TRANSLATION

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Votum vs Pactum

Ποιος θα είναι ο τρόπος της Ευρώπης; 
Απειλή διάσπασης της ευρωζώνης - και με αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης – δεν υφίσταται. Αλλά εν όψει των ευρω-εκλογών αναζωπυρώνεται η συζήτηση σχετικά με το βαθύτερο ήθος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Οι “εθνικο-λαϊκιστικές”, ευρωσκεπτικιστικές, ευρωφοβικές τάσεις αποτελούν το πρώτο θέμα. Αυτές θα χρωματίσουν και τις επικείμενες εκλογές. Δυστυχώς. Όμως, πηγαίνω και ανάποδα. Επειδή αυτή η ιστορία δεν είναι καινούργια, θυμίζω πως όποιος σε παλαιό και άδολο χρόνο εξέφραζε, χάριν και μόνο σχολαστικής ανάλυσης, την ανησυχία μήπως αναπτυχθεί ένα “αντίπαλο” votum ευρωπαϊσμού, (είχε επισημανθεί στον τότε λόγο περί “συνταγματικού πατριωτισμού” αλλά επίσης είχε -και έχει- μια πιο χυδαία διάδοση, ως είδος “ευρωλαϊκισμού”) θα ακουγόταν ασφαλώς ως εκκεντρικός. Σήμερα επειδή αιωρείται η υποχώρηση από την “περισσότερη” Ευρώπη μπορεί, επί το μαχητικότερον, να μετασχηματιστεί το votum σε sacramentum. Αυτό δεν θα το ήθελα.
Πρέπει να θυμηθούμε ότι καλώς ή κακώς η ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης τέθηκε ως συνώνυμη της υπόσχεσης για συλλογική ευημερία. Η Κοινή Αγορά εκκινούσε από τα οφέλη του διευρυμένου εμπορίου. Επίσης και το promissum της ολοκλήρωσης της κεφαλαιαγοράς, του ενιαίου νομίσματος και της οικονομικής ένωσης. Αυτή η προσδοκία αντιστάθμιζε τον εύλογο σκεπτικισμό και την απροθυμία για βαθιά ψυχική δέσμευση επί όλου του εγχειρήματος – και πώς αλλιώς σε μια ήπειρο ισχυρών εθνικών ταυτοτήτων και συμφερόντων. Αρκούσε όμως (μέχρι μια εποχή) η θεμελιωδώς ρεαλιστική πρόβλεψη ορισμένων οικονομικών – επιχειρηματικών οφελημάτων -υπό την έννοια του pactum. Μια επιχείρηση στην οποία κανείς, αν ήταν δυνατόν, δεν έπρεπε να χάνει, αλλά και ο καθένας να κερδίζει όσο περισσότερα για τον εαυτό του. Υπήρχαν άλλωστε αντίστοιχες αφηγήσεις στις πρωταρχικές εθνικές συγκροτήσεις μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών που ενίσχυαν αυτή την αισιοδοξία.
Σήμερα τείνει να επικρατήσει, νομίζω, η συναίνεση επί ενός νέου οικονομικού ρεαλισμού για την πορεία της Ευρώπης. Τα ιδιαίτερα εθνικά συμφέροντα των ισχυρών μελών θα πρέπει να εξυπηρετούνται εμφανώς ικανοποιητικά. Θα πρέπει να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη τουλάχιστον στο στοιχειώδες επίπεδο των οικονομικών ευκαιριών. Οι λαοί της Ευρώπης περιμένουν λύσεις στην παρατεταμένη ύφεση και λιτότητα.
Αλλά με ποια μέθοδο θα απαντηθεί το αίνιγμα ποιος υφίσταται τη μεγαλύτερη θυσία εν ονόματι των άλλων; Πώς θα αποκατασταθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη όταν οι εταίροι όχι μόνο ως κράτη αλλά και ως λαοί αλληλοϋποβλέπονται; Ένας πολύ παλιός εφιάλτης αναβιώνει: από την εποχή του ancien régime, όταν η Γαλλία επέβαλε ελεγχόμενες πτωχεύσεις στους πιστωτές της με μειώσεις των επιτοκίων δανεισμού της και παρατάσεις στις λήξεις των ομολόγων της αλλά με αδυναμία επιβολής και είσπραξης φόρων. Μόνο που σήμερα καμιά επανάσταση δεν πρόκειται να συμβεί. Στη σημερινή ΕΕ, το πλεονέκτημα του χαμηλού κόστους δανεισμού καταποντίζεται από το κόστος αποφυγής έστω και μιας πτώχευσης κράτους-μέλους. Ένα κόστος που όλοι, δυστυχώς, προσπαθούν να αποφύγουν. Και αυτά όταν όλες οι αξιόπιστες έρευνες δείχνουν τα υψηλότατα ποσοστά δυσαρέσκειας και απογοήτευσης στους ευρωπαϊκούς λαούς, ιδίως για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ο βηματισμός θα γίνει πιο αργός, πιο προσεκτικός.
Εντωμεταξύ, η διεθνής δημοσιογραφία, ιδίως το Spiegel, θα ψυχαγωγεί τους αναγνώστες παρουσιάζοντας τον Schäuble ως οραματιστή της ένωσης (κατά την έννοια του votum σχολιάζω) ενώ την πραγματίστρια Merkel να χειρίζεται τα δημοσιονομικά και νομισματικά ζητήματα κατά την έννοια του pactum. Από εκεί και τα “φλερτ” τύπου Cameron. Υπερβολές; Πιθανόν. Ας έχουμε κατά νου πάντως ότι λιγότεροι πλέον βρίσκουν ευφυές ή πρέπον ένα votum στο μέλλον της ΕΕ. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα το έχουμε εδώ, στα δικά μας, μέρες που έρχονται. Μας αρκεί το pacta sunt servanda. Και για να το λέμε ολοκληρωμένα: rebus sic stantibus.

PS: Οι λεπτές αλλά ουσιώδεις διαφορές των λατινικών όρων pactum, votum και sacramentum (οι οποίοι σημαίνουν διαβαθμίσεις όρκου), από το Harper's Dictionary of Classical Literature and Antiquities.


Θάνος Κωτσόπουλος

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Η πιστοποίηση



Εισαγωγικό σημείωμα
Το κείμενο που ακολουθεί είναι διασκευή – προσαρμογή στο δικό μας χρόνο και τόπο μιας σατιρικής πολιτικής παρλάτας του αξέχαστου πολυτάλαντου συνθέτη, τραγουδιστή, ηθοποιού και συγγραφέα Giorgio Gaber με τίτλο Κομμουνιστής επειδή”, την οποία αξίζει κανείς να δει στο You Tube. Με βάση αυτή την πρωτότυπη εκδοχή διεξήχθη και μια ενδιαφέρουσα συνομιλία στο Facebook. Η παρλάτα του Gaber ως έχει στέκει θαυμάσια και σήμερα. Δοκίμασα τη διασκευή και μετατροπή της σε θεατρικό μονόλογο όχι “διορθωτικά” αλλά μόνο παρακινημένος από τον λεπτό και με μεγάλη σεμνότητα χειρισμό ενός θέματος που πάντα θα με συγκινεί και ίσως δικαιολογεί την πράξη μου, ελπίζοντας πως τα προσωπικά μου κίνητρα και η αδεξιότητα δεν θα θίξουν και δεν θα προδώσουν το σεβασμό μου στον σπουδαίο Ιταλό καλλιτέχνη.


(Σκηνικό: Ένας άντρας σ' ένα δωμάτιο κάνει ένα τηλεφώνημα)

Έχετε καλέσει την Υπηρεσία Πιστοποίησης του Πολίτη.
Für Deutsch drücken Sie 1
For English press 2
Για ελληνικά περιμένετε
(Ακούγεται ήχος αναμονής)
Για καταγγελίες διερεύνησης ύποπτων πολιτών πιέστε το 1.
Για προγραμματισμένες συνεντεύξεις πιέστε το 2.
Ε... το 2 θα πατήσω.
Για συνεντεύξεις ανανέωσης της πιστοποίησης πατείστε 1.
Για συνενετεύξεις αρχικής πιστοποίησης πατείστε το 2.
Ε... το 2 θα πατήσω.
Περιμένετε το χαρακτηριστικό ήχο ενεργοποίησης της  αυτοματοποιημένης τηλεδιάσκεψης. Μετά τον ήχο αρχίστε να μιλάτε για να ταυτοποιηθεί η φωνή σας. Μιλείστε αρχικά αργά και καθαρά. Μετά την ολοκλήρωση της ταυτοποίησης θα ακουστεί ένας δεύτερος ήχος και το Σύστημα θα σας υποβάλλει τις ερωτήσεις (Ήχος)

Ναι, χαίρετε !
Θέλω να δηλώσω ότι συμφωνώ με τη διαδικασία πιστοποίησης για να μπορεί ένας πολίτης να ...δικαιούται τα δικαιώματά του. Όχι μόνο ο πολιτικός αλλά και ο πολίτης πρέπει να πιστοποιείται. Είμαι έτοιμος. (Σύντομη παύση, ακούγεται ένας δεύτερος ήχος, σύντομη παύση για την υποβολή των ερωτήσεων τις οποίες δεν ακούμε)
Χαίρετε και πάλι.
Πώς ήταν η ζωή μου;
Μια ζωή κανονική...(παύση) Όχι; Τα στοιχεία σας δείχνουν αποκλίσεις από το πρότυπο πιστοποίησης;
Θέλω να πώ, δεν έκανα κάτι ακραίο, εξωφρενικό, σκανδαλώδες, εκτός ορίων.
Δούλευα (όποτε υπήρχε δουλειά), έκανα παιδιά (ευτυχώς ισούνται με όσα ξέρω), δεν έκρυψα ποτέ εισόδημα, δεν σκότωσα κανέναν -φαντάσου!
Αν έκανα “αμαρτίες”;
Μόνο τις γνωστές που κάνουν όλοι. Θέλετε να σας τις αναφέρω αναλυτικά;
Α! Δε χρειάζεται... Ώστε το Πληροφοριακό Σύστημα δεν καταγράφει τα τετριμμένα, τις συνήθεις πρακτικές... Ζητάτε εξωτερίκευση μιας θαρραλέας ενδοσκοπικής αυτο-ανάλυσης;
Πώς είπατε; Σας ενδιαφέρει τι έκανα παλιά... Δηλαδή... παλιά-παλιά;
Ε, ήμουνα...ας πούμε... συνδικαλιστής...ως φοιτητής και μετά ως εργαζόμενος.
Τι; Αν ήμουν στο αντιδικτατορικο κίνημα;
Ε, καλά, έτσι λέγαμε όλοι τότε. Νομίζετε πως πάει να πει κάτι; Το έχω προσθέσει και στο βιογραφικό μου. Αφού τα ξέρετε αυτά. Όχι - όχι δεν το έγραφα ποτέ επιδεικτικά (του στιλ “να δείτε τι επαναστάτης ήμουνα”), απλώς-απλώς ότι υπήρξα κι εγώ ένας ταπεινός δημοκράτης, μ' αυτή και μόνο την έννοια. Εξάλλου, ήταν συνήθης συμπεριφορά, απορώ που το Σύστημα μου κάνει τέτοια μπανάλ ερώτηση.
Τι εννοείτε πώς φερόμουν, τι βιβλία διάβαζα, τι μουσική άκουγα;
Έκανα ό,τι και οι περισσότεροι. Τα συνήθη. Δεν είπατε ότι δεν τα ρωτάτε αυτά;
Τι τραγουδούσα; Απ' όλα... Γιατί σωπαίνετε καχύποπτα;Πώς; Σας ανησυχούν οι μεταμορφώσεις; Ειδικά οι μεταμορφώσεις των κομμουνιστών; Θεέ και κύριε! Μα, αυτός, αν το έχετε υπόψη σας, ήταν ο απόλυτος νεανικός εφιάλτης του Χίτλερ! Και το ρωτάτε εσείς, ένα Ορθολογικό Πληροφοριακό Σύστημα της Υπηρεσίας Πιστοποίησης!
Επιμένετε; Και να σταματήσω να κάνω τον έξυπνο;
Εντάξει, τραγουδούσα τα “Μαύρα κοράκια”. Έπρεπε να το έχω καταθέσει εξαρχής; Εκτός από την ειλικρίνεια του περιεχομένου κρίνεται και η αμεσότητα; Δε σας βλέπω ευχαριστημένους... Θέλετε περισσότερα... Ε, ωραία, τραγουδούσα και αντάρτικα και τη Διεθνή... ναι, αυτό το παραδέχομαι... αλλά σε χορωδία. 
Πώς; Ναι, προφανώς έπρεπε να μάθω όλους τους στίχους του τραγουδιού.
Αν είχα μαρξιστικά βιβλία;
Ε, είχα αλλά... μην ανησυχείτε, δεν τα διάβασα ποτέ ολόκληρα αφήστε που τα περισσότερα δεν τα καταλάβαινα (ήταν ένα του Λένιν μ' ένα ακαταλαβίστικο τίτλο, στη μισή σελίδα με έπαιρνε ο ύπνος)
Ποιό;
Όοοχι, αυτό όχι, λυπάμαι, δεν μπορώ. Να σας απαντήσω αν όταν τραγουδούσα τη Διεθνή σήκωνα τη γροθιά ψηλά; Δεν είναι γελοία ερώτηση; Νομίζω το παρατραβάτε.
Τι λέτε; Άρνηση απάντησης σημαίνει απόρριψη της πιστοποίησης;
Εντάξει, το έκανα. Αλλά...μη φανταστείτε! Θα σας εξομολογηθώ κάτι, το λέω για πρώτη φορά... Δεν ένοιωσα ποτέ συγκίνηση από τον ύμνο...ίσως μόνο μια αόριστη συμπάθεια για εκείνους τους “κολασμένους” που όμως δεν τους είχα δει ποτέ από κοντά. Και η γροθιά ήταν χαλαρή και το χέρι σηκωμένο μέχρι το πηγούνι. Δεν το πήγαινα ψηλά...
Αν συγκρούστηκα με την αστυνομία;
Ε, καλά τώρα, όποιον από τη γενιά μου ρωτήσετε θα σας πει πως δεν;
Ξύλο;
Έχω πει πως ναι, δεν έφαγα όμως στ' αλήθεια! Δεν ήμουν ο τύπος του μπροστάρη... και τώρα, άλλη μια εξομολόγηση, μετανιώνω, που δε μου ρίξανε έστω μια γερή, κάτι σαν επαναστατικό παράσημο.
Πώς; Να σας δηλώσω αν ήμουν κομμουνιστής;
Αχά... επιτέλους, εκεί το πηγαίνατε! Μ' αρέσουν οι ευθείες ερωτήσεις.
Απορώ όμως με την περιέργειά σας. Τι σημασία έχει σήμερα; Όχι αν μου πείτε πως έχει σημασία θα με κάνετε να προβληματιστώ πολύ σοβαρά!
Πώς; Εσείς τη θεωρείτε ουσιώδη πληροφορία. Μάλιστα. Τελικά το παρελθόν μας μετράει τόσο πολύ; Να ξεδιπλώσω τη σκέψη μου ελεύθερα για να κρίνετε;
Λοιπόν... εάν ήμουν κομμουνιστής;
Χωρίς προς Θεού να θέλω να υπεκφύγω αλλά... με ποια έννοια; Θέλω να πω... Από ποια άποψη να το πάρουμε;
Διότι ξέρετε:
Κάποιος ήταν κομμουνιστής γιατί ήταν ο παππούς ο μπαμπάς, ο θείος...
Κάποιος ήταν κομμουνιστής γιατί γεννήθηκε στην Ικαρία.
Κάποιος γιατί έβλεπε τη Σοβιετική Ένωση σαν αξιοσέβαστο δεδομένο, την Κίνα σαν ένα εξωτικό πείραμα, τον κομμουνισμό σαν την πιο ενδιαφέρουσα μεσσιανική υπόσχεση.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής... επειδή ένοιωθε μόνος.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής γιατί ήταν ένας πολύ καλός χριστιανός (χωρίς να το ξέρει ήταν πλησιέστερα στο Ευαγγελιστή Λουκά απ' ότι στον Παύλο).
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή το σινεμά το απαιτούσε, το θέατρο το απαιτούσε, η ζωγραφική το απαιτούσε, η λογοτεχνία επίσης. Το απαιτούσαν όλοι!
Κάποιος ήταν κομμουνιστής γιατί είχε την ιστορία με το μέρος του!
Κάποιος ήτανε κομμουνιστής γιατί του το είχανε πει.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής γιατί δεν του τα είχανε πει όλα.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής γιατί παλιότερα, παλιότερα, είχε συγγενείς βασιλόφρονες.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή πίστευε πως οι αριστεροί ηγέτες ήταν καλοί άνθρωποι.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή πίστευε πως οι δεξιοί ηγέτες ήταν κακοί άνθρωποι.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή ήταν ευκατάστατος.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή ήταν γκομενιάρης.
Κάποιος  ήταν κομμουνιστής γιατί ήταν τόσο άθεος που είχε ανάγκη από έναν άλλο θεό.
Κάποιος  ήταν κομμουνιστής επειδή δεν είχε διαβάσει ποτέ Μαρξ.
Κάποιος  ήταν κομμουνιστής γιατί είχε γοητευτεί τόσο πολύ από την εργατική τάξη που ήθελε να γίνει μέλος της.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής γιατί δεν άντεχε πια να είναι εργάτης.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής γιατί ήθελε αύξηση μισθού.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής γιατί ήταν βέβαιος πως “επανάσταση δεν έχει σήμερα”... αύριο μπορεί αλλά ...μεθαύριο σίγουρα.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή... η αστική τάξη, το προλεταριάτο, η ταξική πάλη, οι παραγωγικές σχέσεις, ο τρόπος παραγωγής, ο επικαθορισμός, η υπεραξία, οι διαλεκτικές αντιφάσεις και το όλο ιστορικό προτσές!
Κάποιος ήταν κομμουνιστής για να τσαντίσει τον πατέρα του και τη μάνα του.
Κάποιος  ήταν κομμουνιστής επειδή άκουγε μόνο Τρίτο Πρόγραμμα!
Κάποιος λόγω αρχών.
Κάποιος επειδή ήταν προκομένος.
Κάποιος από απογοήτευση. 
Κάποιος επειδή ήταν μνησίκακος!
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή είχε αποστηθίσει πολλά τσιτάτα.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής γιατί δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμα ότι είναι ΠΑΣΟΚ!
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή νόμιζε πως είναι πιο κομμουνιστής από όλους τους άλλους.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή υπήρχε το Κόμμα.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής παρόλο που υπήρχε το Κόμμα.
Κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή δεν υπήρχε τίποτε καλύτερο.
Αλλά... Εσείς με ποια έννοια με ρωτάτε;
Τι; Να σας πώ εγώ ΑΝ ήμουνα με ΠΟΙΑ έννοια ήμουνα;
Ε, λοιπόν! Σας το δηλώνω κατηγορηματικά και με βεβαιότητα! Δεν υπήρξα κομμουνιστής!
Ήξερα όμως έναν κομμουνιστή που τον αγαπούσα πολύ.
Πίστευε πως ήταν κομμουνιστής και ίσως να ήταν...
Πίστευε πως μπορούσε να είναι ζωντανός κι ευτυχισμένος μόνο αν ήταν κι άλλοι.
Ονειρευόταν ένα κόσμο νέο.
Πίστευε σε ένα πέταγμα, σε ένα όνειρο... είχε μια παρόρμηση, μια επιθυμία να αλλάξει τα πράγματα, να αλλάξει τη ζωή. 
Έλεγε πως μέσα από μια τέτοια ώθηση... ο καθένας μπορούσε να γίνει κάτι παραπάνω από τον εαυτό του... Σαν δύο πρόσωπα σε ένα. Ο εαυτός του και οι άνθρωποι, σαν μια παγκόσμια χορωδία που υμνεί τη χαρά.
Άνοιγε τα φτερά του σαν γλάρος... με την επιθυμία να επινοήσει τον ουρανό και να τον προσφέρει στη γη, σε όλους.
Τώρα δεν υπάρχει. Μα... νοιώθω την παρουσία του.
Του μιλάω, του λέω: όταν σε σκέφτομαι με κάνεις να αισθάνομαι κι εγώ σαν να  'μαι διπλός. Όχι όμως χαρούμενα διπλός. Έχω μόνο τη μακρινή ανάμνηση του ουρανού... οι άνθρωποι ... μου είναι αδιάφοροι...  Το γλάρο τον σιχαίνομαι, δε ζει πια στη θάλασσα, δε του χρειάζεται να πετάει, ζεί μόνιμα στους σκουπιδότοπους... Έτσι κι εγώ... Πρέπει να ζήσω με κάθε τρόπο...  Συγκρατώ δυο δυστυχίες σ' ένα μόνο σώμα.
Η εικόνα του ξεθωριάζει και μου ψιθυρίζει μ' ένα χαμόγελο:  “Μην ξεχνάς, είμαστε μόνο άνθρωποι, μην ξεχνάς πως τίποτα δε μας ανήκει. Ούτε οι γλάροι, ούτε ο ουρανός, ούτε το παρελθόν. Μην περιφρονείς τα ασήμαντα, μην ντρέπεσαι, ζήσε, μεταμορφώσου!”
...
Εμπρός; ... Εμπρός; Εμπρός!!!
...
Κλείσανε.
Άραγε πήρα την πιστοποίηση;


Θάνος Κωτσόπουλος

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Στη μνήμη του Παύλου Φύσσα

Εσπευσμένα, ενοχλημένος κάπως από τον συνωστισμό του αποτροπιασμού αλλά όχι λιγότερο συγκλονισμένος, προσθέτω λίγα για τη φασιστική δολοφονία του Παύλου Φύσσα.

Όχι κάτι πρωτότυπο. Δεν βρίσκω τώρα έντιμα τα λόγια. Θέλω μόνο να υπενθυμίσω στους φίλους που με τιμούν με τις επισκέψεις τους πράγματα που γνωρίζουν, ίσως μόνο σαν έναυσμα μιας ευρύτερης συζήτησης. Δανείζομαι σκέψεις του πολιτικού στοχαστή John Grey, από το έργο του Black Mass.



Είναι αλήθεια κάπως ακραία αλλά πολύ χρήσιμη, ιδίως σήμερα, η θέση των Adorno και Horkheimer στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού ότι ο ναζισμός (και ευρύτερα ο φασισμός) δεν ήταν παρά λογική εξέλιξη του Διαφωτισμού.

Πρώτα πρώτα δεν πρέπει να λησμονούμε πόσο έντονα ο φασισμός υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ένα νεωτερικό ευρωπαϊκό φαινόμενο. Πήγασε μάλιστα από προσφιλείς παραδόσεις της Ευρώπης.
Για τον τελευταίο αυτό υπαινιγμό ας συγκρίνει κανείς τι άντλησε ο ευρωπαϊκός φασισμός από το ρεύμα του Αντιδιαφωτισμού (HerderDe Maistre) και τι από τον Διαφωτισμό. Πόσο ας πούμε αντίθετοι ήσαν αμφότεροι οι προαναφερθέντες στις ιδέες της φυλετικής ή της πολιτισμικής ανωτερότητας και πόσο έδαφος καλλιέργησαν σημαντικοί στοχαστές του Διαφωτισμού με πρόταγμα πάντα τον Ορθό Λόγο!

Ας πούμε, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα η ευρωπαϊκή ακροδεξιά ενστερνιζόταν θετικιστικές ιδέες, όπως του αντισημίτη, μοναρχικού και αντικοινοβουλευτικού Charles Maurras, θεωρητικού της Action Française. (Τον οποίο μνημονεύει μέχρι σήμερα η Ελεύθερη Ώρα ! )
Ας θυμηθούμε τις ευρωπαϊκές ιδέες περί της φυσικής ανισότητας των ανθρώπων. Ο John Locke, ο οποίος συνέταξε το προσχέδιο συντάγματος της παλιάς αμερικανικής πολιτείας της Καρολίνα αποδεχόταν ταυτόχρονα με την αρχή της ανεξιθρησκείας και την ιδέα ότι οι Ινδιάνοι και οι Αφρικανοί εκ φύσεως δεν θα μπορούσαν να επιδοθούν στη γεωργία και επομένως δεν είχαν δικαίωμα στην ιδιοκτησία.
Από την εποχή του Διαφωτισμού και μετά διαδόθηκαν οι προ-αδαμικές θεωρίες, εκδοχές των οποίων προσυπέγραφε ο ίδιος ο Βολταίρος. Ο Kant στις Παρατηρήσεις σχετικά με το αίσθημα του Ωραίου και του Υψηλού σημείωνε πως “οι νέγροι της Αφρικής δεν έχουν εκ φύσεως κανένα αίσθημα που να υπερβαίνει το μηδαμινό”. Ο John Stuart Mill στο Περί Ελευθερίας παρατηρούσε πως η απαλλαγή των Κινέζων από την αιώνια στασιμότητα μπορεί να προέλθει μόνο από ξένους (Δυτικούς).
Ακολούθησαν οι “φυλετικές επιστήμες” του 19ου αιώνα, από την ευγονική, την εγκληματολογία του Lombroso μέχρι τις πιο πρόσφατες “έρευνες” των Kurzban, Tooby και Cosmides του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, που ερευνούν το βάσιμο της ρατσιστικής ανθρωπολογικής υπόθεσης.
Όσο κι αν παραμένει όμως το φαινόμενο του ρατσισμού ανοικτό σε επιστημονικές έρευνες και ερμηνείες έχει αναμφισβήτητα την ιστορική εκδοχή του “φιλελεύθερου ρατσισμού” του 19ου και 20ου αιώνα. Τα καλύτερα γνωρίσματα του ανθρώπου της (Βορειοδυτικής) Ευρώπης και των ΗΠΑ υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι τα πρότυπα για την τελειοποίηση της ανθρωπότητας. Για τον φιλελεύθερο ρατσισμό όποιος πολιτισμός αντιστέκεται ή καθυστερεί την έλευση του οικουμενικού πολιτισμού είναι άξιος υποταγής και συμμόρφωσης.

Ο αντισημιτισμός, μολονότι έχει αρχαίες και μεσαιωνικές καταβολές ουδέποτε πριν τη νεωτερική εποχή κατέληξε σε ένα “επιστημονικό” πρόγραμμα φυλετικής εξόντωσης.

Οι ερμηνείες και οι αναλύσεις για τον φασισμό είναι πολλές διότι είναι ένα πολύπλοκο και σύμφυτο φαινόμενο με τη νεωτερική σκέψη και κυρίως με τη νεωτερική οικονομία. Όσοι ξορκίζουν τα "άκρα" ας γνωρίζουν ότι έχουν ιστορικό και πολιτισμικό βάθος. Ευρωπαϊκό βάθος.

Πέρα από την καταδίκη της εγκληματικής διάστασης του φασισμού, τη θεσμική αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων, την ενεργή, δραστήρια και αγωνιστική επαγρύπνηση των δημοκρατικών πολιτών απαιτείται και πληροφόρηση, καλλιέργεια επίγνωσης και αυτοανάλυσης για τις βαθύτερες ρίζες του φαινομένου που ενυπάρχει στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, στις πολιτισμικές καταβολές μας, στη δομή του ψυχισμού μας.


Προσοχή, ο φασισμός δεν κατοικεί κάποιου αλλού.





Θάνος Κωτσόπουλος

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Από την ιστορία του χρέους στο χρέος έναντι της ιστορίας.

Η υπέρβαση της ύφεσης και η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών δεν θα μπορέσει να επιτευχθεί χωρίς πολιτική διευθέτηση της έντασης μεταξύ των απαιτήσεων της αγοράς και των απαιτήσεων της δημοκρατίας.

Ο μεταπολεμικός δυτικός κόσμος εφάρμοσε ένα μοντέλο ειρήνευσης των κοινωνικών σχέσεων, ένα συμβιβασμό, μια συμφωνία όπου η μισθωτή εργασία αποδεχόταν την οικονομία της αγοράς με αντάλλαγμα τα πλεονεκτήματα της πολιτικής δημοκρατίας.
Το κόστος που η οικονομία της αγοράς έπρεπε να πληρώσει για τη συμφωνία της κοινωνικής ειρήνης ήταν η κοινωνική προστασία και η βελτίωση του επιπέδου ζωής – μέσω της αυξανόμενης πίτας της ανάπτυξης. Συνεπώς διεύρυνση του κράτους πρόνοιας, ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, πλήρης απασχόληση.
Η πρόοδος αυτή αποτελούσε δημοκρατικό δικαίωμα άρρηκτα συνδεδεμένο με την έννοια του πολίτη.
Από την ύφεση απ' τα τέλη του '60 και μετά η “συμφωνία” αυτή άρχισε να ρηγματώνεται. Οι απαιτήσεις των αγορών ήταν να ξαναμοιραστεί μονόπλευρα η πίτα, μέσω μείωσης των μισθών. Υπήρχε βέβαια και ο εκβιασμός της αύξησης της ανεργίας αλλά εκείνη την εποχή αυτό ήταν πολιτικά αδιανόητο.
Προτιμήθηκε η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής με τίμημα την αύξηση του πληθωρισμού. Ήταν για όλους μια συμφωνία – αυταπάτη, αφού ο πληθωρισμός έδινε την ψευδαίσθηση διατήρησης του επιπέδου ζωής αντλώντας πόρους που δεν είχαν ποτέ παραχθεί. Ο πληθωρισμός όμως, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, δεν έπληττε τόσο τους μισθωτούς, όσο τους κατόχους χρηματο-οικονομικών περιουσιακών στοιχείων.
Η απάντηση δεν άργησε. Οι κάτοχοι αυτών των assets γρήγορα επέβαλαν τη μετατροπή του πληθωρισμού σε ανεργία η οποία από τη δεκαετία του '80 και μετά έβαινε σταθερά αυξανόμενη. Παρά την κοινωνικά άδικη αυτή μετάθεση του προβλήματος θα ήλπιζε κανείς ότι ο εφιάλτης της σοβούσας κρίσης θα τελείωνε.
Ωστόσο η υποχώρηση του πληθωρισμού έδωσε τη θέση του στην αύξηση του δημόσιου χρέους, αφού:
Η συγκράτηση του πληθωρισμού έφερε το τέλος της διαρκούς υποτίμησης της πραγματικής αξίας του δημόσιου χρέους μέσω της υποτίμησης των εθνικών νομισμάτων. Η οικονομική στασιμότητα είχε κάνει τους φορολογούμενους εχθρικούς απέναντι στη φορολογία. Η διόγκωση της ανεργίας που προκάλεσε η νομισματική σταθεροποίηση υποχρέωσε τα κράτη να αυξήσουν τις δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας δηλαδή το βάρος της χρηματοδότησης της κοινωνικής ειρήνης πέρασε στο κράτος. Σ' εκείνη τη φάση το δημόσιο χρέος αποτέλεσε το βολικό ισοδύναμο του πληθωρισμού. Οι κυβερνήσεις, αντί να τυπώνουν χρήμα, το δανείζονταν. Οι πιστωτές ήταν ήσυχοι και λόγω του χαμηλού πληθωρισμού για τη μακροπρόθεσμη αξία των κρατικών ομολόγων.
Από δεκαετία του '90 οι ισχυρές χώρες συνειδητοποιούν τις συνέπειες του δημόσιου χρέους, γεγονός παράλληλο με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού.
Η μεταστροφή αυτή σε συνδυασμό με την αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων, των περικοπών στις κοινωνικές δαπάνες, καθώς και τη μείωση της συνολικής ζήτησης εξαιτίας της δημοσιονομικής προσαρμογής, απαιτούσε νέα διευθέτηση των κοινωνικών εντάσεων. Η νέα λύση βρέθηκε με την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Δόθηκε η δυνατότητα στους πολίτες και τις επιχειρήσεις να παίρνουν αφειδώς δάνεια. Έτσι, φτάσαμε στον λεγόμενο ιδιωτικοποιημένο κεϊνσιανισμό, δηλαδή την αντικατάσταση του δημόσιου χρέους από το ιδιωτικό χρέος. Χρησιμοποιούσαμε σήμερα τους παραγωγικούς πόρους του αύριο.

Μετά την καταιγίδα του 2008 - 2009 οι μάσκες έπεσαν ως προς τις παλιές αυταπάτες αλλά ένας νέος ριψοκίνδυνος και άδικος σχεδιασμός κυριάρχησε: η κοινωνικοποίηση των ζημιών των τοξικών δανείων που οι τράπεζες είχαν αφεθεί να συνάπτουν. Τα κράτη -οι πολίτες- καλούνται να σώσουν τις τράπεζες ενώ οι παγκόσμιοι χρηματοπιστωτικοί επενδυτικοί μηχανισμοί υπαγορεύουν δημοσιονομικά τελεσίγραφα στα ασθενέστερα εθνικά κράτη. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές μέσω των αυθαίρετα διαφοροποιημένων επιτοκίων διαιρούν και βασιλεύουν. Η Ευρώπη διστάζει να προχωρήσει σε πολιτική λύση.

Η συμφωνία έσπασε. Δεν ξέρω αν ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας, της κεντροαριστεράς ή όπως αλλιώς, μπορεί να νοσταλγεί πλέον κάποια άλλη ισοδύναμη συμφωνία, αντίστοιχη εκείνης της μεταπολεμικής, του “δημοκρατικού καπιταλισμού”. Έστω αυτό όμως.

Μέσα στο αφιλόξενο και αβέβαιο τοπίο μερικά βήματα:

  • Επαναφορά της εθνικής πολιτικής βούλησης παράλληλα με υπερεθνικούς και διακρατικούς σχεδιασμούς εντός της ΕΕ ως αντίβαρο στην ισχύ των αγορών.
  • Αναθεώρηση του επικρατούντος οικονομικού και δημοσιονομικού μοντέλου που υπονομεύει τη δυνατότητα των κρατών να αναζητούν ισορροπίες μεταξύ των δικαιωμάτων των πολιτών και των απαιτήσεων της συσσώρευσης κεφαλαίου. Τα κράτη άλλοτε ως εθνικά, διότι έχουν την ικανότητα, άλλοτε ως υπερεθνικοί ομοσπονδιακοί σχηματισμοί πρέπει ως ελάχιστη αφετηρία να επαναφέρουν την έννοια του δημοκρατικού καπιταλισμού στο νέο ιστορικό συγκείμενο και στην εθνική τους ιδιαιτερότητα.
  • Πέρα από το ήθος και την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης που πρέπει να υποσχεθεί ένα νέο πολιτικό σχήμα είναι και να επαναφέρει στο δημόσιο διάλογο την ιστορική σχέση και συνύπαρξη καπιταλισμού και δημοκρατίας, αρνούμενο τον νεοφιλελεύθερο αντιδημοκρατικό αναθεωρητισμό και εξηγώντας ότι το δίλημμα χρέος ή δημοκρατία είναι ψευδές. Η διόγκωση του χρέους (γενικά) ανατράφηκε παράλληλα με το νεοφιλελευθερισμό. Όπως πολύ σύντομα νομίζω εξέθεσα, το χρέος δεν το δημιουργεί η δημοκρατία. Το δημιούργησε και το τροφοδοτεί η άρνησή της

Τρίτη 14 Μαΐου 2013

EΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΣΤΟΝ E. LACLAU

"Life is a tale, told by an idiot, full of sound and fury, signifying nothing"     
                                                                                               W.Shakespear


Σε ένα αναδημοσιευμένο από το περιοδικό Marxism Today (12/1991 – 1/1992) κείμενο του Ε. Laclau (E.L.) με τίτλο «Εσχατολογία, Νεωτερικότητα και Δημοκρατία» που ο ίδιος συμπεριέλαβε στο βιβλίο του «Για την Επανάσταση στην εποχή μας» (εισαγωγή, επιμέλεια, μετάφραση Γιάννης Σταυρακάκης, εκδ. Νήσος 1997), ο συγγραφέας ομολογεί εξαρχής την κατ’ αρχήν συμφωνία του με μια διαπίστωση, ότι το τέλος της Λογικής της Ιστορίας δίνει στις μέρες μας ακόμη μεγαλύτερο βάρος στο ρόλο της ιδεολογίας και της ηθικής. 
Παράξενη κρίση, οπωσδήποτε, αφού θα περίμενε κανείς μάλλον μια θετική αναφορά για την ανακούφιση που υποτίθεται πως το «τέλος της Ιστορίας» θα έφερνε στην υπερ-ιδεολογικοποιημένη κοινωνική τελεολογία.
Ωστόσο, κατά τον E.L η διαπίστωση αυτή είναι αμφίσημη, γιατί πρώτα-πρώτα δεν έχει κλείσει αμετάκλητα το θέμα του τι ή ποιος θα καταλάβει (αυτοδίκαια ή πραξικοπηματικά) την χηρεύουσα θέση αυτής της Λογικής της Ιστορίας και μάλιστα στην ίδια ακριβώς δομική θέση. Αλλά και, δεύτερον, ότι το κατακερματισμένο κοινωνικό σύστημα δεν διαθέτει αναλλοίωτους δομικούς ρόλους και ταυτότητες μέσα από τις οποίες να οδηγηθεί σε προσανατολισμένες προγραμματικές κατευθύνσεις.

Οπωσδήποτε, η Λογική της Ιστορίας συνδέθηκε με την εμφάνιση ενός ιστορικού υποκειμένου. Το θέμα των καταβολών της ιδέας είναι μεγάλο και δεν είναι της ώρας. Αλλά δεν μπορώ να μη σταθώ σ’ ένα παράδοξο, το ότι δηλαδή από μέσα απ’ όλη την εγελιανή παράδοση του ανθρώπου, της ανθρωπότητας ως ιστορικού υποκειμένου δεν έμεινε παρά μόνο μια εκδοχή της, αυτή του Marx. Το γιατί επικράτησε η συγκεκριμένη είναι επίσης απέραντο ζήτημα, όχι όμως συμπτωματικά, από απλοϊκή πρόθεση ολοκληρωτισμού ή «άρνησης της ιδιαιτερότητας και της διαφοράς» (E.L. 1997:195).


Πουθενά δε θα βρούμε προσφορότερο έδαφος για να γνωρίσουμε τη Λογική της Ιστορίας από τον ίδιο το Hegel. Στη «Φαινομενολογία του Πνεύματος» θα βρούμε ιδέες όπως ότι μόνο το Όλον είναι αληθινό, ή ότι το ‘βάθος’ του Θεού βρίσκεται στην Ιστορία και όχι στη Διάνοια. Ο εγελιανός Λόγος δεν είναι υπερβατολογικός αλλά ζωντανό Πνεύμα που ενεργοποιείται μέσα από την Ιστορία και τη δημοκρατική Πολιτεία. Ακόμα και οι οραματισμοί του περνούν από τις συγκεκριμένες και καθορισμένες ενσαρκώσεις τους. Αν, π.χ. για τον Humboldt η Ελλάδα ήταν ο χαμένος παράδεισος για την τέχνη, για τον Hegel η Ελλάδα ήταν ο χαμένος πολιτικός παράδεισος, με την έννοια ότι δεν είχε ακόμα συμβεί ο διχασμός μεταξύ πολίτη – ατόμου. Αυτή την ιδέα ζήτησε να την επαναφέρει στην εποχή του στη γιακωβίνικη εκδοχή της, μέσω της συμμετοχής του πολίτη στο δημόσιο πράγμα, στη res publica. Παρά τον υπέρμετρο πλούτο της, έλεγε ο Hegel στη Φιλοσοφία του Δικαίου, η κοινωνία των πολιτών δεν είναι ποτέ αρκετά πλούσια για ν’ αποτρέψει το πλεόνασμα της αθλιότητας και τη δημιουργία πληβείων.


Ο λόγος περί της ριζικής καταληπτότητας του κοινωνικού και η εγκαθίδρυση της αναπαραστασιμότητας της ιστορίας

Είναι δυνατόν να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε ριζικά το κοινωνικό; Αν κάποτε δινόταν μια θετική απάντηση στο ερώτημα, ή ίσως και αρνητική, σήμερα η προσοχή μας, κατά τον E.L., πρέπει να στραφεί αλλού. Ο ίδιος ο λόγος περί αυτής της καταληπτότητας δημιουργεί εμπόδια και συσκοτίσεις. Η ιδέα αυτού του γνωστικού τιτανισμού, η ιδέα ότι ο Λόγος αγκαλιάζει όλη τη σφαίρα του κοινωνικού και του πραγματικού είναι κατασκευή της νεωτερικότητας. Χαρακτηρίζει «ιμπεριαλισμό του Λόγου την απαίτηση η ιστορία και η κοινωνία να ανάγονται σε ένα κεντρικό ορθολογικό θεμέλιο που εξηγεί την ολότητα».
Η νεωτερικότητα, συνεπώς, αποδίδει στο Λόγο ένα ασφυκτικό ρόλο, που παρόμοιός του δεν υπήρχε. Η αρχαία (ελληνική) φιλοσοφία και η μεσαιωνική δεν επιστεγάζουν ερμητικά τον κόσμο με το Λόγο. «Η φιλοδοξία της νεωτερικής σκέψης να εξηγήσει την ολότητα του υπαρκτού με βάση ένα απώτερο ορθολογικό θεμέλιο είναι κάτι προφανώς ξένο προς την αρχαία κουλτούρα.» .
Δεν περνά απαρατήρητη η διάθεση του E.L.να αναφερθεί στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και ιδίως στον Αριστοτέλη. Είναι εντυπωσιακό κατ’ αρχάς, σε επίπεδο ύφους γραφής, ότι διακινδυνεύει με πλάγιο όσο και φειδωλό τρόπο την αναφορά στην αριστοτελική διάκριση μορφής και ύλης (το ίδιο ισχύει και για τον Πλάτωνα). Αποδίδοντας στην αριστοτελική ύλη την ενδεχομενικότητα, το τυχαίο και στη μορφή την ορθολογικότητα, αρκείται ο E.L. στο διπλό στόχο του: αφενός να οικειοποιηθεί ως προς το συγκεκριμένο την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αφετέρου να συγκεφαλαιώσει για τα περί ύλης, μορφής και ενδεχομενικότητας την ελληνική φιλοσοφία με τη μεσαιωνική. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί μόνο στο πλαίσιο μιας θωμιστικής θεολογίας πράγμα που ο E.L. δεν θα έπρεπε να προϋποθέτει για όλους τους αναγνώστες του.
Έτσι, με ένα πολύ φυσικό τρόπο καταλήγει στη διαπίστωση ότι «η ολότητα του πραγματικού είναι δυνατόν να εξηγηθεί με βάση ένα μοναδικό θεμέλιο είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του χριστιανισμού, στον οποίο η δημιουργία είναι δημιουργία εκ του μηδενός και ο Θεός συνιστά την απόλυτη πηγή όλων των υπαρκτών.» (191) Η διατύπωση είναι ισοπεδωτική, αλλά δεν είμαι εγώ που ενδιαφέρομαι να υπερασπιστώ το χριστιανισμό από ένα τέτοιο ατόπημα πιθανά απλώς φραστικό. Το κύριο είναι ότι ο E.L. καταδεικνύει τη χριστιανική ρίζα της «λογικής της ιστορίας» και του ολοκληρωτισμού που απορρέει από αυτήν.
Ας το δούμε: «...ο χριστιανισμός εισήγαγε δύο στοιχεία που αποδείχτηκαν κρίσιμα στη συγκρότηση της νεωτερικής φυσιογνωμίας: την ιδέα μιας απόλυτης πηγής όλων των υπαρκτών και την ιδέα ότι υπάρχει μια αναγκαία ακολουθία. στην πορεία των μελλοντικών γεγονότων την οποία γνωρίζουμε μέσα από την αποκάλυψη.»
Έτσι, στη δυτική νεωτερικότητα καλλιεργήθηκαν –για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση των Badiou και Balmès- εσχατολογικές και απολυτοκρατικές σταθερές στο πεδίο της αντίφασης θεολογίας - εκκοσμίκευσης. Οπότε, ακόμα και μετά την έκλειψη του Θεού η νεωτερικότητα «διατήρησε από το χριστιανικό όραμα τόσο την αποδοχή ενός απόλυτου θεμελίου του πραγματικού όσο και τη φιλοδοξία μιας πλήρους αναπαραστασιμότητας της ιστορίας ως αναγκαίας ακολουθίας γεγονότων». (191)
Descartes, Spinoza, Hegel, Marx ακολουθούν αυτό το δρόμο «της υπαγωγής της ολότητας του πραγματικού σε ένα ενοποιημένο σύστημα κατηγοριών». (191)

Η αρχή της καταληπτότητας του κοινωνικού και η αρχή της αναπαραστασιμότητας της ιστορίας έχουν εμπεδωθεί στη νεωτερική συνείδηση και αποτελούν την αιτία για την επιβίωση σε πολλά νέα και ‘εναλλακτικά’ κινήματα μιας εσχατολογίας, ενός μεσσιανισμού και μιας τάσης να δοκιμάσουν –αρκετά καιροσκοπικά – την τύχη τους ως «ενσαρκώσεις» της ιστορίας, κάτι που θα δούμε αμέσως μετά.


Η θεολογική και εκκοσμικευμένη όψη της ενσάρκωσης


Μια ουσιώδης διαφορά που διαπιστώνεται από τον E.L. μεταξύ της χριστιανικής εσχατολογίας και της εκκοσμικευμένης εκδοχής της είναι ότι για την πρώτη η σωτηρία απαιτεί και Σωτήρα, δηλαδή τον ενσαρκωμένο Θεό, ενώ για τη δεύτερη μια τέτοια ενσάρκωση δεν είναι –ρητά τουλάχιστον- απαραίτητη. Η κοινωνία έχει τις δομικές προϋποθέσεις της σωτηρίας της, οπότε η κατάληξη είναι βέβαιη και το μόνο που αγνοούμε είναι το πότε θα συμβεί αυτό. Εδώ για τον E.L. υπάρχει και το πρόβλημα. Η ενσάρκωση επιφέρει τον ολοκληρωτισμό. (Για τον ελληνικό κόσμο το ζήτημα έχει διαφορετικά, όπως τόσο μοναδικά και εξεπέραστα μας έδειξε ο Λάκης Αποστολόπουλος στο "Η Δύση των Φαντασμάτων και η Μέσα Ελλάδα")
Αλλά ας επιστρέψουμε στον E.L. Ο συλλογισμός του είναι απλός: «Μια σχέση ενσάρκωσης προϋποθέτει ότι υπάρχει ένα ανυπέρβλητο χάσμα ανάμεσα σ’ αυτό που ενσαρκώνεται και στο σώμα στο οποίο η ενσάρκωση λαμβάνει χώρα. Ένας περιορισμένος ιστορικός (sic) δρων αναλαμβάνει μια απεριόριστη ιστορική αποστολή. Το ανυπέρβλητο αυτού του χάσματος ανάμεσα στην αποστολή και το σώμα γεφυρώθηκε στον θρησκευτικό λόγο από μια θεϊκή απόφαση. Στην περίπτωση όμως της της εκκοσμικευμένης ενσάρκωσης, η απόδοση της αποστολής δεν μπορεί παρά να είναι αυτο-απόδοση. Ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας αυτής της λειτουργίας είναι σαφής. ΄Ενας συγκεκριμένος ιστορικός δρων παύει να μιλά από τη δική του περιορισμένη θέση και ισχυρίζεται ότι η θέση του είναι η θέση του καθολικού. Δεν ξεκινά ένα διάλογο με άλλους, εξίσου περιορισμένους ιστορικούς δρώντες με σκοπό την κατασκευή μιας συλλογικής θέλησης. Αντιθέτως, ισχυρίζεται ότι ο λόγος του είναι ο μόνος έγκυρος και υποστηρίζει ότι γνωρίζει πως όλοι οι άλλοι θα εξαφανιστούν αναγκαστικά».
Συνεπώς, για τον E.L. ο ορθολογισμός της «λογικής της ιστορίας» και της «τελευταίας ανάλυσης του κοινωνικού», συνιστούν απόκλιση από το δημοκρατικό λόγο και αρχή ενός ολοκληρωτισμού.
Αυτού του είδους η διαλεκτική της ενσάρκωσης αναπτύχθηκε, κατά τον E.L., στο πλαίσιο του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού. Πώς φάνηκε κατά τρόπο πανηγυρικό το χάσμα μεταξύ της καθολικότητας της αποστολής και το πεπερασμένο σώμα που την ενσάρκωνε; Με την ανάπτυξη μιας διεφθαρμένης γραφειοκρατίας, τη μαζική καταπίεση στο όνομα της ελευθερίας, την άρνηση των πολιτικών δικαιωμάτων στο όνομα της χειραφέτησης, την αναποτελεσματικότητα στο όνομα του ορθολογικού σχεδιασμού.


Ο λόγος της διεκδίκησης της ιδιαιτερότητας δεν οδηγεί αναγκαστικά στη δημοκρατία


Ισχύει δηλαδή ό,τι και για το λόγο της καθολικότητας. Διότι η διεκδίκηση της ιδιαιτερότητας, ιδίως στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, συχνά μετατρέπεται σε υποκατάστατο της καθολικής χίμαιρας. Η πρόσφατη αυτή τάση υποδηλώνει μια απελπισία, μια αγωνιώδη προσπάθεια να συγκροτηθεί ένας λόγος αυτοαναφορικός, να εξευρεθεί ένας προσανατολισμός και μια νέα σχέση με τη χρονικότητα. Αν ο χρόνος δεν κινείται προς συγκεκριμένο μελλοντικό προορισμό, θα πρέπει να ανακαλυφθεί η νέα γεωμετρία του, ο νέος ‘τόπος’ του χρόνου. Τότε όμως μπορεί να ξεπηδήσουν φαινόμενα εθνικισμού, ξενοφοβίας, ρατσισμού και σκοταδιστικών ταυτίσων.


Ούτε παρτικουλαριστικές ταυτίσεις ούτε διεκδικήσεις ρόλων υποκειμένου της ιστορίας


Ο E.L. συχνά πέφτει σε μια αντίφαση. Συγκροτεί μια κριτική ανάλυση λόγου και την ίδια στιγμή εκφέρει ένα νέο προγραμματικό και υποσχετικό λόγο για τον οποίο θα ίσχυε η αμέσως προηγηθείσα κριτική του. Από τον πειρασμό αυτό δεν ξέφυγε, εξάλλου, ούτε και ο Derrida. Η κοινωνία και η ιστορία δεν μπορεί να είναι ένα σύνολο χαοτικών γεγονότων, όπως το περιέγραψε σ’ ένα στίχο του ο Shakepear. Τα ιστορικά και κοινωνικά νοήματα δημιουργούνται και υπόκεινται στους κοινωνικούς αγώνες. Η ίδια η κοινωνία δεν είναι ομοιογενοποιημένη αλλά κατακερματισμένη και για το λόγο αυτό δεν είναι πρόσφορος ούτε ο ολοκληρωτικός ούτε ο ιδιαιτεροκεντρικός λόγος. Ωστόσο, η δημοκρατία για τον E.L. δεν είναι καταδικασμένη να συνθλιβεί ανάμεσα στα δυο κακά. Ο E.L. αισθάνεται πως υπάρχει διέξοδος: με προσωρινές "ενσαρκώσεις" και εναλλαγή διαφορετικών ομάδων στην εξουσία. Ο E.L. δεν μιλά για δικομματική εναλλαγή, αλλά εναλλαγή κοινωνικών ομάδων. Ποιων; Δεν το ξεκαθαρίζει. Μπορεί να διατυπωθεί μια υπόθεση περί των προσωρινών αυτών ενσαρκώσεων; Οπωσδήποτε αλλά ο E.L. το αφήνει μετέωρο. Γιατί για τις ενσαρκώσεις, όχι μόνο του πολιτικού ή του αγίου αλλά και του ποιητή, του οπλίτη, του ήρωα, κ.ά. θα άξιζε να γίνει πολύς λόγος και φαίνεται πως ο E.L. δεν θα έμενε αμέτοχος.


1. Η νοηματοδότηση προηγείται κάθε εμπειρικής αμεσότητας


Η ιδέα της απόσπασης των άμεσων δεδομένων της συνείδησης από οποιαδήποτε αυτονόητη νοηματοδότηση και κυρίως την επιστημονική θεωρία, κάθε θεωρητική ερμηνευτική κατασκευή είναι παλιά και ανάγεται τουλάχιστον στην εποχή του Husserl. Ωστόσο, στη φαινομενολογία το ίδιο θέμα παρουσιάζεται με διαφορετικό τρόπο. Τα φαινόμενα προϋπάρχουν της επιστήμης. Πρώτα – πρώτα βιώνουμε τα δεδομένα αυτά σαν πράγματα, σαν «φαινόμενα» και στη συνέχεια έχουμε, με επιλεκτικές διαδικασίες, τη διατύπωση επιστημονικών υποθέσεων, θεωριών. Σημασία δεν έχει να δούμε πώς και γιατί ο Husserl διατυπώνει αυτή τη θέση αλλά να διαπιστώσουμε το γεγονός ότι ήδη από τις αρχές του 20ου αι. επικρατεί η εγκατάλειψη του φιλοσοφικού ρεαλισμού. Αν θέλαμε να το μεταφράσουμε με όρους μεσαιωνικής φιλοσοφίας θα λέγαμε ότι έχουμε το θρίαμβο ενός νεο-νομιναλισμού.


Σημείωση: Ο μεσαιωνικός νομιναλισμός διατηρούσε ακόμα στη θέση του το όνομα (nomen), εφ’ όσον γινόταν δεκτό ότι δεν ήταν παρά μια συγκεφαλαίωση πολλών ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, μια λέξη για να εκφράσουμε με ένα συμβατικό και περιληπτικό τρόπο διαφορετικά πράγματα. Τα «ονόματα», έλεγαν είναι λέξεις, ήχοι (flatus vocis), σημάδια για μια πολλαπλότητα ουσιών. Αν το κύριο μέλημα του νομιναλισμού ήταν να τελειώσει με τα universalia, αποκαλώντας τα απλώς ονόματα, ωστόσο δεν είχε φτάσει στο σημείο να αμφισβητήσει –στην περίπτωση του ατομικού και του ειδικού- το δεσμό μεταξύ ονόματος και πράγματος. Ωστόσο, υπήρξε πρωτοπόρος στην προθεωρητική διερεύνηση. Οπότε, ένας προβληματισμός που θα έφερνε στην επιφάνεια το πώς υποχώρησε η πλατωνική θεωρία για την πραγματικότητα των εννοιών γένους, τι απέγινε η θεωρία ότι την αλήθεια και το ον πρέπει να τα αναζητήσουμε στο Γενικό, πώς συνδέθηκαν αυτά με το νεοπλατωνισμό και τον πρωτοχριστιανισμό και εν τέλει με έναν θεολογικά ενοχλητικό πανθεϊσμό νομίζω ότι θα ήταν πολύ χρήσιμος και επίκαιρος.


Είτε ακολουθήσουμε το δρόμο του Husserl, είτε αυτόν που έχουμε μπροστά μας με το κείμενο του Laclau, φτάνουμε στο ίδιο αποτέλεσμα. Το νόημα είναι ανεξάρτητο, διαχωρισμένο ή και διασπασμένο από το πράγμα.


2. Η υπερβατική έρευνα ως διευκρίνηση των συνθηκών δυνατότητας της εμπειρίας ξεκίνησε με τον Kant

Ο κριτικός λόγος στον Kant, που διερευνά κι αυτός τα universalia θεμελιώνεται σε μια άλλη διάκριση. Υπάρχουν πρωταρχικές μορφολογικές σχέσεις στον αισθητό κόσμο που δεν είναι έμφυτες, αλλά δυνάμει έμφυτες,. Αυτές οι καθαρές μορφές της αισθητικότητας όπως ο χώρος, ο χρόνος, η αιτιότητα συγκροτούν μιαν a priori διάσταση συγκρότησης των φαινομένων. Μια διάσταση υπερβατική. μη ιστορική. Όπως επισημαίνει ο Laclau, αντίθετα, «οι σύγχρονες θεωρίες του λόγου είναι κατ’ εξοχήν ιστορικές και επιχειρούν να διερευνήσουν πεδία του λόγου που διαφοροποιούνται στο χρόνο σε πείσμα του υπερβατικού τους ρόλου. Συνεπώς η γραμμή που χωρίζει το ‘εμπειρικό’ από το ‘υπερβατικό’ δεν είναι καθαρή αλλά, αντιθέτως, υπόκειται σε συνεχείς μεταθέσεις ». Έτσι είναι, και ο μόνος λόγος για να συμπεριληφθεί ο Kant (και όχι μόνο) στη συνάφεια των σύγχρονων θεωριών του λόγου οφείλεται στο ότι συνέβαλε και αυτός στην έμφαση της νεώτερης φιλοσοφίας στην υπεροχή της εσωτερικής εμπειρίας και στην αποδόμηση των βεβαιοτήτων για τη γνώση του εξωτερικού κόσμου.


3. «Οι σύγχρονες θεωρίες του λόγου κατ’ εξοχήν ιστορικές» και «Η τάση προς το φορμαλισμό είναι σημαντικότατη όσον αφορά τη θεωρία του λόγου.»


Τι συμβαίνει με τις δυο αυτές φράσεις; Είτε οι θεωρίες του λόγου είναι κατ’ εξοχήν ιστορικές, οπότε δεν μπορούν να λειτουργήσουν δομικά, θα προσδιορίζονται αναπόδραστα από τα εκάστοτε ιδιαίτερα και μοναδικά τους ιστορικά νοήματα, είτε έχουν (όντως) τάση για φορμαλισμό. Οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, έχουμε το «θάνατο του υποκειμένου» ως πηγής νοήματος.   

Θάνος Κωτσόπουλος

Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Τα σκληρά και τολμηρά ερωτήματα θέλουν σκληρές και γενναίες απαντήσεις!


Αν και αδυνατούμε να εξηγήσουμε τη δύναμη ενός ιδεολογικού ρεύματος, αισθανόμαστε όμως με βεβαιότητα ότι μας παρασύρει! Αν έπρεπε με δυο λόγια να περιγράψω την επικρατούσα ορμή που βαίνει τώρα ολοταχώς αυξανόμενη θα έλεγα με δυο λόγια: “Προς τη σκληρότητα!”
Η συνθηκολόγηση στην κατακτητική ικανότητα του ρεύματος ποτέ δεν περιορίζεται σε λογικές σταθμίσεις. Συνοδεύεται από ένα ηδονικό παιχνίδι δοκιμαστικών αντιστάσεων πριν την υποταγή, αμφιθυμικών κρίσεων και φαντασιακών υπερβάσεων των ισχυόντων. Το ρεύμα, αν και ιδεολογικής υφής, εικονίζεται ως κατ' εξοχήν “πραγματικό”. Με αυτή του την ιδιότητα καταπραΰνει τη θλίψη του υποτασσόμενου, παρέχοντας του το άλλοθι της αποδοχής της πραγματικότητας.
Η σκληρότητα απαιτεί τον δικό της σεβασμό, κερδισμένο από μακραίωνη επαλήθευση, με κάθε είδους ανθρώπινη επίδοση, από την πιο μεγαλοπρεπή και εξευγενισμένη ως την πιο χυδαία και κτηνώδη. Δεν συσχετίζεται μόνο με ορισμένες ιστορικές περιόδους ή συγκεκριμένα πολιτικά καθεστώτα. Γενικότερα ο πόλεμος, η πτώχευση, η καταδίκη, η απώλεια της εργασίας, η αρρώστια, η ήττα, η τιμωρία, ο χωρισμός περιέχουν τόσες δόσεις σκληρότητας ώστε να δικαιολογούν τη θυμόσοφη φράση: “η ζωή είναι σκληρή”.
Από το σημείο αυτό κι έπειτα αρχίζει η διαστροφική καλλιέργεια της σκληρότητας. Δηλαδή η σκληρότητα ως αυτοσκοπός -όχι ως αφηρημένη αρχή αλλά ως ρεύμα που δυναμώνει, καθώς τα ίδια τα ιστορικά υποκείμενα ασκούνται στην εφαρμογή της και δοκιμάζουν μεταξύ τους τα αισθητηριακά αποτελέσματα των πειραμάτων τους. Όση περισσότερη ηδονή (ή αυτοεπιβεβαίωση) εξασφαλίζει στον παρατηρητή o πόνος του άλλου τόσο ενισχύεται ο πειρασμός για την αύξηση της οδυνηρής δόσης. Έτσι καλλιεργείται ο φαύλος κύκλος της σκληρότητας.
Όσο περισσότερο επιστημονικά μάλιστα τεκμαίρεται η σκληρότητα τόσο περισσότερη έδραση αποκτά στο διαστροφικό της θεμέλιο. Είναι λοιπόν μια πορεία θριάμβου η επαγωγή της επιστημονικής διερεύνησης στην ανακάλυψη μιας αλήθειας που είναι “πολύ σκληρή”. Ιδίως όταν συγκρούεται με παραδοχές υπεράνω αμφισβήτησης. Φαντάζεται κανείς πόσο “διεγερτικά” θα επιδρούσε στους αισθησιαζόμενους αλγυντήρες π.χ. μια υποθετική επιστημονική “απόδειξη” της φυλετικής ανωτερότητας των λευκών;
Εδώ επιτέλους φτάσαμε στο προκείμενο. Τι θα λέγατε να προσφέραμε, μετά τα ορεκτικά ένα κυρίως πιάτο που υπόσχεται έντονες συγκινήσεις σκληρότητας; Πάμε λοιπόν.
Ιδού η φράση που τόσο πολύ περιμένατε: “Το κοινωνικό κράτος είναι μια ψευδαίσθηση!”
Με πόση ευθύτητα και, επιτέλους, άφθονη σκληρότητα ο συντάκτης αυτής της φράσης μας ελευθερώνει από τα δεσμά που για πολλές δεκαετίες μας κρατούσαν δέσμιους του άχαρου, βαρετού, παλιομοδίτικου καθωσπρεπισμού της κοινωνικής αλληλεγγύης. Να πεδίο δράσης! Να ορμήσουμε στο κοινωνικό κράτος!
Μα... να, ήδη ακούγονται οι συμβουλές των έμπειρων στην τεχνική του πόνου αλεπούδων: “Ήρεμα, αυτοσυγκράτηση. Κι αυτό θα γίνει, υπομονή και θα έρθει η ώρα του”.
Ακούστε τον, αξίζει. Θα αποζημιωθείτε με ένα ηδονικό ταξίδι σε ένα ανώτερο επίπεδο σκληρότητας (και επιστημονικής αυστηρότητας βεβαίως - βεβαίως).
Ο άνθρωπός μας λέγεται Joshua Grundleger και συνεργάζεται με την "ανεξάρτητη" οργάνωση Bertelsmann Stiftung που ίδρυσε ο γερμανικής καταγωγής και αδιευκρίνιστου νεανικού βίου Reinhard Mohn (1921-2009). Είναι ένας νεαρός Αμερικανός αναλυτής με άφθονα πτυχία και φαντάζομαι λαμπρό μέλλον. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ευρώπη, μας επισημαίνει, έχουν ένα σοβαρό πολιτισμικό πρόβλημα: το κοινωνικό κράτος. Έχουν ένα υπερδιογκωμένο και υπερχρεωμένο κράτος, που δεν είναι παρά ένας βάλτος δικαιωμάτων. Είναι δε λάθος που απλώς μας βολεύει, συνεχίζει, να το αντιμετωπίζουμε ως ένα οικονομικής τάξεως πρόβλημα το οποίο μπορεί να αποκατασταθεί με ορθή δημοσιονομική διαχείριση. Η καρδιά του αδιεξόδου βρίσκεται πολύ βαθύτερα, στην πολιτισμική στάση του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού ο οποίος διακατέχεται από την ψευδαίσθηση ότι το κοινωνικό κράτος προσθέτει αξία στο οικονομικό πράττειν. Αν κάποιος συνεισφέρει κάτι, δημιουργεί κάτι, τότε νομιμοποιείται να υπάρχει. Υπ' αυτή την έννοια αποκαλεί ο Ομπάμα το κοινωνικό κράτος “επένδυση στο μέλλον”. Πιστεύει πως παράγει, προσθέτει κάποια αξία στη συνολική οικονομία.
Αυτό, συνεχίζει ο Grundleger, ο άνθρωπος που μας ανεβάζει τη διάθεση, είναι το ολέθριο λάθος. Αντίθετα με μια επιχείρηση, το κοινωνικό κράτος δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι παραγωγός αξίας. Είναι μόνο διανομέας και κατά κανόνα κακός, διεφθαρμένος και αναξιόπιστος. Αυτή την απλή αλήθεια δεν κατανοεί ή δεν αποδέχεται ο δυτικός πολιτισμός και ζει διαρκώς σ' ένα ψέμα. Έχει νομιμοποιήσει την ύπαρξη του κοινωνικού κράτους γιατί έχει την αυταπάτη ότι εντάσσεται στην πραγματική οικονομία. Εξ αυτού του λόγου το κράτος πρόνοιας συγκέντρωσε υπερβολική και αδικαιολόγητη υποστήριξη, χάρη στην οποία διογκώθηκε και κατέληξε καταχρεωμένο. Αυτός είναι ο λόγος που αδιαφορούσαμε για τα κόστη, διότι πιστεύαμε πως μπορεί με σωστή διαχείριση να “βγάλει τα λεφτά του”. Αυτός είναι ο λόγος που οι πολιτικοί, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί, δεν μπορούν να αποφύγουν τη δημαγωγία και τις υποσχέσεις. Κανείς δεν ανησυχεί διότι φαντάζεται πως αυτά τα (αθέατα) κόστη είναι κάτι σαν επενδύσεις που μελλοντικά θα αποφέρουν κέρδη. Επειδή όταν πρωτοεμφανίστηκε το κοινωνικό κράτος ήταν ακόμη νέο και με μικρό χρέος, επειδή ο δυτικός κόσμος φοβόταν τον κομμουνισμό και επειδή η οικονομίες ήταν σε τροχιές ανάπτυξης η ύπαρξή του ήταν εύλογη. Σήμερα τίποτε από αυτά δεν ισχύει.
Δυστυχώς, ο ρηξικέλευθος αναλυτής προς το τέλος του άρθρου του έχασε την καθαρότητα και τη σκληρότητά του και μας τα χάλασε γιατί παραδέχτηκε ότι παρόλα αυτά χρειάζεται να υπάρχει κάποιο κοινωνικό κράτος αλλά “τόσο μόνο όσο πρέπει”. Με γενικότητες όμως. Δηλαδή πόσο ακριβώς; Μήπως με ό,τι περισσέψει από δημόσιες επενδύσεις; Αν το κοινωνικό κράτος δεν παράγει τίποτε απολύτως γιατί να εξακολουθεί να υπάρχει; Σιωπά.
Κρίμα. Η κορύφωσή του ήταν το σημείο της παραγωγής μηδενικής αξίας. Ένα ζήτημα που έτσι ωμά δεν τίθεται στο δημόσιο διάλογο. Επειδή όμως αυτό υπάρχει στη σκέψη των ποικιλώνυμων νεο-φιλελεύθερων θα πρέπει να το ομολογήσουν ανοικτά γιατί αυτό είναι όλη η ουσία. Όσο σκληρό κι αν είναι θα πρέπει να διακηρυχθεί ότι το κοινωνικό κράτος είναι περίπου συνολικά άχρηστο. Θα μου πείτε, μα γι αυτό συρρικνώνεται. Δεν αρκούν οι πράξεις; Χρειάζεται να το πούμε τόσο λιανά; Ναι, λοιπόν, ναι.
Διότι το ίδιο λιανά θα ήθελα να ακούω και από τους υπερασπιστές του κοινωνικού κράτους να μνημονεύουν την απλή παραδοχή που συνιστά την ουσία της υπεράσπισης της έννοιας αυτής: ότι το θεωρητικό θεμέλιο του κοινωνικού κράτους εκπορεύεται από τη μαρξική θεωρία της αξίας και της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, πλευρές της οποίας, ο “σύγχρονος δυτικός πολιτισμός” κάποια στιγμή εξ ανάγκης αποδέχτηκε και ενσωμάτωσε όπως-όπως στα πολιτικά του προγράμματα. 
Αν οι λειτουργίες που επιτελεί το κοινωνικό κράτος και οι οποίες παρέχουν στην εργατική δύναμη τα απαραίτητα για την αναπαραγωγή της δεν είναι παραγωγικά, δεν αποτελούν επένδυση, δεν δημιουργούν αξία τότε γιατί να υπάρχει έστω και ελάχιστη δημόσια εκπαίδευση, υγεία, ασφάλιση; Θα μας αρκούσε το κράτος - πυροσβέστης. Αλλά ο πολιτισμός αυτός που ο Joshua Grundleger μέμφεται απέκτησε μέσω οδυνηρών εμπειριών την επίγνωση ότι η πραγματική οικονομία χρειάζεται ανθρώπους με ικανοποιημένες τις πραγματικές ανάγκες, υγιείς, εκπαιδευμένους, κυρίους του προσωπικού τους σχεδίου ζωής.
Άλλο εντελώς ζήτημα το αυτονόητο της αναγκαίας κάθαρσης του κοινωνικού κράτους από τη σπατάλη, τη διαφθορά, το φαβοριτισμό, την παρανομία, την αναποτελεσματικότητα, τις αδικίες, τις μύριες στρεβλώσεις από τις οποίες πάσχει.

Τα ερωτήματα για την αξία που παράγει το κοινωνικό κράτος είναι σκληρά, οπότε, όπως είπαμε, ας είμαστε όλοι σκληροί γιατί οι καιροί μας σπρώχνουν εκόντες – άκοντες στα άκρα.


Θάνος Κωτσόπουλος

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Κι όμως, μου είχες υποσχεθεί πως θα τηλεφωνήσεις


ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ - ΕΓΩ ΚΑΙ Ο ΑΛΛΟΣ


1η φάση: Η αναζήτηση του άλλου

Η επιθυμία για τον άλλο εκφράζεται με την αναζήτηση συναισθημάτων στο πραγματικό.

Ο εσωτερικός μηχανισμός που αναπτύσσεται αναπαράγει και συντηρεί τη βιωμένη τραυματική σχέση με την αλήθεια.

Η μεγάλη απώλεια έχει εσωτερικευθεί, βουβά, αθόρυβα. Χωρίς επικοινωνία. Χωρίς θρήνο.

Οι βιολογικοί γονείς δημιούργησαν το ανερμήνευτο κενό. Οι θετοί γονείς δημιούργησαν το ασφυκτικό περιβάλλον των συναισθημάτων.

Η επιθυμία αναμετράται με το φόβο και την ενοχή που δημιουργούν οι υπέρμετρα πολλοί κανόνες. Δραπετεύει με συμμάχους τη μυστικότητα, την ανειλικρίνεια και το ψέμα.

Όλα υπάρχουν και ταυτόχρονα αμφισβητούνται. Έχει όμως διαταραχτεί η κανονική πορεία των πραγμάτων.

Το πραγματικό έχει διασπαστεί.

Το αβάσταχτο ταξίδι της ταυτότητας έχει ξεκινήσει.

Ο λόγος απών. Κυρίαρχη η σιωπή.


2η φάση: Η δύναμη πάνω στον άλλο

Παράλληλες πραγματικότητες συνυπάρχουν, σχεδόν με φυσικότητα.

Οι σχέσεις παύουν να είναι ένα ανοιχτό παιχνίδι και παίρνουν μορφή εξουσίας πάνω στον άλλο.

Η αυτοπεποίθηση προϊόν της κοινωνικής ανωτερότητας και της ερωτικής επιβεβαίωσης επιβάλλει άνισους κανόνες στη διαπροσωπική σχέση και ξεγελά.

Η επιθυμία ικανοποιείται όταν ο άλλος γίνεται κτήμα.

Μέσο είναι το σώμα.

Η μορφή ελέγχει το περιεχόμενο.


3η φάση: Δεν μπορώ να είμαι κάτι

Ότι δεν ικανοποιείται από το πραγματικό το αναλαμβάνει το φαντασιακό.

Η επιθυμία στο πραγματικό ματαιώνεται.

Η επιθυμία στο φαντασιακό διασώζεται.

Η πραγμάτωση της επιθυμίας με ισότιμους όρους έχει καταστραφεί και μαζί της έχει παρασύρει και την πραγματική σχέση με τον άλλο.

Ο άλλος σαν επιθυμία προσωπικής πλήρωσης μεταφέρεται στο φαντασιακό.

Ο άλλος σαν κοινωνική καταξίωση παραμένει πραγματικός και απορροφά την ενέργεια για αναβαθμισμένη κοινωνική επιβεβαίωση.

Η υιοθεσία σαν ισχυρή κοινωνική ταυτότητα προσφέρει δύναμη και ανωτερότητα. Την ίδια στιγμή ξυπνάει και το άγχος για την απώλεια της.

Οι βιολογικοί γονείς γίνονται ταυτόσημοι της πτώσης.

Μετά τη φυσική απόρριψη το άγχος της κοινωνικής.


4η φάση: Αέναη μεταμόρφωση

Το τραύμα της διττής ταυτότητας, ισοδύναμο με «μη-ταυτότητα», καθορίζει την εξέλιξη.

Η ανάγκη για κοινωνική επιβεβαίωση καταγράφεται ισχυρότερη και σχεδόν ταυτόσημη της προσωπικής λύτρωσης. Επιθυμία για το «νέο» που θα εξαφανίσει κάθε ίχνος του παρελθόντος.

Ο άλλος επιλέγεται για να προσφέρει τη λύτρωση. Ικανός για τη μορφή, δέσμιος και ο ίδιος της δικής του μορφής, προσφέρει μια διαρκή δημόσια παράσταση.

Αυτό που ήταν προσωπική υπόθεση, βαθιά επιθυμία και δικαίωμα έχει μετατεθεί στον άλλο.

Τελευταία πράξη ενός έργου με πολλά πρόσωπα όλα άπιαστα και απροσδιόριστα μοιραία στο χρόνο, μεταμορφώσεις μιας αμετάκλητα διασπασμένης και μοναδικής μορφής αδύναμης να βρει τη λύτρωση της.

Το ά-λογο θριαμβεύει.
 
 Έφη Ευστρατουδάκη