TRANSLATION

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Φαντασία σε κάποιο ασάμπι για τη Λιβύη

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ


Στο τελευταίο αυτό μέρος θα ξεκινήσω με το ερώτημα αν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο λιβυκός λαός αποτελεί έθνος. Σε μια στιγμή που κορυφώνονται οι μιντιακές αναφορές στις «φυλές» (μήπως γιατί αυτό κάνει πιο εύπεπτη την επέμβαση των “πολιτισμένων”;) θα είχε ενδιαφέρον να αναζητήσει κανείς την έκταση και το βαθμό στον οποίο θα ήταν προτιμητέα η προσφυγή σε όρους πολιτικής ανθρωπολογίας και όχι σύγχρονης πολιτικής επιστήμης.


Ο Abū ZaydAbdu r-Raman bin Muammad bin Khaldūn Al-Hadrami, ο μέγας αυτός Άραβας πανεπιστήμων του 14ου αιώνα, γνωστός σε μας πιο απλά ως Ιμπν Χαλντούν, ανέδειξε πρώτος έναν κοινωνιολογικό όρο (τον οποίο πολύ αργότερα θα χρησιμοποιήσει και ο F.Tonnies ως «Gemeinschaft»): την «asabiyya», τον ισχυρό κοινωνικό δεσμό όπως τον συναντούμε στην έρημο, στην παραδοσιακή κοινότητα, στην οικογένεια, στη φυλή σε αντίθεση με τους πολιτικούς, συμβατικούς δεσμούς του άστεος.


Ο Ιμπν Χαλντούν λοιπόν, και ως φιλόσοφος της ιστορίας, πίστευε πως πολύ δύσκολα διατηρείται η ενότητα ενός κράτους σε μια περιοχή ελεγχόμενη από φυλές. Προφανώς ήδη δεν θεωρούσε επαρκή και αποτελεσματική ως προς τη σχέση κράτους - φυλής την επιταγή του Κορανίου ότι οι πιστοί μουσουλμάνοι αποτελούν μια ενιαία και ομοιογενή ούμα (κοινότητα), με σαφή προτροπή την υποβάθμιση του φυλετικού δεσμού. Διότι ήδη ο Μωάμεθ είχε πλήρη συνείδηση ότι η επιτυχία της μετατροπής της θρησκείας του σε ένα πολιτικό σύστημα προϋπέθετε την κατάπαυση των φυλετικών διαιρέσεων και συγκρούσεων. Από την άλλη, τα μονοθεϊστικά ισλαμικά κράτη είχαν την τάση να υπερεκτιμούν την ενοποιητική δύναμη της θρησκευτικής ιδεολογίας. Γι αυτό στην πράξη ποτέ δεν έπαψαν να στηρίζονται στις παλιές φυλετικές δομές στο βαθμό που αυτές δεν αμφισβητούσαν την ενιαία «μεγάλη εικόνα», την αυτοκρατορία, την pax islamica, ή έστω το νεώτερο μετα-αποικιοκρατικό κράτος.


Αν με το κράτος εννοούμε ότι βρισκόμαστε «μέσα» στην ιστορία, τότε τον ίδιο βαθμό απαισιοδοξίας για το κατά πόσο θα μπορούσε να αποδεσμευτεί ο χρόνος στην αραβική ιστορία από μια αέναη κυκλικότητα και η μετάβαση από το φυλετικό σύστημα στην εθνική ολοκλήρωση, είχε εκφράσει και ο Φρίντριχ Ενγκελς. Αργότερα, καλλιεργήθηκε στη Δύση, μέσα από τα σχήματα αφενός της αντίθεσης πόλης (κρατική εξουσία) – υπαίθρου (φυλετικός δεσμός) και αφετέρου του κυκλώματος «η πόλη διασπά τη φυλή και τροφοδοτείται με αποστάτες της» η οριενταλιστική (με την έννοια του Edward Said) ιδέα αυτής της ατέρμονης κίνησης. Ωστόσο, τώρα πια η διάκριση αυτή δεν ισχύει. Η φυλή υπάρχει και εκπροσωπείται και μέσα στις πόλεις. Αυτονόητο είναι επίσης ότι δεν πρέπει να συγχέεται η φυλή με τη θρησκευτική σέκτα.


Η φυλή προϋποθέτει ένα βαθμό διαφοροποιημένης ταυτότητας και αυτονομίας. Καθαρά όμως όρια φυλής και πλήρους αυτονομίας, με την έννοια της απουσίας σχέσης με κρατική εξουσία δεν υπήρξαν ίσως ποτέ. Οι σχέσεις φυλής και κράτους κυμάνθηκαν από τις πιο απομακρυσμένες και «εξωτερικές» (την εποχή των αυτοκρατοριών) ως τις πιο στενές και οργανικές με την εμφάνιση των εθνικισμών, χωρίς φυσικά ποτέ να υπάρξει φυλετικά καθαρό εθνικό κράτος. Ένα κράτος, απ’ την άλλη, το οποίο εμφανίζεται τυπικά ως «εθνικό» αλλά συγκροτείται ουσιαστικά ως ομοσπονδία κυρίαρχων φυλών έναντι άλλων κυριαρχούμενων σημαίνει ότι στερείται ενός υπαρκτού ή εν δυνάμει έθνους. Η περίπτωση της Λιβύης έμοιαζε παλαιότερα να έλκεται από τον κανόνα των λεγόμενων «μη κρατικών κοινωνιών» με την ενσωματωμένη αστάθεια και τις ελεγχόμενες εξεγέρσεις, τουλάχιστον όταν την εξέταζε κανείς χωρίς τις έξωθεν αποικιοκρατικές επεμβάσεις.


Τα μεταπολεμικά χρόνια αυτό επιτάθηκε, ιδίως σε περιπτώσεις όπως η Λιβύη, όπου αναπτύχθηκε ένας ευκαιριακός, επίπλαστος και μιμητικός εθνικισμός αντιαποικιοκρατικού τύπου, οπότε η νομιμοποίηση της εκάστοτε εξουσίας ήταν απλώς υπόθεση συσχετισμών.


Μιας και γίνεται δημόσιος λόγος περί φυλών αξίζει να παραθέσουμε τις κυριότερες, όπως τις καταγράφει η περιορισμένη βιβλιογραφία. (Αξίζει εδώ να μην παραλείψουμε την αναφορά στην εμβληματική μορφή της κοινωνικής ανθρωπολογίας, τον άγγλο Έβανς-Πρίτσαρντ ο οποίος επίσης την περίοδο του πολέμου βρισκόταν στην Κυρηναϊκή).


Οι κυριότερες λοιπόν φυλές στην περιοχή της Τριπολίτιδας είναι οι: Βαρφάλα, Μαγκαρίχα, Μασλάτα, Ελ Ζιντάν, Ελ Ριζμπάν, Ζαουίγια. Νότια, στη Φεζάν: Ελ Χουτμάν, Ελ Χασάβνα, Τιμπού, Τουαρέγκ. Στην περιοχή της Σύρτης: Καντάφι, Μαγκαρίχα, Ελ Τζουβάγια, Αουλάντ Άλι, Μισουράτα, Μασαμίρ, Ελ Αβαγκίρ, Ελ Αμπαϊντάτ, Ντράσα, Ελ Μπαράσα, Ελ Φαβαχίρ, Ελ Μουζάμπρα, Καργκάλα, κ. ά. (Σημείωση: Όσες είναι με τονισμένα μαύρα στοιχεία καταγράφονται από τα ΜΜΕως φίλα κείμενες στον Καντάφι ενώ όσες είναι με πλάγια στους εξεγερμένους.)


Καλώς ή κακώς όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και δεν μπορούν να ισχύσουν απόλυτοι κανόνες. Κατ’ αρχάς η απόδοση «φυλετικής» συμπεριφοράς είναι προβληματική όχι μόνο για τα σύγχρονα αστικά κοσμοπολιτικά κοινωνικά στρώματα αλλά και για τα κάπως παλαιότερα. Έπειτα, ας κρατά κανείς το γεγονός ότι, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο μισός πληθυσμός της χώρας κατοικούσε πλέον σε αστικά κέντρα. Αλλά και παλαιότερα, στην Κυρηναϊκή, το δερβίσικο τάγμα Σενουσί είχε καταφέρει να καλλιεργήσει, μέσω της μακροχρόνιας διείσδυσής του στις τοπικές φυλές, τους διακανονισμούς του με την εξουσία, τις κατευναστικές διαμεσολαβήσεις του και την αντίστασή του κατά των Ιταλών μία βάση κρατικής συναίνεσης, σαφώς κάτι περισσότερο από έναν απλό συνασπισμό φυλών. Αυτή την υπέρβαση του φυλετισμού -ένα κεφάλαιο που είχε σωρεύσει το τάγμα Σενουσί- το καθεστώς του Ιντρίς, στηριγμένο στη Βρετανία, στους αξιωματούχους των αστικών κέντρων και στην ενδυνάμωση των φυλετικών καταλοίπων ουσιαστικά το σπατάλησε συντελώντας έτσι στην υποβάθμιση αυτής της νεοσχηματιζόμενης εθνικής οντότητας σε ένα νεοαποικιοκρατικό μόρφωμα χωρίς αξιώσεις σύγχρονου εθνικού κράτους. Ο Καντάφι, από τη μεριά του, συνέβαλε με το εκσυγχρονιστικό του πρόγραμμα και την ιδιότυπη εθνικιστική του ιδεολογία στη διαδικασία εθνικής ολοκλήρωσης της χώρας. Οι ρυθμιστές των γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων επιτείνουν τις συγκρούσεις που εύκολα μπορούν να αναπτυχθούν στα εθνοτικά μωσαϊκά νεοσύστατων γραφειοκρατικών μετα-αποικιοκρατικών κρατών τα οποία πολύ δύσκολα έχουν κατακτήσει την ικανότητα να εξασφαλίζουν την εθνική συνοχή.


Αλλά ας δούμε, πολύ σύντομα, τι ακολούθησε μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Λιβύης.



Το 1951 η Λιβύη κηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος ως κληρονομική μοναρχία. Το 1953 έγινε μέλος της Αραβικής Ένωσης, υπογράφοντας ταυτόχρονα μια εικοσαετή συνθήκη φιλίας και συμμαχίας με τη Βρετανία. Τα ανταλλάγματα των Βρετανών ήταν αρχικά οικονομική ενίσχυση ενός εκατομμυρίου λιρών και στη συνέχεια άλλα δύο εκατομμύρια συν οπλικά συστήματα. Το 1954 οι ΗΠΑ εξαγόρασαν τις βάσεις που απέκτησαν έξω από την Τρίπολη με 42 εκατομμύρια δολάρια.


Ωστόσο το καθεστώς Ιντρίς στερείτο λαϊκής νομιμοποίησης. Αυτό ήταν γνωστό στους Αμερικανούς οι οποίοι το παρατηρούσαν ιδίως στους νέους των πόλεων. Ανάμεσα στις πολύμορφες πολιτικές φατρίες και τις διασυνδέσεις τους με τις φυλετικές ισορροπίες είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος ο παναραβισμός.


Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της δυσαρέσκειας απέναντι στην ανεπάρκεια του Ιντρίς αναπτύχθηκαν οι πολιτικές φιλοδοξίες του ανήσυχου και ικανού βεδουίνου Μουαμάρ Καντάφι, από τη φυλή Καντάφα, ενός παιδιού της ερήμου το οποίο διοχέτευσε τις ηγετικές του βλέψεις μέσω του στρατού ο οποίος φυσικά την εποχή εκείνη ελεγχόταν απόλυτα από τους Βρετανούς. Οι Βρετανοί στρατιωτικοί και διπλωμάτες είχαν αντιληφθεί τις ικανότητες του νεαρού αξιωματικού και θεωρούσαν ήδη από το 1965 ότι οι συνθήκες για μια επανάσταση στη Λιβύη ήταν ώριμες, έχοντας ταυτόχρονα στο στόχαστρο ως μοναδικό ύποπτο ηγέτη της εξέγερσης τον Καντάφι.


Όντως, τον Σεπτέμβριο του 1969, και ενώ ήταν στο φόρτε τους τα νασερικά και μπααθικά κινήματα, εκδηλώθηκε το κίνημα των «Ελεύθερων Αξιωματικών» το οποίο με την κατ’ ουσίαν εγκατάλειψη της εξουσίας από τον Ιντρίς ανέλαβε ως δωδεκαμελές Επαναστατικό Συμβούλιο με ηγέτη τον Καντάφι. Το Σύνταγμα του 1969 και το Πράσινο Βιβλίο του 1976 αποτελούν τις βασικές πηγές γνωριμίας με την ιδιότυπη ιδεολογία που επινόησε και η οποία έχει την ιστορική της σημασία.


Σήμερα η Λιβύη ξαναζεί δραματικές ιστορικές στιγμές. Ανεξάρτητα από τις τροπές της πρακτικής πολιτικής του Καντάφι, ο οποίος επί της ουσίας αποτελεί παρελθόν, την κριτική ή καταδίκη του, σημασία έχει η ανάγκη των ευρωπαίων και Ελλήνων πολιτών να ενημερωθούν, να ξεφύγουν από τη στερεότυπη δημοσιογραφία των ισχυρών ΜΜΕ και να μάθουν περισσότερα για τις πολύπλοκες ιδιαιτερότητες της λιβυκής ιστορίας. Πρόθεση συνεπώς του σημειώματος αυτού είναι να υπερβεί το δίλημμα «υπέρ ή κατά του Καντάφι» -στο βαθμό που αυτό αποτελεί εσωτερική υπόθεση μιας ξένης χώρας.


Εντελώς διαφορετικά έχει το ζήτημα από την οπτική της επέμβασης των αμερικανικών, αγγλικών, γαλλικών και λοιπών δυνάμεων. Εδώ δεν υπάρχει καν δίλημμα, τουλάχιστον σε ηθικό και νομικό επίπεδο. Απαιτείται αυστηρή τήρηση των παραγράφων 4 και 7 του άρθρου 2 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Κανένα από τα προβλεπόμενα «Εξαναγκαστικά Μέτρα» των άρθρων 39-51 δεν είχε λόγο να εφαρμοστεί διότι η διεθνής ειρήνη ουδόλως απειλήθηκε. Αντίθετα, έχει σημασία να τονίζεται το ενιαίο της εθνικής κρατικής οντότητας της Λιβύης και η μη ανάμειξη στα εσωτερικά μιας χώρας που έχει το δικαίωμα και μπορεί να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις για να βρει τον καινούργιο δρόμο της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: