TRANSLATION

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΛΙΤΣΑ (θεατρικό σκετς)

Ευχαριστούμε την Agnes και τον Sebastian

Σκηνικό.

Η ρεσεψιόν μιας φοιτητικής εστίας για μεταπτυχιακούς σπουδαστές μουσικής στην Αυστρία. Σε εξοχική περιοχή, σοβαρός, καθαρός, τακτοποιημένος χώρος σε τυπικό αλλά καλαίσθητο αυστριακό ύφος, ιδανικός για αυτοσυγκέντρωση, σπουδή, αφοσίωση στην υπόθεση του καθενός.

Μια κοπέλα μέχρι 30 ετών, η Ντόινα, κάθεται πίσω από ένα πάγκο υποδοχής. Δεν είναι αυστριακή αλλά ξένη, Ουγγρο-Μαγιαρο- Ρουμάνα. Πολύ σοβαρή, ολιγόλογη, άκαμπτη με συμπεριφορά φύλακα σεκιούριτι προσέχει κάθε κίνηση.

Μπαίνει ένας νέος μεταπτυχιακός πιανίστας, ο Σεμπάστιαν, ο οποίος μόλις έχει εγγραφεί στο μεταπτυχιακό και πρόκειται να διαμείνει στην εν λόγω εστία. Έχει στην πλάτη ένα μικρό σακίδιο.



Σεμπάστιαν: Καλημέρα σας, λέγομαι Σεμπάστιαν, θα μείνω εδώ, είμαι νέος μεταπτυχιακός φοιτητής πιάνου. Είμαι ενθουσιασμένος με την τάξη και την καθαριότητα στην εστία, το αυστριακό τοπίο ολόγυρα, την απόλυτη ησυχία που χρειάζομαι για τη μελέτη μου στο πιάνο! (Η Ντόινα σιωπά) Μην ανησυχείτε, ξέρω το νούμερο του δωματίου μου. Λοιπόν, γεια σας ... (Κάνει να φύγει)


Ντόινα: (Μιλάει σπαστά, πολύ σοβαρά, νευρωτικά) Απόλυτη ησυχία ντεν έχει, να ξέρεις εσύ. Εντό είναι γκια μουσικούς έχει τόρυβο. Εχει δέκα πιάνα.


Σεμπάστιαν. Καλά-καλά δε θα υπάρχει ενόχληση. Είμαι βέβαιος θα τα βρούμε μεταξύ μας. Όλοι καλλιτέχνες είμαστε. Α! Παραλίγο να το ξεχάσω. Είχα στείλει από το Παρίσι ταχυδρομικά μια μεγάλη κόκκινη βαλίτσα με όλα τα ρούχα και τα πράγματά μου. Φαντάζομαι θα έχει φτάσει. Μπορείτε να ρίξετε μια ματιά στο χώρο των αποσκευών;

Ντόινα: (Με περίεργο ύφος) Βαλίτζα; Κόκκινη; (Ρίχνει μια επιπόλαιη ματιά στο χώρο αποσκευών) Ντεν έχει κόκκινη βαλίτζα.


Σεμπάστιαν: Τι εννοείτε δεν έχει; Με ειδοποιήσατε η ότι ταχυδρομική υπηρεσία έστειλε τη βαλίτσα μου και ότι βρίσκεται εδώ, στη φοιτητική εστία του Mozarteum του Σάλτσμπουργκ.

Ντόινα: (Αδιάφορα) Ναι, υπήρχε εντό μια κόκκινη βαλίτζα, ο καθένας μπορούσε να τη δει.

Σεμπάστιαν: Ε, τότε τι έγινε; (Η Ντόινα σωπαίνει και τον κοιτάζει με απλανές βλέμμα) Πέστε μου παρακαλώ, σ' αυτό το χώρο που βλέπω δε φυλάσσονται όσες αποσκευές έρχονται ταχυδρομικά;

Ντόινα: (Ξερά) Ναι.

Σεμπάστιαν: Τότε που είναι η βαλίτσα μου; Μπορώ να ρίξω μια ματιά;

Ντόινα: Απαγκορεύεται μπαίνει άλλος. Μόνο μαζί μου... Ελα.

Σεμπάστιαν: Πράγματι δεν υπάρχει η βαλίτσα μου. Αυτό δε μου αρέσει καθόλου. Η γαλλική ταχυδρομική υπηρεσία δεν μπορεί να έκανε λάθος. Ούτε βεβαίως η αυστριακή. Μιλάμε για δυο πολιτισμένα κράτη. Σας παρακαλώ, προσπαθείστε να θυμηθείτε αν είδατε μια μεγάλη κόκκινη βαλίτσα.

Ντόινα: Μα, είπα ... τιμάμαι κόκκινη βαλίτζα ... μεγκάλη ... πριν 2-3 ώρες ήταν εντό, πολύς κόσμος την ίντε.

Σεμπάστιαν: Βλέπετε; Αφού λοιπόν είσαστε εδώ φύλακας τι έγινε η μεγάλη κόκκινη βαλίτσα που είδατε; Την κλέψανε; Έχετε ευθύνη, απαντείστε μου.

Ντόινα: Εγκώ ευθύνη γκια ποιος μπαίνει. Και ντεν μπήκε κανένας.

Σεμπάστιαν: Τότε, αφού δεν μπαίνει κανείς περαστικός απ' έξω ποιος άλλος μπορεί να την πήρε παρά κάποιος από μέσα!

Ντόινα: Εντό μένουν μόνο 20 άτομα που σπουντάζουν όπως εσύ. Το βρίσκεις εύκολο να πάρουν μια μεγκάλη κόκκινη βαλίτζα με ρούχα. Πώς θα τη βγκάλουν έξω. Πού θα φοράνε ρούχα; Εντό μέσα μπροστά σου;

Σεμπάστιαν: Δεν ακούω τίποτα! Θέλω τη βαλίτσα μου. Είχε όχι μόνο τα ρούχα μου αλλά και ένα σωρό πανάκριβα προσωπικά αντικείμενα. Απαιτώ να γίνει έρευνα σε όλα τα δωμάτια για να βρεθεί ποιος την πήρε!

Ντόινα: Πρέπει να ενημερώσω τα “Κεντρικά” να μου ντόσουν άντεια για έρευνα.

Σεμπάστιαν: Να το κάνετε αμέσως παρακαλώ! (Η Ντόινα προσπαθεί να πάρει κάποια τηλέφωνα και μετά από προσπάθειες μιλάει χαμηλόφωνα και με συνωμοτικό ύφος με κάποιους)

Είμαι έξω φρενών (Παίρνει τηλέφωνο απ' το κινητό του) Μαμά, έλα...αργείς να έρθεις; Α! Έρχεσαι με ταξί σε ένα λεπτό. Ευτυχώς! Γιατί είμαι αναστατωμένος; Χάθηκε η μεγάλη κόκκινη βαλίτσα μου στην εστία... Ναι, με διαβεβαίωσε η θυρωρός ότι είδε τη βαλίτσα. Τι; Έφτασες κιόλας;

(Βαδίζει νευρικά για μερικές στιγμές ενώ η Ντόινα συνεχίζει να μιλάει στο τηλέφωνο χαμηλόφωνα). Μπαίνει η Μαμά βιαστική και αναστατωμένη)

Μαμά: Σεμπάστιαν δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει!

Σεμπάστιαν: Δεν υπάρχει η κόκκινη βαλίτσα μαμά. Εδώ στη ρεσεψιόν δεν υπάρχει, στο θάλαμο των αποσκευών δεν υπάρχει. Είπα στη θυρωρό να γίνει έρευνα σε όλα τα δωμάτια μήπως την έκλεψε κάποιος μέσα από την εστία.

Μαμά: Σεμπάστιαν, πώς σου ήρθε αυτό; Με ποιο δικαίωμα θα κάνετε κάτι τέτοιο; Το θεωρώ ανήκουστο, προσβλητικό και προπαντός το αποκλείω λογικά!


