TRANSLATION

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

Εθνικά προβλήματα του αραβικού κόσμου. Η πολιτική των αραβικών κομμουνιστικών κομμάτων και της Διεθνούς.

Η στάση των κομμουνιστών στον αγώνα των αποικιοκρατούμενων χωρών για εθνική απελευθέρωση έπρεπε να πάρει υπόψη δύο πράγματα: τη βοήθεια στο νεαρό ακόμη κράτος της ΕΣΣΔ και την προώθηση της προλεταριακής επανάστασης. Τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια το σύνθημα ήταν, «Βοήθεια την Οκτωβριανή επανάσταση με άλλες επαναστάσεις, προλεταριακές ή εθνικές». Γενικά επικρατούσε αισιοδοξία. Στην εναρκτήρια ομιλία του στο πρώτο συνέδριο της Κομιντέρν το 1919 ο Ζηνόβιεφ δήλωνε: «Πραγματοποιήθηκε ήδη η πρώτη νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση σε μια μεγάλη χώρα. Ισχυρές επαναστάσεις βρίσκονται σε εξέλιξη στη Γερμανία και την Ουγγαρία. Πώς μπορεί κανείς να μας θεωρεί αδύναμους; Το σύνθημά μας είναι μια Διεθνής Δημοκρατία των Σοβιέτ, κι αυτό κανείς δεν μπορεί να το χαρακτηρίσει ουτοπία.»
Το 1920 το Συνέδριο του Μπακού προσκαλούσε τους λαούς της Ανατολής, συμπεριλαμβανομένων και των αγροτών της Συρίας, της Μεσοποταμίας και της Αραβίας να παλέψουν με στόχο τις σοβιετικές δημοκρατίες. Στο συνέδριο αυτό ο Ζηνόβιεφ χρησιμοποίησε ένα λόγο σχεδόν θρησκευτικού ύφους, χρησιμοποιώντας έννοιες οικείες στο μουσουλμανικό κόσμο, προσφεύγοντας στην επίκληση του «ιερού πολέμου», όπως τα πανάρχαια χρόνια, εναντίον του ιμπεριαλισμού. Τη στιγμή εκείνη «ιερός πόλεμος» δε σήμαινε και πολλά πράγματα και αν είχε κάποιο πρακτικό νόημα, αυτό συνδεόταν μάλλον με το εθνικό ζήτημα παρά με σοσιαλιστικές προοπτικές.
Έτσι κι αλλοιώς οι εκκλήσεις αυτές είχαν μικρή ανταπόκριση και έδειξαν ότι έκφραζαν μάλλον ένα κλίμα ευφορίας και ενθουσιασμού. Οι συνθήκες στις χώρες εκείνες ήταν πολύ πιο πολύπλοκες και σύνθετες. Από τους 1891 αντιπροσώπους μόνο τρεις ήταν Άραβες. Πολύ σύντομα θα γινόταν φανερή η οπισθοχώρηση του επαναστατικού κινήματος στην Ευρώπη και μόνο η Κίνα κρατούσε ζωντανή την ελπίδα. Το 1921 και ενώ στην ΕΣΣΔ δοκιμαζόταν η ΝΕΠ το 3ο συνέδριο της Διεθνούς αναπροσδιόριζε τους στόχους: αντί της κατάκτησης της εξουσίας κατάκτηση του νου και της καρδιάς των μαζών στην Ευρώπη και την Αμερική. Το νέο σύνθημα ήταν: «Βοήθεια στην ΕΣΣΔ μέσω της πάλης για εθνική ανεξαρτησία και της μετατροπής της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική». Οπότε υιοθετήθηκε η γραμμή του αντιμπεριαλιστικού μετώπου, ιδίως για χώρες που δεν υπήρχε προλεταριάτο. Αναλόγως του βαθμού ανάπτυξης της κάθε χώρας μπορούσε να σχηματιστεί μια συμμαχία τεσσάρων τάξεων: της εργατικής, της αγροτιάς, των μικροαστών και των διανοουμένων. Τα κομμουνιστικά κόμματα μπορούσαν να προσεγγίζουν, να συνεργάζονται ή και να συμμετέχουν σε «εθνικά» αστικά κόμματα, υπό την προϋπόθεση να μην εγκαταλείπουν την αυτόνομη οργάνωση και δράση τους. Το ζήτημα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στις μη αναπτυγμένες χώρες μπήκε στην άκρη. Αυτή ήταν η γραμμή όχι μόνο του Στάλιν αλλά και του Μπουχάριν.
Οι κομμουνιστές εφάρμοσαν τη γραμμή αυτή υποστηρίζοντας τα εθνικά κινήματα, ακόμα και τα εθνικιστικά και αντικομμουνιστικά, όπως του Κεμάλ ή του Τσάνγκαϊ Σεκ.
Στα πλαίσια του αντιαποικιοκρατικού αγώνα των Αράβων οι γάλλοι κομμουνιστές υποστήριξαν τα αντιγαλλικά κινήματα στη Β. Αφρική και τη Συρία την περίοδο 1925-26. Στις κατηγορίες γάλλων σοσιαλιστών ότι οι κομμουνιστές έφταναν να υποστηρίζουν πολύ αντιδραστικά, ακροδεξιά κινήματα ο Πιέρ Σεμάρ, τότε γραμματέας του γαλλικού Κ.Κ. απαντούσε ότι φυσικά έχουν επίγνωση οι κομμουνιστές για το ποιοι είναι αυτοί οι αντιδραστικοί ηγέτες αλλά ότι πρέπει όλοι να καταλάβουν πως προέχει η νικηφόρα έκβαση του αντιαποικιοκρατικού αγώνα και η κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας.
Ωστόσο, δεν πρέπει να σχηματιστεί η εντύπωση ότι η υποταγή στη γεωστρατηγική των δύο πόλων (ιμπεριαλισμού – σοσιαλισμού) και η υποστήριξη των αστικών εθνικιστικών αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων μείωνε τη συνειδητή παρακολούθηση του θέματος από την Κομιντέρν. Το 4ο Συνέδριο του 1922 εφιστούσε την προσοχή στους κομμουνιστές των αποικιοκρατούμενων χωρών να μην παραμελούν τον ταξικό αγώνα στο όνομα της ενότητας για την εθνική απελευθέρωση.

Η εικόνα άλλαξε μετά το 1928. Στο 6ο Συνέδριο της Κομιντέρν τονίστηκε η ενίσχυση της ταξικής πάλης του προλεταριάτου ακόμη και απέναντι στις μικροαστικές και ρεφορμιστικές παρεκκλίσεις. Ο αγώνας για την ανατροπή του ιμπεριαλισμού γίνεται πλεόν στο όνομα της προλεταριακής επανάστασης. Η γραμμή αυτή δημιούργησε τεράστια προβλήματα απομόνωσης των κομμουνιστικών κομμάτων. Οι «μάζες» στη Γαλλία πολύ δύσκολα μπορούσαν να αντιληφθούν τον Μπλουμ ως εχθρό τους. Στη Γερμανία η ίδια γραμμή έπρεπε να κρατηθεί τη στιγμή που ο Χίτλερ επικρατούσε. Την ίδια ώρα μικρά, περιθωριακά κομμουνιστικά κόμματα δρούσαν στις αραβικές χώρες χωρίς επιρροή στο λαό.

Ερχόμαστε τώρα σ’ ένα κρίσιμο σημείο. Ενώ στην Ευρώπη η αριστερόστροφη αυτή «διόρθωση» που επέβαλλε το 6ο Συνέδριο της Κομιντέρν οδηγούσε σε περιθωριοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων γιατί στις μάζες κυριαρχούσε μια κουλτούρα ορθολογικής στάθμισης της κατάστασης που έδειχνε το μαξιμαλισμό του εγχειρήματος, στις αραβικές χώρες δεν υπήρχαν αντίστιχες ορθολογικές αξιώσεις. Μπορεί κανείς να το εξηγήσει είτε υποθέτοντας ότι είχε απήχηση ως «μεσσιανικός» λόγος ή ότι πέτυχε η χημεία εθνικοπατριωτικού και ταξικού πολιτικού λόγου. Στις αποικιοκρατούμενες χώρες λοιπόν εμφανίζεται το υβρίδιο του «προλεταριακού πατριωτισμού».
Η Κομιντέρν του 1928 αποδεχόταν την ύπαρξη σταδίων μετασχηματισμού της κοινωνίας από το εθνικό – αστικοδημοκρατικό στο σοσιαλιστικό. Δεν έπαυε όμως να θεωρεί δευτερεύοντα το ρόλο των αποικιοκρατούμενων χωρών στην ανατροπή του καπιταλισμού. Τα κομμουνιστικά κόμματα της Συρίας και της Παλαιστίνης επισήμαιναν τους κινδύνους διολίσθησης των αστών εθνικιστών σε πολιτικές συνεργασίας και υποταγής στους ξένους αποικιοκράτες. Την ίδια αριστερόστροφη γραμμή ακολουθεί και το Κ.Κ. της Αιγύπτου, το οποίο π.χ. χαρακτήριζε το κόμμα Wafd αντεπαναστατικό, εθνορεφορμιστικό κόμμα των πλουσίων που στόχευε στην καταστολή του επαναστατικού κινήματος.
Ωστόσο η ασάφεια και η αμφιταλάντευση ήταν ορατή. Το Κ.Κ. Αιγύπτου έβαζε ως στόχο τη δημιουργία ενός επαναστατικού αντιιμπεριαλιστικού παναραβικού μετώπου στο οποίο θα συμμετείχαν οι μάζες των εργατών, των αγροτών και των μικροαστικών στρωμάτων των πόλεων και το οποίο θα είχε σαν βάση του την εργατο-αγροτική συμμαχία. Με τα μικροαστικά στρώματα θα υπήρχε περισσότερο «ενότητα στη δράση».
Το Κ.Κ. Παλαιστίνης καλούσε τους αγρότες σε συμμαχία με την εργατική τάξη κατά των ιμπεριαλιστών, των σιωνιστών και των μεγαλογαιοκτημόνων ταυτόχρονα με την πάλη για εθνική ανεξαρτησία. Από αυτά τα μικρά κομμουνιστικά κόμματα των ανατολικών αραβικών κρατών προβλήθηκε το σύνθημα της παναραβικής ένωσης. Το Κ.Κ. Παλαιστίνης καλούσε σε πάλη για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας που δεν ήταν υπόθεση μόνο κάθε χώρας, μόνο μέσα στα πλαίσια των τεχνητά και αυθαίρετα από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις καθορισμένων συνόρων αλλά όλων των Αράβων, σ’ ένα παναραβικό επίπεδο. Την ίδια στιγμή ριχνόταν η ιδέα για μια κοινή εφημερίδα για την Αιγυπτο, τη Συρία, την Παλαιστίνη και το Ιράκ. Τα κομμουνιστικά κόμματα των χωρών της βορειοδυτικής Αφρικής (Μαγκρέμπ), ιδίως της Τυνησίας και της Αλγερίας δέχονταν κριτική από τα ανατολικά αραβικά κομμουνιστικά για τη δεξιά πολιτική τους και την παράδοση του αγώνα στον αστικό εθνικισμό, και επιχειρήθηκε να αποσπαστούν από την επιρροή του γαλλικού Κ.Κ.
Παρά τη μικρή τους απήχηση αυτά τα «ανατολικά» αραβικά Κ.Κ. είχαν πετύχει να διεισδύσουν ιδεολογικά στα μικροαστικά αλλά και μεσοαστικά στρώματα. Οι θέσεις τους για το ρόλο του ιμπεριαλισμού ήταν μαρξιστικές – λενινιστικές αλλά στη ζεύξη τους με τα ζητήματα της εθνικής ανεξαρτησίας συγκίνησαν και τμήματα της αστικής τάξης με πατριωτικό και δημοκρατικό φρόνημα. Ο Νάσερ έλεγε πως κάθε αραβική χώρα έχει δυο καθήκοντα: να φροντίσει για την ελευθερία της από τους ξένους τυράννους και να καταργήσει την ανισότητα σε βάρος του φτωχού εργαζόμενου λαού.

Το 1947 δημιουργείται η Κομινφόρμ στη θέση της παλιάς Κομιντέρν. Το κλίμα έχει αλλάξει. Επικρατεί ο Ψυχρός Πόλεμος. Σε διεθνές επίπεδο δεν υπάρχει πια το προπολεμικό «ανοικτό πνεύμα» σε θέματα κουλτούρας αλλά και ιδεολογίας. Ο έλεγχος στις λαϊκές δημοκρατίες και στα κομμουνιστικά κόμματα γίνεται σφιχτότερος και, μολονότι το σοσιαλιστικό στρατόπεδο βγαίνει απ’ τον πόλεμο στρατηγικά ισχυρό, επικρατεί ένα κλίμα ανασφάλειας. Στην εναρκτήρια ομιλία του στην Κομινφόρμ ο Ζντάνοφ επικεντρώνεται στην Ευρώπη. Καθήκον των αντιφασιστών δημοκρατών είναι η αποτροπή των αμερικανικών σχεδίων να υποτάξουν την Ευρώπη. Κατά κάποιο τρόπο συνεχίζεται η αντιφασιστική γραμμή του πολέμου.
Τόσο στην περίπτωση της Συρίας και του Λιβάνου όσο και του Μαγκρέμπ η πολιτική των γάλλων κομμουνιστών δημιουργεί ένα σχήμα νέου τύπου σχέσεων με το γαλλικό κράτος, υποτίθεται όχι αποικιοκρατικής λογικής αλλά σύσφιξης των σχέσεων στη βάση της δημοκρατίας, του πολιτισμού, του αμοιβαίου σεβασμού κλπ. Όλο το θέμα ήταν να συνεχιστεί η γραμμή του «απελευθερωτικού» μετώπου απέναντι στις ΗΠΑ και οποιοδήποτε παναραβικό όραμα να μην αποδυναμώνει τη γαλλική επιρροή. Εκεί χάθηκε το παιχνίδι. Οι αστικές εθνικιστικές δυνάμεις είχαν πολύ πιο καθαρή αντιαποικιοκρατική και εθνοκεντρική ρητορεία και κέρδιζαν τη συμπάθεια του αραβικού κόσμου.
Η ασάφεια και η αστάθεια όμως δεν έχει τελειώσει. Το 1949 η γραμμή που διατύπωσε το Σοβιετικό Ινστιτούτο Πολιτικής Επιστήμης σχετικά με το κριτήριο για το πότε ένα κίνημα θεωρείται επαναστατικό ή αντιδραστικό ήταν ανάλογα με τη στάση του απέναντι στην ΕΣΣΔ. Το ίδιο ίσχυε και για κάθε αστική τάξη αποικιοκρατούμενης χώρας και μπορούσε να βαφτίζεται «εθνική» ή «ξενόδουλη» ανάλογα με τη στάση της απέναντι στην ΕΣΣΔ. Την ίδια στιγμή ο Ζντάνοφ ισχυριζόταν ότι η εργατική τάξη στις αποικιοκρατούμενες χώρες είχε ισχυροποιηθεί, ότι μπορούσε να ηγηθεί του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα και ότι σχεδόν σε όλες αυτές τις χώρες η αστική τάξη είχε χάσει τον ηγετικό της ρόλο, είχε περιοριστεί το πολύ σε ένα ρόλο εθνικού ρεφορμισμού ή είχε ξεπουλήσει την υπόθεση της ανεξαρτησίας. Ασκήθηκε κριτική στο Κ.Κ. Ινδίας για το ότι έγινε ουρά του Νεχρού χωρίς να καταφέρει το ίδιο να δημιουργήσει ένα εθνικό μέτωπο. Αντίστοιχα, ο αστός Σύρος πολιτικός Χαλέντ αλ Αζεμ χαρακτηριζόταν πράκτορας των γαλλικών και αμερικανικών συμφερόντων, λίγο πριν μεταστραφεί προς τους σοβιετικούς.
Από το 1944 τα κομμουνιστικά κόμματα της Συρίας και του Λιβάνου, που ήταν κι απ’ τα πιο προωθημένα και οργανωμένα μεταξύ των αραβικών, βρέθηκαν αντιμέτωπα με μια νέα αντίφαση. Από τη μια επιχείρησαν τα ίδια να ριζοσπαστικοποιηθούν και να βαθύνουν τη ρήξη τους με την αστική τάξη ενώ απ’ την άλλη αυτή η αστική τάξη όχι μόνο αποστρεφόταν την αμερικανική κηδεμονία αλλά έδειχνε όλο και πιο φιλικές διαθέσεις προς την ΕΣΣΔ. Ο Σύρος κουρδικής καταγωγής κομμουνιστής ηγέτης Χαλέντ Μπακντάς προσπάθησε να βρει λύσεις στο γρίφο αυτό. Έτσι κι αλλοιώς η ζντανοφική γραμμή δε μέτραγε στα κόμματα της Συρίας και του Λιβάνου. Μέσα από αυτή την αντιφατική κατάσταση ξεπήδησε το σοσιαλιστικό, εθνικιστικό παναραβικό «Κόμμα της Αραβικής Αναγέννησης», το γνωστό Μπάαθ. Το Κ.Κ. βρέθηκε με έναν αντίπαλο ο οποίος μπορούσε εύκολα να πλειοδοτήσει σε πατριωτισμό, κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και παναραβισμό. Η εκτίμηση του Μπακντάς ήταν ότι το κομμουνιστικό κόμμα είχε απήχηση μόνο στους φωτισμένους εργάτες και τη διανόηση και όχι στους απλούς εργάτες και την αγροτιά. Η εθνικομετωπική του πολιτική στόχευε στην απόκρουση του αμέρικάνικου ιμπεριαλισμού και του σιωνισμού.

