TRANSLATION

Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

Μεγαλοπολίτικα

Το άδοξο τέλος του πειράματος του Πλάτωνα με τον Διονύσιο των Συρακουσών είναι πασίγνωστο. Οι κατοπινοί της Μέσης Ακαδημίας ήταν προσεκτικότεροι. Φέρθηκαν συγκρατημένα και με αξιοπρέπεια απέναντι στους Μακεδόνες κατακτητές.
Κατά τα μέσα του 3ου αιώνα ο φιλόσοφος Αρκεσίλαος άλλαξε τον θεωρητικό προσανατολισμό της Ακαδημίας εισάγοντας κάποιον σκεπτικισμό. Δυο μαθητές του με καταγωγή από την Μεγαλόπολη, ο Έκδημος και ο Μεγαλοφάνης, ανακατεύτηκαν με την πολιτική. Συνέργησαν στο φόνο του τυράννου της πόλεως, Αριστόδημο. Αργότερα βοήθησαν τον Άρατο, κατοπινό ηγέτη της Αχαϊκής Συμπολιτείας, να ρίξει τον τύραννο της Σικυώνας Νικοκλή. Τέλος, ανέλαβαν, με παράκληση των κατοίκων της, να κυβερνήσουν την Κυρήνη.
Τα τυραννικά καθεστώτα εκείνης της περιόδου επιβάλλονταν από τους ολιγαρχικούς πλούσιους και εύπορους και είχαν την υποστήριξη των Μακεδόνων. Όχι ότι οι “Αχαϊστές” ήταν υπέρμαχοι της ταξικής δικαιοσύνης. Καταθορυβημένοι από τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις του Κλεομένη στη Σπάρτη δεν δίστασαν να τον χτυπήσουν καλώντας τους Μακεδόνες.
Κάποιοι απέδωσαν αυτή την “κεντρώα” στάση της Αχαϊκής Συμπολιτείας στο μετριοπαθές, φιλελεύθερο πνεύμα του Αρκεσίλαου και των Μεγαλοπολιτών Έκδημου και Μεγαλοφάνη.
Ο Κ. Δεσποτόπουλος το έλεγε: ένας μετρημένος σκεπτικισμός αποτελεί καλή βάση για το δημοκρατικό φρόνημα.
Ο Ρόδης Ρούφος καλά μας τα θυμίζει.
Μα, η πολιτική (δηλαδή ο τρόπος που ο δυναμισμός κάθε κοινωνίας κρίνει τις αποφάσεις και τη δράση) διαψεύδουν συνήθως την κεντρώα μεσότητα. Λες κι έγινε με κεντρώο σκεπτικισμό, νηφαλιότητα και “φιλελεύθερα” η τυραννοκτονία του Αριστόδημου και η εξόντωση του Κλεομένη του Γ΄.

Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

Πολύ γνωστά γεγονότα

Θα αφηγηθώ γεγονότα πολύ γνωστά. Είμαι σίγουρος πως αισθανόταν άβολα, ίσως ολότελα μετανιωμένος, για την απερισκεψία του να δεχτεί εκείνη την πρόκληση. Αλλιώς δεν μπορεί να εξηγηθεί για ποιο λόγο πολύ αργότερα, γέρος πια, ο Johann Sebastian Bach απέφευγε να συζητά το θέμα.
Μα, βέβαια, εννοώ εκείνη την περιβόητη -απολύτως “αξιοκρατική”- δεξιοτεχνική μονομαχία του με τον ανταγωνιστή του, Louis Marchand την οποία με εξοντωτική πανουργία προκάλεσε ο τότε βασιλικός αρχιμουσικός της Δρέσδης, Jean Baptiste Volumier.
Βρισκόμαστε στο έτος 1717, στην αυλή του βασιλιά της Σαξονίας Αυγούστου και ενώ οι μονομαχίες γενικώς διατηρούν ακόμα την αίγλη τους όχι μόνο μεταξύ των ανθρώπων του σπαθιού αλλά και μεταξύ των βιρτουόζων του κλαβιέ. Η Γερμανία θαυμάζει το γαλλικό στιλ μουσικής. Ο συνθέτης Marchand είναι και ο κορυφαίος τσεμπαλίστας της Γαλλίας.
Ο Volumier υποκινεί τη μονομαχία πείθοντας τον Bach, ο οποίος επικρατεί στη Βαϊμάρη αλλά θέλει να εντυπωσιάσει και τη Δρέσδη, οπότε, προκαλεί αλλά με σεμνότητα και ευγένεια τον Marchand και εκείνος δέχεται αμέσως. Η ακρόαση κανονίζεται στο παλάτι του Κόμη von Flemming, ο βασιλεύς ενθουσιάζεται και προσφέρει βραβείο 500 ταλλήρων στο νικητή. Ο Bach φτάνει ακριβώς την προκαθορισμένη ώρα. Ο Marchand δεν εμφανίζεται ποτέ. Βρίσκεται μίλια μακριά, στο δρόμο προς το Παρίσι.
Φυγομαχία, αναμφισβήτητη επικράτηση του Bach!”, ανέκραξαν τότε οι θιασώτες των μονομαχιών και ανακράζουν μέχρι σήμερα οι ιστορικοί της μουσικής. Μα, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο Bach ήταν ασύγκριτος και γνώστης όχι μόνο του γαλλικού αλλά και του ιταλικού, του αγγλικού, του ισπανικού και βεβαίως του γερμανικού στιλ.
Θρυλείται ότι ο Volumier είχε “επιτρέψει” στον Marchand να ακούσει μυστικά τον αντίπαλό του να ασκείται πριν τη μέρα της μονομαχίας.
Ο Marchand ήταν απρόβλεπτος και περήφανος. Δεν είχε διστάσει κάποτε να δώσει μια προσβλητική απάντηση στον ίδιο το βασιλιά της Γαλλίας, τον Λουδοβίκο14ο όταν εκείνος διέταξε, μετά το διαζύγιο του Marchand, να του αφαιρεθεί ο μισός του μισθός και να αποδίδεται στην πρώην σύζυγό του. Ο Marchand δεν το κατάπιε τόσο εύκολα. Σταμάτησε ενώπιον του βασιλέως την εκτέλεση μιας λειτουργίας ακριβώς στη μέση λέγοντας κατάμουτρα στον Λουδοβίκο: “Κύριε, αφού η γυναίκα μου παίρνει το μισό μου μισθό ας έρθει εκείνη να εκτελέσει το υπόλοιπο έργο”.
Η ιστορία της φυγομαχίας με τον Bach δεν θα βρεθεί πουθενά σε γαλλικά αρχεία. Οι Γάλλοι έκρυψαν την ντροπή ενός συμπατριώτη τους κάτω απ' το χαλί ή μήπως θέλησαν να προστατεύσουν και τον Bach; Αμφισβητούν φυσικά το ίδιο το γεγονός. Οι ιστορικοί “δικαιώνουν” τον Bach αλλά η στάση του ηλικιωμένου μέγιστου συνθέτη και δεξιοτέχνη τα λέει όλα: ήταν, εν τέλει, μια απρεπής και ανούσια πρόκληση. Η φυγή του αντιπάλου του όχι μόνο δεν τον έκανε να αισθάνεται περήφανος αλλά ένοιωθε κάποιο είδος ντροπής. Σήμερα κάποιοι διαγωνιζόμενοι στις αρένες της μουσικής αξιοκρατίας ριγούν και αναστενάζουν από τη βαρβαρότητα αυτής της κουλτούρας. Οι νηφάλιοι μέντορες τους διδάσκουν άραγε τη συμπεριφορά του “σώφρονα” ώριμου Bach ή του “κατακτητή” Bach ;