Σεμπάστιαν: Τι λες μαμά; Τι θα πει το αποκλείεις; Για ποιο λόγο;

Μαμά: Γιατί σε μια εστία μουσικών του Mozarteum του Σάλτσμπουργκ δεν μπορεί να υπάρχουν κλέφτες. Δε γίνεται ένας μουσικός που παίζει Bach να είναι κλέφτης!

Σεμπάστιαν: Μαμά ... δεν παίζουν όλοι εδώ Bach!


Μαμά: Εγώ νομίζω ότι κάποιος ΕΞΩ από την Εστία κατάφερε να τρυπώσει την έκλεψε!

Σεμπάστιαν: Μα, μαμά, είμαστε σε εξοχική περιοχή, απόλυτα ήσυχη και ελεγχόμενη, σε ένα τυπικό αυστριακό τοπίο, τριγύρω έχει μόνο λιβαδάκια και αγελαδίτσες.


Μαμά: Επιμένω, αποκλείεται να είναι κάποιος από τους ΜΕΣΑ! Είναι 100% κάποιος από τους ΕΞΩ.

(Η Ντόινα κάνει νόημα ότι εγκρίθηκε η έρευνα στα δωμάτια)

Σεμπάστιαν: Μαμά, πάμε με τη θυρωρό να δούμε στα δωμάτια.

(Η μαμά μένει μόνη της. Δείχνει σοκαρισμένη, μονολογεί.)

Μαμά: Κλέψανε την κόκκινη βαλίτσα! Θα μου στρίψει! Ξέρετε τι είχε μέσα αυτή η βαλίτσα; Είχε το καλό πάπλωμα που είχα πάρει στον Σεμπάστιαν, από εξαιρετικό πούπουλο. Δεν ήταν βέβαια από πουπουλόπαπια Ισλανδίας αλλά κόστισε αρκετά. Και να 'ταν μόνο αυτό! Δύο ζακέτες φλερ, μια φόρμα για χειμερινά σπορ, το κοστούμι των συναυλιών, τα λουστρίνια των συναυλιών, τα μανικετόκουμπα των συναυλιών!

(Επιστρέφει ο Σεμπάστιαν απογοητευμένος)

Σεμπάστιαν: Πήγαμε σε όλα τα δωμάτια και δε βρήκαμε τη βαλίτσα.

Μαμά: Μα φυσικά, στο είπα. Ο κλέφτης δεν μπορεί να είναι μέσα. Είναι έξω.


Σεμπάστιαν: Βέβαια, η Ντόινα δεν με πήγε στο δικό της δωμάτιο. Αλλά δεν την υποπτεύομαι. Φέρεται παράξενα, μιλάει σπαστά αλλά μου φαίνεται τόσο αγαθή. Κι έπειτα, είναι θυρωρός της φοιτητικής εστίας του Mozarteum του Σάλτσμπουργκ κι αυτό από μόνο του είναι εγγύηση.


Μαμά: (Σαν αυτόματο) Μα φυσικά, στο είπα. Ο κλέφτης δεν μπορεί να είναι μέσα. Είναι έξω.

Σεμπάστιαν: Η Ντόινα είναι ουγγρο-μαγιαρο-ρουμάνα, όπως μου είπε. Τι ωραία! Όπως ο αγαπημένος μου Béla Bartók.

Μαμά: Τι είπες; Αυτό δεν μου το είχες πει από την αρχή !!!


Σεμπάστιαν: Ότι η Ντόινα έχει αυτή την καταγωγή; Ε, δεν πιστεύω τώρα να την υποπτεύεσαι την καημένη γι αυτό το λόγο!

Μαμά: Όχι-όχι Σεμπάστιαν! Βέβαια δεν είναι καλλιτέχνης, αλλά, όπως είπες, είναι θυρωρός της φοιτητικής εστίας του Mozarteum του Σάλτσμπουργκ οπότε ας ελπίσουμε ότι αυτό την απαλλάσσει. Όμως εγώ το άλλο εννοώ. Από πότε ο Bartók έγινε ο αγαπημένος σου συνθέτης;


Σεμπάστιαν: Μαμά άλλο οι σπουδές στον Bach και άλλο η προτίμησή μου στον Bartók.


