Νεαρέ μου βοήθεια, έχασα το σπίτι μου... έχουν εξαφανιστεί οι τοίχοι, τα παράθυρα, οι πόρτες, τα πάντα... όχι δεν έχω Αλτσχάιμερ... το διαμέρισμά μου έφυγε από τη θέση του στην πολυκατοικία...να πάω να γαμηθώ; Σα δεν ντρέπεσαι που δε σέβεσαι τα χρόνια μου.

(Ξαφνικά βλέπει να περπατάει στο δρόμο μια όμορφη γυναίκα ντυμένη πολύ προκλητικά, έτοιμη για όλα και τον πλησιάζει)

Δεσποινίς μου, σας παρακαλώ, έχασα το σπίτι μου, έχασα την ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ μου, βοηθείστε με!


Περιουσία
(Με λάγνο και περιπαιχτικό ύφος) Είναι πολύ αργά αγαπητέ μου.

Κουβαλόπ.
Τι εννοείτε;


Περιουσία
Εννοώ πως ό,τι είχα να σου δώσω στο 'δωσα αλλά τώρα πάμε για άλλα...

Κουβαλόπ. Σας παρακαλώ, δεν καταλαβαίνω. Με ξέρετε; Ποια είστε;

Περιουσία
Η Περιουσία σου είμαι αγόρι μου! Καλά άκουσες, η Περιουσία σου!


Κουβαλόπ.
Μα δεν είναι λογικά δυνατόν μια περιουσία, που είναι πράγμα και μάλιστα άρρηκτα δεμένο με εμένα ως υποκείμενο να έχει γίνει άνθρωπος και μάλιστα τέτοιας εμφάνισης... “υποκείμενο” (ειρωνικά διότι μοιάζει με πόρνη).


Περιουσία
Πώς φαίνεται ότι είσαι και αγράμματος! Προφανώς ούτε που έχεις ακούσει ποτέ κάτι για τη “Μύτη” του Γκόγκολ.


Κουβαλόπ.
Δεν καταλαβαίνω τι μου λες. Αν πάντως λες αλήθεια απαιτώ να επιστρέψεις αμέσως στο φυσικό ιδιοκτήτη σου. (Κάνει να την πιάσει βίαια απ' το χέρι, εκείνη τραβιέται)


Περιουσία
Χρυσέ μου κάτω τα χέρια σου, τώρα ανήκω σε άλλον! Τα είχες φορτώσει όλα στον κόκορα και ο κόκορας ήρθε και είναι και πολύ βαρβάτος! Λοιπόν, τι έχεις να πεις; Εσύ, που μου ρούφηξες τα νιάτα μου, που με είχες στην αρχή για φιγούρα αλλά με ήθελες μόνο για πάρτι σου και μετά με παραμέλησες; Αμφιβάλλω αν με ποθείς πια. Έπρεπε, μωρό μου, κι εγώ επιτέλους να αξιοποιηθώ κάπως!


Κουβαλόπ.
Αυτό δεν θα περάσει έτσι! Υπάρχει πολιτισμός, νόμος, δικαιοσύνη, δικαιώματα, θα σε διεκδικήσω! Η σχέση μας είναι ιερή δεν είναι ζωώδης.


Περιουσία
Κι όμως, εσύ έτσι ακριβώς με έβλεπες πάντα. Ήθελες να με έχεις και να με απολαμβάνεις, κι αυτό σου αρκούσε. Σαν πρωτόγονο ζευγάρι. Χαζούλη μου, τι πίστευες ότι ήμουνα για σένα; Μια κατσίκα; Το σκυλάκι σου; Άκου, αφελές αντράκι, είμαι ον ανεξάρτητο, και μέχρι τώρα το πολύ που είχαμε μεταξύ μας ήταν ένα σύμφωνο συμβίωσης ... Δεν υπάρχει επιστροφή. Κι αν υπήρχε θα ήταν όλα απ' το μηδέν.


