TRANSLATION

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Cabriole ανιστόρητα για τη chaise longue

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ


7
Είναι ή όχι δύσκολο το ερώτημα για ποιο λόγο η λατινική Δύση απέσυρε επί αιώνες το αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό ανάκλιντρο από τους χώρους ανθρώπινης επικοινωνίας; Πού μπορεί να οδηγήσει η έρευνα για την πληθωρική κανονιστικότητα επί της καθιστικής συμπεριφοράς;


Μια παλιότερη αλλά ενδιαφέρουσα ανθρωπολογική μελέτη του G. W. Hewes εντόπισε πολιτισμικές ταυτότητες σωματικών στάσεων και συγκρότησε μια τυπολογία εκατό κύριων “καθιστικών” στάσεων κατά φύλο από 480 σημεία πολιτισμών, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Από αυτές κράτησα μόνο εκείνες που μπορούν να θεωρηθούν αποδεκτές, για τον μέσο Ευρωπαίο, στάσεις γνήσιας καθιστικής ανάπαυσης. Εξαίρεσα, για παράδειγμα, τη Νιλωτική στάση η οποία στην πραγματικότητα είναι όρθια. (Εκτός από τους Σιλούκ του Σουδάν απαντάται και στη Νιγηρία, Ινδία και Κεντρική Ασία.) Στην εν λόγω, καθαρά ανδρική, στάση ανάπαυσης ο άνθρωπος στέκεται στο ένα πόδι, έχει ανασηκωμένο το άλλο σαν πελαργός και ισορροπεί υποβασταζόμενος από μακρύ μπαστούνι.


Αλλά επίσης εξαίρεσα και όλους τους τρόπους του οκλάξ κάθεσθαι ιδίως τις θέσεις sukhasana, baddha konasana ή hanka-fuza.


Είναι λοιπόν φανερό ότι, στη Μεσόγειο, στις ακτές της Αφρικής, σε πολλά μέρη της Ασίας και της Αμερικανικής ηπείρου, ιδίως οι γυναίκες που φροντίζουν βρέφη, εκτελούν λεπτές εργασίες, βρίσκονται σε μια σχέση κοινωνικού καταμερισμού αλλά και επικοινωνίας προτιμούν καθιστικές στάσεις με ή χωρίς κάποιο στήριγμα πλάτης αλλά κυρίως με τεντωμένα τα πόδια ή με τα πόδια σταυρωτά. Οι άνδρες βρέθηκαν να χρησιμοποιούν λιγότερο συχνά αυτή τη στάση. Ότι η αρχαία Αίγυπτος υπήρξε “πολιτισμός του καθίσματος” είναι βέβαιο. Δεν ξέρω όμως πόση εγκυρότητα έχουν ισχυρισμοί ότι πέραν όσων μπορούσαν να κάθονται λόγω κοινωνικής θέσης απεικονίζονται και κοινοί Αιγύπτιοι σε αξιοπρεπέστατα καθίσματα με ερεισίνωτα.


Οι εκτός Ευρώπης μακροχρόνια εφαρμοζόμενες εργονομικές πρακτικές των παραδοσιακών πολιτισμών και η λειτουργικότητα τους στις κινήσεις και τις στάσεις της καθημερινότητας διαμόρφωναν για τον Ευρωπαίο της Era dos Descobrimentos, της Εποχής των Ανακαλύψεων, ένα νέο habitus για το σώμα, το οποίο εγκαθίδρυε απαιτήσεις ανάκτησης όσων η πενία υλικών μέσων και η απουσία πνεύματος χειραφέτησης του είχαν στερήσει.


8
Σε ένα προηγούμενο σημείωμα, στο έκτο, έγραψα κάτι για το καφέ χρώμα. Παράθεσα μια σκέψη του Spengler αλλά, φυσικά, δεν είναι ζήτημα που μπορώ να διαπραγματευτώ. Προσπαθώ απλώς να πιάσω, στο όνομα της συντροφιάς και της συζήτησης, στο μέτρο των μικρών μου δυνάμεων, μέσα από λοξές ματιές, σε γωνιές που διαφεύγουν της ευθείας παρατήρησης, λίγες κρυμμένες στιγμές μιας πολυπλοκότητας που δημιουργεί το ήθος του πεπερασμένου. Μ' αρέσει ο τίτλος του βιβλίου του David Lowenthal, “Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα”. Πάντα περιμένουμε το παρελθόν να έρθει σε μας και κάποιοι ανυπομονούν γι αυτό περισσότερο από ότι για το μέλλον. Είναι η πρόθεση που κάνει το παρόν για κάποιους βολικό και για άλλους άβολο.


Για παράδειγμα, η γενίκευση της καύσης ξυλοκάρβουνου για θέρμανση και η βαριά ρύπανση του αέρα δημιούργησε στους ζωγράφους της Ευρώπης πολύ σοβαρά τεχνικά προβλήματα και επέδρασε στην αισθητική δύο αιώνων. Οι εποχές του καθαρού αιθέρα και φωτός και των λαμπερών χρωμάτων της αρχαίας Κίνας, Αιγύπτου, Ελλάδας και Ρώμης είχαν παρέλθει. Είναι όμως και αλήθεια πως σπουδαία καλλιτεχνικά αποτελέσματα έχουν επιτευχθεί με πολύ λίγη πρόσθεση χρώματος ή και αφαίρεση, όπως με το sfumatto του Leonardo ή τη σινική.


Για να επιστρέψουμε στον “ξύλινο κόσμο”, ένα από τα θαυμαστά αποτελέσματα των φυσικών βερνικιών εκείνων των εποχών ήταν οι αντανακλάσεις του φωτός πάνω στη γυαλισμένη επιφάνεια αναδεικνύοντας τις διαβαθμίσεις των χρωμάτων του ξύλου και δημιουργώντας την αίσθηση της διαφάνειας. Ένα γνωστό και παλιό εικαστικό πρόβλημα ήταν η απόδοση πάνω στον καμβά, με χρώματα και πινέλο μιας γυαλισμένης επιφάνειας επίπλου από βελανιδιά ή σφένδαμο.


Ας προσθέσουμε, παίζοντας με τους κανόνες του χρόνου, ότι τον 17ο και κυρίως τον 18ο αιώνα εμφανίζεται στις βόρειες περιοχές των Κάτω Χωρών η μόδα του καπλαμά από σφένδαμο ή σημύδα με κοντράστ ανοιχτόχρωμων και σκουρόχρωμων σχεδίων πάντα στις αποχρώσεις του καφέ. Πρόκειται ουσιαστικά για αναβάθμιση μιας παλιότερης τεχνοτροπίας του 16ου αιώνα, της μαρκετερί, αυτού που θα αποδίδαμε στα ελληνικά με τον όρο “ένθετη διακόσμηση με φύλλα ξύλου”. To παλιό ρωμαϊκό και ισλαμικό αραμπέσκ παίρνει τη μορφή του γκροτέσκ της Αναγέννησης (grottesche) -μέσω Ραφαήλ- και εν συνεχεία, απλοποιημένο και προσιτό ως μαρκετερί για τους μικρόκοσμους των ευκατάστατων τάξεων!
(Συνεχίζεται)

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

Cabriole ανιστόρητα της chaise longue

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

5
Όποιος θέλει να διαπιστώσει τα επιτεύγματα της Αναγέννησης στον τομέα της ξυλογλυπτικής δεν χρειάζεται απλώς να ανατρέξει στα σχετικά σχέδια του Ραφαήλ. Αρκεί να αντικρίσει το Nerli cassone, του οποίου τα σκαλίσματα γεννήθηκαν από το χέρι του Zanobi di Domenico, ζωγράφου βέβαια, που αν δεν τον ξετρύπωνε ο Φλωρεντινός λόγιος Cristina Acidini Luchinat θα απολάμβανε την ανώνυμη αθανασία όπως τόσοι και τόσοι. Το εν λόγω αντικείμενο μόνο ένας βέβηλος θα μπορούσε να το αποκαλέσει “κασόνι” ή να διανοηθεί ότι μπορεί να έχει οποιαδήποτε “αξία χρήσης”. Ζωγραφισμένο από τον “Αρχάγγελο”, τον Jacopo del Stellaio και τον Biagio d'Antonio. Ξύλο, γύψος και τέμπερα αποτελούν την ταπεινή ύλη αυτού του αριστουργήματος.
Σπουδαίοι μάστορες ξυλουργοί σε οικογενειακές επιπλοποιίες μπορούσαν να είναι και ξυλογλύπτες, γλύπτες και ξανά επιπλοποιοί. Διακονούσαν με το σκαρπέλο ταπεινά και περήφανα. Όπως ο Benedetto da Maiano. Βέβαια τίποτα δεν αφηνόταν στην τύχη. Τα εργαστήρια γλυπτικής ήταν σχολές μεγάλης σπουδής.
Δεν υπήρχε μόνο η Ιταλία και η Γαλλία. Τεχνίτες ξύλου υπήρχαν και στη Γερμανία, όπως ο Σουηβός Gregor Erhart, ο Tilman Riemenschneider και άλλοι. Αφήνουμε επίσης τα συμβαίνοντα στην Αγγλία και την Ισπανία.
Λοιπόν, για να επιστρέψουμε στα καθίσματα, στην ύστερη Ιταλική Αναγέννηση έχει μεγάλη απήχηση η λεγόμενη Sedia Dantesca (Καρέκλα του Δάντη) και η παραλλαγή της, η Sedia Savonarola (του Σαβοναρόλα). Ουσιαστικά πατούσαν αμφότερες στο πρότυπο της ρωμαϊκής sella curulis, κάθισμα σε σχήμα “x”, συμβόλου του imperium. Χωρίς όμως ένα σκαμπό, ένα sgabello να απλώσει κανείς επάνω του τα πόδια σου θα ένιωθε σαν τον Girolamo Savonarola όταν επάνω σε μια τέτοια sella έγραφε τον Dialogo della Verita.
Καλώς ή κακώς (το κρίνει ο αναγνώστης ανάλογα με το πόσο εκτιμά ή όχι τον κύκλο της ηδονής, της οδύνης και της ανύψωσης που προσφέρει η υλική αναφορά), αν ο Πάπας Αλέξανδρος ΣΤ' δεν “καθάριζε” και αν ο Savonarola και το πνεύμα του είχαν επιβληθεί στην Ευρώπη τότε οι μπερζέρες, οι σεζ λονγκ και οι ξαπλώστρες δεν θα είχαν γεννηθεί ποτέ!



6
Αναφέροντας στο προηγούμενο, πέμπτο σημείωμα, την καρέκλα “Σαβοναρόλα” θυμήθηκα μια σκέψη του Spengler πάνω στο χρώμα. Μετά το θρίαμβο των καθαρών χρωμάτων της Αναγέννησης εισήχθη και επικράτησε σταδιακά στη ζωγραφική αυτό που αποκαλούσε “καφέ του εργαστηρίου”. Ένα βαθύ, εξωπραγματικό χρώμα που τόνιζε την πνευματικότητα. Το μόνο που λείπει από την παλέτα του ουράνιου τόξου. Εύστοχα χαρακτηρισμένο ως “φαουστικό”, βυθίζει τα πρόσωπα στην ατμόσφαιρα του Μάκβεθ, το καφέ χρώμα αποτέλεσε έναν εκλαϊκευμένο προσκλητήριο προτεσταντικής αρνησικοσμίας και ταυτόχρονα κατάφερνε να γίνεται ανεκτό από την αισθητική του Καθολικισμού. (Λέτε απόηχος εκείνου του παραληρήματος να είναι το σύγχρονο “μπεζάκι”;)
Ας πούμε, αυτόν τον “ιστορικό” ρόλο του καφέ (χρώματος) κάνει να αναπηδήσει μια καρέκλα αυστηρού μοναστηριακού ύφους που αντιπροσώπευσε για μεγάλη περίοδο την Ισπανία, η περίφημη σιγιόν φραϊλέρο, (sillón frailero) ή, απλά, η “ισπανική καρέκλα”. Ο ξύλινος σκελετός της και το δέρμα του καθίσματος και της πλάτης, οι βελούδινες προσθήκες, συνέθεταν το το ποθούμενο μουντό καφέ της επιτηδευμένης “πνευματικότητας”.
Εκ πρώτης όψεως κάτι από το ύφος της φραϊλέρο αναγνωρίζεται τα σκυριανά καθίσματα. Αλλά σε πόσο διαφορετική κατηγορία ανήκουν! Άλλο ένα αξιόλογο ελληνικό προϊόν που άκμασε ιδίως στις δεκαετίες του '50 και ΄60 και μετά πετάχτηκε στα παλιατζίδικα. Η Αγγελική Χατζημιχάλη τα είχε πει όλα και έγκαιρα. Τα τονίζει και τα διδάσκει μέσω του μουσείου του και ο Φαλτάιτς. Βέρα βυζαντινή και σκυριανή τεχνοτροπία ξυλοτεχνίας, με βαθιές ρίζες, ιδιαιτερότητα και με τεχνίτες όπως, ενδεικτικά, ο Μαρουδιός, ο Σκατσίδης, ο Μπαμπούδης. Φαντάζομαι ότι υπέροχα σκυριανά θα έχουν απομείνει σε λιγοστούς άντε και κάποια κομμάτια στο Προεδρικό Μέγαρο (η πλάτη μιας σκυριανής πολυθρόνας καταφέρνει να δει φως κατά τις ορκωμοσίες των υπουργών).

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Καμπριολέ ανιστόρητα της chaise longue

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
1
Καταλαβαίνω τι συμβαίνει όταν ανασύρονται θέματα από το Έπος του '40, τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και άλλα βαρέα ιστορούμενα. Η μόχλευση σπουδαιοφανών γεγονότων είναι ένα ναρκοπέδιο στρωμένο με αθλιότητες, φρίκη, αδιευκρίνιστες προθέσεις του αφηγητή και, πολύ συχνά, πληκτική προβλεψιμότητα. Οπότε, ας πάμε σε κάτι πιο ... αναπαυτικό!
Ας μιλήσουμε λοιπόν για την ιστορία της σεζ λονγκ, ναι, ναι, της chaise longue, ή, αν θέλετε διασταλτικά, της chaise de repos.
Όλοι γνωρίζουμε ότι, από πλευράς καταγωγής, αυτή η ύπουλη καρμανιόλα της σωματικής ευρωστίας, το σύμβολο της χαλαρότητας και εγωπαθούς ανεμελιάς ουδεμία σχέση είχε με την τυπική από ελαφρύ ασπρόξυλο και πανί πτυσσόμενη (pliante) πολυθρόνα της παραλίας ή της θερινής ραστώνης.
Ίσως -το λέω με κάθε επιφύλαξη- κάτι τι από το αρχαίο κλέος της chaise longue (ισχνά όμως και με ανάξια αισθητική) να διασώζει ο σύγχρονος κτηνώδης, κατασκευαστικά, τύπος καθιστικού τον οποίο το τσίρκο της μαζικής κατανάλωσης ρεκλαμάρει ως “καναπέ-κρεβάτι-γωνία” !
Προς Θεού! Δεν θέλω να προσβάλλω όσους αναγκάστηκαν να αγοράσουν αυτόν τον Φρανκενστάιν της μοντέρνας επιπλοποιίας. Διότι σέβομαι απολύτως το ομολογημένο κίνητρό τους.
Προτίθεμαι όμως να κανονιοβολήσω ριπηδόν υπέρ των προγόνων του εξαίσιου αυτού δημιουργήματος, της chaise longue. Κατασκευή η οποία, αν μη τι άλλο, συνδέθηκε με το νεωτερικό φαινόμενο της διαδοχής του “υψηλού” από το “ευχάριστο”, του ευχάριστου από το “χαριτωμένο” και αυτού από το “κακόγουστο”. Διότι τούτο το τελευταίο σχετίζεται με το “υψηλόν” όπως ο Βενιαμίν με τον Αβραάμ (εκεί και το ενδιαφέρον της αθάνατης κακογουστιάς). Έπεται, αναπαυτικά, συνέχεια.

2
Στην αρχαία Αίγυπτο, Ελλάδα και Ρώμη διακριτικό της αξίας των επίπλων ήταν όχι μόνο το ερεισίνωτο και τα ερεισίχειρα αλλά και σκαλιστά καμπυλωτά πόδια, άλλοτε τορνευτά, άλλοτε ζωόμορφα. Υπήρχε όμως μια διακοσμητική απαίτηση στη νεωτερική Δύση, η μορφοποίηση “cabrioles”, (από το λατινικό Capreolus = ζαρκάδι, οπότε cabrioles = τα χαριτωμένα ζωηρά ανασκιρτήματα και πολύ αργότερα η δίτροχη ιππήλατη άμαξα). Οι απαρχές του εμφανίστηκαν στην Κίνα κατά την Περίοδο των Τριών Βασιλείων και μερικά χρόνια μετά την καταστολή της Εξέγερσης των Κίτρινων Τουρμπανιών. Συμπτωματικά καθιερώνονται την ίδια περίοδο στην Κίνα και οι χειράμαξες, ως μόδα και όχι ως δυνατότητα καθώς και σοβαρές κρίσεις στις εκκλησίες του ταοϊσμού. Με κάποιες ιστορικά περίπλοκα ανιχνεύσιμες διαδρομές το κινεζικό αυτό γούστο θα ισχυριζόμουν ότι συνδέεται με το μεσαιωνικό εβραϊκό μπαρόκ της δυτικής Μεσογείου. Αυτό όμως είναι ένα άλλο ζήτημα.
Η Δύση αντλεί τις εμπνεύσεις της μέχρι τον 12ο αιώνα από την Ανατολή, αλλά από τον 13ο αιώνα κάνει την εμφάνισή του το γοτθικό ύφος με πλέον εμβληματικό έργο ξυλουργικής τον δρύινο βασιλικό θρόνο τον οποίο ο “Malleus Scotorum”, Εδουάρδος Α', εγκατέστησε στο Αββαείο του Westminster ενσωματώνοντας με αλαζονεία στον ξύλινο σκελετό του την Πέτρα του Πεπρωμένου της ηττημένης Σκωτίας. Ο θρόνος φτιάχτηκε από τον ξυλουργό Walter απ' το Durham.
Ας έχουμε υπ' όψη ότι η γοτθική περίοδος στην επιπλοποιία δεν θεωρείται ενιαία χρονικά στις διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Στη Γαλλία και Αγγλία κρατά πέντε αιώνες, (1100-1500), στην Ιταλία 150 χρόνια (1250-1400) ενώ στην Ισπανία και Πορτογαλία από το 1200-1700, όλα αυτά περίπου βέβαια.

