TRANSLATION

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Το κύμα του νέου φασισμού

Σήμερα, όποιος τονίζει εμφατικά την παρουσία και τη διαρκή ενίσχυση του νεοφασισμού στη χώρα μας κινδυνεύει να θεωρηθεί μονομανής. «Ο νεοφασισμός είναι περιθωριοποιημένος, γραφικός και ακίνδυνος» διαβεβαιώνουν καθησυχαστικά όσοι προβαίνουν σε δημόσιες δηλώσεις. Η γνώμη του γράφοντος είναι ότι ο φασισμός αναδύεται πλέον αβίαστα μέσα απ’ το οικείο και συμπλέκεται με το αυτονόητο. Η ταχύτητα της εξάπλωσής του, ενόψει και της οικονομικής κρίσης, είναι απρόβλεπτη.

Μακριά από την παρούσα προσέγγιση να ταυτίσει γενικώς την ακροδεξιά με το νέο φασιστικό φαινόμενο, παρά τις υπόγειες συνάφειές τους. Κάθε απόπειρα να συγκεφαλαιωθούν ποικίλα και ανεξάρτητα μεταξύ τους φαινόμενα (τυφλή βία, ρατσισμός, εθνικιστική υστερία) κάτω απ’ την ταμπέλα μόνο του νεοφασισμού αποτελεί εύκολη κινδυνολογία ή ευφάνταστη συνομωσιολογία.

Υπάρχει βέβαια ένα καλειδοσκοπικό πλήθος ιδεολογικών ρευμάτων και πολιτικών συμπεριφορών με ψήγματα φασιστικής κουλτούρας τα οποία συνολικά συνθέτουν, πιθανότατα, τη σύγχρονη, μεταμοντέρνα εικόνα του νέου φασισμού. Το ζητούμενο είναι αν μέσα σ’ αυτή την ευρύτατη ετερογένεια, την πολυδιάσπαση και την ποικιλότητα υπάρχουν βαθύτερες εκλεκτικές συγγένειες γύρω από ένα ιδεολογικό και πολιτικό πυρήνα. Δυστυχώς, λείπει η πλήρης εμπειρική τεκμηρίωση. Δεν αρκεί η καχυποψία ή η διαίσθηση για να στοιχειοθετήσει σήμα κινδύνου για ένα μεγάλο επερχόμενο φασιστικό κύμα.

Μπορεί οι καθαρόαιμοι και ανοιχτά δηλωμένοι φασίστες να αποτελούν αστείο πολιτικό μέγεθος. Άνοδος του φασισμού όμως δε σημαίνει απλό πολλαπλασιασμό αυτών των γραφικών περιπτώσεων. Ο φασισμός, αυτό το κατεξοχήν ευρωπαϊκό φαινόμενο, τρέφεται πρωτίστως από τη συλλογική άγνοια και εθελοτυφλία για τη φύση του, την οργανωμένη αποσιώπηση ορισμένων ελκυστικών στοιχείων του, από στερεότυπα για το τι είναι ή με τι μοιάζει εξωτερικά (βία, νεαροί σκίνχεντς, ναζιστικά σύμβολα). Ίσα-ίσα, το μεγάλο του πλεονέκτημα είναι η κάλυψη που του παρέχουν τέτοια απλοϊκά σχήματα. Γνωρίζουμε ότι ο φασισμός είναι μαζικός, πολυσυλλεκτικός, ρευστοποιεί τις διαχωριστικές γραμμές και νομιμοποιεί την υπέρβαση του έλλογου. Δεν υπάρχουν λοιπόν ασφαλή διαγνωστικά μέσα, αντίδοτα και αδιαπέραστα τείχη.

Ο ιστορικός φασισμός του μεσοπολέμου αποτελεί πια παρελθόν. Όταν όμως μερικοί αναρωτιούνται πού έχουν πάει οι φασίστες (και τους αναζητούν στα σύγχρονα νεοφασιστικά ή ακροδεξιά κόμματα) παριστάνουν τους αφελείς. Στη δεκαετία του ’80 η περιθωριοποίησή τους ήταν εντονότατη γιατί εμφανίστηκαν σε κραυγαλέα ταύτιση με το φασισμό του μεσοπολέμου και ιδίως το ναζισμό. Παρόμοιο λάθος δεν θα ξανακάνουν. Η ικανότητα του φασισμού έγκειται στην αξιοποίηση των οδυνηρών μαθημάτων που πήρε: κυρίως να αποσυνδέει το βαθύτερο πυρήνα του από τυπικές εξωτερικές εκδηλώσεις. Δεν ενδιαφέρουν λοιπόν τα πολιτισμικά υπολείμματα που θα συναντήσει κανείς στα γκρουπούσκουλα αλλά η κατανόηση της νέας, μετριοπαθούς μεθοδικής, τμηματικής και κοινοβουλευτικής προώθησης του.

Άλλα είναι τα ερωτήματα: τι απέγιναν ο εθνικιστικός μεσσιανισμός, ο ακραίος ριζοσπαστισμός, ο φετιχισμός του κράτους, οι αναγεννητικές επαγγελίες, η επανίδρυση και ηθικοποίηση του κράτους, ο φυλετισμός, τα διαταξικά κινήματα των δήθεν χειραφετημένων παραγωγών οργανωμένα σε ένα ενιαίο εθνικό συνδικαλισμό (κορπορατισμός), η προτεραιότητα της δράσης (ακτιβισμός), ο βιταλισμός, ο αγροτικός κοινοτισμός, η πολιτικοποίηση του χριστιανισμού, του αποκρυφισμού και του παγανισμού, ο ακροαριστερός λαϊκισμός, οι αμεσοδημοκρατικές φαντασιοκοπίες, ο κομμουνιστικός εθνικισμός, ο επαναστατικός συντηρητισμός, η απαξίωση του οίκτου, η λατρεία του ηγέτη, η καταδίκη της υλιστικής και τεχνοκρατικής νεωτερικότητας.

Ο ιστορικός φασισμός χαρακτηριζόταν από τον εκλεκτικισμό του. Συνδύαζε αριστοτεχνικά τα πιο ετερόκλητα ιδεολογικά σπέρματα. Ελάχιστα από τα ποικίλα υλικά της συνταγής του ανήκουν στο σκληρό πυρήνα του και συνιστούν αυτοτελή κίνδυνο. Τα πιο ακραία σήμερα έχουν αποσυρθεί από την κοινή θέα ή τα επικαλούνται μόνο οι κρετίνοι νοσταλγοί τους. Υπάρχει όμως και ένα υπολογίσιμο υπόλοιπο με δυνατότητες μαζικής απήχησης. Ένα υπόλοιπο που καθεαυτό δεν είναι επιλήψιμο. Ίσα-ίσα, σε συνθήκες κρίσης, σύγχυσης, αποτελμάτωσης προσφέρει γόνιμα ερεθίσματα. Μέχρι ποιου σημείου όμως.

Η μεταμοντέρνα εκδοχή του φασισμού χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ευλυγισία. Μπορεί εξίσου επιδέξια να αποκηρύσσει τη βία, να αποδέχεται την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό, να συνδυάζει τον αστικό ελιτισμό με το λαϊκισμό, τον αυταρχισμό με τη δημοψηφισματική δημοκρατία, το αντιρατσιστικό προφίλ με το βιταλισμό και να εναλλάσσει το βιολογικό ρατσισμό με τη ρητορική περί «σύγκρουσης των πολιτισμών» ή τον πολιτισμικό ρατσισμό κλπ., ανάλογα με τις συνθήκες. Ευελιξία και καρτερικότητα που τροφοδοτούνται από τη φαντασίωση της μεγάλης επιστροφής.

Ο ιστορικός φασισμός αντλούσε ψήφους από ένα ευρύτατο εκλογικό φάσμα ενώ στην ταξική σύνθεση των φασιστικών κομμάτων υπήρχε πολύ ψηλή αντιπροσώπευση των εργατών (εργοστασίων και γης), των σπουδαστών και των μεσαίων στρωμάτων. Υποτίθεται ότι τα σύγχρονα νεοφασιστικά κόμματα απευθύνονται ελάχιστα στα μεσοαστικά και υψηλής μόρφωσης κοινωνικά στρώματα αλλά κυρίως σε όλους όσοι αισθάνονται δυσαρεστημένοι, αποξενωμένοι και θιγόμενοι από την παγκοσμιοποίηση, τον κοσμοπολιτισμό, το μεταμοντέρνο φιλελευθερισμό, την κρίση της πολιτισμικής ταυτότητας και τον κοινοβουλευτικό κυνισμό. Αυτό, φυσικά, δεν ισχύει. Η διαταξικότητά του ήταν και παραμένει υπαρκτή.
Συχνά αποδίδεται η νομιμοφροσύνη του νεοφασισμού στη δημοκρατική θωράκιση των ευρωπαϊκών κρατών η οποία απονομιμοποιεί ενδεχόμενες απόπειρες ανοικτής βίας ή πραξικοπημάτων. Ιδίως σε χώρες με νωπές οδυνηρές μνήμες από στρατιωτικά πραξικοπήματα, όπως η Ελλάδα, ο νεοφασισμός δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης της δημοκρατικής νομιμότητας.

Η σχέση νεοφασισμού και ακροδεξιάς (όπως και με πολλές άλλες πολιτικές τάσεις) παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον αλλά και τα περισσότερα προβλήματα. Έτσι κι αλλιώς ήταν χαρακτηριστικό του φασισμού η απόκρυψη της ταυτότητάς του και η ικανότητά του να «μεταμορφώνεται». Από την άλλη, από την εποχή της «Συντηρητικής Επανάστασης» των δεκαετιών του ’80 και ’90, της αμερικανικής μιλιταριστικής παντοδυναμίας, της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, ο νεοφασισμός περιορίστηκε σε ένα παράπλευρο ρόλο μιας αχρείαστης δυναμικής εφεδρείας, ενός φόβητρου που ικανοποιούσε και επιθυμίες της κοινωνίας του θεάματος.

Κατά τα άλλα, ένα μέρος της συντηρητικής νοοτροπίας του φασισμού το υλοποιούσε ο μεταμοντέρνος πραγματισμός. Ένα άλλο μέρος, του «επαναστατικού» του πνεύματος, άρχισε να εκφράζεται σε ακαδημαϊκό επίπεδο ή στη σφαίρα της κριτικής των ιδεών χωρίς να φτάνει σε βαθμό πολιτικοποίησης. Ο καταναλωτισμός, η εξατομίκευση, ο τυπικός εξισωτισμός και το κοινωνικό κράτος αποδυνάμωσαν ακόμη περισσότερο τις προοπτικές του νέου φασισμού.

Απ’ την άλλη, υπάρχουν τα «δυνατά χαρτιά» του μεταμοντέρνου φασισμού. Η «πολιτική ορθότητα» των δεξιών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στο ζήτημα της μετανάστευσης, ο αποτελματωμένος συνδικαλιστικός ρεφορμισμός, η απουσία της αριστεράς, σε συνδυασμό με την έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας καλλιέργησε, ιδίως στα λαϊκά στρώματα, τάσεις ξενοφοβίας, ρατσισμού και αδιεξόδου. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την εκχώρηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σε υπερεθνικούς οργανισμούς, πρόσφεραν ευνοϊκό έδαφος στη νεοφασιστική προπαγάνδα. ( Ένα μερίδιο ευθύνης υπάρχει και στον ευρω-κεντρισμό ως εκδοχή μετα-εθνικισμού.)

Η νεοφασιστική ρητορική έγινε ανεκτή όχι μόνο από τη συντηρητική Δεξιά αλλά και από ευρύτερα συντηρητικά κοινωνικά στρώματα τα οποία αισθάνονται προδομένα από τις ελίτ των διανοουμένων και των πανεπιστημιακών. Την ίδια στιγμή ο νεοφασισμός έχει αποδεχθεί τους καινούργιους όρους, αναγνωρίζοντας ότι έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί η εποχή της «εθνικής καθαρότητας» ή της αμιγώς εθνικής αγοράς εργασίας αρκούμενος στο ρόλο ρυθμιστή των ανοχών αλλά και του άγχους της κοινωνίας απέναντι στους οικονομικούς μετανάστες.

Η επικινδυνότητα του νέου φασισμού απορρέει, κατά τη γνώμη μου, αποκλειστικά από το μόνο ολοκληρωμένο «παράδειγμά» του, τον ιστορικό ιταλικό φασισμό. Ίσως δεν είναι πολύ ακραία η άποψη ότι ο ιταλικός φασισμός υπήρξε θύμα περισσότερο του Χίτλερ και λιγότερο της ιδεολογικής του ανεπάρκειας. Δεν θα γίνει όμως εδώ εκτενέστερη αναφορά στις ρίζες του.
Τις πρώτες σοβαρές αναλύσεις για το φασιστικό φαινόμενο, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’20, έκαναν αριστεροί φιλελεύθεροι στην Ιταλία, (όπως οι Μάριο Μισιρόλι, Τζοβάνι Ζιμπόρντι, κ.ά.), συνδέοντάς τον με την επαναστατική κατάσταση μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Στον Λουίτζι Σαλβατορέλι οφείλεται η φράση ότι «ο φασισμός αντιπροσωπεύει τον ταξικό αγώνα των μικροαστών».
Την ίδια περίοδο (1923) ο Ούγγρος κομμουνιστής Γκιούλα Σας επεξεργαζόταν περαιτέρω τη μαρξιστική θέση της εποχής, ότι ο φασισμός αποτελούσε όργανο της αστικής τάξης στον αγώνα της σε βάρος της εργατικής τάξης, λέγοντας ότι ιδεολογικό του γνώρισμα είναι η διαταξικός εθνικισμός του.
Ο γερμανός Γκ. Σαντομίρσκι, τόνιζε ως ουσιώδη χαρακτηριστικά του φασισμού τον ακραίο εθνικισμό και τη φιλοπόλεμη ροπή του, χωρίς να παραλείπει εν κατακλείδι ότι τελικά ήταν η ίδια η «μπουρζουαζία» χωρίς μάσκα.
Το 1925 ο επίσης Ούγγρος κομμουνιστής Ματίας Ρακόζι δημοσίευσε στην ΕΣΣΔ ένα βιβλίο για το φασισμό στο οποίο υποστήριξε ότι οι φασίστες είναι μικροαστοί εθνικιστές που υπηρετούν τα φιλοπόλεμα σχέδια της αστικής τάξης.
Ο Γκ. Λούκατς αντιμετώπιζε το φασισμό ως «παράλογη» έκφραση της πολιτισμικής κρίσης του καπιταλισμού ενώ το ΚΚ της Ιταλίας έφτανε να θεωρεί ότι από την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία μέχρι το φασισμό υπάρχει ένα «συνεχές».
Ο Γκράμσι και ο Τολιάτι αντιμετώπισαν πιο βαθειά το φασισμό. Από τις αναλύσεις τους αξίζει να τονιστούν δύο κοινά σημεία: (α) ο φασισμός είναι αυθεντικό μαζικό κίνημα και (β) έχει ιδεολογικό πυρήνα: τον ακραίο εθνικισμό και κρατισμό.
Ο αυστρομαρξιστής Ότο Μπάουερ ερμήνευε το φασισμό ως αποτέλεσμα της ανατροπής των παλαιότερων ταξικών ισορροπιών. Η γενική τάση που επικρατούσε στις πρώιμες αναλύσεις των κομμουνιστών ήταν να μην υποτιμάται το φασιστικό φαινόμενο και γι αυτό είχαν την τάση να συμπεριλαμβάνουν στην έννοια του φασισμού ευρύτερες εθνικιστικές και αυταρχικές τάσεις.

Η έντονη ανησυχία των κομμουνιστών για το μέγεθος του φασιστικού φαινομένου έτεινε να απλώνει την καχυποψία τους. Το 5ο Συνέδριο της Κομιντέρν χαρακτήριζε το φασισμό «εργαλείο» του καπιταλισμού. Μέσα από μια τέτοια υπέρ-κριτική αντιμετώπιση ο φασισμός θεωρήθηκε ότι εκφράζει τη δεξιά πτέρυγα του καπιταλισμού ενώ ο «σοσιαλφασισμός» την «αριστερή», σοσιαλδημοκρατική πτέρυγα του καπιταλισμού.
Στην ίδια περίπου γραμμή κινήθηκε και η πλέον γνωστή και «κλασική» διατύπωση του Γκ. Δημητρόφ το 1935: «ο φασισμός αποτελεί την ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών και των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου». Η κοινωνιολογική οξυδέρκεια των τότε κομμουνιστών για το μεγάλο κοινωνικό έρεισμα του φασισμού, το ότι ακόμη δεν είχαν εκδηλωθεί οι θηριωδίες των ναζί, ο κομμουνιστικός «εθνικός» αμυντισμός για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα (την ΕΣΣΔ) και το ότι η κυβέρνηση Μουσολίνι υπήρξε, το 1924, από τις πρώτες ευρωπαϊκές που αναγνώρισαν επίσημα την ΕΣΣΔ παρέχουν, πιθανότατα, τις εξηγήσεις γιατί οι σχέσεις Ιταλίας και ΕΣΣΔ παρέμεναν φιλικές μέχρι το 1935.

Οι νεώτερες, ψυχαναλυτικές, ερμηνείες συνέβαλαν σε μια ακόμη βαθύτερη κατανόηση του φαινομένου αλλά, μολονότι είναι καίριας σημασίας, δεν είναι στις προθέσεις αυτού του κειμένου να τις παρουσιάσει και να τις σχολιάσει.

Ο ευρωπαϊκός νεοφασισμός κεφαλαιοποιείται πάνω σε δύο παράλληλες εξελίξεις: την κρίση πολιτικής νομιμοποίησης και τους πολιτισμικούς όρους του μεταμοντερνισμού. Μολονότι ο νεοφασιστικός λαϊκισμός εδράζεται στο άγχος που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση, η γοητεία του δεν ανάγεται στην οικονομικη ανασφάλεια. Ο νεοφασισμός προσφέρει ψευδολύσεις πολιτικής αντιπροσώπευσης και πολιτισμικής ολοκλήρωσης. Ούτως ή άλλως στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες η οικονομική και εργασιακή ανασφάλεια προσφέρεται για μετάθεση στο πολιτισμικό επίπεδο. Οι αντιθέσεις αυτού του επιπέδου πρέπει να ερμηνεύονται και ως διαστρεβλωμένες αντανακλάσεις οικονομικών αντιθέσεων.

Ο νέος φασισμός θα συγκροτηθεί ως νέα εναλλακτική πολιτική/πολιτισμική ταυτότητα που θα προσφέρεται ως νέο, βιωματικό νόημα για τον κάθε απογοητευμένο από τον κουρασμένο κοινοβουλευτισμό, σε κάθε απαυδισμένο από τη ρηχότητα και την ανοησία του μεταμοντέρνου. Το φαινόμενο της γενικότερης «κόπωσης της νεωτερικότητας» είναι σχετικό με την άνοδο του νέου φασισμού. Η κρίση του ορθολογισμού, της τεχνοκρατίας και η αναζήτηση μιας κοινοτικής θαλπωρής θα προσφέρουν πλούσιο σχετικό υλικό.

Απέναντι στις μετα-υλιστικές αξίες της φασιστικής ακροδεξιάς θα έπρεπε να παρατίθενται οι αντίστοιχες κάποιας αριστεράς. Καθώς η τελευταία δεν αναζητά νέα νοήματα, νέους τρόπους αυτό-επιβεβαίωσης του πολίτη και μια πρόταση πολιτισμικής φυσιογνωμίας αλλά διχάζεται μεταξύ του ρεφορμιστικού μεταμοντέρνου κοσμοπολιτισμού και του ξαναζεσταμένου σταλινισμού, το κενό των εναλλακτικών αξιών και η υπέρβαση της κρίσης εγκαταλείπεται στις φασιστικές συνταγές αυτοάμυνας.

Θάνος Κωτσόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: