TRANSLATION

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Πληροφορίες και σκέψεις για την "ανταγωνιστικότητα"

Το «Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ» δημοσίευσε πρόσφατα την Έκθεσή του για την Παγκόσμια Ανταγωνιστικότητα (2008-2009) και τη νέα κατάταξη των χωρών με κριτήριο τις σχετικές επιδόσεις τους. Σε ένα σύνολο 134 χωρών η Ελλάδα φιγουράρει στην 67η θέση.

Χώρες κάτω από εμάς είναι, με τη σειρά, η Ρουμανία (68η), το Αζερμπαϊτζάν, Βιετνάμ Φιλιππίνες, Ουκρανία, Μαρόκο, Κολομβία, Ουρουγουάη, Βουλγαρία, Σρι Λάνκα, Συρία, κλπ. Αλλά, αμέσως πάνω από εμάς είναι το Καζακστάν (66ο), το Μαυροβούνιο, η Βραζιλία, η Τουρκία, η Ουγγαρία, η Κροατία, το Μεξικό, η Κόστα Ρίκα, ο Παναμάς.
Τις 10 πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν οι ΗΠΑ (1η), η Ελβετία (2η) η Δανία (3η), η Σουηδία (4η), η Σιγκαπούρη (5η), η Φινλανδία (6η), η Γερμανία (7η), η Ολλανδία (8η), η Ιαπωνία (9η) και ο Καναδάς (10ος).

Δεν είναι καθόλου παράξενο ότι οι ΗΠΑ, παρά τη δεινή οικονομική κρίση και το τεράστιο χρέος τους, κρατούν αρκετά χρόνια τώρα την πρώτη θέση. Η επιχειρηματική κουλτούρα, η έμφαση στην καινοτομία, την έρευνα και το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης είναι μερικοί μόνο από τους παράγοντες που εξηγούν το γεγονός. Αντίστοιχα ισχύουν όχι μόνο για τη δεύτερη Ελβετία αλλά και για τις υπόλοιπες 10 πρώτες χώρες: ευνοϊκό θεσμικό και μακροοικονομικό περιβάλλον, σημαντικές επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη, εξαιρετική συνεργασία και σύνδεση παιδείας-παραγωγής, κατοχύρωση των ευρεσιτεχνιών.

Αμέσως κάτω από την Ελλάδα αρχίζει, και ο σκληρός μάλιστα, πυρήνας του Τρίτου Κόσμου (αν και θα βρούμε χώρες όπως τη Μποτσουάνα στην 56η θέση). Η χώρα μας, μολονότι κατατάσσεται στο ανώτερο «στάδιο» ανάπτυξης, το «3», μαζί με τη Φινλανδία και τη Νορβηγία, κ.ά., και όχι στα κατώτερα στάδια που χαρακτηρίζονται ανάλογα ως «1» ή «1,5» ή «2» ή «2,5» πρέπει να ντρέπεται για την ανταγωνιστικότητά της. Άλλη μια πικρή γεύση λοιπόν από τις επιδόσεις μας και το εύλογο και συγχρόνως αφελές ερώτημα «γιατί». Ακόμα και η, λόγω πολλών ομοιοτήτων και αναλογιών, «κολλητή» μας «συμμαθήτρια», η Πορτογαλία καταλαμβάνει την 43η θέση. Το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας είναι ίσως από εκείνα τα πολύ λίγα που, μολονότι οικονομικού χαρακτήρα, θίγουν κατεξοχήν το εθνικό φιλότιμο. Είναι ένα από τα πρωτεύοντα μαθήματα στον εθνικό σχολικό μας έλεγχο. Στη συνέχεια θα δούμε πιο αναλυτικά ποιοι κυρίως λόγοι μας καθηλώνουν τόσο χαμηλά.

Φυσικά, η έννοια του όρου «ανταγωνιστικότητα», [Α] εφεξής, δεν είναι ούτε ιδιαίτερα σαφής ούτε κοινώς αποδεκτή. Καθώς κινείται αναγκαστικά μέσα σ’ ένα περιβάλλον διαρκών συγκρίσεων και δοκιμασιών είναι μια έννοια ρευστή, σχετική και μεταβαλλόμενη. Παλιότερα μας αρκούσε να ορίσουμε την [Α], σε τελική ανάλυση, σαν έκφραση της εμπορικής ικανότητας, ή τη θέση μιας χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Σήμερα, καθώς η [Α] μελετάται και αναλύεται σε μεγαλύτερο βάθος, γίνεται όλο και σαφέστερο ότι με την [Α] εκφράζουμε πολύ περισσότερα πράγματα. Στους περισσότερους ορισμούς της [Α], θα διαπιστώσουμε μια σύγκλιση σ’ ένα δομημένο σύνολο παραγόντων, θεσμικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών που καθορίζουν το επίπεδο παραγωγικής αποτελεσματικότητας μιας χώρας. Έτσι η [Α] σήμερα αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς δείκτες μιας χώρας στο διεθνές περιβάλλον.

Δυστυχώς, σε κάθε ορισμό αυτού του τύπου υπάρχουν μειονεκτήματα. Υπάρχουν ανοιχτά θέματα με την έννοια της «παραγωγικότητας», η οποία κακώς συγχέεται με την ένταση εργασίας ή με την αστική θεωρία ότι όλοι οι συντελεστές της παραγωγής (και όχι μόνο η εργασία) δημιουργούν αξία. Επίσης, για να αξιολογηθεί η [Α], με όρους ελεύθερης αγοράς, πρέπει να κριθεί μέσα σε ένα γνήσια ανταγωνιστικό περιβάλλον. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, ένας τομέας με υψηλή κερδοφορία να καυχηθεί για την ανταγωνιστικότητά του αν είναι ολιγοπωλιακός, μονοπωλιακός ή προστατευμένος. Η αλήθεια είναι ότι η αξιολόγηση της [Α] των χωρών μπορεί να κρύβει περισσότερα απ’ όσα αποκαλύπτει. Όπως, ας πούμε, στην περίπτωση της Κόστα Ρίκα, που διαφημίζεται για τον υψηλό τελικό συντελεστή στην ανταγωνιστικότητά της, βαθμολογία όμως που προκύπτει από ένα συνονθύλευμα αποδεκτών και απαράδεκτων προϋποθέσεων. Δεν πρέπει λοιπόν η αξιολόγηση και η αναζήτηση της ενίσχυσης της [Α] να γίνεται ανεξάρτητα από τις ιστορικές, πολιτισμικές, ηθικές, κοινωνικές και οικονομικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας.

Πριν προχωρήσουμε ίσως χρειάζεται να επισημανθεί και δύο επιπλέον παραδοχές. (α) Η μικρή συνάφεια μεταξύ [Α] και χαμηλού κόστους εργασίας, η οποία έχει γίνει πλέον αποδεκτή από το μεγαλύτερο μέρος των οικονομολόγων. Αυτό για να αποφύγουμε κινδύνους σκληρού νεοφιλελευθερισμού ή κοινωνικού πρωτογονισμού. (β) Οι υπεραπλουστεύσεις περί «τέλειου ανταγωνισμού» οδηγούν σε ένα μονομερή συσχετισμό της [Α] με το μηχανισμό των τιμών. Ακόμα κι ο Σουμπέτερ προειδοποιούσε ότι ο πραγματικός καπιταλιστικός ανταγωνισμός δεν διεξάγεται μέσω των τιμών αλλά μέσω της τεχνολογίας. Ας μη σπεύδουν λοιπόν ορισμένοι να μεταφράζουν την [Α] ως «φτηνό εμπόρευμα-φτηνά μεροκάματα». Η έρευνα επαληθεύει αυτή τη διαπίστωση.

Ένα ακόμη μειονέκτημα στον προσδιορισμό της [Α] είναι η αδυναμία να υπάρξει συνταγή σε σχέση με τις ποικιλόμορφες συνθήκες κάθε χώρας. Πάντα όταν γίνεται αναφορά στην [Α] έχει κανείς την αίσθηση ότι πάνε να συγκριθούν ανόμοια πράγματα. Παρ’ όλα αυτά χρειάζονται κάποια κριτήρια για να μπορούν να γίνουν συγκρίσεις. Τόσο από ευρωπαίους όσο και από αμερικανικούς έχουν γίνει δεκτά διάφορα τέτοια κριτήρια προσδιορισμού της [Α], τα οποία θα ταξινομούσα γενικά σε δύο κατηγορίες: τα "ανθρωποκεντρικά" (κοινωνική ευημερία) και εκείνα των «στυγνών» οικονομικών επιδόσεων. Τα πρώτα συνδέονται με ποσοτικές αλλά κυρίως ποιοτικές αξιολογήσεις και αφορούν στο κατά κεφαλή ΑΕγχΠ, τη διατήρηση της απασχόλησης σε υψηλά επίπεδα, την αύξηση των εισοδημάτων, τις επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο, τις εργασιακές σχέσεις, το περιβάλλον και εντέλει τη γενική ευημερία. Τα δεύτερα είναι ποσοτικά και αφορούν συγκριτικές επιδόσεις της χώρας στο διεθνές εμπόριο (μερίδιο αγοράς, διείσδυση, ισοζύγιο), τιμές πώλησης των αγαθών, κόστος για το κεφάλαιο ή την εργασία, καθυπόταξη της εργασίας στο κεφάλαιο, στρατηγικές επικράτησης έναντι των αντιπάλων. Και εδώ δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές. Όλοι θα προτιμούσαν να στηριχτούν μόνο στους ανθρωποκεντρικούς τομείς που συνδέονται με την [Α]. Ωστόσο, στη σκληρή καπιταλιστική πραγματικότητα, είναι ανέφικτο. Κάθε χώρα, ανάλογα με τις πολιτικές επιλογές της αναλαμβάνει ρίσκα.
Υπάρχει ένα φάσμα προϋποθέσεων – πυλώνων που θέτουν τα διάφορα καπιταλιστικά κέντρα αξιολόγησης για να διευκολύνουν τη μέτρηση και τη σύγκριση της [Α], όπως:


Η εύρυθμη λειτουργία των θεσμών (Κράτος αποτελεσματικό, όχι γραφειοκρατικό, αξιόπιστη κυβέρνηση - καταπολέμηση της διαφθοράς και της ευνοιοκρατίας, διαφάνεια, ασφάλεια, κατοχύρωση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, ιδίως της πνευματικής, ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, εμπιστοσύνη μεταξύ ιδιωτικού-δημοσίου τομέα και καλλιέργεια της κοινωνικής ευθύνης των επιχειρήσεων).
Δίκτυο υποδομών (ποιότητα στο συγκοινωνιακό δίκτυο και τις μεταφορές)
Μακροοικονομική σταθερότητα (έλεγχος του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους, κόστος χρήματος, πληθωρισμός, αποταμίευση)
Επίπεδο εκπαίδευσης (επαγγελματικής, τεχνικής και πανεπιστημιακής, εξειδίκευση, κατάρτιση).
Μέγεθος αγοράς και λειτουργία της (προϋποθέσεις υγιούς εσωτερικού και εξωτερικού ανταγωνισμού, αντιμονοπωλιακή πολιτική, κίνητρα επιχειρηματικότητας)
Προσαρμοστικότητα και συναίνεση στην αγορά εργασίας
Σύστημα υγείας
Λειτουργικό και υγιές χρηματοπιστωτικό σύστημα (υπευθυνότητα τραπεζών, κρατικοί έλεγχοι)
Ετοιμότητα για τεχνολογική προσαρμογή,
Επιχειρηματική κουλτούρα
Επιδόσεις στην καινοτομία.

Υποτίθεται πως ο καλύτερος συνδυασμός των περισσότερων από τους παραπάνω παράγοντες φέρνει και τα καλύτερα αποτελέσματα. Αλλά κάθε χώρα έχει τα ισχυρά χαρτιά της. Η 3η Δανία, π.χ. διακρίνεται κυρίως για τη Νο 1 «ευλύγιστη» αγορά εργασίας της, ενώ η 7η Γερμανία, για το εξαιρετικό δίκτυο υποδομών της, μολονότι έχει από τις χειρότερες επιδόσεις στην ευλυγισία της αγοράς εργασίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται σε πορεία πτώσης αλλά συγκρατείται κυρίως από το ανωτέρου επιπέδου (συγκριτικά) χρηματοπιστωτικό της σύστημα και την ευέλικτη αγορά εργασίας, κ.ο.κ.

Η Ελλάδα παρουσιάζει, όπως κάθε χώρα, το δικό της «κοκτέιλ» επιδόσεων για να δώσει ένα τόσο απογοητευτικό αποτέλεσμα. Η έρευνα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ διαπιστώνει για τη χώρα μας ορισμένους ιδιαίτερα προβληματικούς τομείς οι οποίοι κατεξοχήν ευθύνονται για τη χαμηλή θέση μας στη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Στην κορυφή αυτών των κακών πρακτικών βρίσκεται η αναποτελεσματικότητα της διοίκησης και η γραφειοκρατία. Ακολουθούν κατά σειρά η αστάθεια του φορολογικού συστήματος, η μη ευέλικτη αγορά εργασίας και η διαφθορά. Κακές είναι επίσης οι επιδόσεις μας στην τεχνολογική ετοιμότητα.


Μέσα από τέτοιου τύπου διαπιστώσεις φαίνεται καθαρά ο μονόπλευρος και δογματικά νεοφιλελεύθερος τρόπος με τον οποίο οι διεθνείς οργανισμοί δήθεν αξιολογούν τις χώρες, στην ουσία όμως διατυπώνουν έμμεσες υποδείξεις και πιέσεις.

Θάνος Κωτσόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: