TRANSLATION

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Ενας καφές με τον κύριο Βενέδικτο (Μπαρούχ)

Επιλέγω τρία“επίκαιρα” σημεία από τον Σπινόζα στα οποία ίσως θα ήθελαν να ανατρέξουν όσοι αισθάνονται τώρα βαριά την ώρα και αγχώδες το μέλλον της πατρίδας τους.
Πρώτο σημείο: in civitate quam in solitudine. “Ο άνθρωπος που καθοδηγείται από τη λογική είναι ελεύθερος περισσότερο μέσα σε μια πολιτεία, στην οποία ζει μετά από κοινή απόφαση, παρά στη μοναξιά” (Homo, qui ratione ducitur, magis in civitate, ubi ex communi decreto vivit, quam in solitudine, ubi sibi soli obtemperat, liber est. Ethica, Pars IV, PROP. LXXIII).
Πολλές φορές έχουμε αισθανθεί την επιθυμία εξόδου από το ευρωπαϊκό πλαίσιο, όπου οι δεσμεύσεις είναι σκληρές και εν πολλοίς άδικες αν και αναγνωρίζουμε ότι είναι ορατές, ρητές και προαπαιτούν την κατανόηση τους ως οδυνηρού αλλά πραγματιστικού συμβιβασμού. Ταυτόχρονα, μια άλλη, αντίρροπη επιθυμία αναδύεται από τη συλλογική μας ψυχή, εκείνη της συμπόρευσης με τα ευρωπαϊκά έθνη, ιδίως όσο περισσότερο είναι ευρωπαϊκά και λιγότερο “έθνη”. Ο φόβος της μοναξιάς αλλά και η επιθυμία του ανήκειν σε μια ομάδα κρατών και σε ένα πολιτισμό ο οποίος υπόσχεται ακόμα στη φαντασία αλλά και στη διάνοια μια δυνατότητα καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη συνθέτουν ως ενιαίο πάθος τη ευρωκεντρική μας τάση. Οι σταθμίσεις αυτές, όπως σχεδόν όλες, δεν έχουν ακόμη μεταφερθεί στο επίπεδο της καθαρής λογικής και είναι αμφίβολο αν ποτέ αυτό συμβεί.
Ανατρέχω όμως στον Σπινόζα διότι δεν παύει να τονίζει τη σχέση μεταξύ λογικής και συναισθηματικής επήρειας: “ Η αληθής, στο βαθμό που είναι αληθής, γνώση του καλού και του κακού καμιά συναισθηματική επήρεια δεν μπορεί να καταστείλει παρά μόνο στο βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί συναισθηματική επήρεια” (Vera boni et mali cognitio, quatenus vera, nullum affectum coercere potest; sed tantum quatenus ut affectus consideratur। όπ.αν.PROP. XIV). Ακόμα κι αν ορισμένοι (όντως ή όχι) κατέχουν τη γνώση του καλού για ένα επίδικο ζήτημα, μόνο ανάγοντας τη γνώση αυτή στο επίπεδο του πάθους (κατά Σπινόζα) μπορούν να ελπίζουν στην επικράτηση της λογικά ορθής αξίωσης τους.
Η σχέση είναι στενή και ενδιαφέρουσα αλλά δεν φτάνει σε σημείο του ολικού υποβιβασμού της λογικής σε πάθος. Αυτό θα ισοδυναμούσε με κατάργηση του ορθού λόγου. Αν η λογική δεν μπορεί να επιβληθεί σε μια συναισθηματική επήρεια παρά μόνο αν μετασχηματιστεί και η ίδια σε συναισθηματική επήρεια αυτό δεν σημαίνει ότι η συνέργεια λογικής και “αγαθών” παθών δεν μπορεί να είναι καρποφόρα: “ Όποιος ζει υπό την καθοδήγηση του λόγου όσο μπορεί προσπαθεί να αντισταθμίζει το μίσος, την οργή, την απαξίωση του άλλου προς αυτόν με αγάπη, γενναιοφροσύνη” (Qui ex ductu rationis vivit, quantum potest, conatur alterius in ipsum odium, iram, contemptum etc. amore contra sive generositate compensare. όπ. αν. PROPOSITIO XLVI.). Η γενναιοφροσύνη ορίζεται, κατά τον Σπινόζα, ως Επιθυμία με την οποία καθένας προσπαθεί με μόνες τις υπαγορεύσεις του λόγου να επικουρεί τους υπολοίπους ανθρώπους και συνάπτει φιλία μαζί τους (Per generositatem autem cupiditatem intelligo, qua unusquisque ex solo rationis dictamine conatur reliquos homines iuvare et sibi amicitia iungere, Ethica, Pars III, Prop. LIX, Scholium).
Πολιτικά, και ειδικότερα στην αμφιθυμία μεταξύ εξόδου από την ΕΕ ή ένθερμης παραμονής σε αυτήν, η επικράτηση μείγματος “ανώτερων” συναισθηματικών επηρειών του τύπου της αγάπης ή της γενναιοδωρίας (βλ. “Ευρώπη των λαών, κοινωνική Ευρώπη” κ.λπ.) με άλλους λογικούς συλλογισμούς φαίνεται ουτοπική. Συνεπώς, η όλη διαδικασία της απόφασης θα τελεί υπό τη συνθήκη της παραπάνω Πρότασης ΧΧΙV.
Δεύτερο σημείο: conatus preservandi. Η ζωτικότητα, ως στοιχείο επιβίωσης του ελληνικού έθνους. Ο Σπινόζα καλεί στο παλιό των σχολαστικών esse est agere. Αρετή είναι η δύναμη δράσεως, τόσο επί του εαυτού μας όσο και επί των άλλων. Η επιθυμία είναι η πραγματική ουσία του ανθρώπου (Cupiditas est ipsa hominis essentia, Ethica, Pars IV, Prop. XVIII ) ήτοι, η προσπάθεια του ανθρώπου να εμμείνει στο είναι του (hoc est, conatus, quo homo in suo esse perseverare conatur, στο ίδιο). Η αναγνώριση του αγώνα για την ύπαρξη, (conatus preservandi) ως ενεργού ουσίας κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας οδηγεί στην παραδοχή της ιδιοτέλειας των κινήτρων που την προκαλούν. Με ένα περιεκτικό τρόπο, από τον οποίο δεν μπορεί να μην άντλησε ο Μπένθαμ, ο Σπινόζα ορίζει ως καλό ό,τι είναι ωφέλιμο και κακό ό,τι μας εμποδίζει να είμαστε συγκάτοχοι ενός καλού (Per bonum id intelligam, quod certo scimus nobis esse utile. Ethica, Pars IV, Def. I, και Per malum autem id, quod certo scimus impedire, quominus boni alicuius simus compotes Ethica, Pars IV, II.) Καλό είναι το ωφέλιμο και ωφέλιμο είναι ό,τι μας διατηρεί. Χαρά είναι η μεταβατική διαδικασία προς την τελειότητα (perfectio), την αύξηση της δυνάμεως ως δημιουργικής δυνατότητας. (Per laetitiam itaque in sequentibus intelligam passionem, qua mens ad maiorem perfectionem transit; Ethica, Pars III, Prop. XI, Scholium). Κάθε αίσθημα το οποίο υποστέλλει τη ζωτικότητα μας είναι αδυναμία και όχι αρετή. Ο Σπινόζα ακολουθεί τον Χομπς κατατάσσοντας τα όντα αναλόγως της ικανότητάς τους να ενεργούν ή να παράγουν αποτελέσματα.
Παράλληλα, συνδεόμενος ευθέως με την στωική παράδοση, δίνει τη δική του εκδοχή για την ιδία φύση του ανθρώπου. Η επικέντρωση στη ζωτική φυσική δύναμη δεν εδράζεται μόνο στο “ηγεμονικόν” των στωικών αλλά στην ενότητα ψυχής και σώματος, λόγου και παθών. Μέσα σε αυτό το αέναο εργαστήρι διεξάγεται το στοίχημα της γέννεσης και κατεργασίας της ηθικότητας η οποία δεν έχει μια δεδομένη και μονοσήμαντη εκπόρευση από το Λόγο. Η δραστικότερη επαναφορά της ηθικότητας στα θεμέλια της φύσης προσιδιάζει στον ελληνικό προσανατολισμό του αισθητικού ανθρωπισμού και αυτό θα πρέπει να έχουμε κατά νου.
Το δεύτερο σημείο εφιστά την προσοχή στην εθνική μας ανασύνταξη και επιβίωση. Το conatus, ο αγώνας, είναι πάντα φυσικός όρος και προτεραιότητα ενός κοινωνικού συνόλου πριν οποιαδήποτε άλλη επιθυμία ή συλλογισμό.
Αμφότερα τα σημεία παραπέμπουν στην στάθμιση της προαναφερθείσας αμφιθυμίας σχετικά με το ανήκειν ή μη.
Τρίτο σημείο: indignatio: είναι ηθική η εξέγερση;
Ας δούμε όμως κάποιους συλλογισμούς του Σπινόζα κυρίως από το τελευταίο και ημιτελές έργο του Tractatus Politicus, όπου, πρώτος, έθεσε στην πολιτική θεωρία το ζήτημα της αγανάκτησης (indignatio).
Αφετηριακό σημείο και σε άμεση συνάφεια με όσα προαναφέρθηκαν, είναι το αξίωμα ότι τα θεμέλια της κρατικής εξουσίας (fundamenta imperii) δεν στηρίζονται σε αρχές λογικής (ex rationis documentis) αλλά από την κατάσταση και την κοινή φύση των ανθρώπινων όντων (ex hominum communi natura seu conditione) δηλαδή από τα “πάθη” στα οποία αναγκαστικά υπόκεινται. Ζεύγη παθών: από “κοινωνικά”, όπως η συμπόνια και η φιλοτιμία για έπαινο αλλά και “αντικοινωνικά”, όπως ο φθόνος και η τυραννική ματαιοδοξία συνεπιδρούν στη γέννηση του κράτους. Τα άτομα αισθάνονται τη φυσική επιθυμία να προστατευθούν, κινούμενα από τα πάθη και το ατομικό τους συμφέρον και όχι από το λόγο ενός κοινωνικού συμβολαίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η έννοια της indignatio ορίζεται από τον Σπινόζα ως βαθύτατα κοινωνική: αγανάκτηση αντιθέτως (ονομάζουμε) το μίσος προς εκείνον που έκανε κακό σ' έναν άλλο (et contra odium erga illum, qui alteri malefecit, indignationem appellabimus). Αυτό είναι και το εκρηκτικό στοιχείο της indignatio: δεν είναι η αγανάκτηση του καθενός επειδή ο ίδιος αδικείται αλλά η αλτρουιστική αγανάκτηση, αυτή που αισθάνονται οι τρίτοι απέναντι στα θύματα μιας αυθαιρεσίας. Συνεπώς η indignatio στην ακριβολογία του Σπινόζα προσιδιάζει ως εκδήλωση συναισθηματικού πάθους των μη θιγόμενων. Γι αυτό και όταν εκδηλωθεί πρέπει να εξετάζεται αν πρόκειται γι αυτό το είδος indignatio, οπότε και η νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας πρέπει να θεωρείται απολεσθείσα.
Ενώ λοιπόν στην “Ηθική” ο Σπινόζα σποράδην επικρίνει την αγανάκτηση, στην “Πολιτική Πραγματεία” την τοποθετεί ως καίρια έννοια στο πλαίσιο της νομιμοποίησης της κρατικής εξουσίας. Διότι όταν η αγανάκτηση προκαλείται στους πολίτες από νόμους και διατάγματα της εξουσίας τότε υπονομεύεται η κοινή ευπραγία. Τότε τα ανθρώπινα όντα οδηγούνται εκ φύσεως (ductu naturae) στο δικαίωμα της εξεγέρσεως και της συνωμοτικής δράσεως (in unum conspiranti). Επομένως η εξέγερση δεν είναι ιδεολογικό ή πολιτικό εφεύρημα αλλά φυσική ανάγκη. Τότε όμως τίθενται σε κίνδυνο τα θεμέλια της κοινοπολιτείας, από τη στιγμή που η αυθαίρετη εξουσία δίνει το δικαίωμα της συνωμοσίας και της εξεγέρσεως διότι τότε αναιρείται η ίδια η αρχή της ισχύος της πλειοψηφίας (jus civitatis communi multitudinis potentia definitur). Όσο περισσότερο αναπτύσσεται η αγανάκτηση (indignatio) τόσο περισσότερο η νομιμοποίηση του κράτους απομειώνεται. Είναι απολύτως αντίθετο συνεπώς, κατά τον Σπινόζα, στην ίδια τη φύση του κράτους κάθε πράξη της εξουσίας που προκαλεί αγανάκτηση στα πλήθη και μετατρέπει την κατάσταση ειρηνικής συνύπαρξης (status civilis) σε κατάσταση έχθρας και εμφύλιας σύρραξης (status hostilitatis).
Ειδικότερα, η ενεργοποίηση των παθών διεγείρεται από την κατοχή των πραγμάτων. Έτσι, βλέπουμε ότι η φύση των ανθρώπων είναι ρυθμισμένη έτσι ώστε τις περισσότερες φορές να συμπονούν όσους δυστυχούν και να φθονούν όσους ευτυχούν και με τόσο περισσότερο μίσος όσο περισσότερο επιθυμούν το πράγμα που φαντάζονται ότι κατέχει ο άλλος “videmus itaque cum hominum natura plerumque ita comparatum, esse ut eorum, quibus male est, misereantur, et quibus bene est, invideant, et (per prop. praeced.) eo maiore odio, quo rem, qua alium potiri imaginantur, magis amant.” (Ethica, III, prop. XXXII)



Θάνος Κωτσόπουλος