Κουβαλόπ.
Δε με ξέρεις εμένα καλά! (Την αρπάζει και την τραβάει με βιαιότητα) Είσαι δική μου και θα 'ρθεις μαζί μου. Εμάς τους δυο κανείς δεν μπορεί να μας χωρίσει.


Περιουσία (φωνάζοντας) Χωρίς εμένα είσαι ένας ευνούχος αλλά... κι όσο με είχες... ήσουν εξίσου ανίκανος! Ανήκω σ' αυτόν που είναι ικανός να με επιθυμεί. Σταμάτα να με τραβάς! Θα φωνάξω την αστυνομία!


(Σβήνουν τα φώτα)


ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

Ο Κουβαλόπουλος κοιμάται σ' έναν καναπέ. Είναι σκεπασμένος με μια κουβέρτα. Κάνει κινήσεις σα να τραβάει κάποιον, να παλεύει με κάποιον. Ξαφνικά πετάγεται)


Κουβαλόπ.
Αααα! Τι έγινε; Πού βρίσκομαι; (Κοιτάζει γύρω-γύρω) Θεέ μου! Δεν το πιστεύω! Είμαι σπίτι μου! Στο αγαπημένο μου διαμέρισμα! (Σηκώνεται και τρελός από ευτυχία τρέχει και πιάνει τους τοίχους, τα έπιπλα) Πόσο ευτυχισμένος είμαι! Οι τοίχοι μου! Οι πόρτες μου! Τα παράθυρά μου! Τα χαλιά μου! Τα είδη υγιεινής μου! Τα πόμολα μου! Τα έπιπλά μου! (Χοροπηδάει από χαρά) Είναι όλα εδώ! Δεν εξαφανίστηκαν! Άι στο διάολο! Εφιάλτη έβλεπα. Ουφ! Ανακουφίστηκα, τι κακό όνειρο ήταν αυτό. Πάει, πέρασαν όλα! (παύση, προβληματισμένος) Άι στο διάολο! Με επηρέασε αυτός ο εφιάλτης. Τι ώρα είναι; Να περάσω απ' το γραφείο του λογιστή μου, του Περαιοσίδη, να με καθησυχάσει -να ξεχάσω ολότελα αυτόν τον εφιάλτη.








ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ


(Στο λογιστικό γραφείο του Περαιοσίδη)

Γιάννης
Καλώς τον Ιορδάνη. Πώς από δω; Νεράκι;

Κουβαλ.
Άσε το νεράκι και άκου, Γιάννη, είδα έναν εφιάλτη πολύ απαίσιο.


Γιάννης
Ε, κι εγώ τι να σου κάνω, ονειροκρίτης είμαι;


Κουβαλ.
Γιάννη, είδα ότι η Τράπεζα πήρε την περιουσία μου. Πες μου ότι δεν έχω λόγο ν' ανησυχώ.


Γιάννης
Πληρώνεις κανονικά το στεγαστικό σου δάνειο;


Κουβαλ.
Ναι, Γιάννη μου, με τη ρύθμιση του “ενός τρίτου”.


Γιάννης
Ε, τότε δεν κινδυνεύεις να χάσεις την περιουσία σου... Τα καταναλωτικά δάνεια... τα πληρώνεις;


Κουβαλ.
Κάποια τα καθυστερώ Γιάννη μου.

Γιάννης
Α, τότε κινδυνεύεις να χάσεις την περιουσία σου. Τους φόρους... τους πληρώνεις;

Κουβαλ.
Ναι, Γιάννη μου, με τη ρύθμιση των 100 δόσεων και τις τροποποιήσεις.


Γιάννης
Ε, τότε δεν κινδυνεύεις να χάσεις την περιουσία σου. Τον καινούργιο ΕΝΦΙΑ τον πληρώνεις;


Κουβαλ.
Αυτόν θα τον καθυστερήσω λιγάκι Γιάννη μου.


Γιάννης
Α, τότε κινδυνεύεις να χάσεις την περιουσία σου... τους λογαριασμούς του σπιτιού τους πληρώνεις;

Κουβαλ.
Ναι, Γιάννη μου, κουτσά-στραβά τους βολεύω.


Γιάννης
Ε, τότε δεν κινδυνεύεις να χάσεις την περιουσία σου. Το ασφαλιστικό σου ταμείο το πληρώνεις;


Κουβαλ.
Προσπαθώ για ρύθμιση της ρύθμισης, Γιάννη μου, αλλά προς το παρόν δεν έχει εγκριθεί αυτή η ρύθμιση της ρύθμισης οπότε δεν την πληρώνω ούτε τη ρύθμιση.


Γιάννης
Α, τότε κινδυνεύεις να χάσεις την περιουσία σου.


Κουβαλ.
Στάσου ρε Γιάννη, μια έτσι μου τα λες και μια αλλιώς. Τελικά τι θα γίνει, μη με τρελαίνεις κι εσύ, θα τη χάσω την περιουσία μου ή όχι; Α, και δε σου είπα, στον εφιάλτη μου είδα ότι η περιουσία μου είχε μεταμορφωθεί σε γκόμενα.


Γιάννης
Άμα είδες την περιουσία σου σαν γκόμενα Ιορδάνη μου το πράγμα γίνεται απλούστερο. Όσο την επιθυμείς και τη διεκδικείς μην ανησυχείς. Αλλά αυτά τα θέματα ξεφεύγουν απ΄ τη δική μου αρμοδιότητα. Πάντως, αν θέλεις να πάμε στη λογιστική πραγματικότητα, να είμαστε συγκεκριμένοι και να κάνουμε σοβαρή πρόβλεψη για την τύχη της περιουσίας σου φέρε μου γραπτώς και με ειλικρίνεια αποτυπωμένο ακριβώς τι παίρνεις και τι δίνεις. (αυστηρά) Κοίτα να φερθείς υπεύθυνα, αλλιώς δεν κάνουμε δουλειά.


Κουβαλόπ.
(πειραγμένος) Καλά “κύριε Περαιοσίδη” θα περάσω αύριο-μεθαύριο να σας φέρω τα στοιχεία που θέλετε. Χαίρετε.

 

ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ


(Ο Κουβαλόπουλος βρίσκεται στο σπίτι του, στον καναπέ, με χαρτιά, λογαριασμούς και κομπιουτεράκι και κάνει αργά και χαλαρά υπολογισμούς)


Κουβαλόπ.
 Έχουμε και λέμε απ' τη μια: Έσοδα μμμμ... Και απ την άλλη: Φόρος μμμμ... ΕΝΦΙΑ μμμμ... Ρύθμιση παλιών οφειλών μμμμ... ρύθμιση ΔΕΗ μμμμ... δόση πρώτου δανείου μμμμ... δόση δεύτερου δανείου μμμμ... ρύθμιση ασφαλιστικών εισφορών μμμμ ... (παύση)

(πετάει κάτω το κομπιουτεράκι, αφήνει τα χαρτιά στον καναπέ) ...

Τι ώρα πήγε ρε γαμώτο; ... Σταματάω να πάρω μια ανάσα και συνεχίζω μετά. (διαβεβαιωτικά στον εαυτό του) Θα συνεχίσω όμως, μετά! (Σηκώνεται και κοιτάζει έξω)

Πόσο όμορφη, διαυγής και ηλιόλουστη είναι η μέρα! Πάω για καφεδάκι, θα έχουν μαζευτεί τώρα και οι άλλοι φίλοι.

(Παύση)

Εξάλλου, τώρα ξέρω ποιος είναι ο εφιάλτης και ποια η πραγματικότητα.

 
(Βγαίνει, σβήνουν τα φώτα της σκηνής)


ΤΕΛΟΣ



Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΛΙΤΣΑ (θεατρικό σκετς)

Ευχαριστούμε την Agnes και τον Sebastian

Σκηνικό.

Η ρεσεψιόν μιας φοιτητικής εστίας για μεταπτυχιακούς σπουδαστές μουσικής στην Αυστρία. Σε εξοχική περιοχή, σοβαρός, καθαρός, τακτοποιημένος χώρος σε τυπικό αλλά καλαίσθητο αυστριακό ύφος, ιδανικός για αυτοσυγκέντρωση, σπουδή, αφοσίωση στην υπόθεση του καθενός.

Μια κοπέλα μέχρι 30 ετών, η Ντόινα, κάθεται πίσω από ένα πάγκο υποδοχής. Δεν είναι αυστριακή αλλά ξένη, Ουγγρο-Μαγιαρο- Ρουμάνα. Πολύ σοβαρή, ολιγόλογη, άκαμπτη με συμπεριφορά φύλακα σεκιούριτι προσέχει κάθε κίνηση.

Μπαίνει ένας νέος μεταπτυχιακός πιανίστας, ο Σεμπάστιαν, ο οποίος μόλις έχει εγγραφεί στο μεταπτυχιακό και πρόκειται να διαμείνει στην εν λόγω εστία. Έχει στην πλάτη ένα μικρό σακίδιο.



Σεμπάστιαν: Καλημέρα σας, λέγομαι Σεμπάστιαν, θα μείνω εδώ, είμαι νέος μεταπτυχιακός φοιτητής πιάνου. Είμαι ενθουσιασμένος με την τάξη και την καθαριότητα στην εστία, το αυστριακό τοπίο ολόγυρα, την απόλυτη ησυχία που χρειάζομαι για τη μελέτη μου στο πιάνο! (Η Ντόινα σιωπά) Μην ανησυχείτε, ξέρω το νούμερο του δωματίου μου. Λοιπόν, γεια σας ... (Κάνει να φύγει)


Ντόινα: (Μιλάει σπαστά, πολύ σοβαρά, νευρωτικά) Απόλυτη ησυχία ντεν έχει, να ξέρεις εσύ. Εντό είναι γκια μουσικούς έχει τόρυβο. Εχει δέκα πιάνα.


Σεμπάστιαν. Καλά-καλά δε θα υπάρχει ενόχληση. Είμαι βέβαιος θα τα βρούμε μεταξύ μας. Όλοι καλλιτέχνες είμαστε. Α! Παραλίγο να το ξεχάσω. Είχα στείλει από το Παρίσι ταχυδρομικά μια μεγάλη κόκκινη βαλίτσα με όλα τα ρούχα και τα πράγματά μου. Φαντάζομαι θα έχει φτάσει. Μπορείτε να ρίξετε μια ματιά στο χώρο των αποσκευών;

Ντόινα: (Με περίεργο ύφος) Βαλίτζα; Κόκκινη; (Ρίχνει μια επιπόλαιη ματιά στο χώρο αποσκευών) Ντεν έχει κόκκινη βαλίτζα.


Σεμπάστιαν: Τι εννοείτε δεν έχει; Με ειδοποιήσατε η ότι ταχυδρομική υπηρεσία έστειλε τη βαλίτσα μου και ότι βρίσκεται εδώ, στη φοιτητική εστία του Mozarteum του Σάλτσμπουργκ.

Ντόινα: (Αδιάφορα) Ναι, υπήρχε εντό μια κόκκινη βαλίτζα, ο καθένας μπορούσε να τη δει.

Σεμπάστιαν: Ε, τότε τι έγινε; (Η Ντόινα σωπαίνει και τον κοιτάζει με απλανές βλέμμα) Πέστε μου παρακαλώ, σ' αυτό το χώρο που βλέπω δε φυλάσσονται όσες αποσκευές έρχονται ταχυδρομικά;

Ντόινα: (Ξερά) Ναι.

Σεμπάστιαν: Τότε που είναι η βαλίτσα μου; Μπορώ να ρίξω μια ματιά;

Ντόινα: Απαγκορεύεται μπαίνει άλλος. Μόνο μαζί μου... Ελα.

Σεμπάστιαν: Πράγματι δεν υπάρχει η βαλίτσα μου. Αυτό δε μου αρέσει καθόλου. Η γαλλική ταχυδρομική υπηρεσία δεν μπορεί να έκανε λάθος. Ούτε βεβαίως η αυστριακή. Μιλάμε για δυο πολιτισμένα κράτη. Σας παρακαλώ, προσπαθείστε να θυμηθείτε αν είδατε μια μεγάλη κόκκινη βαλίτσα.

Ντόινα: Μα, είπα ... τιμάμαι κόκκινη βαλίτζα ... μεγκάλη ... πριν 2-3 ώρες ήταν εντό, πολύς κόσμος την ίντε.

Σεμπάστιαν: Βλέπετε; Αφού λοιπόν είσαστε εδώ φύλακας τι έγινε η μεγάλη κόκκινη βαλίτσα που είδατε; Την κλέψανε; Έχετε ευθύνη, απαντείστε μου.

Ντόινα: Εγκώ ευθύνη γκια ποιος μπαίνει. Και ντεν μπήκε κανένας.

Σεμπάστιαν: Τότε, αφού δεν μπαίνει κανείς περαστικός απ' έξω ποιος άλλος μπορεί να την πήρε παρά κάποιος από μέσα!

Ντόινα: Εντό μένουν μόνο 20 άτομα που σπουντάζουν όπως εσύ. Το βρίσκεις εύκολο να πάρουν μια μεγκάλη κόκκινη βαλίτζα με ρούχα. Πώς θα τη βγκάλουν έξω. Πού θα φοράνε ρούχα; Εντό μέσα μπροστά σου;

Σεμπάστιαν: Δεν ακούω τίποτα! Θέλω τη βαλίτσα μου. Είχε όχι μόνο τα ρούχα μου αλλά και ένα σωρό πανάκριβα προσωπικά αντικείμενα. Απαιτώ να γίνει έρευνα σε όλα τα δωμάτια για να βρεθεί ποιος την πήρε!

Ντόινα: Πρέπει να ενημερώσω τα “Κεντρικά” να μου ντόσουν άντεια για έρευνα.

Σεμπάστιαν: Να το κάνετε αμέσως παρακαλώ! (Η Ντόινα προσπαθεί να πάρει κάποια τηλέφωνα και μετά από προσπάθειες μιλάει χαμηλόφωνα και με συνωμοτικό ύφος με κάποιους)

Είμαι έξω φρενών (Παίρνει τηλέφωνο απ' το κινητό του) Μαμά, έλα...αργείς να έρθεις; Α! Έρχεσαι με ταξί σε ένα λεπτό. Ευτυχώς! Γιατί είμαι αναστατωμένος; Χάθηκε η μεγάλη κόκκινη βαλίτσα μου στην εστία... Ναι, με διαβεβαίωσε η θυρωρός ότι είδε τη βαλίτσα. Τι; Έφτασες κιόλας;

(Βαδίζει νευρικά για μερικές στιγμές ενώ η Ντόινα συνεχίζει να μιλάει στο τηλέφωνο χαμηλόφωνα). Μπαίνει η Μαμά βιαστική και αναστατωμένη)

Μαμά: Σεμπάστιαν δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει!

Σεμπάστιαν: Δεν υπάρχει η κόκκινη βαλίτσα μαμά. Εδώ στη ρεσεψιόν δεν υπάρχει, στο θάλαμο των αποσκευών δεν υπάρχει. Είπα στη θυρωρό να γίνει έρευνα σε όλα τα δωμάτια μήπως την έκλεψε κάποιος μέσα από την εστία.

Μαμά: Σεμπάστιαν, πώς σου ήρθε αυτό; Με ποιο δικαίωμα θα κάνετε κάτι τέτοιο; Το θεωρώ ανήκουστο, προσβλητικό και προπαντός το αποκλείω λογικά!