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Graeca sunt

Κάποια ευθύνη για την αποξένωση των νομικών της Ευρώπης του πρώτου μισού του 19ου αιώνα από την μελέτη των ελληνικών δικαίων φέρουν νομίζω οι ίδιες οι σχολές στις οποίες φοιτούσαν. Η άγνοια της ελληνικής έκανε να τους εκκολαπτόμενους μελετητές διστακτικούς (Graeca sunt, non leguntur). Οπότε, η θεραπεία των ελληνικών δικαίων αφέθηκε στην αρχαιογνωσία των φιλολόγων και των ιστορικών. Οι οποίοι παρήγαγαν άξιο έργο αλλά όχι συστηματικό. Σ' αυτή την άτυχη στιγμή επέπρωτο να διαμορφωθεί το νεοελληνικό κράτος αφήνοντας τις πλούσιες παραδόσεις του λαϊκού δικαίου αναξιοποίητες, να έχουμε διαμάχες δικαίων και επιβολή του λόγιου δικαίου έναντι του λαϊκού (θα μας έλεγε ο Πανταζόπουλος). Μετά, καθώς ωρίμαζε ο 19ος αιώνας, αναδείχθηκαν (Γάλλοι κυρίως) ιστορικοί του δικαίου, όπως ο Gaillemer, ο Dareste και άλλοι ρωμαϊστές προσελκυσθέντες μετά τα ευρήματα των παπυρολόγων στην Αίγυπτο. Εξέχουσα προσωπικότητα και ο Αυστριακός Ludwig Mitteis, ο ιδρυτής της ιστορικής σχολής του δικαίου, ο οποίος εκνεόττευσε εσμό μελετητών των ελληνικών ή ελληνιστικών δικαίων (θα μας έλεγε ο Τριανταφυλλόπουλος). Στη Βιέννη του Mahler, του Schoenberg, του Menger, του Wittgenstein.

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Φουσκοκεφάλας και αγαπησιάρης

Τον sapiens του Linnaeus τον γνωρίζουμε όλοι αλλά πόσοι εμπιστεύονται την καθιερωμένη ετυμολόγηση ώστε να δέχονται ανεπιφύλακτα να σημαίνει “σοφός”; Δεν είναι (και χρωστάμε κάτι για τις προειδοποιήσεις στον Roland Barthes) ότι το sapio αρχικά ήταν γεύομαι, ότι έτσι ονομαζόταν και ο χυμός, οπότε θα είχαμε τον “χυμώδη” ή τον “γευόμενο” άνθρωπο ή, έστω, τον “διακρίνοντα” άνθρωπο αντί τον υποτιθέμενο “σοφό”.
Καλά λέει ο Ivan Jureta, θα μπορούσαμε να μιλάμε για τον homo follis, είτε τον θέλουμε όπως πρωτοεμφανίστηκε στη γλώσσα, ως “αερόμυαλος”, “φουσκοκεφάλας” (πριν καταλήξει μέσω της γαλλικής να γίνει ο fool του Shakespeare) είτε τον προτιμούμε ως “τρελό” ιστορικό άνθρωπο των μαζικών πολέμων, των γενοκτονιών και του φανατισμού.
Μπορούσαμε βέβαια να μιλάμε και για τον homo diligens ένα πλάσμα το οποίο όπου υπήρξε μετά βίας επιβίωνε. Ο άνθρωπος του diligere, του επιλέγειν, o “επιλέγων” άνθρωπος, με τον οποίο θα μπορούσε να βρίσκεται πιο κοντά ο sapiens (διακρίνων). Μόνο ελάττωμα του diligere ότι παρωθούσε, όπως το έκανε μέσω της γλώσσας, στην caritas, την αγάπη.

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Directorial

Την επίδραση του ασκητικού προτεσταντισμού στην καθημερινή οικονομική συμπεριφορά και τη σύγκλιση και σύμφυση του με το “πνεύμα” του καπιταλισμού μας τα δίδαξε ο Max Weber και έχουν γραφτεί τόσα, τι να πούμε άλλο;
Επισημαίνω κάτι που ίσως δεν θυμόμαστε: πόσο ο αγγλικός πουριτανισμός ειδικά έδωσε την πιο συνεπή θεμελίωση της ιδέας του επαγγέλματος. Ο Richard Baxter υπήρξε ίσως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του αγγλικού πουριτανισμού. Αν διαβάσει κανείς το χριστιανικό εγκόλπιο που έγραψε κατά το 1685 με τίτλο Christian Directory εκπλήσσεται όχι τόσο με την αυστηρότητα που διακρίνει το έργο όσο με τις λεπτομερέστατες πρακτικές οδηγίες για τον έλεγχο και το χειρισμό των αισθήσεων και της συμπεριφοράς. Πρώτιστο λοιπόν το πώς είναι σωστό να βλέπεις, να ακούς, να τρως και να γεύεσαι, να κοιμάσαι, να κινείσαι, να ψυχαγωγείσαι, να φέρεσαι ως σύζυγος, ως γονέας, ως κύριος, ποια βιβλία να διαβάζεις, πώς να χρησιμοποιείς τον ελεύθερο χρόνο της Κυριακής, πώς οφείλει να πράττει ο πλούσιος και πώς ο φτωχός. Ούτε στιγμή να μην αφήνονται τα αισθητηριακά όργανα σε αμέριμνη και ανεξέλεγκτη περιπλάνηση. Ούτε γωνιά ελεύθερη στο common sense. Ακοίμητος κήνσορας των αισθήσεων η πανεποπτεύουσα διάνοια οδηγημένη από τον πουριτανικό Κανόνα.

Και πώς καλύτερα μπορεί να βοηθήσει κανείς τη διάνοια σ' αυτό το σκληρό ρόλο; Με την εργασία είπατε; Όχι! Η εργασία καθεαυτή δε λέει πολλά για τους πουριτανούς. Η ασταθής μάλιστα εργασία είναι ύποπτη και τροφοδοτεί την οκνηρία. Εκείνο που μετράει είναι η έλλογη επαγγελματική εργασία. Μόνο το σταθερό επάγγελμα, η εργασία με αδιατάρακτη, συστηματική, μεθοδική τάξη και όχι η επιπόλαιη και υποκριτικά πλεονάζουσα ανάλωση εργασίας συνδέει τον άνθρωπο με την ηθικότητα. Λέτε όλα αυτά να είναι μακρινό παρελθόν;

Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Παλιές γεύσεις πολιτικής κουζίνας


Καμία άλλη εποχή δεν είχε την ανάγκη φτηνής αποθέωσης του προσώπου του Ιούλιου Καίσαρα όσο ο μεσουρανών 19ος αιώνας. Ήταν πολύ της μόδας οι συζητήσεις περί “καισαρισμού”. Το φαντασιακό των υποστηρικτών του Λουδοβίκου Ναπολέοντα Βοναπάρτη (ξέρετε, της 18ης Brumaire) ήταν παραγεμισμένο με ό,τι μπορεί να σημαίνει ένας λαϊκιστικός αυταρχισμός ψευδο-καισαρικού τύπου (ταύτιζαν τον βοναπαρτισμό με τον καισαρισμό). Και δεν υπήρχαν τέτοια μυαλά μόνο στη Γαλλία αλλά και στη Γερμανία και τον αγγλόφωνο κόσμο. Αργότερα -άλλης τάξης θέμα φυσικά- ξεχώριζαν οι πένες του Mommsen και του Nietzsche.

Ο Max Weber, πάλι, κακάριζε πως ο καισαρισμός είναι περίπου αναπόφευκτος στις σύγχρονες αστικές δημοκρατίες και προειδοποιούσε ότι η επιλογή στη δημοκρατία των μαζών είναι απλώς τι είδους θα είναι ο καισαρισμός (αυταρχικός, αποχαυνωτικός, βισμαρκικός ή κοινοβουλευτικός). Η ασάφεια αυτού του θολού αλλά ελκυστικού όρου τον έκανε να χρησιμοποιείται γενικώς ως passe-partout.

Αντί για το παλιό μακιαβελικό περιεχόμενο του ρεπουμπλικανισμού ο νέος αυτός συρμός αναμασούσε θετικά ή αρνητικά νέες λέξεις: “ιμπεριαλισμός”, “νομιμοφροσύνη”, “μάζες”, “κοινωνικό ζήτημα”. Και όσο πιο συχνά ο μπαμπούλας της επανάστασης έβγαινε στην επιφάνεια, τόσο περισσότερο οι παλιές (μακιαβελλικές) αρχές του ρεπουμπλικανισμού συρρικνώνονταν.

Ποιες ήταν αυτές; Ακούστε ωραία πράγματα:

H αυθεντικότητα στην πολιτική ζωή, η ενεργή συμμετοχή του πολίτη, ο λόγος του πολίτη στη θέσπιση των νόμων, η ισονομία και η πολιτική ισότητα παρά τις κοινωνικές και οικονομικές διαφορές, η αυτοκυβέρνηση και η αυτονομία, η πεποίθηση ότι δεν υπάρχει ατομική ελευθερία χωρίς civitas libera (αφού χωρίς ατομική ελευθερία δεν εξασφαλίζεται ελεύθερα η πολιτική συναίνεση και χωρίς ελεύθερη πολιτεία θα βασιλεύει η ατομική αυθαιρεσία) και τέλος επειδή τα ανθρώπινα όντα είναι ατελή και δεν αρκεί η πολιτική αρετή ενός εκάστου η ευθύνη της πολιτείας για επιβολή των νόμων.

Όλα αυτά τα στοιχεία θεωρούντο μορφοποιά της αρετής του πολίτη. Ο κλασικός ρεπουμπλικανισμός δεν ήθελε αφηρημένα δόγματα, ζητούσε να είναι ζωντανός και πάνω απ' όλα απαιτούσε dramatis personae, πρόσωπα, πολιτικές ομάδες ζωντανά παραδείγματα δημοκρατικής θεμελίωσης, μεγάλα μεγέθη ήθους και ηρωισμού.

Φαντάζομαι δεν πηγαίνει το μυαλό σας σε σημερινά ή κοντινά παραδείγματα.

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Conversos -1

Από εμάς κάποιοι ξέρουν αρκετά για την ιστορία και τα παθήματα των conversos και αισθάνονται τις τραυματικές επιπτώσεις στη συγκρότηση της συνείδησης -μην αναλύω γιατί. Σε ένα άλλο σημείωμα, θα προσπαθήσω να ιχνηλατήσω αυτό το μεγάλο δράμα που αναφύεται κάθε φορά που ένας παρακμάζον πολιτισμός συναντιέται με έναν ακμάζοντα. Αφορμή μου δίνει όμως αυτό που έλεγε ο Levinas, ότι ο πόλεμος είναι το σκληρό μάθημα των πραγμάτων, γεννιέται ως ανάφλεξη του Είναι. Και ότι η βία δεν είναι τόσο το να πλήττεις και να εκμηδενίζεις όσο το να διακόπτεις τη συνέχεια των προσώπων, να τους αποδίδεις ρόλους που δεν αναγνωρίζουν πια τον εαυτό τους , να τα κάνεις να προδίδουν όχι μόνο τις στρατεύσεις τους αλλά την ίδια την υπόστασή τους, να τα εξωθείς σε πράξεις που εξαλείφουν κάθε δυνατότητα πράξης. Μερικοί “έξυπνοι” νομίζουν ότι το θέμα δεν τους αφορά. Αισθάνονται τόσο ασφαλείς μέσα στις πεποιθήσεις τους... Απατώνται ότι ουδέποτε ο Ιεροεξεταστής θα ανατρέξει στο εκάστοτε Malleus για να τους αποδώσει το στίγμα του Maleficus ή της Malefica. Η ανοησία είναι πολύ κουραστική, ιδίως όταν της λείπει και λίγο ήθος.