Νέα τροπή πήραν τα πράγματα μετά το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1956. Η επικράτηση του «ειρηνικού δρόμου» και της «ειρηνικής συνύπαρξης» άφηνε ακόμη μεγαλύτερα περιθώρια ανοχής απέναντι στη συμπεριφορά της αστικής τάξης των νεοαποικιοκρατούμενων χωρών. Τη θεωρητική διατύπωση αυτής της αλλαγής πλεύσης συναντά κανείς στo περιοδικό Sovetskoe Vostokovedenie (1956, ν. 1, σ. 7). «Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξαιτίας των ριζικών μεταβολών στη διεθνή ισορροπία δυνάμεων η παλαιότερη κυριαρχούσα θέση του ξένου κεφαλαίου στις διάφορες χώρες της Ανατολής δεν μπορεί πλέον να σημαίνει και πολιτικό έλεγχο της εξουσίας. Έτσι, χώρες όπως η Ινδονησία ή η Σαουδική Αραβία παίρνουν πια μόνες τους τις πολιτικές αποφάσεις, μολονότι δεν έχουν ακόμη απελευθερωθεί από το δυτικό ιμπεριαλισμό...
Η εθνική αστική τάξη στις χώρες αυτές δεν είναι πάντα διατεθειμένη να προδώσει την υπόθεση της εθνικής ανεξαρτησίας. Αντίθετα, είναι από τη φύση της ασυμφιλίωτος εχθρός του ιμπεριαλισμού. Τα γεγονότα δείχνουν ότι οι προσπάθειες του διεθνούς καπιταλισμού για έλεγχο οξύνουν τις αντιθέσεις μεταξύ της αστικής τάξης και του ξένου κεφαλαίου και φεουδαρχών γαιοκτημόνων».
Σύμφωνα με εκείνη την κατεύθυνση έπρεπε να σχηματιστούν εθνικά μέτωπα και σε όποιες χώρες υπήρχε αδύναμο προλεταριάτο την ηγεσία να έχει η αστική τάξη και οι κομμουνιστές να μην αξιώνουν ρόλο πρωτοπορείας ή ηγεμονικού ελέγχου. Στο ίδιο έντυπο (σελ. 9) υπήρχε η άποψη ότι, «χάρη στην εθνική ομοψυχία συμπαρατάσσονται δημοκρατικές και πατριωτικές δυνάμεις από όλα τα κόμματα, όλες τις τάξεις, όλα τα στρώματα του πληθυσμού και διεκδικούν την εθνική απελευθέρωση, την ειρήνη και την ευημερία του λαού».
Στη βορειοδυτική Αφρική οι περιπτώσεις της Αλγερίας, της Τυνησίας και του Μαρόκου είχαν ματαιώσει τα σχέδια των γάλλων κομμουνιστών για «γαλλική ένωση» ενώ στην ανατολή, τα Κ.Κ. του Λιβάνου και Συρίας, παρέμεναν στη λογική του εθνικού μετώπου. Σταθεροποιήθηκε η συμμαχία με το σοσιαλιστικό εθνικιστικό Μπάαθ ενώ έγιναν και προσεγγίσεις με πολιτικούς της μεγαλοαστικής τάξης. Όλοι μαζί υμνούσαν τον Νάσερ ενώ οι κομμουνιστές υιοθέτησαν τον τόσο προσφιλή του παναραβισμό.
