TRANSLATION

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Η ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ

Μονόπρακτο του Θ. Κωτσόπουλου και της Έ. Ευστρατουδάκη εμπνευσμένο από τη νουβέλα του Γκόγκολ “Η Μύτη”



ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

Πρωινό στο σπίτι του λογιστή Γιάννη Περαιοσίδη. Στην κουζίνα με τη σύζυγό του Μπεάτα.


Γιάννης
Μπεάτα, σήμερα δε θα πιω καφέ, λέω να πάρω για πρωινό ψωμί με τυρί. Και άνοιξε την τηλεόραση να δούμε καμιά είδηση.


Μπεάτα 
Η είδηση δεν είναι στην τηλεόραση. Στο ψυγείο είναι. Αυτό να ανοίξεις. Ορίστε... Τυρί δεν υπάρχει. Το ψυγείο είναι άδειο. Φάε ψωμί. Μόνο μη μου ζητήσεις μετά και καφέ γιατί θα πιω εγώ και τα δυο φλυτζάνια. (Μονολογώντας)Τι λέω, κι εγώ, δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου”... Α, και να σου πω, ούτε ψωμί υπάρχει. Μόνο ένα πακέτο του τοστ έχει μείνει αλλά μην περιμένεις να στο ζεστάνω κιόλας. Πάρ' το και κάνε ό,τι θέλεις. (Του πετάει ένα κλειστό πακέτο ψωμί του τοστ κι εκείνος το ανοίγει να βγάλει μια φέτα.)

Γιάννης
(Με θυμωμένο φέρσιμο) Δώσε εδώ, θα φάω μια φέτα άψητη... (Σκίζει το περιτύλιγμα και πάει να βγάλει μια φέτα. Βλέπει μέσα την επιστολή) ... Τι στο καλό μπορεί να είναι αυτό το πράμα μέσα στο ψωμί; Για κάτσε να το βγάλω από μέσα! Τι βλέπω, ένα γράμμα! Πώς βρέθηκε μέσα στο ψωμί του τοστ; Καλά, θα μου στρίψει! (Βγάζει την επιστολή απ' το φάκελο) Τι λέει εδώ πέρα; Από την Τράπεζα Αναπτυξιακής Προοπτικής!


Μπεάτα
Αυτή είναι είδηση... μάλιστα! Η Τράπεζα στο ψωμί του τοστ!


Γιάννης
Για κάτσε να διαβάσω τι λέει το σημείωμα: “Κύριε Περαιοσίδη ευχαριστούμε γιατί χάρη ΚΑΙ σε σας τακτοποιήθηκε με πλειστηριασμό της προσωπικής του περιουσίας το χρέος ενός οφειλέτη μας, και, καθόσον είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, πελάτη του λογιστικού γραφείου σας.” (Ξεσπάει σε φωνές) Τι λένε ρε αυτοί; Ποιανού το σπίτι πήρανε; Εγώ έχω άριστες σχέσεις με τους πελάτες μου και φροντίζω να μην έχουν μπλεξίματα με τα οικονομικά τους.

Μπεάτα
(Έχει ακούσει τη φάση και σκούζει) Πού ακούστηκε επιστολή της Τράπεζας μέσα σε κλειστό πακέτο ψωμιού; Έλεος πια! Και μέσα στο ψωμί μας θα μπαίνουν τώρα; Κι εσύ; Τι έκανες με την περιουσία του ανθρώπου, ρε άθλιε και σ' ευχαριστεί η τράπεζα; Ρεμπεσκέ! Ύπουλε υπηρέτη του συστήματος! Τι περίεργες συναλλαγές έχεις με τις τράπεζες; Βαρέθηκα να με ξεγελάς! Ξέρεις πολύ καλά τι συμβαίνει. Ποιος ξέρει τι θα καταπιείτε ακόμα εσύ και ο ρεαλισμός σου!


Γιάννης
Σταμάτα ρε Μπεάτα να μου κάνεις κήρυγμα! Τα λεφτά που κάποτε έβγαζα ήξερες να τα τρως χωρίς να ρωτάς πώς βγαίνουν! ... Ποιος πελάτης μου να έπαθε τέτοιο χουνέρι; Τώρα που το σκέφτομαι... το μυαλό μου πάει σ' εκείνον τον πτυχιούχο μαθηματικό, τον Ιορδάνη Κουβαλόπουλο -που είχε βέβαια κάποια θέματα και έχει κι ένα ωραίο διαμέρισμα, που πάντα το γούσταρα ρε γαμώτο! Αλλά, Μπεάτα μου, μην ανησυχείς, θα πετάξω στα σκουπίδια την επιστολή. (Κάπως ένοχα και ειρωνικά) Πώς μπορείς να με υποπτεύεσαι; Μοιάζω εγώ, ο σύζυγος μιας “ασυμβίβαστης αγωνίστριας” να κάνω τέτοια πράγματα; Ορίστε, παίρνω από μπροστά σου την επιστολή. Μόλις πάω στο γραφείο θα τη σκίσω.



ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

ΕΙΚΟΝΑ 1η

Ο Κουβαλόπουλος κοιμάται τουρτουρίζοντας απ' το κρύο. Βρίσκεται σε ένα γιαπί πολυκατοικίας ξαπλωμένος στο τσιμέντο και να λείπει το διαμέρισμα που μένει. Έχει μείνει μόνο με το σώβρακο.


Κουβαλόπ.
Τι ψωφόκρυο είναι αυτό! (ανασηκώνεται) Αμάν! Πού βρίσκομαι ρε παιδιά; (Σηκώνεται έντρομος) Αααα! Πού είμαι; (Τρέχει αριστερά – δεξιά, κοιτάει κάτω προς το δρόμο) Αυτός είναι ο δρόμος που μένω, αυτή είναι η πολυκατοικία που μένω! Το διαμέρισμά μου όμως ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ; Πού εξαφανίστηκε το σπίτι μου; Τα έπιπλα μου; Τα ρούχα μου; ... Μπρρ! Θα πεθάνω απ' το κρύο! Βοήθεια! Γείτονες! Γείτονες! (Ουδείς αποκρίνεται) Να βγω στο δρόμο, να βρω κανέναν άνθρωπο να μου πει τι συμβαίνει!


ΕΙΚΟΝΑ 2η

(Τρέχει αλαφιασμένος και ρωτάει περαστικούς αλλά κανείς δεν εκπλήσσεται με την εικόνα ενός ημίγυμνου ανθρώπου)

Κουβαλόπ.
Σας παρακαλώ, κύριε, έχασα το διαμέρισμά μου, μήπως ξέρετε τι συμβαίνει; Όχι έ, δεν έχετε ιδέα... κυρία, σας παρακαλώ, έχασα το σπίτι μου, εξηγείστε μου τι μπορεί να συμβαίνει... Όχι δεν είμαι επιδειξίας που κυκλοφορώ με το σώβρακο μαντάμ, είμαι απελπισμένος... να σας αφήσω ήσυχη;... με συγχωρείτε. Νεαρέ μου βοήθεια, έχασα το σπίτι μου... έχουν εξαφανιστεί οι τοίχοι, τα παράθυρα, οι πόρτες, τα πάντα... όχι δεν έχω Αλτσχάιμερ... το διαμέρισμά μου έφυγε από τη θέση του στην πολυκατοικία...να πάω να γαμηθώ; Σα δεν ντρέπεσαι που δε σέβεσαι τα χρόνια μου.

(Ξαφνικά βλέπει να περπατάει στο δρόμο μια όμορφη γυναίκα ντυμένη πολύ προκλητικά, έτοιμη για όλα και τον πλησιάζει)

Δεσποινίς μου, σας παρακαλώ, έχασα το σπίτι μου, έχασα την ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ μου, βοηθείστε με!


Περιουσία
(Με λάγνο και περιπαιχτικό ύφος) Είναι πολύ αργά αγαπητέ μου.

Κουβαλόπ.
Τι εννοείτε;


Περιουσία
Εννοώ πως ό,τι είχα να σου δώσω στο 'δωσα αλλά τώρα πάμε για άλλα...

Κουβαλόπ. Σας παρακαλώ, δεν καταλαβαίνω. Με ξέρετε; Ποια είστε;

Περιουσία
Η Περιουσία σου είμαι αγόρι μου! Καλά άκουσες, η Περιουσία σου!


Κουβαλόπ.
Μα δεν είναι λογικά δυνατόν μια περιουσία, που είναι πράγμα και μάλιστα άρρηκτα δεμένο με εμένα ως υποκείμενο να έχει γίνει άνθρωπος και μάλιστα τέτοιας εμφάνισης... “υποκείμενο” (ειρωνικά διότι μοιάζει με πόρνη).


Περιουσία
Πώς φαίνεται ότι είσαι και αγράμματος! Προφανώς ούτε που έχεις ακούσει ποτέ κάτι για τη “Μύτη” του Γκόγκολ.


Κουβαλόπ.
Δεν καταλαβαίνω τι μου λες. Αν πάντως λες αλήθεια απαιτώ να επιστρέψεις αμέσως στο φυσικό ιδιοκτήτη σου. (Κάνει να την πιάσει βίαια απ' το χέρι, εκείνη τραβιέται)


Περιουσία
Χρυσέ μου κάτω τα χέρια σου, τώρα ανήκω σε άλλον! Τα είχες φορτώσει όλα στον κόκορα και ο κόκορας ήρθε και είναι και πολύ βαρβάτος! Λοιπόν, τι έχεις να πεις; Εσύ, που μου ρούφηξες τα νιάτα μου, που με είχες στην αρχή για φιγούρα αλλά με ήθελες μόνο για πάρτι σου και μετά με παραμέλησες; Αμφιβάλλω αν με ποθείς πια. Έπρεπε, μωρό μου, κι εγώ επιτέλους να αξιοποιηθώ κάπως!


Κουβαλόπ.
Αυτό δεν θα περάσει έτσι! Υπάρχει πολιτισμός, νόμος, δικαιοσύνη, δικαιώματα, θα σε διεκδικήσω! Η σχέση μας είναι ιερή δεν είναι ζωώδης.


Περιουσία
Κι όμως, εσύ έτσι ακριβώς με έβλεπες πάντα. Ήθελες να με έχεις και να με απολαμβάνεις, κι αυτό σου αρκούσε. Σαν πρωτόγονο ζευγάρι. Χαζούλη μου, τι πίστευες ότι ήμουνα για σένα; Μια κατσίκα; Το σκυλάκι σου; Άκου, αφελές αντράκι, είμαι ον ανεξάρτητο, και μέχρι τώρα το πολύ που είχαμε μεταξύ μας ήταν ένα σύμφωνο συμβίωσης ... Δεν υπάρχει επιστροφή. Κι αν υπήρχε θα ήταν όλα απ' το μηδέν.


Κουβαλόπ.
Δε με ξέρεις εμένα καλά! (Την αρπάζει και την τραβάει με βιαιότητα) Είσαι δική μου και θα 'ρθεις μαζί μου. Εμάς τους δυο κανείς δεν μπορεί να μας χωρίσει.


Περιουσία (φωνάζοντας) Χωρίς εμένα είσαι ένας ευνούχος αλλά... κι όσο με είχες... ήσουν εξίσου ανίκανος! Ανήκω σ' αυτόν που είναι ικανός να με επιθυμεί. Σταμάτα να με τραβάς! Θα φωνάξω την αστυνομία!


(Σβήνουν τα φώτα)


ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

Ο Κουβαλόπουλος κοιμάται σ' έναν καναπέ. Είναι σκεπασμένος με μια κουβέρτα. Κάνει κινήσεις σα να τραβάει κάποιον, να παλεύει με κάποιον. Ξαφνικά πετάγεται)


Κουβαλόπ.
Αααα! Τι έγινε; Πού βρίσκομαι; (Κοιτάζει γύρω-γύρω) Θεέ μου! Δεν το πιστεύω! Είμαι σπίτι μου! Στο αγαπημένο μου διαμέρισμα! (Σηκώνεται και τρελός από ευτυχία τρέχει και πιάνει τους τοίχους, τα έπιπλα) Πόσο ευτυχισμένος είμαι! Οι τοίχοι μου! Οι πόρτες μου! Τα παράθυρά μου! Τα χαλιά μου! Τα είδη υγιεινής μου! Τα πόμολα μου! Τα έπιπλά μου! (Χοροπηδάει από χαρά) Είναι όλα εδώ! Δεν εξαφανίστηκαν! Άι στο διάολο! Εφιάλτη έβλεπα. Ουφ! Ανακουφίστηκα, τι κακό όνειρο ήταν αυτό. Πάει, πέρασαν όλα! (παύση, προβληματισμένος) Άι στο διάολο! Με επηρέασε αυτός ο εφιάλτης. Τι ώρα είναι; Να περάσω απ' το γραφείο του λογιστή μου, του Περαιοσίδη, να με καθησυχάσει -να ξεχάσω ολότελα αυτόν τον εφιάλτη.








ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ


(Στο λογιστικό γραφείο του Περαιοσίδη)

Γιάννης
Καλώς τον Ιορδάνη. Πώς από δω; Νεράκι;

Κουβαλ.
Άσε το νεράκι και άκου, Γιάννη, είδα έναν εφιάλτη πολύ απαίσιο.


Γιάννης
Ε, κι εγώ τι να σου κάνω, ονειροκρίτης είμαι;


Κουβαλ.
Γιάννη, είδα ότι η Τράπεζα πήρε την περιουσία μου. Πες μου ότι δεν έχω λόγο ν' ανησυχώ.


Γιάννης
Πληρώνεις κανονικά το στεγαστικό σου δάνειο;


Κουβαλ.
Ναι, Γιάννη μου, με τη ρύθμιση του “ενός τρίτου”.


Γιάννης
Ε, τότε δεν κινδυνεύεις να χάσεις την περιουσία σου... Τα καταναλωτικά δάνεια... τα πληρώνεις;


Κουβαλ.
Κάποια τα καθυστερώ Γιάννη μου.

Γιάννης
Α, τότε κινδυνεύεις να χάσεις την περιουσία σου. Τους φόρους... τους πληρώνεις;

Κουβαλ.
Ναι, Γιάννη μου, με τη ρύθμιση των 100 δόσεων και τις τροποποιήσεις.


Γιάννης
Ε, τότε δεν κινδυνεύεις να χάσεις την περιουσία σου. Τον καινούργιο ΕΝΦΙΑ τον πληρώνεις;


Κουβαλ.
Αυτόν θα τον καθυστερήσω λιγάκι Γιάννη μου.


Γιάννης
Α, τότε κινδυνεύεις να χάσεις την περιουσία σου... τους λογαριασμούς του σπιτιού τους πληρώνεις;

Κουβαλ.
Ναι, Γιάννη μου, κουτσά-στραβά τους βολεύω.


Γιάννης
Ε, τότε δεν κινδυνεύεις να χάσεις την περιουσία σου. Το ασφαλιστικό σου ταμείο το πληρώνεις;


Κουβαλ.
Προσπαθώ για ρύθμιση της ρύθμισης, Γιάννη μου, αλλά προς το παρόν δεν έχει εγκριθεί αυτή η ρύθμιση της ρύθμισης οπότε δεν την πληρώνω ούτε τη ρύθμιση.


Γιάννης
Α, τότε κινδυνεύεις να χάσεις την περιουσία σου.


Κουβαλ.
Στάσου ρε Γιάννη, μια έτσι μου τα λες και μια αλλιώς. Τελικά τι θα γίνει, μη με τρελαίνεις κι εσύ, θα τη χάσω την περιουσία μου ή όχι; Α, και δε σου είπα, στον εφιάλτη μου είδα ότι η περιουσία μου είχε μεταμορφωθεί σε γκόμενα.


Γιάννης
Άμα είδες την περιουσία σου σαν γκόμενα Ιορδάνη μου το πράγμα γίνεται απλούστερο. Όσο την επιθυμείς και τη διεκδικείς μην ανησυχείς. Αλλά αυτά τα θέματα ξεφεύγουν απ΄ τη δική μου αρμοδιότητα. Πάντως, αν θέλεις να πάμε στη λογιστική πραγματικότητα, να είμαστε συγκεκριμένοι και να κάνουμε σοβαρή πρόβλεψη για την τύχη της περιουσίας σου φέρε μου γραπτώς και με ειλικρίνεια αποτυπωμένο ακριβώς τι παίρνεις και τι δίνεις. (αυστηρά) Κοίτα να φερθείς υπεύθυνα, αλλιώς δεν κάνουμε δουλειά.


Κουβαλόπ.
(πειραγμένος) Καλά “κύριε Περαιοσίδη” θα περάσω αύριο-μεθαύριο να σας φέρω τα στοιχεία που θέλετε. Χαίρετε.

 

ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ


(Ο Κουβαλόπουλος βρίσκεται στο σπίτι του, στον καναπέ, με χαρτιά, λογαριασμούς και κομπιουτεράκι και κάνει αργά και χαλαρά υπολογισμούς)


Κουβαλόπ.
 Έχουμε και λέμε απ' τη μια: Έσοδα μμμμ... Και απ την άλλη: Φόρος μμμμ... ΕΝΦΙΑ μμμμ... Ρύθμιση παλιών οφειλών μμμμ... ρύθμιση ΔΕΗ μμμμ... δόση πρώτου δανείου μμμμ... δόση δεύτερου δανείου μμμμ... ρύθμιση ασφαλιστικών εισφορών μμμμ ... (παύση)

(πετάει κάτω το κομπιουτεράκι, αφήνει τα χαρτιά στον καναπέ) ...

Τι ώρα πήγε ρε γαμώτο; ... Σταματάω να πάρω μια ανάσα και συνεχίζω μετά. (διαβεβαιωτικά στον εαυτό του) Θα συνεχίσω όμως, μετά! (Σηκώνεται και κοιτάζει έξω)

Πόσο όμορφη, διαυγής και ηλιόλουστη είναι η μέρα! Πάω για καφεδάκι, θα έχουν μαζευτεί τώρα και οι άλλοι φίλοι.

(Παύση)

Εξάλλου, τώρα ξέρω ποιος είναι ο εφιάλτης και ποια η πραγματικότητα.

 
(Βγαίνει, σβήνουν τα φώτα της σκηνής)


ΤΕΛΟΣ



Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΛΙΤΣΑ (θεατρικό σκετς)

Ευχαριστούμε την Agnes και τον Sebastian

Σκηνικό.

Η ρεσεψιόν μιας φοιτητικής εστίας για μεταπτυχιακούς σπουδαστές μουσικής στην Αυστρία. Σε εξοχική περιοχή, σοβαρός, καθαρός, τακτοποιημένος χώρος σε τυπικό αλλά καλαίσθητο αυστριακό ύφος, ιδανικός για αυτοσυγκέντρωση, σπουδή, αφοσίωση στην υπόθεση του καθενός.

Μια κοπέλα μέχρι 30 ετών, η Ντόινα, κάθεται πίσω από ένα πάγκο υποδοχής. Δεν είναι αυστριακή αλλά ξένη, Ουγγρο-Μαγιαρο- Ρουμάνα. Πολύ σοβαρή, ολιγόλογη, άκαμπτη με συμπεριφορά φύλακα σεκιούριτι προσέχει κάθε κίνηση.

Μπαίνει ένας νέος μεταπτυχιακός πιανίστας, ο Σεμπάστιαν, ο οποίος μόλις έχει εγγραφεί στο μεταπτυχιακό και πρόκειται να διαμείνει στην εν λόγω εστία. Έχει στην πλάτη ένα μικρό σακίδιο.



Σεμπάστιαν: Καλημέρα σας, λέγομαι Σεμπάστιαν, θα μείνω εδώ, είμαι νέος μεταπτυχιακός φοιτητής πιάνου. Είμαι ενθουσιασμένος με την τάξη και την καθαριότητα στην εστία, το αυστριακό τοπίο ολόγυρα, την απόλυτη ησυχία που χρειάζομαι για τη μελέτη μου στο πιάνο! (Η Ντόινα σιωπά) Μην ανησυχείτε, ξέρω το νούμερο του δωματίου μου. Λοιπόν, γεια σας ... (Κάνει να φύγει)


Ντόινα: (Μιλάει σπαστά, πολύ σοβαρά, νευρωτικά) Απόλυτη ησυχία ντεν έχει, να ξέρεις εσύ. Εντό είναι γκια μουσικούς έχει τόρυβο. Εχει δέκα πιάνα.


Σεμπάστιαν. Καλά-καλά δε θα υπάρχει ενόχληση. Είμαι βέβαιος θα τα βρούμε μεταξύ μας. Όλοι καλλιτέχνες είμαστε. Α! Παραλίγο να το ξεχάσω. Είχα στείλει από το Παρίσι ταχυδρομικά μια μεγάλη κόκκινη βαλίτσα με όλα τα ρούχα και τα πράγματά μου. Φαντάζομαι θα έχει φτάσει. Μπορείτε να ρίξετε μια ματιά στο χώρο των αποσκευών;

Ντόινα: (Με περίεργο ύφος) Βαλίτζα; Κόκκινη; (Ρίχνει μια επιπόλαιη ματιά στο χώρο αποσκευών) Ντεν έχει κόκκινη βαλίτζα.


Σεμπάστιαν: Τι εννοείτε δεν έχει; Με ειδοποιήσατε η ότι ταχυδρομική υπηρεσία έστειλε τη βαλίτσα μου και ότι βρίσκεται εδώ, στη φοιτητική εστία του Mozarteum του Σάλτσμπουργκ.

Ντόινα: (Αδιάφορα) Ναι, υπήρχε εντό μια κόκκινη βαλίτζα, ο καθένας μπορούσε να τη δει.

Σεμπάστιαν: Ε, τότε τι έγινε; (Η Ντόινα σωπαίνει και τον κοιτάζει με απλανές βλέμμα) Πέστε μου παρακαλώ, σ' αυτό το χώρο που βλέπω δε φυλάσσονται όσες αποσκευές έρχονται ταχυδρομικά;

Ντόινα: (Ξερά) Ναι.

Σεμπάστιαν: Τότε που είναι η βαλίτσα μου; Μπορώ να ρίξω μια ματιά;

Ντόινα: Απαγκορεύεται μπαίνει άλλος. Μόνο μαζί μου... Ελα.

Σεμπάστιαν: Πράγματι δεν υπάρχει η βαλίτσα μου. Αυτό δε μου αρέσει καθόλου. Η γαλλική ταχυδρομική υπηρεσία δεν μπορεί να έκανε λάθος. Ούτε βεβαίως η αυστριακή. Μιλάμε για δυο πολιτισμένα κράτη. Σας παρακαλώ, προσπαθείστε να θυμηθείτε αν είδατε μια μεγάλη κόκκινη βαλίτσα.

Ντόινα: Μα, είπα ... τιμάμαι κόκκινη βαλίτζα ... μεγκάλη ... πριν 2-3 ώρες ήταν εντό, πολύς κόσμος την ίντε.

Σεμπάστιαν: Βλέπετε; Αφού λοιπόν είσαστε εδώ φύλακας τι έγινε η μεγάλη κόκκινη βαλίτσα που είδατε; Την κλέψανε; Έχετε ευθύνη, απαντείστε μου.

Ντόινα: Εγκώ ευθύνη γκια ποιος μπαίνει. Και ντεν μπήκε κανένας.

Σεμπάστιαν: Τότε, αφού δεν μπαίνει κανείς περαστικός απ' έξω ποιος άλλος μπορεί να την πήρε παρά κάποιος από μέσα!

Ντόινα: Εντό μένουν μόνο 20 άτομα που σπουντάζουν όπως εσύ. Το βρίσκεις εύκολο να πάρουν μια μεγκάλη κόκκινη βαλίτζα με ρούχα. Πώς θα τη βγκάλουν έξω. Πού θα φοράνε ρούχα; Εντό μέσα μπροστά σου;

Σεμπάστιαν: Δεν ακούω τίποτα! Θέλω τη βαλίτσα μου. Είχε όχι μόνο τα ρούχα μου αλλά και ένα σωρό πανάκριβα προσωπικά αντικείμενα. Απαιτώ να γίνει έρευνα σε όλα τα δωμάτια για να βρεθεί ποιος την πήρε!

Ντόινα: Πρέπει να ενημερώσω τα “Κεντρικά” να μου ντόσουν άντεια για έρευνα.

Σεμπάστιαν: Να το κάνετε αμέσως παρακαλώ! (Η Ντόινα προσπαθεί να πάρει κάποια τηλέφωνα και μετά από προσπάθειες μιλάει χαμηλόφωνα και με συνωμοτικό ύφος με κάποιους)

Είμαι έξω φρενών (Παίρνει τηλέφωνο απ' το κινητό του) Μαμά, έλα...αργείς να έρθεις; Α! Έρχεσαι με ταξί σε ένα λεπτό. Ευτυχώς! Γιατί είμαι αναστατωμένος; Χάθηκε η μεγάλη κόκκινη βαλίτσα μου στην εστία... Ναι, με διαβεβαίωσε η θυρωρός ότι είδε τη βαλίτσα. Τι; Έφτασες κιόλας;

(Βαδίζει νευρικά για μερικές στιγμές ενώ η Ντόινα συνεχίζει να μιλάει στο τηλέφωνο χαμηλόφωνα). Μπαίνει η Μαμά βιαστική και αναστατωμένη)

Μαμά: Σεμπάστιαν δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει!

Σεμπάστιαν: Δεν υπάρχει η κόκκινη βαλίτσα μαμά. Εδώ στη ρεσεψιόν δεν υπάρχει, στο θάλαμο των αποσκευών δεν υπάρχει. Είπα στη θυρωρό να γίνει έρευνα σε όλα τα δωμάτια μήπως την έκλεψε κάποιος μέσα από την εστία.

Μαμά: Σεμπάστιαν, πώς σου ήρθε αυτό; Με ποιο δικαίωμα θα κάνετε κάτι τέτοιο; Το θεωρώ ανήκουστο, προσβλητικό και προπαντός το αποκλείω λογικά!


Σεμπάστιαν: Τι λες μαμά; Τι θα πει το αποκλείεις; Για ποιο λόγο;

Μαμά: Γιατί σε μια εστία μουσικών του Mozarteum του Σάλτσμπουργκ δεν μπορεί να υπάρχουν κλέφτες. Δε γίνεται ένας μουσικός που παίζει Bach να είναι κλέφτης!

Σεμπάστιαν: Μαμά ... δεν παίζουν όλοι εδώ Bach!


Μαμά: Εγώ νομίζω ότι κάποιος ΕΞΩ από την Εστία κατάφερε να τρυπώσει την έκλεψε!

Σεμπάστιαν: Μα, μαμά, είμαστε σε εξοχική περιοχή, απόλυτα ήσυχη και ελεγχόμενη, σε ένα τυπικό αυστριακό τοπίο, τριγύρω έχει μόνο λιβαδάκια και αγελαδίτσες.


Μαμά: Επιμένω, αποκλείεται να είναι κάποιος από τους ΜΕΣΑ! Είναι 100% κάποιος από τους ΕΞΩ.

(Η Ντόινα κάνει νόημα ότι εγκρίθηκε η έρευνα στα δωμάτια)

Σεμπάστιαν: Μαμά, πάμε με τη θυρωρό να δούμε στα δωμάτια.

(Η μαμά μένει μόνη της. Δείχνει σοκαρισμένη, μονολογεί.)

Μαμά: Κλέψανε την κόκκινη βαλίτσα! Θα μου στρίψει! Ξέρετε τι είχε μέσα αυτή η βαλίτσα; Είχε το καλό πάπλωμα που είχα πάρει στον Σεμπάστιαν, από εξαιρετικό πούπουλο. Δεν ήταν βέβαια από πουπουλόπαπια Ισλανδίας αλλά κόστισε αρκετά. Και να 'ταν μόνο αυτό! Δύο ζακέτες φλερ, μια φόρμα για χειμερινά σπορ, το κοστούμι των συναυλιών, τα λουστρίνια των συναυλιών, τα μανικετόκουμπα των συναυλιών!

(Επιστρέφει ο Σεμπάστιαν απογοητευμένος)

Σεμπάστιαν: Πήγαμε σε όλα τα δωμάτια και δε βρήκαμε τη βαλίτσα.

Μαμά: Μα φυσικά, στο είπα. Ο κλέφτης δεν μπορεί να είναι μέσα. Είναι έξω.


Σεμπάστιαν: Βέβαια, η Ντόινα δεν με πήγε στο δικό της δωμάτιο. Αλλά δεν την υποπτεύομαι. Φέρεται παράξενα, μιλάει σπαστά αλλά μου φαίνεται τόσο αγαθή. Κι έπειτα, είναι θυρωρός της φοιτητικής εστίας του Mozarteum του Σάλτσμπουργκ κι αυτό από μόνο του είναι εγγύηση.


Μαμά: (Σαν αυτόματο) Μα φυσικά, στο είπα. Ο κλέφτης δεν μπορεί να είναι μέσα. Είναι έξω.

Σεμπάστιαν: Η Ντόινα είναι ουγγρο-μαγιαρο-ρουμάνα, όπως μου είπε. Τι ωραία! Όπως ο αγαπημένος μου Béla Bartók.

Μαμά: Τι είπες; Αυτό δεν μου το είχες πει από την αρχή !!!


Σεμπάστιαν: Ότι η Ντόινα έχει αυτή την καταγωγή; Ε, δεν πιστεύω τώρα να την υποπτεύεσαι την καημένη γι αυτό το λόγο!

Μαμά: Όχι-όχι Σεμπάστιαν! Βέβαια δεν είναι καλλιτέχνης, αλλά, όπως είπες, είναι θυρωρός της φοιτητικής εστίας του Mozarteum του Σάλτσμπουργκ οπότε ας ελπίσουμε ότι αυτό την απαλλάσσει. Όμως εγώ το άλλο εννοώ. Από πότε ο Bartók έγινε ο αγαπημένος σου συνθέτης;


Σεμπάστιαν: Μαμά άλλο οι σπουδές στον Bach και άλλο η προτίμησή μου στον Bartók.


Μαμά: Ζαλίζομαι. (Ο Σεμπάστιαν την υποστηρίζει, είναι έτοιμη να καταρρεύσει. Τη βάζει να καθίσει σε μια καρέκλα και της κάνει αέρα)

Σεμπάστιαν: Μαμά, είσαι καλά; Να φωνάξουμε ένα γιατρό;

Μαμά: Όχι-όχι συνέρχομαι. (Δραματικά) Γιατί παιδί μου τον Bartok;

Σεμπάστιαν: Μαμά σ' ενοχλεί ο Μανδαρίνος του;

Μαμά: Δε λέω για το Μανδαρίνο του αλλά για την Cantata Profana.

Σεμπάστιαν: Τι ζόρι τραβάς ρε μαμά μ' αυτό το έργο του;

Μαμά: Παιδί μου, στο έργο, δεν έχουμε μια τόσο αθώα και απλοϊκή επιστροφή του ανθρώπου στη φύση αλλά κάτι εξωφρενικό: την πλήρη και οριστική μεταμόρφωσή του σε Ζώο. Και μετά όλο αυτό το πλέξιμο, οι μεταμορφώσεις της οκτατονικής, της διατονικής και της ατονικής μουσικής με τις λαϊκές παραδόσεις της Ουγγαρίας, Ρουμανίας και Σλοβακίας σε μια αγωνιώδη απόπειρα να αγγίξει την ολότητα -τι άλλο από δαιμονικός, βέβηλος πανθεϊσμός μπορεί να είναι όλα αυτά;

Γιατί παιδί μου; Πώς έμπλεξες μ' αυτά; Ποιος σε παρέσυρε; Αχ τι κακό που με βρήκε!

(Ακολουθεί παύση, ο Σεμπάστιαν ακίνητος και αμίλητος, η Μαμά αναστενάζει δυο φορές βαθιά και σε κατανυκτική κατάσταση συνεχίζει)


Όταν όμως σκέφτομαι τον Bach θυμάμαι μια παλιά μυστικιστική παράδοση που λέει: Δεν πρέπει να κατηγορούμε τον αμύητο γιατί αναλώνεται σε ελεεινές και ασήμαντες πράξεις. Γιατί απ' όλες τις ασήμαντες πράξεις του μπορεί να γεννηθεί ένας Άγγελος. Ενώ, αντίθετα, οι πράξεις της Τέχνης πάντα θα λογοδοτούν ενώπιον του Δικαστηρίου της Αιωνιότητας γιατί μπορεί να βαρύνονται από αλαζονική κενότητα ή από την αυθάδεια του τετριμμένου.

Και πιστεύω, αγαπημένε μου Σεμπάστιαν, πως τίποτε άλλο δεν έκανε ο Bach παρά με τη σεμνότητα του σκαφτιά – όπως εκείνου στο σκοτεινό ορυχείο του Balzac- να αναζητά το Όνομά Του, να μετατρέπει κάθε κυριακάτικη λειτουργία σε δοκιμασία των έργων του λογοδοτώντας στο αμαθές ακροατήριό του σα να ήταν στο Δικαστήριο της Αιωνιότητας.

(Ο Σεμπάστιαν είναι αποσβολωμένος. Μπαίνει η Ντόινα κρατώντας μια μεγάλη κόκκινη βαλίτσα.)


Ντόινα: Κυρία, κύριε. Η βαλίτζα σας. Αυτή τη στιγμή τη φέρανε από το ταχυδρομείο. Ήταν λάθος τους είπαν. Την είχαν στείλει αλλού. Στη Φοιτητική Εστία της Σύγχρονης Μουσικής!

(Σβήνουν τα φώτα)

ΤΕΛΟΣ

Θάνος Κωτσόπουλος - Έφη Ευστρατουδάκη