3
Η πολυαίωνη “γοτθική” σκιά στην ευρωπαϊκή επιπλοποιία καθόλου δεν εμπόδισεε να κατασκευαστούν αντικείμενα όπως η εταζέρα (étagère), το ντρεσουάρ (dressoir), το οποίο ίσως θυμόμαστε από τον στίχο του Mallarmé “Sur les crédences, au salon vide”, ορίστε, να και η φημισμένη κρεντάνς (crédence) -στενό τραπέζι ή στενός μπουφές (κάτι σαν τα σημερινά τραπέζια-κονσόλες) όπου τοποθετείτο το φαγητό μετά τον έλεγχο που διενεργούσε ο praegustator (ο εδέατρος των αλεξανδρινών χρόνων) για τυχόν ύπαρξη δηλητηρίου- και, φυσικά, ο θρόνος, η έδρα, κατά κανόνα μία και μοναδική στον οίκο για να κάθεται μεγαλόπρεπα ο δεσπότης του χώρου. Οι χαριτωμένες ονομασίες τους καθόλου των αντικειμένων αυτών καθόλου δεν τα προφύλασσαν από συμβολισμούς που βάραιναν περισσότερο από τη χρήση. Τώρα, σε σχέση με τα καθίσματα, οι κοινωνίες εκείνες ενδεχομένως γνώριζαν τα πλεονεκτήματα του αρχαιοελληνικού κλισμού, ωστόσο επέλεγαν συνειδητά μη αναπαυτικές κατασκευές αφού ουσιαστικά ενδιαφέρονταν (ως αρχαία εκδοχή της βιοπολιτικής) για εμποτισμό της ατομικής βιόσφαιρας με τελετουργικούς και συμβολικούς προσδιορισμούς.
Αν η crédence κραύγαζε τη θέση της μέσα στο σύστημα του ηγεμόνα με το dressoir τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα. Επρόκειτο για ένα σύνθετο έπιπλο. Μια προβολή μικρού και στενού τραπεζιού συνδυασμένου με ράφια, σε επαφή με τον τοίχο. Σήμερα θα το περιγράφαμε ως τραπεζάκι με όρθια πιατοθήκη. Εκείνη την εποχή τα πιάτα ήταν χρυσά ή ασημένια και ο αριθμός των ραφιών υποδήλωνε με σαφήνεια την κοινωνική σειρά του ιδιοκτήτη. Πέντε ράφια μπορούσαν να έχουν μόνο βασιλείς. Τέσσερα οι δούκες και οι μαρκήσιοι. Τρία οι κόμητες και βαρόνοι. Δύο οι απλοί chevaliers.

4
Από την άποψη της εξέλιξης των εργαλείων ξυλουργικής ο 14ος αιώνας υπήρξε εξαιρετικά σημαντικός. Νέου τύπου συνδέσεις ξύλων με κινισιές, γωνιάσματα en queue d'aronde (ψαλιδωτοί σύνδεσμοι “ουρά χελιδονιού”) και τέτοια. Μέχρι τη δεκαετία του '60 τα μυστικά της τέχνης ήταν ίδια. Η σύγχρονη Σκανδιναβική βιομηχανία επίπλων ισοπέδωσε την ξυλουργική τέχνη στο όνομα της απλότητας και της άνεσης. Ως παραγωγοί φθηνής ξυλείας εφηύραν και πλάσαραν έπιπλα ταχείας ανάλωσης. Τις τελευταίες δεκαετίες η πρώτη ύλη δεν είναι καν ξύλο αλλά κάτι ευτελέστερο.
Κάποτε αρκούσε ένα κάθισμα με ψηλή πλάτη και ερεισίχειρα για να συμβολίζει την εξουσία. Μόνο ο homo potens είχε το δικαίωμα να είναι homo sedens.
Σε καθίσματα σημαντικών προσώπων του 15ου αιώνα, διακοσμημένα με σερβιέτες (πτυχώσεις περγαμηνής), υπήρχε κάτω από το κάθισμα, κάτω από την έδρα ενσωματωμένο σεντούκι με κλειδαριά. Τουλάχιστον τότε οι πολύτιμες για την εξουσία πληροφορίες είχαν μια θέση σε σωστό σημείο...
Έχοντας πάντα ως στόχο την σεζ λονγκ κάνω παρεκβάσεις κυρίως για να λέγεται εμφατικά πόσο ένας πολιτισμός είναι πάνω απ' όλα ψυχισμός εκφρασμένος με συμβολικές μορφές και ότι οι εκφάνσεις του δεν συνδέονται τόσο με την ιστορία της τέχνης όσο με την βιωμένη συγκρότηση, την ένταση της κοινωνικής δυναμικής και εντέλει με αυτό που λέγεται “κοινωνική τάξη”. Οι παλιές εποχές όχι μόνο δεν έκρυβαν αλλά, αντίθετα, τόνιζαν τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων. Όμως η ανισότητα, μολονότι άδικη, μπορούσε να προειδοποιεί σαφέστερα τους αδύναμους για την εγκαθιδρυμένη κατάσταση των πραγμάτων.

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

Παράλληλη αφήγηση δύο επιζώντων των Κερκυραϊκών - μέρος δεύτερο

Τι απέγιναν οι δυο αυτοί άνθρωποι από την Κέρκυρα, ο Θέρσιλος και ο Ναυκίδης την εποχή που στην Αθήνα οι πολίτες συναντούσαν στο δρόμο τον Σωκράτη και παρακολουθούσαν στο θέατρο τραγωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη όπως την “Ηλέκτρα” και την “Εκάβη”;
Ο πρώτος, δούλος, με καταγωγή από την απέναντι Ιλλυρική και ο δεύτερος, ελεύθερος πολίτης, με ρίζες αριστοκρατικές. Δυο χωριστοί κόσμοι στη γενικότητα αλλά με κοινή μοίρα στις συγκεκριμένες περιστάσεις που αναγκαστικά βίωσαν.