Σεμπάστιαν: Τι λες μαμά; Τι θα πει το αποκλείεις; Για ποιο λόγο;

Μαμά: Γιατί σε μια εστία μουσικών του Mozarteum του Σάλτσμπουργκ δεν μπορεί να υπάρχουν κλέφτες. Δε γίνεται ένας μουσικός που παίζει Bach να είναι κλέφτης!

Σεμπάστιαν: Μαμά ... δεν παίζουν όλοι εδώ Bach!


Μαμά: Εγώ νομίζω ότι κάποιος ΕΞΩ από την Εστία κατάφερε να τρυπώσει την έκλεψε!

Σεμπάστιαν: Μα, μαμά, είμαστε σε εξοχική περιοχή, απόλυτα ήσυχη και ελεγχόμενη, σε ένα τυπικό αυστριακό τοπίο, τριγύρω έχει μόνο λιβαδάκια και αγελαδίτσες.


Μαμά: Επιμένω, αποκλείεται να είναι κάποιος από τους ΜΕΣΑ! Είναι 100% κάποιος από τους ΕΞΩ.

(Η Ντόινα κάνει νόημα ότι εγκρίθηκε η έρευνα στα δωμάτια)

Σεμπάστιαν: Μαμά, πάμε με τη θυρωρό να δούμε στα δωμάτια.

(Η μαμά μένει μόνη της. Δείχνει σοκαρισμένη, μονολογεί.)

Μαμά: Κλέψανε την κόκκινη βαλίτσα! Θα μου στρίψει! Ξέρετε τι είχε μέσα αυτή η βαλίτσα; Είχε το καλό πάπλωμα που είχα πάρει στον Σεμπάστιαν, από εξαιρετικό πούπουλο. Δεν ήταν βέβαια από πουπουλόπαπια Ισλανδίας αλλά κόστισε αρκετά. Και να 'ταν μόνο αυτό! Δύο ζακέτες φλερ, μια φόρμα για χειμερινά σπορ, το κοστούμι των συναυλιών, τα λουστρίνια των συναυλιών, τα μανικετόκουμπα των συναυλιών!

(Επιστρέφει ο Σεμπάστιαν απογοητευμένος)

Σεμπάστιαν: Πήγαμε σε όλα τα δωμάτια και δε βρήκαμε τη βαλίτσα.

Μαμά: Μα φυσικά, στο είπα. Ο κλέφτης δεν μπορεί να είναι μέσα. Είναι έξω.


Σεμπάστιαν: Βέβαια, η Ντόινα δεν με πήγε στο δικό της δωμάτιο. Αλλά δεν την υποπτεύομαι. Φέρεται παράξενα, μιλάει σπαστά αλλά μου φαίνεται τόσο αγαθή. Κι έπειτα, είναι θυρωρός της φοιτητικής εστίας του Mozarteum του Σάλτσμπουργκ κι αυτό από μόνο του είναι εγγύηση.


Μαμά: (Σαν αυτόματο) Μα φυσικά, στο είπα. Ο κλέφτης δεν μπορεί να είναι μέσα. Είναι έξω.

Σεμπάστιαν: Η Ντόινα είναι ουγγρο-μαγιαρο-ρουμάνα, όπως μου είπε. Τι ωραία! Όπως ο αγαπημένος μου Béla Bartók.

Μαμά: Τι είπες; Αυτό δεν μου το είχες πει από την αρχή !!!


Σεμπάστιαν: Ότι η Ντόινα έχει αυτή την καταγωγή; Ε, δεν πιστεύω τώρα να την υποπτεύεσαι την καημένη γι αυτό το λόγο!

Μαμά: Όχι-όχι Σεμπάστιαν! Βέβαια δεν είναι καλλιτέχνης, αλλά, όπως είπες, είναι θυρωρός της φοιτητικής εστίας του Mozarteum του Σάλτσμπουργκ οπότε ας ελπίσουμε ότι αυτό την απαλλάσσει. Όμως εγώ το άλλο εννοώ. Από πότε ο Bartók έγινε ο αγαπημένος σου συνθέτης;


Σεμπάστιαν: Μαμά άλλο οι σπουδές στον Bach και άλλο η προτίμησή μου στον Bartók.


Μαμά: Ζαλίζομαι. (Ο Σεμπάστιαν την υποστηρίζει, είναι έτοιμη να καταρρεύσει. Τη βάζει να καθίσει σε μια καρέκλα και της κάνει αέρα)

Σεμπάστιαν: Μαμά, είσαι καλά; Να φωνάξουμε ένα γιατρό;

Μαμά: Όχι-όχι συνέρχομαι. (Δραματικά) Γιατί παιδί μου τον Bartok;

Σεμπάστιαν: Μαμά σ' ενοχλεί ο Μανδαρίνος του;

Μαμά: Δε λέω για το Μανδαρίνο του αλλά για την Cantata Profana.

Σεμπάστιαν: Τι ζόρι τραβάς ρε μαμά μ' αυτό το έργο του;

Μαμά: Παιδί μου, στο έργο, δεν έχουμε μια τόσο αθώα και απλοϊκή επιστροφή του ανθρώπου στη φύση αλλά κάτι εξωφρενικό: την πλήρη και οριστική μεταμόρφωσή του σε Ζώο. Και μετά όλο αυτό το πλέξιμο, οι μεταμορφώσεις της οκτατονικής, της διατονικής και της ατονικής μουσικής με τις λαϊκές παραδόσεις της Ουγγαρίας, Ρουμανίας και Σλοβακίας σε μια αγωνιώδη απόπειρα να αγγίξει την ολότητα -τι άλλο από δαιμονικός, βέβηλος πανθεϊσμός μπορεί να είναι όλα αυτά;

Γιατί παιδί μου; Πώς έμπλεξες μ' αυτά; Ποιος σε παρέσυρε; Αχ τι κακό που με βρήκε!

(Ακολουθεί παύση, ο Σεμπάστιαν ακίνητος και αμίλητος, η Μαμά αναστενάζει δυο φορές βαθιά και σε κατανυκτική κατάσταση συνεχίζει)


Όταν όμως σκέφτομαι τον Bach θυμάμαι μια παλιά μυστικιστική παράδοση που λέει: Δεν πρέπει να κατηγορούμε τον αμύητο γιατί αναλώνεται σε ελεεινές και ασήμαντες πράξεις. Γιατί απ' όλες τις ασήμαντες πράξεις του μπορεί να γεννηθεί ένας Άγγελος. Ενώ, αντίθετα, οι πράξεις της Τέχνης πάντα θα λογοδοτούν ενώπιον του Δικαστηρίου της Αιωνιότητας γιατί μπορεί να βαρύνονται από αλαζονική κενότητα ή από την αυθάδεια του τετριμμένου.

Και πιστεύω, αγαπημένε μου Σεμπάστιαν, πως τίποτε άλλο δεν έκανε ο Bach παρά με τη σεμνότητα του σκαφτιά – όπως εκείνου στο σκοτεινό ορυχείο του Balzac- να αναζητά το Όνομά Του, να μετατρέπει κάθε κυριακάτικη λειτουργία σε δοκιμασία των έργων του λογοδοτώντας στο αμαθές ακροατήριό του σα να ήταν στο Δικαστήριο της Αιωνιότητας.

(Ο Σεμπάστιαν είναι αποσβολωμένος. Μπαίνει η Ντόινα κρατώντας μια μεγάλη κόκκινη βαλίτσα.)


Ντόινα: Κυρία, κύριε. Η βαλίτζα σας. Αυτή τη στιγμή τη φέρανε από το ταχυδρομείο. Ήταν λάθος τους είπαν. Την είχαν στείλει αλλού. Στη Φοιτητική Εστία της Σύγχρονης Μουσικής!

(Σβήνουν τα φώτα)

ΤΕΛΟΣ

Θάνος Κωτσόπουλος - Έφη Ευστρατουδάκη