TRANSLATION

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Το κύμα του νέου φασισμού

Σήμερα, όποιος τονίζει εμφατικά την παρουσία και τη διαρκή ενίσχυση του νεοφασισμού στη χώρα μας κινδυνεύει να θεωρηθεί μονομανής. «Ο νεοφασισμός είναι περιθωριοποιημένος, γραφικός και ακίνδυνος» διαβεβαιώνουν καθησυχαστικά όσοι προβαίνουν σε δημόσιες δηλώσεις. Η γνώμη του γράφοντος είναι ότι ο φασισμός αναδύεται πλέον αβίαστα μέσα απ’ το οικείο και συμπλέκεται με το αυτονόητο. Η ταχύτητα της εξάπλωσής του, ενόψει και της οικονομικής κρίσης, είναι απρόβλεπτη.

Μακριά από την παρούσα προσέγγιση να ταυτίσει γενικώς την ακροδεξιά με το νέο φασιστικό φαινόμενο, παρά τις υπόγειες συνάφειές τους. Κάθε απόπειρα να συγκεφαλαιωθούν ποικίλα και ανεξάρτητα μεταξύ τους φαινόμενα (τυφλή βία, ρατσισμός, εθνικιστική υστερία) κάτω απ’ την ταμπέλα μόνο του νεοφασισμού αποτελεί εύκολη κινδυνολογία ή ευφάνταστη συνομωσιολογία.

Υπάρχει βέβαια ένα καλειδοσκοπικό πλήθος ιδεολογικών ρευμάτων και πολιτικών συμπεριφορών με ψήγματα φασιστικής κουλτούρας τα οποία συνολικά συνθέτουν, πιθανότατα, τη σύγχρονη, μεταμοντέρνα εικόνα του νέου φασισμού. Το ζητούμενο είναι αν μέσα σ’ αυτή την ευρύτατη ετερογένεια, την πολυδιάσπαση και την ποικιλότητα υπάρχουν βαθύτερες εκλεκτικές συγγένειες γύρω από ένα ιδεολογικό και πολιτικό πυρήνα. Δυστυχώς, λείπει η πλήρης εμπειρική τεκμηρίωση. Δεν αρκεί η καχυποψία ή η διαίσθηση για να στοιχειοθετήσει σήμα κινδύνου για ένα μεγάλο επερχόμενο φασιστικό κύμα.

Μπορεί οι καθαρόαιμοι και ανοιχτά δηλωμένοι φασίστες να αποτελούν αστείο πολιτικό μέγεθος. Άνοδος του φασισμού όμως δε σημαίνει απλό πολλαπλασιασμό αυτών των γραφικών περιπτώσεων. Ο φασισμός, αυτό το κατεξοχήν ευρωπαϊκό φαινόμενο, τρέφεται πρωτίστως από τη συλλογική άγνοια και εθελοτυφλία για τη φύση του, την οργανωμένη αποσιώπηση ορισμένων ελκυστικών στοιχείων του, από στερεότυπα για το τι είναι ή με τι μοιάζει εξωτερικά (βία, νεαροί σκίνχεντς, ναζιστικά σύμβολα). Ίσα-ίσα, το μεγάλο του πλεονέκτημα είναι η κάλυψη που του παρέχουν τέτοια απλοϊκά σχήματα. Γνωρίζουμε ότι ο φασισμός είναι μαζικός, πολυσυλλεκτικός, ρευστοποιεί τις διαχωριστικές γραμμές και νομιμοποιεί την υπέρβαση του έλλογου. Δεν υπάρχουν λοιπόν ασφαλή διαγνωστικά μέσα, αντίδοτα και αδιαπέραστα τείχη.

Ο ιστορικός φασισμός του μεσοπολέμου αποτελεί πια παρελθόν. Όταν όμως μερικοί αναρωτιούνται πού έχουν πάει οι φασίστες (και τους αναζητούν στα σύγχρονα νεοφασιστικά ή ακροδεξιά κόμματα) παριστάνουν τους αφελείς. Στη δεκαετία του ’80 η περιθωριοποίησή τους ήταν εντονότατη γιατί εμφανίστηκαν σε κραυγαλέα ταύτιση με το φασισμό του μεσοπολέμου και ιδίως το ναζισμό. Παρόμοιο λάθος δεν θα ξανακάνουν. Η ικανότητα του φασισμού έγκειται στην αξιοποίηση των οδυνηρών μαθημάτων που πήρε: κυρίως να αποσυνδέει το βαθύτερο πυρήνα του από τυπικές εξωτερικές εκδηλώσεις. Δεν ενδιαφέρουν λοιπόν τα πολιτισμικά υπολείμματα που θα συναντήσει κανείς στα γκρουπούσκουλα αλλά η κατανόηση της νέας, μετριοπαθούς μεθοδικής, τμηματικής και κοινοβουλευτικής προώθησης του.

Άλλα είναι τα ερωτήματα: τι απέγιναν ο εθνικιστικός μεσσιανισμός, ο ακραίος ριζοσπαστισμός, ο φετιχισμός του κράτους, οι αναγεννητικές επαγγελίες, η επανίδρυση και ηθικοποίηση του κράτους, ο φυλετισμός, τα διαταξικά κινήματα των δήθεν χειραφετημένων παραγωγών οργανωμένα σε ένα ενιαίο εθνικό συνδικαλισμό (κορπορατισμός), η προτεραιότητα της δράσης (ακτιβισμός), ο βιταλισμός, ο αγροτικός κοινοτισμός, η πολιτικοποίηση του χριστιανισμού, του αποκρυφισμού και του παγανισμού, ο ακροαριστερός λαϊκισμός, οι αμεσοδημοκρατικές φαντασιοκοπίες, ο κομμουνιστικός εθνικισμός, ο επαναστατικός συντηρητισμός, η απαξίωση του οίκτου, η λατρεία του ηγέτη, η καταδίκη της υλιστικής και τεχνοκρατικής νεωτερικότητας.

Ο ιστορικός φασισμός χαρακτηριζόταν από τον εκλεκτικισμό του. Συνδύαζε αριστοτεχνικά τα πιο ετερόκλητα ιδεολογικά σπέρματα. Ελάχιστα από τα ποικίλα υλικά της συνταγής του ανήκουν στο σκληρό πυρήνα του και συνιστούν αυτοτελή κίνδυνο. Τα πιο ακραία σήμερα έχουν αποσυρθεί από την κοινή θέα ή τα επικαλούνται μόνο οι κρετίνοι νοσταλγοί τους. Υπάρχει όμως και ένα υπολογίσιμο υπόλοιπο με δυνατότητες μαζικής απήχησης. Ένα υπόλοιπο που καθεαυτό δεν είναι επιλήψιμο. Ίσα-ίσα, σε συνθήκες κρίσης, σύγχυσης, αποτελμάτωσης προσφέρει γόνιμα ερεθίσματα. Μέχρι ποιου σημείου όμως.

Η μεταμοντέρνα εκδοχή του φασισμού χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ευλυγισία. Μπορεί εξίσου επιδέξια να αποκηρύσσει τη βία, να αποδέχεται την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό, να συνδυάζει τον αστικό ελιτισμό με το λαϊκισμό, τον αυταρχισμό με τη δημοψηφισματική δημοκρατία, το αντιρατσιστικό προφίλ με το βιταλισμό και να εναλλάσσει το βιολογικό ρατσισμό με τη ρητορική περί «σύγκρουσης των πολιτισμών» ή τον πολιτισμικό ρατσισμό κλπ., ανάλογα με τις συνθήκες. Ευελιξία και καρτερικότητα που τροφοδοτούνται από τη φαντασίωση της μεγάλης επιστροφής.

Ο ιστορικός φασισμός αντλούσε ψήφους από ένα ευρύτατο εκλογικό φάσμα ενώ στην ταξική σύνθεση των φασιστικών κομμάτων υπήρχε πολύ ψηλή αντιπροσώπευση των εργατών (εργοστασίων και γης), των σπουδαστών και των μεσαίων στρωμάτων. Υποτίθεται ότι τα σύγχρονα νεοφασιστικά κόμματα απευθύνονται ελάχιστα στα μεσοαστικά και υψηλής μόρφωσης κοινωνικά στρώματα αλλά κυρίως σε όλους όσοι αισθάνονται δυσαρεστημένοι, αποξενωμένοι και θιγόμενοι από την παγκοσμιοποίηση, τον κοσμοπολιτισμό, το μεταμοντέρνο φιλελευθερισμό, την κρίση της πολιτισμικής ταυτότητας και τον κοινοβουλευτικό κυνισμό. Αυτό, φυσικά, δεν ισχύει. Η διαταξικότητά του ήταν και παραμένει υπαρκτή.
Συχνά αποδίδεται η νομιμοφροσύνη του νεοφασισμού στη δημοκρατική θωράκιση των ευρωπαϊκών κρατών η οποία απονομιμοποιεί ενδεχόμενες απόπειρες ανοικτής βίας ή πραξικοπημάτων. Ιδίως σε χώρες με νωπές οδυνηρές μνήμες από στρατιωτικά πραξικοπήματα, όπως η Ελλάδα, ο νεοφασισμός δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης της δημοκρατικής νομιμότητας.

Η σχέση νεοφασισμού και ακροδεξιάς (όπως και με πολλές άλλες πολιτικές τάσεις) παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον αλλά και τα περισσότερα προβλήματα. Έτσι κι αλλιώς ήταν χαρακτηριστικό του φασισμού η απόκρυψη της ταυτότητάς του και η ικανότητά του να «μεταμορφώνεται». Από την άλλη, από την εποχή της «Συντηρητικής Επανάστασης» των δεκαετιών του ’80 και ’90, της αμερικανικής μιλιταριστικής παντοδυναμίας, της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, ο νεοφασισμός περιορίστηκε σε ένα παράπλευρο ρόλο μιας αχρείαστης δυναμικής εφεδρείας, ενός φόβητρου που ικανοποιούσε και επιθυμίες της κοινωνίας του θεάματος.

Κατά τα άλλα, ένα μέρος της συντηρητικής νοοτροπίας του φασισμού το υλοποιούσε ο μεταμοντέρνος πραγματισμός. Ένα άλλο μέρος, του «επαναστατικού» του πνεύματος, άρχισε να εκφράζεται σε ακαδημαϊκό επίπεδο ή στη σφαίρα της κριτικής των ιδεών χωρίς να φτάνει σε βαθμό πολιτικοποίησης. Ο καταναλωτισμός, η εξατομίκευση, ο τυπικός εξισωτισμός και το κοινωνικό κράτος αποδυνάμωσαν ακόμη περισσότερο τις προοπτικές του νέου φασισμού.

Απ’ την άλλη, υπάρχουν τα «δυνατά χαρτιά» του μεταμοντέρνου φασισμού. Η «πολιτική ορθότητα» των δεξιών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στο ζήτημα της μετανάστευσης, ο αποτελματωμένος συνδικαλιστικός ρεφορμισμός, η απουσία της αριστεράς, σε συνδυασμό με την έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας καλλιέργησε, ιδίως στα λαϊκά στρώματα, τάσεις ξενοφοβίας, ρατσισμού και αδιεξόδου. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την εκχώρηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σε υπερεθνικούς οργανισμούς, πρόσφεραν ευνοϊκό έδαφος στη νεοφασιστική προπαγάνδα. ( Ένα μερίδιο ευθύνης υπάρχει και στον ευρω-κεντρισμό ως εκδοχή μετα-εθνικισμού.)

Η νεοφασιστική ρητορική έγινε ανεκτή όχι μόνο από τη συντηρητική Δεξιά αλλά και από ευρύτερα συντηρητικά κοινωνικά στρώματα τα οποία αισθάνονται προδομένα από τις ελίτ των διανοουμένων και των πανεπιστημιακών. Την ίδια στιγμή ο νεοφασισμός έχει αποδεχθεί τους καινούργιους όρους, αναγνωρίζοντας ότι έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί η εποχή της «εθνικής καθαρότητας» ή της αμιγώς εθνικής αγοράς εργασίας αρκούμενος στο ρόλο ρυθμιστή των ανοχών αλλά και του άγχους της κοινωνίας απέναντι στους οικονομικούς μετανάστες.

Η επικινδυνότητα του νέου φασισμού απορρέει, κατά τη γνώμη μου, αποκλειστικά από το μόνο ολοκληρωμένο «παράδειγμά» του, τον ιστορικό ιταλικό φασισμό. Ίσως δεν είναι πολύ ακραία η άποψη ότι ο ιταλικός φασισμός υπήρξε θύμα περισσότερο του Χίτλερ και λιγότερο της ιδεολογικής του ανεπάρκειας. Δεν θα γίνει όμως εδώ εκτενέστερη αναφορά στις ρίζες του.
Τις πρώτες σοβαρές αναλύσεις για το φασιστικό φαινόμενο, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’20, έκαναν αριστεροί φιλελεύθεροι στην Ιταλία, (όπως οι Μάριο Μισιρόλι, Τζοβάνι Ζιμπόρντι, κ.ά.), συνδέοντάς τον με την επαναστατική κατάσταση μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Στον Λουίτζι Σαλβατορέλι οφείλεται η φράση ότι «ο φασισμός αντιπροσωπεύει τον ταξικό αγώνα των μικροαστών».
Την ίδια περίοδο (1923) ο Ούγγρος κομμουνιστής Γκιούλα Σας επεξεργαζόταν περαιτέρω τη μαρξιστική θέση της εποχής, ότι ο φασισμός αποτελούσε όργανο της αστικής τάξης στον αγώνα της σε βάρος της εργατικής τάξης, λέγοντας ότι ιδεολογικό του γνώρισμα είναι η διαταξικός εθνικισμός του.
Ο γερμανός Γκ. Σαντομίρσκι, τόνιζε ως ουσιώδη χαρακτηριστικά του φασισμού τον ακραίο εθνικισμό και τη φιλοπόλεμη ροπή του, χωρίς να παραλείπει εν κατακλείδι ότι τελικά ήταν η ίδια η «μπουρζουαζία» χωρίς μάσκα.
Το 1925 ο επίσης Ούγγρος κομμουνιστής Ματίας Ρακόζι δημοσίευσε στην ΕΣΣΔ ένα βιβλίο για το φασισμό στο οποίο υποστήριξε ότι οι φασίστες είναι μικροαστοί εθνικιστές που υπηρετούν τα φιλοπόλεμα σχέδια της αστικής τάξης.
Ο Γκ. Λούκατς αντιμετώπιζε το φασισμό ως «παράλογη» έκφραση της πολιτισμικής κρίσης του καπιταλισμού ενώ το ΚΚ της Ιταλίας έφτανε να θεωρεί ότι από την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία μέχρι το φασισμό υπάρχει ένα «συνεχές».
Ο Γκράμσι και ο Τολιάτι αντιμετώπισαν πιο βαθειά το φασισμό. Από τις αναλύσεις τους αξίζει να τονιστούν δύο κοινά σημεία: (α) ο φασισμός είναι αυθεντικό μαζικό κίνημα και (β) έχει ιδεολογικό πυρήνα: τον ακραίο εθνικισμό και κρατισμό.
Ο αυστρομαρξιστής Ότο Μπάουερ ερμήνευε το φασισμό ως αποτέλεσμα της ανατροπής των παλαιότερων ταξικών ισορροπιών. Η γενική τάση που επικρατούσε στις πρώιμες αναλύσεις των κομμουνιστών ήταν να μην υποτιμάται το φασιστικό φαινόμενο και γι αυτό είχαν την τάση να συμπεριλαμβάνουν στην έννοια του φασισμού ευρύτερες εθνικιστικές και αυταρχικές τάσεις.

Η έντονη ανησυχία των κομμουνιστών για το μέγεθος του φασιστικού φαινομένου έτεινε να απλώνει την καχυποψία τους. Το 5ο Συνέδριο της Κομιντέρν χαρακτήριζε το φασισμό «εργαλείο» του καπιταλισμού. Μέσα από μια τέτοια υπέρ-κριτική αντιμετώπιση ο φασισμός θεωρήθηκε ότι εκφράζει τη δεξιά πτέρυγα του καπιταλισμού ενώ ο «σοσιαλφασισμός» την «αριστερή», σοσιαλδημοκρατική πτέρυγα του καπιταλισμού.
Στην ίδια περίπου γραμμή κινήθηκε και η πλέον γνωστή και «κλασική» διατύπωση του Γκ. Δημητρόφ το 1935: «ο φασισμός αποτελεί την ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών και των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου». Η κοινωνιολογική οξυδέρκεια των τότε κομμουνιστών για το μεγάλο κοινωνικό έρεισμα του φασισμού, το ότι ακόμη δεν είχαν εκδηλωθεί οι θηριωδίες των ναζί, ο κομμουνιστικός «εθνικός» αμυντισμός για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα (την ΕΣΣΔ) και το ότι η κυβέρνηση Μουσολίνι υπήρξε, το 1924, από τις πρώτες ευρωπαϊκές που αναγνώρισαν επίσημα την ΕΣΣΔ παρέχουν, πιθανότατα, τις εξηγήσεις γιατί οι σχέσεις Ιταλίας και ΕΣΣΔ παρέμεναν φιλικές μέχρι το 1935.

Οι νεώτερες, ψυχαναλυτικές, ερμηνείες συνέβαλαν σε μια ακόμη βαθύτερη κατανόηση του φαινομένου αλλά, μολονότι είναι καίριας σημασίας, δεν είναι στις προθέσεις αυτού του κειμένου να τις παρουσιάσει και να τις σχολιάσει.

Ο ευρωπαϊκός νεοφασισμός κεφαλαιοποιείται πάνω σε δύο παράλληλες εξελίξεις: την κρίση πολιτικής νομιμοποίησης και τους πολιτισμικούς όρους του μεταμοντερνισμού. Μολονότι ο νεοφασιστικός λαϊκισμός εδράζεται στο άγχος που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση, η γοητεία του δεν ανάγεται στην οικονομικη ανασφάλεια. Ο νεοφασισμός προσφέρει ψευδολύσεις πολιτικής αντιπροσώπευσης και πολιτισμικής ολοκλήρωσης. Ούτως ή άλλως στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες η οικονομική και εργασιακή ανασφάλεια προσφέρεται για μετάθεση στο πολιτισμικό επίπεδο. Οι αντιθέσεις αυτού του επιπέδου πρέπει να ερμηνεύονται και ως διαστρεβλωμένες αντανακλάσεις οικονομικών αντιθέσεων.

Ο νέος φασισμός θα συγκροτηθεί ως νέα εναλλακτική πολιτική/πολιτισμική ταυτότητα που θα προσφέρεται ως νέο, βιωματικό νόημα για τον κάθε απογοητευμένο από τον κουρασμένο κοινοβουλευτισμό, σε κάθε απαυδισμένο από τη ρηχότητα και την ανοησία του μεταμοντέρνου. Το φαινόμενο της γενικότερης «κόπωσης της νεωτερικότητας» είναι σχετικό με την άνοδο του νέου φασισμού. Η κρίση του ορθολογισμού, της τεχνοκρατίας και η αναζήτηση μιας κοινοτικής θαλπωρής θα προσφέρουν πλούσιο σχετικό υλικό.

Απέναντι στις μετα-υλιστικές αξίες της φασιστικής ακροδεξιάς θα έπρεπε να παρατίθενται οι αντίστοιχες κάποιας αριστεράς. Καθώς η τελευταία δεν αναζητά νέα νοήματα, νέους τρόπους αυτό-επιβεβαίωσης του πολίτη και μια πρόταση πολιτισμικής φυσιογνωμίας αλλά διχάζεται μεταξύ του ρεφορμιστικού μεταμοντέρνου κοσμοπολιτισμού και του ξαναζεσταμένου σταλινισμού, το κενό των εναλλακτικών αξιών και η υπέρβαση της κρίσης εγκαταλείπεται στις φασιστικές συνταγές αυτοάμυνας.

Θάνος Κωτσόπουλος

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

Το τέλος της ανάπτυξης;

Η παλιότερη διάκριση μεταξύ growth, για τις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες, και development, για τις χώρες κυρίως του Τρίτου Κόσμου δε μας αφορά πλέον.
Καθιερώσαμε κι εδώ, στην Ελλάδα, τον όρο «αύξηση της παραγωγής βάσης», για να δηλώσουμε, προφανώς, την ένταξή μας στο κλαμπ των ήδη αναπτυγμένων χωρών.

Αυτό δεν το λέμε μόνοι μας και αυθαίρετα, είναι διεθνώς αποδεκτό. Η Ελλάδα, με κριτήριο το ΑΕΠ κατά κεφαλή, φιγουράρει, μαζί με άλλες 32 χώρες: Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Καναδά, Κύπρο, Τσεχία, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ισλανδία, Χονγκ-Κονγκ, Ιρλανδία, Ισραήλ, Ιταλία, Ιαπωνία, Λουξεμβούργο, Κορέα, Μάλτα, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία, Πορτογαλία, Πουέρτο Ρίκο, Σιγκαπούρη, Σλοβενία, Ισπανία, Σουηδία και Αραβικά Εμιράτα στη λίστα του 5ου «σταδίου» ανάπτυξης (Χαρακτηριστικό του πόσο απλοϊκές είναι αυτές οι κατατάξεις είναι ότι η Ρωσία τοποθετείται στο 4ο στάδιο!).
Μια ταξινόμηση που απηχεί κάπως τη θεωρία των πέντε σταδίων του W. W. Rostow . Δυστυχώς, οι μετρήσεις και οι ταξινομήσεις που κάνουν οι διάφοροι διεθνείς «οίκοι», επιμένουν στη μονομερή, ανεπαρκή και ξεπερασμένη οικονομιστική και νεοφιλελεύθερη μέθοδο της Διεθνούς Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου: το κατά κεφαλήν εισόδημα!

Το θέμα δεν είναι φυσικά τι έχουν συμφωνήσει κάποιοι να νομίζουν αλλά ποιο περιεχόμενο μπορούμε σήμερα να δίνουμε σε παραμέτρους (οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, τεχνολογικές ή πολιτιστικές) που προσδιορίζουν την κοινωνική ανέλιξη μιας κοινωνίας ή σε δεδομένα που καθορίζουν την αύξηση του εισοδήματος και της ευημερίας.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η συζήτηση για την ανάπτυξη ήταν στην ημερήσια διάταξη. Στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών δημιουργήθηκαν πολλοί διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου), η UNCTAD (United Nations Conference on Trade and Development), η UNIDO (United Nations of Industrial Development Organization), η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης (Asian Development Bank), η Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (African Development), η Economic Commission for Latin America and the Carribean, η GATT (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου), η UNESCO (United Nations Education, Scientific and Cultural Organization), ο FAO (Food and Agriculture Organization).
Πολύς ο λόγος για τις φτωχές ή «υπανάπτυκτες» (αργότερα μετονομάστηκαν σε «αναπτυσσόμενες»). Έφτασε μάλιστα να προκύψει και ιδιαίτερος κλάδος τόσο στην οικονομική επιστήμη όσο και στην κοινωνιολογία, η Οικονομική της Ανάπτυξης ή η Κοινωνιολογία της Ανάπτυξης. Ήδη, εντωμεταξύ, υπήρχαν άλλες θεωρίες για την «διαδικασία ιστορικής ανάπτυξης» με διατυπώσεις «νομοτελειών», οι οποίες όμως δεν επαληθεύτηκαν.


Οι προσπάθειες των «οικονομιστικών» θεωριών για την ανάπτυξη οδήγησαν σε αδιέξοδα. Άρχισε να γίνεται προφανές το αυτονόητο, ότι δηλαδή η ανάπτυξη δεν είναι μόνο συνάρτηση μιας οικονομικής διάστασης αλλά επίλυσης ενός ευρύτερου πλέγματος ζητημάτων (κοινωνιολογικών, εθνικών ιδιομορφιών, θρησκείας) κυρίως όμως πολιτικών, πού είχαν σχέση με το πολιτικό σύστημα, την εξουσία, την ταξική διάρθρωση, την αποικιοκρατία και τις νέο-αποικιοκρατικές εξαρτήσεις.

Άλλα κριτήρια ανάπτυξης.
Ως τέτοια έχουν προταθεί: ο σχηματισμός κεφαλαίου μέσω επενδύσεων, ο καταμερισμός της εργασίας, η παρουσία μιας επιχειρηματικής τάξης που αναπτύσσει επιχειρηματικό πνεύμα και αναλαμβάνει κινδύνους, η προσφορά ελεύθερης εργασίας, το αναπτυξιακό κράτος κ.ά. θεωρούνται, ιδίως όταν συνυπάρχουν, ως γενικές προϋποθέσεις ανάπτυξης. Με την πάροδο του χρόνου νέοι παράγοντες κρίνονται αναγκαίοι για την προώθηση της διαδικασίας ανάπτυξης, όπως π.χ. η τεχνολογία, η παιδεία, οι συγκοινωνίες, η υγεία, ο πολιτισμός.


Την ανάπτυξη προσδιορίζει και η εξέλιξη της διάρθρωσης του
εισοδήματος και της απασχόλησης. Στα αρχικά στάδια ανάπτυξης παρατηρήθηκε ένα μεγάλο ποσοστό παραγωγής εισοδήματος από τον πρωτογενή τομέα. Χαρακτηριστικό μεταγενεστέρου σταδίου είναι η αύξηση του ποσοστού του εισοδήματος από τον δευτερογενή τομέα (βιομηχανία) και, τέλος, ενός τρίτου, ανώτερου (ή ανώτατου) σταδίου, ο θρίαμβος των υπηρεσιών (τριτογενή τομέα).
Στην εξέλιξη της ανάπτυξης παρατηρήθηκε συρρίκνωση στον πρωτογενή τομέα σε μονοψήφια ποσοστά, μέχρι και 3-4% του εθνικού εισοδήματος, μείωση του δευτερογενή στο 30-20% και μια σταδιακή αύξηση του τριτογενή τομέα πάνω από 60%. Ανάλογη αναδιάρθρωση παρατηρείται και στην απασχόληση, όπου το ποσοστό των εργαζομένων στον πρωτογενή τομέα (αγρότες), που στα αρχικά στάδια είναι υψηλό, μειώνεται υπέρ του ποσοστού αυτών που απασχολούνται στον δευτερογενή τομέα (βιομηχανικοί εργάτες) και με αυξανόμενη τάση απασχόλησης στον τριτογενή τομέα. Γι' αυτό το λόγο οι πλούσιες χώρες τείνουν να εξελιχθούν σε χώρες υπηρεσιών, η μεταποίηση και η βιομηχανία συγκεντρώνονται στις υπό-ανάπτυξη (αναπτυσσόμενες) χώρες (Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, ασιατικές χώρες), ενώ η γεωργία συρρικνώνεται.


Τα αδιέξοδα της ανάπτυξης
Σήμερα, ένας προβληματισμός για την ανάπτυξη μπορεί να καταλήγει στο ότι έχει φθάσει στα έσχατα όριά της. Δεν υπάρχει ενιαία και επαρκής θεωρία, η εφαρμογή της οποίας θα εξασφάλιζε σε όλες τις χώρες μια ανάπτυξη του τύπου που ακολούθησαν οι μεγάλες και πλούσιες καπιταλιστικές χώρες. Προφανώς. Δεν υπάρχει προοπτική όμως ούτε για το "κλαμπ" των πολύ αναπτυγμένων.
Το οικολογικό πρόβλημα θέτει κρίσιμα ζητήματα. H κατάντια των αναπτυξιακών "θαυμάτων" τύπου Ιρλανδίας ή Ντουμπάι προειδοποιεί. Μέχρι πού θα πάει η ποσοτική μεγέθυνση, μέχρι πότε θα προβάλλεται η θεωρία της αύξησης της πίτας για να φάνε λίγα περισσότερα ψίχουλα οι φτωχοί; Πόση ανάπτυξη αντέχει ο πλανήτης μας;
Η θεαματική ανάπτυξη της τεχνολογίας, ενόσω διατηρείται ο υπάρχον καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει μεν αυξήσει την παραγωγικότητα αλλά προς όφελος των καπιταλιστικών κερδών ενώ ταυτόχρονα, έχει περιορίσει χωρίς εναλλακτικές λύσεις τα φυσικά αποθέματα των πρώτων υλών.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες παρατηρείται αφενός μια πληθοπαραγωγή και αφετέρου μια αδυναμία αύξησης της αγοραστικής δύναμης των πληθυσμών λόγω ανεργίας και καθηλωμένων μισθών. Η εργατική δύναμη πολλαπλασιάζεται με την αύξηση των γεννήσεων, ενώ η τεχνολογία δεν επιτρέπει αύξηση της απασχόλησης ωθώντας τους ανέργους προς τις υπηρεσίες, των οποίων η δυνατότητα δημιουργίας καινούριων θέσεων εργασίας δεν είναι απεριόριστη. Έτσι μια μεγάλη μάζα πληθυσμών (στις φτωχές και στις αναπτυσσόμενες χώρες) πεθαίνει την ίδια στιγμή που μια πληθώρα αγαθών παραμένει αδιάθετη. Η υπάρχουσα καπιταλιστική κρίση υποδηλώνει εκ νέου τα αδιέξοδα αυτά. Φαινομενικά η ποσοτική ανάπτυξη μοιάζει να βρίσκεται στο τέλος της αν την εννοούμε μέσα στις υπάρχουσες συνθήκες (ξέφρενου καπιταλισμού και οικολογικής αδιαφορίας). Πρέπει να αναζητηθεί η ποιοτική ανάπτυξη, η Κοινωνική Λύση. Προφανώς περιθώρια για ρομαντικές και ουτοπικές λύσεις δεν υπάρχουν. Μπορεί όμως και το εύρος και το βάθος των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται να είναι τόσο μεγάλο, ώστε εντός των πλαισίων του μονοπωλιακού καπιταλισμού να είναι επίσης ουτοπικά.
Θάνος Κωτσόπουλος

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Πληροφορίες και σκέψεις για την "ανταγωνιστικότητα"

Το «Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ» δημοσίευσε πρόσφατα την Έκθεσή του για την Παγκόσμια Ανταγωνιστικότητα (2008-2009) και τη νέα κατάταξη των χωρών με κριτήριο τις σχετικές επιδόσεις τους. Σε ένα σύνολο 134 χωρών η Ελλάδα φιγουράρει στην 67η θέση.

Χώρες κάτω από εμάς είναι, με τη σειρά, η Ρουμανία (68η), το Αζερμπαϊτζάν, Βιετνάμ Φιλιππίνες, Ουκρανία, Μαρόκο, Κολομβία, Ουρουγουάη, Βουλγαρία, Σρι Λάνκα, Συρία, κλπ. Αλλά, αμέσως πάνω από εμάς είναι το Καζακστάν (66ο), το Μαυροβούνιο, η Βραζιλία, η Τουρκία, η Ουγγαρία, η Κροατία, το Μεξικό, η Κόστα Ρίκα, ο Παναμάς.
Τις 10 πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν οι ΗΠΑ (1η), η Ελβετία (2η) η Δανία (3η), η Σουηδία (4η), η Σιγκαπούρη (5η), η Φινλανδία (6η), η Γερμανία (7η), η Ολλανδία (8η), η Ιαπωνία (9η) και ο Καναδάς (10ος).

Δεν είναι καθόλου παράξενο ότι οι ΗΠΑ, παρά τη δεινή οικονομική κρίση και το τεράστιο χρέος τους, κρατούν αρκετά χρόνια τώρα την πρώτη θέση. Η επιχειρηματική κουλτούρα, η έμφαση στην καινοτομία, την έρευνα και το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης είναι μερικοί μόνο από τους παράγοντες που εξηγούν το γεγονός. Αντίστοιχα ισχύουν όχι μόνο για τη δεύτερη Ελβετία αλλά και για τις υπόλοιπες 10 πρώτες χώρες: ευνοϊκό θεσμικό και μακροοικονομικό περιβάλλον, σημαντικές επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη, εξαιρετική συνεργασία και σύνδεση παιδείας-παραγωγής, κατοχύρωση των ευρεσιτεχνιών.

Αμέσως κάτω από την Ελλάδα αρχίζει, και ο σκληρός μάλιστα, πυρήνας του Τρίτου Κόσμου (αν και θα βρούμε χώρες όπως τη Μποτσουάνα στην 56η θέση). Η χώρα μας, μολονότι κατατάσσεται στο ανώτερο «στάδιο» ανάπτυξης, το «3», μαζί με τη Φινλανδία και τη Νορβηγία, κ.ά., και όχι στα κατώτερα στάδια που χαρακτηρίζονται ανάλογα ως «1» ή «1,5» ή «2» ή «2,5» πρέπει να ντρέπεται για την ανταγωνιστικότητά της. Άλλη μια πικρή γεύση λοιπόν από τις επιδόσεις μας και το εύλογο και συγχρόνως αφελές ερώτημα «γιατί». Ακόμα και η, λόγω πολλών ομοιοτήτων και αναλογιών, «κολλητή» μας «συμμαθήτρια», η Πορτογαλία καταλαμβάνει την 43η θέση. Το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας είναι ίσως από εκείνα τα πολύ λίγα που, μολονότι οικονομικού χαρακτήρα, θίγουν κατεξοχήν το εθνικό φιλότιμο. Είναι ένα από τα πρωτεύοντα μαθήματα στον εθνικό σχολικό μας έλεγχο. Στη συνέχεια θα δούμε πιο αναλυτικά ποιοι κυρίως λόγοι μας καθηλώνουν τόσο χαμηλά.

Φυσικά, η έννοια του όρου «ανταγωνιστικότητα», [Α] εφεξής, δεν είναι ούτε ιδιαίτερα σαφής ούτε κοινώς αποδεκτή. Καθώς κινείται αναγκαστικά μέσα σ’ ένα περιβάλλον διαρκών συγκρίσεων και δοκιμασιών είναι μια έννοια ρευστή, σχετική και μεταβαλλόμενη. Παλιότερα μας αρκούσε να ορίσουμε την [Α], σε τελική ανάλυση, σαν έκφραση της εμπορικής ικανότητας, ή τη θέση μιας χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Σήμερα, καθώς η [Α] μελετάται και αναλύεται σε μεγαλύτερο βάθος, γίνεται όλο και σαφέστερο ότι με την [Α] εκφράζουμε πολύ περισσότερα πράγματα. Στους περισσότερους ορισμούς της [Α], θα διαπιστώσουμε μια σύγκλιση σ’ ένα δομημένο σύνολο παραγόντων, θεσμικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών που καθορίζουν το επίπεδο παραγωγικής αποτελεσματικότητας μιας χώρας. Έτσι η [Α] σήμερα αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς δείκτες μιας χώρας στο διεθνές περιβάλλον.

Δυστυχώς, σε κάθε ορισμό αυτού του τύπου υπάρχουν μειονεκτήματα. Υπάρχουν ανοιχτά θέματα με την έννοια της «παραγωγικότητας», η οποία κακώς συγχέεται με την ένταση εργασίας ή με την αστική θεωρία ότι όλοι οι συντελεστές της παραγωγής (και όχι μόνο η εργασία) δημιουργούν αξία. Επίσης, για να αξιολογηθεί η [Α], με όρους ελεύθερης αγοράς, πρέπει να κριθεί μέσα σε ένα γνήσια ανταγωνιστικό περιβάλλον. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, ένας τομέας με υψηλή κερδοφορία να καυχηθεί για την ανταγωνιστικότητά του αν είναι ολιγοπωλιακός, μονοπωλιακός ή προστατευμένος. Η αλήθεια είναι ότι η αξιολόγηση της [Α] των χωρών μπορεί να κρύβει περισσότερα απ’ όσα αποκαλύπτει. Όπως, ας πούμε, στην περίπτωση της Κόστα Ρίκα, που διαφημίζεται για τον υψηλό τελικό συντελεστή στην ανταγωνιστικότητά της, βαθμολογία όμως που προκύπτει από ένα συνονθύλευμα αποδεκτών και απαράδεκτων προϋποθέσεων. Δεν πρέπει λοιπόν η αξιολόγηση και η αναζήτηση της ενίσχυσης της [Α] να γίνεται ανεξάρτητα από τις ιστορικές, πολιτισμικές, ηθικές, κοινωνικές και οικονομικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας.

Πριν προχωρήσουμε ίσως χρειάζεται να επισημανθεί και δύο επιπλέον παραδοχές. (α) Η μικρή συνάφεια μεταξύ [Α] και χαμηλού κόστους εργασίας, η οποία έχει γίνει πλέον αποδεκτή από το μεγαλύτερο μέρος των οικονομολόγων. Αυτό για να αποφύγουμε κινδύνους σκληρού νεοφιλελευθερισμού ή κοινωνικού πρωτογονισμού. (β) Οι υπεραπλουστεύσεις περί «τέλειου ανταγωνισμού» οδηγούν σε ένα μονομερή συσχετισμό της [Α] με το μηχανισμό των τιμών. Ακόμα κι ο Σουμπέτερ προειδοποιούσε ότι ο πραγματικός καπιταλιστικός ανταγωνισμός δεν διεξάγεται μέσω των τιμών αλλά μέσω της τεχνολογίας. Ας μη σπεύδουν λοιπόν ορισμένοι να μεταφράζουν την [Α] ως «φτηνό εμπόρευμα-φτηνά μεροκάματα». Η έρευνα επαληθεύει αυτή τη διαπίστωση.

Ένα ακόμη μειονέκτημα στον προσδιορισμό της [Α] είναι η αδυναμία να υπάρξει συνταγή σε σχέση με τις ποικιλόμορφες συνθήκες κάθε χώρας. Πάντα όταν γίνεται αναφορά στην [Α] έχει κανείς την αίσθηση ότι πάνε να συγκριθούν ανόμοια πράγματα. Παρ’ όλα αυτά χρειάζονται κάποια κριτήρια για να μπορούν να γίνουν συγκρίσεις. Τόσο από ευρωπαίους όσο και από αμερικανικούς έχουν γίνει δεκτά διάφορα τέτοια κριτήρια προσδιορισμού της [Α], τα οποία θα ταξινομούσα γενικά σε δύο κατηγορίες: τα "ανθρωποκεντρικά" (κοινωνική ευημερία) και εκείνα των «στυγνών» οικονομικών επιδόσεων. Τα πρώτα συνδέονται με ποσοτικές αλλά κυρίως ποιοτικές αξιολογήσεις και αφορούν στο κατά κεφαλή ΑΕγχΠ, τη διατήρηση της απασχόλησης σε υψηλά επίπεδα, την αύξηση των εισοδημάτων, τις επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο, τις εργασιακές σχέσεις, το περιβάλλον και εντέλει τη γενική ευημερία. Τα δεύτερα είναι ποσοτικά και αφορούν συγκριτικές επιδόσεις της χώρας στο διεθνές εμπόριο (μερίδιο αγοράς, διείσδυση, ισοζύγιο), τιμές πώλησης των αγαθών, κόστος για το κεφάλαιο ή την εργασία, καθυπόταξη της εργασίας στο κεφάλαιο, στρατηγικές επικράτησης έναντι των αντιπάλων. Και εδώ δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές. Όλοι θα προτιμούσαν να στηριχτούν μόνο στους ανθρωποκεντρικούς τομείς που συνδέονται με την [Α]. Ωστόσο, στη σκληρή καπιταλιστική πραγματικότητα, είναι ανέφικτο. Κάθε χώρα, ανάλογα με τις πολιτικές επιλογές της αναλαμβάνει ρίσκα.
Υπάρχει ένα φάσμα προϋποθέσεων – πυλώνων που θέτουν τα διάφορα καπιταλιστικά κέντρα αξιολόγησης για να διευκολύνουν τη μέτρηση και τη σύγκριση της [Α], όπως:


Η εύρυθμη λειτουργία των θεσμών (Κράτος αποτελεσματικό, όχι γραφειοκρατικό, αξιόπιστη κυβέρνηση - καταπολέμηση της διαφθοράς και της ευνοιοκρατίας, διαφάνεια, ασφάλεια, κατοχύρωση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, ιδίως της πνευματικής, ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, εμπιστοσύνη μεταξύ ιδιωτικού-δημοσίου τομέα και καλλιέργεια της κοινωνικής ευθύνης των επιχειρήσεων).
Δίκτυο υποδομών (ποιότητα στο συγκοινωνιακό δίκτυο και τις μεταφορές)
Μακροοικονομική σταθερότητα (έλεγχος του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους, κόστος χρήματος, πληθωρισμός, αποταμίευση)
Επίπεδο εκπαίδευσης (επαγγελματικής, τεχνικής και πανεπιστημιακής, εξειδίκευση, κατάρτιση).
Μέγεθος αγοράς και λειτουργία της (προϋποθέσεις υγιούς εσωτερικού και εξωτερικού ανταγωνισμού, αντιμονοπωλιακή πολιτική, κίνητρα επιχειρηματικότητας)
Προσαρμοστικότητα και συναίνεση στην αγορά εργασίας
Σύστημα υγείας
Λειτουργικό και υγιές χρηματοπιστωτικό σύστημα (υπευθυνότητα τραπεζών, κρατικοί έλεγχοι)
Ετοιμότητα για τεχνολογική προσαρμογή,
Επιχειρηματική κουλτούρα
Επιδόσεις στην καινοτομία.

Υποτίθεται πως ο καλύτερος συνδυασμός των περισσότερων από τους παραπάνω παράγοντες φέρνει και τα καλύτερα αποτελέσματα. Αλλά κάθε χώρα έχει τα ισχυρά χαρτιά της. Η 3η Δανία, π.χ. διακρίνεται κυρίως για τη Νο 1 «ευλύγιστη» αγορά εργασίας της, ενώ η 7η Γερμανία, για το εξαιρετικό δίκτυο υποδομών της, μολονότι έχει από τις χειρότερες επιδόσεις στην ευλυγισία της αγοράς εργασίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται σε πορεία πτώσης αλλά συγκρατείται κυρίως από το ανωτέρου επιπέδου (συγκριτικά) χρηματοπιστωτικό της σύστημα και την ευέλικτη αγορά εργασίας, κ.ο.κ.

Η Ελλάδα παρουσιάζει, όπως κάθε χώρα, το δικό της «κοκτέιλ» επιδόσεων για να δώσει ένα τόσο απογοητευτικό αποτέλεσμα. Η έρευνα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ διαπιστώνει για τη χώρα μας ορισμένους ιδιαίτερα προβληματικούς τομείς οι οποίοι κατεξοχήν ευθύνονται για τη χαμηλή θέση μας στη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Στην κορυφή αυτών των κακών πρακτικών βρίσκεται η αναποτελεσματικότητα της διοίκησης και η γραφειοκρατία. Ακολουθούν κατά σειρά η αστάθεια του φορολογικού συστήματος, η μη ευέλικτη αγορά εργασίας και η διαφθορά. Κακές είναι επίσης οι επιδόσεις μας στην τεχνολογική ετοιμότητα.


Μέσα από τέτοιου τύπου διαπιστώσεις φαίνεται καθαρά ο μονόπλευρος και δογματικά νεοφιλελεύθερος τρόπος με τον οποίο οι διεθνείς οργανισμοί δήθεν αξιολογούν τις χώρες, στην ουσία όμως διατυπώνουν έμμεσες υποδείξεις και πιέσεις.

Θάνος Κωτσόπουλος