Είχαμε αφήσει τον Θέρσιλο στην Αίγινα, όπου μετά τη ναυμαχία στα Σύβοτα αιχμαλωτίστηκε και πουλήθηκε δούλος σ' έναν Αιγινήτη έμπορο, τον Πράξανδρο. Απ' την άλλη, αιχμάλωτος βρέθηκε στην Κόρινθο και ο Ναυκίδης, μαζί με άλλους διακόσιους πενήντα πρωτοκλασάτους Κερκυραίους. Οι Κορίνθιοι τους καλομεταχειρίζονταν και διαπραγματεύονταν την απελευθέρωση με λύτρα, ανταλλάσσοντας ευγνωμοσύνη με φιλοκορινθιακά φρονήματα.
Θα ακούσουμε τους ίδιους να αφηγούνται τα όσα έζησαν στη συνέχεια.
Πρώτος θα μιλήσει ο Θέρσιλος.

« Κάμποσους μήνες πέρασα στο κτήμα και τις αποθήκες του Πράξανδρου. Οι μέρες αργές, βασανιστικές. Δίψα αφόρητη. Νοσταλγούσα τη δροσερή, καταπράσινη Κέρκυρα με τα πλούσια νερά.
Μια καυτή καλοκαιρινή μέρα ένα μαντάτο έκανε όλους να τρέχουν απελπισμένοι, να θρηνούν, να ικετεύουν τους θεούς τους. Ο Πράξανδρος με διέταξε να μαζέψω σ' ένα μικρό τσουβάλι τα αναγκαία. Θα φεύγαμε όλοι απ' το νησί.
Καράβια Αθηναϊκά κατέπλευσαν. Ένοπλοι Αθηναίοι μας φόρτωσαν με βία. Κατηγορούσαν με μίσος όλους τους Αιγινήτες πως αυτοί φταίγανε για τον πόλεμο που ξεκίνησε. Δεν ξέρω πόσοι βρεθήκαμε στοιβαγμένοι στις κοιλιές των καραβιών. Δεν ξέρω πώς, δούλος εγώ, παλιός ναυμάχος των Κερκυραίων, είχα σωθεί από το θάνατο και τώρα περιμένω τη μοίρα μου δίπλα στον Πράξανδρο. Ανοιχτήκαμε στη θάλασσα χωρίς να ξέρουμε τι θ' απογίνουμε.
Ταξιδέψαμε όλη τη μέρα με απαλό άνεμο, ευνοϊκό και αργά το βράδυ έβγαλαν τους περισσότερους σε μια ακτή άγνωστη σε μένα. Αυτή εδώ θα είναι η καινούργια σας πατρίδα, ούρλιαζαν. Κράτησαν μερικούς στα καράβια. Δεν τους ξαναείδαμε ποτέ.
Οι φρουρές μας έδειξαν την άλλη μέρα πού θα κάναμε τον πρώτο καταυλισμό. Ο τόπος μάθαμε πως λέγεται Θυρέα. Τη νέμονταν οι Λακεδαιμόνιοι και ποιος ξέρει πώς τα συμφώνησαν με τους Αθηναίους να μεταφέρουν εκεί τους ξεσπιτωμένους Αιγινήτες.
Λίγοι θα κρατούσαν το μικρό λιμανάκι στη θάλασσα κι εμείς, οι περισσότεροι, θα φτιάξουμε την πάνω πόλη, δέκα στάδια από την ακτή. Έτσι οι Αθηναίοι ξεμπέρδεψαν με τους μουλωχτούς Αιγινήτες.
Εγώ έμεινα στη δούλεψη του καλού Πράξανδρου. Η κακοτυχία τον μαλάκωσε, μου φερόταν καλύτερα στη νέα μας πατρίδα.
Έχουν περάσει μήνες, χρόνια. Ξεχασμένοι από θεούς και ανθρώπους ζούμε σε τούτη την ερημιά, κι ο κόπος μου πηγαίνει ίσα να μένει ζωντανός ο κύριος μου... »

Η αφήγηση του Θέρσιλου σταματά σ' αυτό το σημείο. Κανείς δεν ξέρει το τέλος του. Το πιθανότερο να σκοτώθηκε κατά την επιδρομή των Αθηναίων στη Θυρέα λίγο αργότερα. Ξεπατώσανε πέρα ως πέρα την πόλη που είχαν πετάξει τους Αιγινήτες. Κάποιοι βέβαια έμειναν ζωντανοί και μεταφέρθηκαν, μαζί με τον Λακεδαιμόνιο πολέμαρχο Τάνταλο, να πουληθούν ως δούλοι στην Αθήνα. Από εκεί, ένας δουλέμπορος τους πήρε για τη βόρεια Πελοπόννησο. Πήγαν σε μια καθυστερημένη περιοχή, σε κάποιους που μεγαλοπιάνονταν και επέμεναν να ονομάζονται “Αχαιοί”.

Ας ακούσουμε τώρα τον Ναυκίδη.

« Οι γαλιφιές των Κορινθίων ήταν τόσες ώστε μας ενημέρωναν ανελλιπώς για τον εμφύλιο σπαραγμό στην Κέρκυρα. Αν πω ότι, έξω από μένα, όλοι ανεξαιρέτως οι δικοί μας Κερκυραίοι αιχμάλωτοι είχαν προσκυνήσει τους Κορίνθιους δεν θα είναι υπερβολή. Στην πατρίδα μου, την Κέρκυρα, οι αθλιότητες έπαιρναν και έδιναν. Εγώ, αν και αριστοκράτης στην καταγωγή, έχω φρόνημα δημοκρατικό, αντιπαθώ τους ολιγαρχικούς αλλά και οι δικοί μου, οι δημοκρατικοί της Κέρκυρας, καταλαβαίνω, είναι έτοιμοι για κάθε είδους ανηθικότητα. Έρμη πατρίδα μου, Κέρκυρα αγαπημένη! Ποιος νοιάζεται για σένα και την περήφανη ιστορία σου;
Μα αυτές ήταν οι σκέψεις ενός αιχμαλώτου. Όσες ελπίδες ελευθερίας κι αν έδινε η εθελοδουλεία των συναιχμαλώτων μου προς τους Κορίνθιους είχαμε όλοι σίδερα στα πόδια.
Η προφητεία μια μέρα εκπληρώθηκε. Στην πολιτική εφικτό είναι μόνο το συμφέρον της εξουσίας. Επιστρέψαμε στην Κέρκυρα. Ένα καράβι φορτωμένο με 250 πράκτορες της Κορίνθου. Μόλις ξεμπερδέψαμε με τα πανηγύρια οι συμπατριώτες μου έπιασαν δουλειά, να απομακρύνουν την Κέρκυρα από την Αθήνα και να την δέσουν στη Σπάρτη.
Αυτά τα ήξερα από πρώτο χέρι. Μα να, ήρθε και μια ηλιόλουστη μέρα για την πατρίδα μου. Ένα κορινθιακό και ένα αθηναϊκό πλοίο έφτασαν με σκοπό τη συμφιλίωση. Και οι συμπατριώτες μου, ανέλπιστο, συμφώνησαν να έχουν ειρηνικές σχέσεις με τις δυο πανίσχυρες πόλεις.
Μα η χαρά δεν κράτησε πολύ. Δε θα αναφερθώ στα γεγονότα με τον φιλοαθηναίο Πειθία και στη φρίκη του πραξικοπήματος των ολιγαρχικών – έσφαξαν τον Πειθία κι άλλους εξήντα δημοκρατικούς. Αυτοί οι αισχροί πραξικοπηματίες ολιγαρχικοί έφτασαν να διακηρύξουν πολιτική ουδετερότητας (μακάρι η Κέρκυρα να κρατιόταν έξω απ' τον πόλεμο κι ας είχαμε τυράννους).
Την επόμενη μέρα οι δημοκρατικοί πέρασαν στην αντεπίθεση. Έσφαξαν κι εκείνοι, άπλωσαν τρομοκρατία και έφεραν Αθηναίους και πεντακόσιους Μεσσήνιους ένοπλους να επιβάλλουν έξωθεν τη “δημοκρατία”. Η Κέρκυρα πέρασε στην Αθηναϊκή συμμαχία. Οι ολιγαρχικοί κυνηγήθηκαν ανηλεώς. Ούτε κι αυτό κράτησε πολύ και τα πράγματα γύρισαν υπέρ της Σπάρτης. Προσωρινά κι αυτό. Με νέες επεμβάσεις οι Αθηναίοι ξαναπαίρνουν τον έλεγχο. Φρικτές σκηνές όπως η εκτέλεση ικετών στο Ηραίο.
Οι τάχα δημοκρατικοί (γιατί δεν μπορώ να ονομάσω δημοκρατία ένα καθεστώς που το επιβάλουν τα όπλα μιας υπερδύναμης) έχουν επικρατήσει. Και η τρομοκρατία σε βάρος των ολιγαρχικών (που, όπως είπα, αντιπαθούσα για τις αδικίες τους) ξεπέρασε κάθε έννοια πολιτισμού. Οι Αθηναίοι κατακτητές φάνηκαν πιο ήπιοι και δίκαιοι παρά οι δικοί μας Κερκυραίοι.
Οι ολιγαρχικοί που τόσο είχαν πιστέψει στις υποσχέσεις των Σπαρτιατών και δελεαστεί από τις γαλιφιές των Κορινθίων διαψεύστηκαν. Τους εγκατέλειψαν αβοήθητους στις θηριωδίες των δημοκρατικών. Μα κι εκείνοι, με τους Πελοποννήσιους συμμάχους τους, θα έκαναν χειρότερα αν είχαν επικρατήσει.
Τις αγριότητες μετά το Ηραίο και την Ιστώνη δεν θέλω να ιστορήσω. Γιατί δε θέλω ο πόλεμος να γίνει ποτέ για μένα δάσκαλος της βίας κι εγώ αφηγητής του μίσους και της ανθρώπινης κατάπτωσης.»

Εδώ τελειώνει η αφήγηση του Ναυκίδη. Καμιά πληροφορία δεν βρέθηκε για την τύχη του.
Από σεβασμό στην επιθυμία του να μην αναπαράγονται χωρίς σπουδαίο λόγο οι φρικαλεότητες του πολέμου αφήνουμε στους φιλίστορες να πληροφορηθούν τις λεπτομέρειες όπως τις αποτύπωσε ο Θουκυδίδης (Γ, 82).

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Παράλληλη αφήγηση δυο επιζώντων των Κερκυραϊκών - μέρος πρώτο

« Λέγομαι Θέρσιλος.

Στην καταγωγή είμαι Ταυλάντιος από την απέναντι ακτή, βάρβαρος όμως, όπως αποκαλούν τους συντοπίτες μου οι Κερκυραίοι. Μα έμαθα από τη μάνα μου, δούλα κι αυτή, Ελληνικά. Ο αφέντης που μεγάλωσα και υπηρέτησα το κτήμα του -όχι μακριά από τη Λευκίμμη- Κτησίας ονομάζεται. Καλός, δίκαιος άνθρωπος, μακάρι όταν ξαναπουληθώ να βρεθώ πάλι κοντά του. Όταν μάθαμε τα γεγονότα της Επιδάμνου είμασταν ανήσυχοι. Ξέραμε ότι θα γίνει πόλεμος με τους Κορίνθιους. Τα πράγματα πήγαιναν καλά στην αρχή για μας τους Κερκυραίους -λέω “εμάς” γιατί εγώ αναγκαστικά με τη μεριά τους βρίσκομαι. Πήραμε την Επίδαμνο -δική μας πόλη είναι (αν το πάμε ότι ο Φαλίας, ο αρχηγός της αποικίας, ήταν Ηρακλείδης, τότε κι εμείς οι Κερκυραίοι, άποικοι των Κορινθίων είμαστε). Αλλά οι δημοκρατικοί που κυβερνάνε στην Επίδαμνο έχουν σχέδια φιλόδοξα και θέλουν να την ξεκόψουν από την Κέρκυρα.

Ταυλάντιοι, και κάποιοι Ιλλυριοί, είμασταν με το μέρος της Κέρκυρας. Έκαναν όμως εκεί μετά τη νίκη της πολιορκίας οι Κερκυραίοι στρατηγοί πράξη ανόσια. Έσφαξαν όλους τους αιχμαλώτους κι άφησαν ζωντανούς μόνο τους Κορίνθιους πολίτες, έτσι, να τους κρατάνε ομήρους. Εμένα ακόμα δε με είχαν επιστρατεύσει. Στήθηκε, μετά τα γεγονότα της Επιδάμνου, τρόπαιο στη Λευκίμμη, με πήρε το αφεντικό μου ο Κτησίας να παρακολουθήσω τη γιορτή. Ήπια και κρασί. Μετά από λίγο καιρό οι Κερκυραίοι ρίχτηκαν στους Λευκαδίτες για τα δέκα καράβια που έστειλαν στους Κορίνθιους εναντίον μας.

Ύστερα από ενάμιση χρόνο από εκείνα τα γεγονότα ο Κτησίας με έστειλε στο καρνάγιο της Λευκίμμης, να δουλέψω. Ασταμάτητα σκαρώναμε καράβια για πενήντα κουπιά, με γερό πέτσωμα και ταρατσωμένα καταστρώματα να μπορεί να γίνει επάνω τους βαριά πεζομαχία. Το βράδυ δουλειά στον οίκο του Κτησία. Ένα πρωινό με πληροφόρησε ότι στρατολογούμαι. Θα κρατούσα, λόγω των συστάσεων του Κτησία προς τους στρατηγούς, βαρύ πέλεκυ. Δουλειά μου στην επικείμενη ναυμαχία να κατεβαίνω στα πλευρά του εχθρικού καραβιού και να ξεμερδίζω τις δεσιές στην ίσαλο γραμμή. Μπήκα σε ένα από τα εκατόν δέκα καράβια μας στις διαταγές του Ευρύβατου και φύγαμε για τα Σύβοτα, όπου και στρατοπεδεύσαμε. Απέναντι, μια ώρα δυτικά από την Εφύρα, που οι Μυκηναίοι έχτισαν, σ΄ ένα μέρος που λέγεται Χειμέριο στέκονταν οι Κορίνθιοι. Μαζί τους είχαν πάει αρκετοί συμπατριώτες μου Ταυλάντιοι κι άλλοι Ιλλυριοί.

Το τι έγινε στη ναυμαχία δε θέλω και δεν μπορώ να περιγράψω. Βρέθηκα στην αριστερή μεριά, με τους Αθηναίους δίπλα και τα καλύτερα καράβια των Κορινθίων απέναντι. Πρώτη φορά μύρισα τόσο αίμα. Δε χτυπηθήκαμε με ρόπαλα ή με ξύλα μα με σίδερα βαριά και κοφτερά. Γαντζωμένα τα καράβια μεταξύ τους δεν ξεχώριζαν Κερκυραϊκά ή Κορινθιακά. Άνθρωποι αλλόφρονες, αιμόφυρτοι, με αφρούς στα γένια. Εγώ, αποκαμωμένος από τις λυσσασμένες τσεκουριές στα ίσαλα, χάνω μεσ΄ στο νερό τον πέλεκυ κι αφήνομαι να παρασύρουν τα ρεύματα. Βρέθηκα στην ακτή μισολιπόθυμος, ευτυχώς, γιατί όσοι κολυμπούσαν τους πλεύριζαν και τους αποτέλειωναν με τόξα και ρόπαλα. Με πιάσανε οι Κορίνθιοι αιχμάλωτο. Βρίσκομαι τώρα στην Αίγινα, στη δούλεψη ενός Πράξανδρου. Καθώς οι Αιγινήτες είναι μουλωχτοί σύμμαχοι των Κορινθίων με βλέπω να μην ησυχάζω από τις αγριάδες ενός πολέμου που, ως φαίνεται, θα κρατήσει καιρό.

Λέγομαι Ναυκίδης.

Οι γονείς μου, Κερκυραίοι πολίτες με κτήματα και ζώα. Μεγάλωσα με τις ιστορίες για τους Φαίακες, το Ναυσίθοο και τον Οδυσσέα. Η γενιά μας κρατάει από τη πρώτη, την πιο παλιά ναυμαχία μεταξύ ελληνικών πόλεων, διακόσια εξήντα χρόνια πριν από αυτά εδώ τα γεγονότα, όταν νικήσαμε τη μητρόπολη μας, την Κόρινθο και πήραμε την ανεξαρτησία μας. Η περήφανη πόλη μας δε χρειάστηκε ποτέ να ζητήσει βοήθεια από κανένα και μείναμε έξω από τις συμμαχίες των Αθηναίων και των Σπαρτιατών. Μετά τους μηδικούς πολέμους είμασταν η δεύτερη, μετά την Αθήνα, ναυτική δύναμη. Οι δημοκρατικοί στην Επίδαμνο έκαναν το καλύτερο να αποφευχθεί η απόσχιση. Μα, εδώ, σ' εμάς κυβερνούν οι περισσότεροι απ' τη δική μου τάξη και είναι ολιγαρχικοί. Όπως παντού έτσι και οι Κερκυραίοι ολιγαρχικοί λοξοκοιτάνε προς τη Σπάρτη. Κι αφήσανε την Επίδαμνο στην τύχη της, βορά στο στόμα των Κορινθίων. Επιστράτευσαν και βάρβαρους, όπου μπορούσαν. Μα εμείς, οι νέοι άριστοι, ελεύθεροι πολίτες είμαστε πάνω απ' όλα Κερκυραίοι και θέλουμε την πατρίδα μας ελεύθερη και περήφανη.
Τώρα, καθυστερημένα, τα πράγματα πήγαν σε πόλεμο με τους καταραμένους Κορίνθιους. Γέμισα ενθουσιασμό όταν έμαθα πως μπαίνω αξιωματικός στο πλευρό του σπουδαίου Ευρύβατου. Απέναντί μας είχαμε τους επίλεκτους Κορίνθιους. Δίπλα μας τα δέκα -αρχικά- καράβια των Αθηναίων συμμάχων μας.
Ναυμαχία δεν την έλεγες. Κολλημένα μεταξύ τους τα αντίπαλα καράβια, ακίνητα, δίχως ελιγμούς. Τα καταστρώματα τους πλωτές εξέδρες οπλιτικής αγχιμαχίας. Εμείς, όλοι Κερκυραίοι στην αριστερή πλευρά, κάναμε και λάθη. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Οι Κορίνθιοι σκότωναν αδιάκριτα κάθε πληγωμένο ή στριμωγμένο, ακόμα και δικούς τους συμμάχους. Είπαν οι Κορίνθιοι πως νίκησαν. Ψέμμα. Το βραδάκι, όταν τραγουδούσαμε τον παιάνα για τελική επίθεση, είδαμε τους Κορίνθιους να υποχωρούν. Είχαν φανεί απ' το πουθενά είκοσι αθηναϊκά πλοία.

Κατάφεραν όμως οι Κορίνθιοι να αιχμαλωτίσουν οκτακόσιους δικούς μας δούλους – πουλήθηκαν τώρα όλοι – και διακόσιους πενήντα ελεύθερους πολίτες. Ανάμεσά τους τώρα βρίσκομαι κι εγώ, στην Κόρινθο. Μας έχουν σε χρυσό κλουβί, με περιποιήσεις και καλοπέραση που σ' αυτά οι Κορίνθιοι είναι μάστορες. Φροντίζουν να πάρουν όσο περισσότερους με το μέρος τους ώστε ελευθερώνοντας μας να έχουν στην Κέρκυρα μια φιλοκορινθιακή άρχουσα τάξη. Το βλέπω ήδη. Τα περισσότερα δικά μας καλόπαιδα, όχι μόνο ολιγαρχικοί, είναι έτοιμοι να παίξουν το παιχνίδι της Κορίνθου. Τα οκτακόσια τάλαντα εγγύηση -τάχα- ήδη έχουν συγκεντρωθεί. Μα, εγώ, όταν γυρίσω, πάλι την ανεξαρτησία και την ουδετερότητα της Κέρκυρας θα υποστηρίξω. »

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Αμφίγειο Μονής

Πόσες φορές δεν έχω κάνει τη διαδρομή Αιγινίτισσα – Μονή με εκείνο το θρυλικό σερφ (θα το θυμούνται κάποιο απ' την παρέα)... Η απόσταση από το λιμανάκι του κολπίσκου του Μούντι μέχρι την παραλία της Μονής είναι περίπου 3 χιλιόμετρα. Με το βοριαδάκι που συνήθως πνέει στην περιοχή δευτερόπριμα φτάνεις σε λιγότερο από μισή ώρα ενώ πληρούται χαράς και ευφροσύνης η ψυχή από τον ήχο των υδάτων που χαϊδεύει τη γάστρα καθώς πλανάρει στους αφρούς.
Εκεί, όμως, στο πέρασμα Πέρδικας – Μονής όσοι ξέρουν το σημείο υποχρεωτικά σοβαρεύουν. Βέβαια τότε δεν τύχαινε κάτι παράξενο. Τι και γιατί να συμβεί; Πανέμορφα ξύλινα καΐκια και βάρκες με επαγγελματίες ψαράδες ή μυαλωμένους ερασιτέχνες, με εσωλέμβιες πετρελαιοκίνητες μηχανές -απλώς πρόσθεταν το ρυθμικό και προειδοποιητικό τους “τούκου-τούκου” στη γαλήνη του τοπίου. Όμως κάθε πέρασμα είναι ένα πέρασμα. Όλοι πρόσεχαν. Έχει ρεύματα, τα νερά είναι βαθιά, 25 με 35 μέτρα, και η απόσταση του περάσματος από την πούντα της Πέρδικας μέχρι τα πρώτα βράχια της Μονής είναι περίπου 450 μέτρα. Έχεις και πρέπει πάντα να έχεις σέβας όταν περνάς ένα μπογάζι.
Ας μη στοιχειώσει από τον τραγικό χαμό των ανθρώπων ετούτο το αμφίγειο. Κι ας τους έχουν στη μνήμη τους πάντα όσοι αγαπούν και σέβονται τη θάλασσα. Κι όσοι ναυτίλοι περνούν απ' εκεί ας μουρμουρίζουν θαλασσινά το όνομα του καπτα-Στέλιου του Τρίμη.

Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Συμφωνίες και Παρεξηγήσεις

Ο ιδεώδης απόλυτος και ανέκκλητος κανόνας γεννάται μέσα από την παρεξήγηση η οποία συνήθως έπεται μιας συμφωνίας. Αυτό εκφράζει με διδακτική πυκνότητα ο αρχαίος αφρικανικός μύθος του σκύλου και του βάτραχου.
Κάποτε, λέει ο μύθος, οι άνθρωποι, αφού πρώτα συμφώνησαν με το Θεό, αποφάσισαν να του στείλουν ένα μήνυμα. Ανέθεσαν έτσι σε ένα σκύλο – αγγελιαφόρο την αποστολή να παραδώσει προσωπικά στον Θεό το αίτημα των ανθρώπων να επιστρέφουν, μετά το θάνατό τους, στη ζωή.
Στον δρόμο όμως προς τον Θεό ο σκύλος πέρασε έξω από ένα σπίτι που μαγειρευόταν κάποιο νόστιμο φαΐ. Έκανε λοιπόν μια στάση, ήφαε (που λένε και στην Ικαριά) και το 'ριξε στην ξάπλα.
Εν τω μεταξύ οι άνθρωποι λίγη ώρα αφότου ξεκίνησε ο σκύλος ανέθεσαν σ' ένα βάτραχο να πεταχτεί μέχρι το Θεό με ένα νέο μήνυμα, ότι δηλαδή όταν θα ήταν πεθαμένοι δεν θα επιθυμούσαν την επιστροφή τους στη ζωή.
Πώς άλλαξε τόσο γρήγορα αυτή η σημαντικότατη απόφαση της ανθρώπινης κοινότητας; Ο μύθος σιωπά. (Προφανώς συμβαίνει αυτό στη δημοκρατία όπως τη γνωρίζουμε σήμερα αλλά ο μύθος λέει πολλά και για τις ανθρώπινες βουλές στις προδημοκρατικές κοινωνίες.)
Σημασία τέλος πάντων έχει ότι ο βάτραχος χωρίς χρονοτριβή έφτασε πριν απ' το σκύλο στο Θεό.
Έτσι, ούτε οι άνθρωποι είχαν την ευθύνη των αλλοπρόσαλλων αποφάσεων τους αλλά κι ο Θεός τι να τους κάνει; Με το ισχύον "μυθολογικό Σύνταγμα" έπρεπε απλώς να υπογράψει και να εκδώσει το Διάταγμα.
Για όλα έφταιγε ο σκύλος.
(Ευχαριστούμε για τη διάσωση του μύθου τον Sir James George Frazer)