Το Μάιο του 1956 οι Κ.Ε. του Κ.Κ. Συρίας και Λιβάνου εξέδωσαν απόφαση για την αραβική ενότητα. Το 1957 οι διάφορες κομμουνιστικές ομάδες σχημάτισαν το Ενωμένο Αιγυπτιακό Κομμουνιστικό Κόμμα δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι στην Αίγυπτο συνέβη μια ριζική αλλαγή και σ’ αυτό συνέβαλαν όλες οι τάξεις, ιδίως η εργατική και οι κομμουνιστές αλλά και οι δημοκράτες και πατριώτες αξιωματικοί. Διακήρυσσαν επίσης ανοιχτά την επιθυμία για πλήρη αραβική ένωση και συμμετοχή της Αιγύπτου, την οποία χαρακτήριζαν «αραβική» χώρα. Στην πραγματικότητα ο Νάσερ και το Εθνικό Μέτωπο δεν ήταν φιλικοί απέναντι στους κομμουνιστές και, πέρα από κάποια μέτρα φιλελευθεροποίησης εξακολουθούσαν να έχουν πολιτικούς κρατούμενους. Από την πλευρά τους, οι κομμουνιστές κρατούσαν σταθερή την υποστήριξή τους στο Μέτωπο στο όνομα της εθνικής ανεξαρτησίας ακόμη κι αν παραβιάζονταν ορισμένα δημοκρατικά δικαιώματα.
Από το 1957 η στάση της ΕΣΣΔ έγινε σκληρότερη. Οι σχέσεις με τον Τίτο είχαν επιδεινωθεί ενώ κρίσεις σοβούσαν στην Ουγγαρία και την Πολωνία. Το Κ.Κ. Συρίας παρέμεινε σταθερό στη συμμαχία του με το Μπάαθ επιμένοντας στο θετικό ρόλο που μπορεί να κρατήσει η αστική τάξη. Η προσέγγιση της Συρίας τόσο με την ΕΣΣΔ όσο κυρίως με την Αίγυπτο προχωρούσαν ολοταχώς. Το θέμα της παναραβικής ένωσης ήταν στην ημερήσια διάταξη. Το Μπάαθ μιλούσε για πλήρη, οργανική ένωση αλλά ο Μπακτάς αντιπρότεινε λύση ομοσπονδίας. Ήξερε ότι «ένωση» σήμαινε αυτομάτως να τεθεί εκτός νόμου το Κ.Κ., από τη στιγμή που στην Αίγυπτο απαγορευόταν η λειτουργία κομμάτων εκτός του κυβερνητικού. Τη θέση του αυτή υποστήριζε και ένα τμήμα της αστικής τάξης της Συρίας που θεωρούσε ότι απειλούνται τα συμφέροντά της από τους αιγύπτιους αστούς. Αλλά το Μπάαθ ήξερε ότι μαζί με το Νάσερ θα εξουδετερώσει τους κομμουνιστές. Το 1958 ιδρύθηκε η Ενωμένη Αραβική Δημοκρατία (ΕΑΔ). Οι Σύροι και Αιγύπτιοι κομμουνιστές προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες, προσφέροντας υποστήριξη στον Νάσερ με την ελπίδα μιας σταδιακής και ειρηνικής μετεξέλιξης στο σοσιαλισμό, πρόθυμοι να δεχτούν τη θυσία δημοκρατικών δικαιωμάτων αλλά να παραμείνει η χώρα στη γραμμή της ουδετερότητας. Ο Νάσερ, φυσικά, είχε την υποστήριξη της Μόσχας.
Το 1958 έγινε με στρατιωτικό κίνημα η ανατροπή της χασεμιτικής οικογένειας και του αντιδραστικού φεουδαρχικού καθεστώτος στο Ιράκ. Το ιρακινό Κ.Κ. βγαίνοντας ισχυρό από μια μακρά περίοδο παρανομίας, διαφωνούσε με την ένταξη στην ΕΑΔ και βρισκόταν στη γραμμή Μπακντάς για ίδρυση ομοσπονδιακού αραβικού κράτους. Στο εσωτερικό υποστήριξαν το νέο ηγέτη στρατηγό Κασέμ, όπως και μερίδα της αστικής τάξης, η οποία είχε αντίστοιχους ενδοιασμούς με εκείνη της Συρίας. Από τους κομμουνιστές του Ιράκ εκπονήθηκε ένα πρόγραμμα-απάντηση στον μπααθικό – νασερικό λαϊκισμό και παναραβισμό το οποίο περιλάμβανε μεγάλη αντιφεουδαρχική αγροτική μεταρρύθμιση, την οποία αποδεχόταν και ο Κασέμ. Ο ισοπεδωτικός εθνικισμός του Νάσερ τρόμαζε τον ιρακινό λαό, στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες. Το Π.Γ. του ιρακινού Κ.Κ. δήλωνε καθαρά την αντίθεσή του στην ενσωμάτωση προσθέτοντας το επιχείρημα ότι θα παριοριζόταν η ελευθερία της εθνικής τους οικονομίας και οι ευκαιρίες για το κεφάλαιο στη χώρα τους.
Ο Μπακντάς συνέχιζε σταθερά να αντιτίθεται στην ΕΑΔ διεκδικώντας πέρα από τη λύση της ομοσπονδίας δημοκρατικά δικαιώματα και ένα δρόμο αντίστοιχο με τον «ιρακινού τύπου». Ο Νάσερ απάντησε στον «ενοχλητικό» Μπακντάς με κύμα διώξεων και συλλήψεων κομμουνιστών ενώ ένταση προκλήθηκε στις σχέσεις του με το Ιράκ. Αυτά μέχρι τη στιγμή που ο Χρουστσόφ έδειξε την προτίμησή του στον «ιρακινό δρόμο», θεωρώντας τον πιο προοδευτικό, οπότε και ενισχύθηκε το κύρος του ιρακινού Κ.Κ. στον αραβικό κόσμο. Βλέπουμε ότι η χρουστσοφική γραμμή της ποικιλίας των δρόμων προς το σοσιαλισμό ανέδειξε σημαντική δημιουργική σκέψη χωρίς όμως ταυτόχρονα να καταργεί τη λογική της υποταγής στα μεγάλα στρατηγικά συμφέροντα της ΕΣΣΔ. Έτσι, ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τον καιροσκοπισμό και τη σύγχυση. Καθεστώτα, πολιτικές, κόμματα και ηγέτες μπορούσαν να βαφτίζονται «προοδευτικοί» ή όχι με γνώμονα τι συνέφερε στην ΕΣΣΔ.
Δε θα συνεχίσουμε την παράθεση ιστορικών στιγμιότυπων. Είναι προφανής η δυσκολία που αντιμετώπισε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα να ισορροπήσει μεταξύ του «ταξικού» και του «εθνικού». Η ιδέα ότι οι δύο αυτές έννοιες μπορούν να συζευχθούν και να μετατραπούν σε «δευτερεύουσα» αντίθεση ήταν σωστή. Η στρατηγική αναμέτρηση με τον «κύριο εχθρό» και αξία της ανεξαρτησίας κάθε χώρας αυτό επέβαλαν. Οι κομμουνιστές είχαν γνήσια πατριωτικά αισθήματα. Αλλά, πέρα από το «χτύπημα στον ιμπεριαλισμό», τι μετρούσε περισσότερο για τα αραβικά Κ.Κ.; Πώς ξεχώριζε το «εθνικό» συμφέρον από το συμφέρον της ΕΣΣΔ; Πολλά, όπως έλεγαν, εξαρτιόντουσαν από το χαρακτήρα της αστικής τάξης κάθε χώρας. Τότε μεσουρανούσε η θεωρία της «εθνικής» αστικής τάξης (όχι βέβαια σε επίπεδο αισθημάτων αλλά αντικειμενικό). Πόσο αυτό στέκει δεν είναι ακόμα εξακριβωμένο ιστορικά και κοινωνιολογικά. Τη συγκεκριμένη στιγμή εξυπηρετούσε πολιτικές επιλογές. Υπήρχαν όμως και περισσότερα περιθώρια αντικειμενικού οικονομικού «πατριωτισμού», αφού η παγκοσμιοποίηση δεν είχε ακόμα θριαμβεύσει.
Οι εξελίξεις, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες μείωσαν την επιστημονική αξιοπιστία της θεωρίας της «εθνικής» αστικής τάξης. Η σε πρώτη φάση έντονη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και στη συνέχεια η παγκοσμιοποίηση όχι μόνο στη μεγάλης κλίμακας χρηματοπιστωτική και βιομηχανική της όψη αλλά και στον τομέα της μεσαίας οικονομικής συμπεριφοράς δεν αφήνει πολλές αμφιβολίες.

Θάνος Κωτσόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: