TRANSLATION

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2009

Εθνική συμπεριφορά και σεβασμός στην ιδιότητα του πολίτη

Βασική θέση του κειμένου αποτελεί ότι ο πατριωτισμός και η εθνική αλληλεγγύη είναι έννοιες που μπορούν και πρέπει να είναι νοητές ως συμβατές με τη δημοκρατία, την πολιτική και ατομική ελευθερία, τα κοινωνικά δικαιώματα και το σεβασμό της ετερότητας.
Το δημοκρατικό εθνικό κράτος αποτελεί σήμερα τη μόνη υπαρκτή μορφή οργανωμένης πολιτικής εξουσίας και μπορεί να γίνει δεκτό ως το πλαίσιο και η βασική μονάδα οργάνωσης των κοινωνιών και διεθνούς συνύπαρξης εφόσον λειτουργεί δημοκρατικά, εγγυάται τις ατομικές ελευθερίες και τα κοινωνικά δικαιώματα, ικανοποιεί τον πολίτη.

Κράτος στο οποίο, γενικά, συμπεριλαμβάνεται μια θεμελιώδης εθνική πλειονότητα και ενδεχόμενες εθνικές μειονότητες ή μεμονωμένοι πολίτες διαφορετικής εθνικής ή φυλετικής καταγωγής.
Η σχέση της εθνικής και της κοινωνικής συνείδησης και ιδίως η ιδεοληψία της ταύτισής τους υπήρξε πάντα ένα στοίχημα προκλητικό όσο και επικίνδυνο. Επιζητήθηκε τόσο από τις εθνοκεντρικές όσο και από τις κοσμοπολιτικές προσεγγίσεις η σχέση τους να είναι αμφίδρομη. Ιδίως μάλιστα όπου κράτος, κοινωνία και έθνος δεν συμπίπτουν.

Στο σημείο αυτό μπορεί να τεθεί ως υπόθεση εργασίας η εξής παραδοχή: (α) όσο μικρότερη είναι η απόσταση εξουσίας – λαού (β) όσο περισσότερη είναι η σύμπτωση «εθνικού» και «συλλογικού» συμφέροντος (γ) όσο περισσότερη κοινωνική διαφοροποίηση μπορεί να συμπεριλάβει το εθνικό συμφέρον και τέλος (δ) όσο λιγότερο εκπέσει το κοινωνικό συμφέρον εν ονόματι της εξυπηρέτησης του εθνικού, τόσο το καλύτερο από την άποψη της πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας αλλά και της μεγιστοποίησης του συλλογικού συμφέροντος. Τόσο περισσότερο βελτιστοποιείται η σχέση εθνικής και κοινωνικής συνείδησης, η σχέση μεταξύ εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης.
Ένα ζήτημα είναι κατά πόσο το δίπολο εθνική – κοινωνική αλληλεγγύη ανατροφοδοτείται θετικά ή αρνητικά. Όταν π.χ. η εθνική αλληλεγγύη μετατρέπεται σε φροντίδα μόνο για τους «δικούς μας» και όχι για τους «ξένους» τότε το δίπολο τροφοδοτείται εθνοκεντρικά, αρνητικά. Το ίδιο και για το αντίθετο, όταν, μέσω ενός κοσμοπολιτικού καθωσπρεπισμού, η μέριμνα και η ευαισθησία για τους «ξένους» είναι περισσότερη από εκείνη για τους «δικούς μας». Απ’ την άλλη, θετική ανατροφοδότηση του δίπολου μπορεί να υπάρχει όταν η εθνική και η κοινωνική αλληλεγγύη ισορροπούν, μέσα από την αναγνώριση «της ιδιότητας του πολίτη». Οπότε, η προαγωγή της κοινωνικής αλληλεγγύης λειτουργεί ως προϋπόθεση για την μεγιστοποίηση της εθνικής.

Η επίκληση του πατριωτισμού/εθνικής αλληλεγγύης μπορεί να διολισθήσει (όπως γίνεται συχνά) σε ένα λόγο εθνικιστικό. Το κοινό έχει γίνει , φυσικά, ιδιαίτερα επιφυλακτικό ή και φοβικό απέναντι στην πατριωτική ρητορεία συνδέοντάς την με εθνικιστικές συνδηλώσεις. Ο πατριωτισμός εκλαμβάνεται σαν όχημα του εθνικισμού. Πολλοί φοβούνται ότι η «εθνική αλληλεγγύη» μπορεί εύκολα να εξελιχθεί σε εθνοκεντρισμό, ξενοφοβία και ρατσισμό.
Μπορούμε καταρχήν να δεχτούμε ότι η υιοθέτηση αρχών που εντάσσονται στον ελληνικό και ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό εξασφαλίζει το συνδυασμό πατριωτισμού/εθνικής αλληλεγγύης με ένα φιλελεύθερο –πολιτικά– πρόσημο.

Πολύ περισσότερο, όσο βαθύτερη και κοινωνικά εμπεδωμένη είναι η δημοκρατική διαδικασία και η ενεργός συμμετοχή του πολίτη.
Η ιδιότητα του μέλους μιας χώρας στην Ε.Ε. θεωρητικά, ως ζητούμενο, πρέπει να ενισχύει το δίπολο αυτό. Η πρακτική των ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών αυτό δείχνει. Όχι όμως, δυστυχώς, της Ελλάδας.

Οι περισσότεροι αποδέχονται, θεωρητικά, μια «κόκκινη γραμμή», ένα ανελαστικό όριο του οποίου η παραβίαση ορίζει το θεμιτό μιας «εθνικής αντίδρασης», κατά βάση αμυντικής (π.χ. παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας). Υπάρχουν όμως και ελαστικά όρια, όπως όταν μια χώρα εντάσσεται σε διεθνείς συνασπισμούς ή συσσωματώσεις και συναινεί στην εκχώρηση ορισμένων κυριαρχικών δικαιωμάτων της έναντι σημαντικών ανταλλαγμάτων που προάγουν το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνική ευημερία (όπως π.χ. με την Ε.Ε.). Στην περίπτωση αυτή κρίνεται πολιτικά το ωφέλιμο ή μη αυτών των παραχωρήσεων ενώ (τυπικά) διατηρούνται δικαιώματα της εθνικής κυριαρχίας (π.χ. αρνησικυρία ή έξοδος).
Η διεθνής ιστορία όμως είναι γνωστή σε όλους. Βρίθει περιπτώσεων ωμών αποικιοκρατικού τύπου εκβιασμών που εξαναγκάζουν τις μικρές χώρες να υπονομεύουν τα εθνικά τους συμφέροντα και μονίμως να υποκύπτουν στις ορέξεις ιμπεριαλιστικών κοσμοπολιτικών κέντρων.
Συνεπώς, το κριτήριο του εθνικού συμφέροντος, όπως και του δημοσίου είναι μαχητό τεκμήριο και παραπέμπει σε μεγέθη εμπειρικά, μετρήσιμα. Υπόκειται σε δημοκρατικό, ορθολογικό, πολιτικό έλεγχο. Το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και μετά την παρέλευση των παλαιότερων «θυμικών» αντιδράσεων εναντίον τους, εξακολουθούν να μη πείθουν, ούτε «ορθολογικά», ότι εγγυώνται την «κόκκινη γραμμή» για την Ελλάδα.
Όντως, ο πατριωτισμός και η εθνική αλληλεγγύη πρέπει να νοούνται όσο το δυνατό απαλλαγμένα από αυθορμητισμούς ή μη κριτικές σταθμίσεις. Φυσικά, αυτό είναι δύσκολο αλλά όχι αδύνατο. Μέχρι σήμερα στον τόπο μας έχει γίνει κατάχρηση τόσο του πατριωτισμού όσο και της λήθης του. Οπότε, σημασία έχει να επιδιωχθεί μια νέα αντιμετώπιση. Τα πατριωτικά συναισθήματα είναι ανεκτίμητα. Πρέπει όμως να μην ενεργοποιούνται πριν εξαντληθούν όλα τα περιθώρια της σωφροσύνης και της λογικής. Η εκτίμηση π.χ. πότε η «ψύχραιμη» αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων καταλήγει σε ανοχή ή ενδοτισμό και ποια είναι η καλύτερη αντίδραση θα πρέπει να τίθεται σε δημόσιο διάλογο επιχειρημάτων και όχι σε μια επιφανειακή πατριωτική ρητορεία. Αλλά όλη αυτή η διαδικασία θα πρέπει να καταλήγει στην έκφραση μιας βούλησης η οποία θέτει όρια, μεθοδεύει αντιδράσεις και γίνεται αντιληπτή ως εθνική, συλλογική και στιβαρή. Η Ελλάδα, μετά από μακροχρόνια συγκαταβατικότητα, πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να λέει «ως εδώ».
Απ’ την άλλη πλευρά, πατριωτισμός, ιδιαίτερα σε «πονηρούς καιρούς», όπως είναι η παρούσα στιγμή, δε σημαίνει μόνο αμυντική επαγρύπνηση απέναντι σε εχθρικές επιβουλές αλλά και φροντίδα για πολίτες ικανοποιημένους, αξιοπρεπείς, συμμέτοχους στη διακυβέρνηση της χώρας τους. Εθνική αλληλεγγύη σημαίνει κοινωνική αλληλεγγύη, δηλαδή κράτος πρόνοιας, κοινωνική πολιτική, αναδιανομή του εισοδήματος, φροντίδα της περιφέρειας. Οι λαοί, οι κοινωνίες έχουν ανάγκη την ειρήνη, την ευημερία και τη θεσμική επίλυση των εσωτερικών και εξωτερικών διαφορών. Απορρίπτουν τις εντάσεις και συγκρούσεις μεταξύ λαών οι οποίες τροφοδοτούνται από την έξαρση του εθνικισμού. Αλλά έχουν «κόκκινες γραμμές», έχουν αξιοπρέπεια. Το όριο μεταξύ διεθνιστικής αλληλεγγύης και υπεράσπισης της πατρίδας ήταν πάντα όχι απλώς πολύ λεπτό αλλά μια «σπαζοκεφαλιά», ιδίως για τους διανοούμενους. Ήταν όμως ένα πεπρωμένο για τα «λαϊκά» κοινωνικά στρώματα που ενώ ως «πολίτες» πολύ λίγο απολάμβαναν τα αγαθά του εθνικού «τους» κράτους θυσιάστηκαν απλόχερα για την πατρίδα τους.
Θάνος Κωτσόπουλος