Μαμά: Ζαλίζομαι. (Ο Σεμπάστιαν την υποστηρίζει, είναι έτοιμη να καταρρεύσει. Τη βάζει να καθίσει σε μια καρέκλα και της κάνει αέρα)

Σεμπάστιαν: Μαμά, είσαι καλά; Να φωνάξουμε ένα γιατρό;

Μαμά: Όχι-όχι συνέρχομαι. (Δραματικά) Γιατί παιδί μου τον Bartok;

Σεμπάστιαν: Μαμά σ' ενοχλεί ο Μανδαρίνος του;

Μαμά: Δε λέω για το Μανδαρίνο του αλλά για την Cantata Profana.

Σεμπάστιαν: Τι ζόρι τραβάς ρε μαμά μ' αυτό το έργο του;

Μαμά: Παιδί μου, στο έργο, δεν έχουμε μια τόσο αθώα και απλοϊκή επιστροφή του ανθρώπου στη φύση αλλά κάτι εξωφρενικό: την πλήρη και οριστική μεταμόρφωσή του σε Ζώο. Και μετά όλο αυτό το πλέξιμο, οι μεταμορφώσεις της οκτατονικής, της διατονικής και της ατονικής μουσικής με τις λαϊκές παραδόσεις της Ουγγαρίας, Ρουμανίας και Σλοβακίας σε μια αγωνιώδη απόπειρα να αγγίξει την ολότητα -τι άλλο από δαιμονικός, βέβηλος πανθεϊσμός μπορεί να είναι όλα αυτά;

Γιατί παιδί μου; Πώς έμπλεξες μ' αυτά; Ποιος σε παρέσυρε; Αχ τι κακό που με βρήκε!

(Ακολουθεί παύση, ο Σεμπάστιαν ακίνητος και αμίλητος, η Μαμά αναστενάζει δυο φορές βαθιά και σε κατανυκτική κατάσταση συνεχίζει)


Όταν όμως σκέφτομαι τον Bach θυμάμαι μια παλιά μυστικιστική παράδοση που λέει: Δεν πρέπει να κατηγορούμε τον αμύητο γιατί αναλώνεται σε ελεεινές και ασήμαντες πράξεις. Γιατί απ' όλες τις ασήμαντες πράξεις του μπορεί να γεννηθεί ένας Άγγελος. Ενώ, αντίθετα, οι πράξεις της Τέχνης πάντα θα λογοδοτούν ενώπιον του Δικαστηρίου της Αιωνιότητας γιατί μπορεί να βαρύνονται από αλαζονική κενότητα ή από την αυθάδεια του τετριμμένου.

Και πιστεύω, αγαπημένε μου Σεμπάστιαν, πως τίποτε άλλο δεν έκανε ο Bach παρά με τη σεμνότητα του σκαφτιά – όπως εκείνου στο σκοτεινό ορυχείο του Balzac- να αναζητά το Όνομά Του, να μετατρέπει κάθε κυριακάτικη λειτουργία σε δοκιμασία των έργων του λογοδοτώντας στο αμαθές ακροατήριό του σα να ήταν στο Δικαστήριο της Αιωνιότητας.

(Ο Σεμπάστιαν είναι αποσβολωμένος. Μπαίνει η Ντόινα κρατώντας μια μεγάλη κόκκινη βαλίτσα.)


Ντόινα: Κυρία, κύριε. Η βαλίτζα σας. Αυτή τη στιγμή τη φέρανε από το ταχυδρομείο. Ήταν λάθος τους είπαν. Την είχαν στείλει αλλού. Στη Φοιτητική Εστία της Σύγχρονης Μουσικής!

(Σβήνουν τα φώτα)

ΤΕΛΟΣ

Θάνος Κωτσόπουλος - Έφη Ευστρατουδάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: