TRANSLATION

Τετάρτη 1 Απριλίου 2009

Μια αναξιοπρεπής επαρχία

Όλοι ομολογούν ότι ο Ομπάμα «έπεσε με τα μούτρα» στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, περιοριζόμενος σε γενικότητες στα θέματα εξωτερικής του πολιτικής: τη σταδιακή απόσυρση από το «σταθεροποιούμενο» υποτίθεται Ιράκ, την ενίσχυση της αμερικανικής παρουσίας (στρατιωτικής και διπλωματικής) στο «υποσχόμενο» Αφγανιστάν, τη συνέχιση του πολέμου με το φάντασμα Αλ Κάιντα, μια πιο ευέλικτη πολιτική συμμαχιών, με διπλωματικότερη γλώσσα και συμπεριφορά απέναντι στους γνωστούς διακηρυγμένους «εχθρούς» των ΗΠΑ, αλλά και την αποστολή του μηνύματος that he is not just a nice guy.

Η παλιά γραμμή των «νεοκόν», για εξαγωγή και επιβολή «δημοκρατίας» μοιάζει να παραμερίζεται και να υιοθετείται το δόγμα των «νεοντίμ» (new democrats), αν και ο Ομπάμα φαίνεται να κινείται μάλλον σαν ισορροπιστής (accomodationist).
Το ερώτημα είναι πόση απ’ αυτή την επίδειξη καλής συμπεριφοράς θα διατηρηθεί καθώς τα ζόρικα θέματα θα εξατμίζουν την προεκλογική κολόνια (Ιράν, Β. Κορέα, Αφγανιστάν, εκκρεμότητα Παλαιστινιακού, αμερικανορωσικές και αμερικανοκινεζικές σχέσεις). Πολλά σημαίνει, π.χ. (για να κρίνουμε εξ όνυχος τον λέοντα) η απομάκρυνση του Charles Freeman, (προσώπου με ικανότητες στα αραβικά και κινεζικά θέματα) από το Εθνικό Συμβούλιο Πληροφοριών μετά από πιέσεις που άσκησε το αμερικανικό εβραϊκό λόμπι (σε αγαστή συνεργασία ρεπουμπλικανών και δημοκρατικών).

Η ατζέντα των σχέσεων ΗΠΑ-και αγρίως εξοπλιζόμενης Ρωσίας είναι γεμάτη δυσπιστία και ακανθώδη θέματα: Γεωργία και Ουκρανία με ΝΑΤΟ, Αφγανιστάν/Κιργιστάν και Ιράν συναπτόμενα με αντιπυραυλικό σύστημα σε Πολωνία-Τσεχία, ενεργειακό.
Τώρα όμως έχουμε τη Σύνοδο των G20 (ή G2, όπως αυτάρεσκα λένε οι Κινέζοι, αφού θεωρούν πως μόνο δύο πλέον είναι οι ισχυρότερες δυνάμεις στον κόσμο) και των εξηκοστών γενεθλίων του ΝΑΤΟ. Έτσι, αυξάνονται οι προσδοκίες ότι θα υπάρξουν πιο απτά δείγματα αυτής της «αναθεωρημένης» εξωτερικής πολιτικής, τα οποία θα κομίσει σε ευρωπαϊκό έδαφος ο αμερικανός Πρόεδρος.

Στο μέτρο που μας αφορά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση του Ομπάμα να βελτιώσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με τις μουσουλμανικές χώρες και ιδίως με την Τουρκία. Από το ναδίρ της εποχής Μπους το 2003 (την άρνηση της Τουρκίας να επιτρέψει τη διέλευση αμερικανικών στρατευμάτων προς το Ιράκ) στο πρόσφατο ζενίθ -και μάλιστα παρά την έκρηξη του Ερντογάν εναντίον του Πέρες στο Νταβός, συμπεριφορά που πολλοί θεωρούσαν χαριστική βολή στην αμερικανοτουρκικές σχέσεις.


Η Τουρκία γίνεται το πρώτο ισλαμικό κράτος που υποδέχεται τον Ομπάμα. Για τους Αμερικανούς το «υβριδικό» τουρκικό κράτος φαίνεται πως έχει πολύ ρόλο να παίξει σε σχέση με τον πολιτικό μετασχηματισμό του ισλαμικού κόσμου. Η διαβόητη επίσκεψη του Ομπάμα στην Τουρκία έχει φυσικά τη βασική της εξήγηση, ότι είναι πρόθυμος και σταθερός σύμμαχος αλλά προσωπικά θα την έβλεπα με μεγαλύτερη επιφύλαξη και θα ανησυχούσα λιγότερο για τα κέρδη τους στο νότο ή την ανατολή και περισσότερο στο Αιγαίο. Η εκκρεμότητα με το Κουρδιστάν ίσως είναι στους άμεσους σχεδιασμούς του και χρειάζεται να χρυσώσει το χάπι στους Τούρκους.

Το ερώτημα είναι ποιο δωράκι έχουν αποφασίσει να προσφέρουν οι Αμερικανοί (πέρα από τις πιέσεις που θα ασκήσουν για επίσπευση της ένταξής της στην Ε.Ε.) και αν θα χρειαστεί να το κάνουν, δεδομένου ότι η Τουρκία δεν έχει παρόμοιο σύμμαχο στις μεγαλεπήβολες επιδιώξεις της. Προσωπικά μου φαίνεται ότι δύσκολα η Τουρκία θα μπορεί να παίζει ένα τόσο απαιτητικό ρόλο στην κεντρική Ασία ως μέλος της Ε.Ε. Ίσως λοιπόν το δωράκι να έρθει απ’ το Αιγαίο.

Η Τουρκία, φυσικά, πέρα από τη διαφήμιση των ατού της σε σχέση με τους αγωγούς του φυσικού αερίου, θριαμβολογεί και με την επιτυχία της να επιτρέψει από το έδαφός της όχι είσοδο αλλά μόνο έξοδο Αμερικανών από το Ιράκ προσφέροντας, απ’ την άλλη, στήριξη στο Αφγανιστάν ενώ, ταυτόχρονα, επιθυμεί να δραστηριοποιηθεί περισσότερο τόσο στο Ιράκ όσο και στο Ιράν. Το μόνο αγκάθι που είχε απομείνει ήταν η προεκλογική δέσμευση του Ομπάμα στην αρμενική κοινότητα ότι θα αναγνωρίσει τη γενοκτονία. Κι όμως, κι απ’ τις δύο πλευρές το ζήτημα παραμερίζεται ενόψει της επίσκεψης του Ομπάμα τόσο στην Άγκυρα όσο και στην Κων/πολη (καθώς και της ομιλίας του στο τουρκικό κοινοβούλιο και μάλιστα στα αγγλικά, γλώσσα τυπικά μη επιτρεπτή). Νομίζω πως και σ’ αυτό το σημείο η Τουρκία πήρε ένα πόντο.


Ο ρόλος της στην Κεντρική Ασία είναι κάτι περισσότερο από στρατηγικός. Η εμπορική και πολιτιστική διπλωματία παίρνει και δίνει. Τα τουρκικά προϊόντα κατακλύζουν τα ιρακινά και ιρανικά σούπερ μάρκετ ενώ η τουρκική γλώσσα διαδίδεται ραγδαία στο μεσοασιατικό κοινό και κοντεύει να γίνει lingua franca από τα τόσο αγαπητά τουρκικά σαπουνο-σίριαλ. (Αναρωτιέμαι ποιο είναι το δικό μας αντίστοιχο γλωσσικό και πολιτιστικό κοινό;;) Ταυτόχρονα, εντείνει τις προσπάθειες συνεννόησης με το Ιράκ για τον αφοπλισμό του PKK.

Απ’ την πλευρά των Σκοπίων ο Γκρούεφσκι εδραιώνει το καθεστώς του με την εκλογή του Ιβανόφ στην προεδρεία ενώ την ίδια στιγμή οι ευρωπαίοι εταίροι μας του κουνάνε το δάχτυλο (όσον αφορά στην ένταξη) μόνο και μόνο για την εκλογική διαδικασία. Ο Γκρούεφσκι δείχνει ήρεμος και με άσσους στο μανίκι. Το ίδιο και οι Αμερικανοί, τουλάχιστον μέχρι τη σύνοδο των 20. Προς τα τέλη του 2009 το θέμα της ένταξης στην ΕΕ (και πιθανόν και στο ΝΑΤΟ) είναι προγραμματισμένο να τεθεί εκ νέου.

Στο Κυπριακό «όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας», για να λακωνίσω καταφεύγοντας σ’ ένα τίτλο του Σκαμπαρδώνη.

Το τελικό αποτέλεσμα αυτού του καθόλα αρνητικού για την Ελλάδα κλίματος θα φανεί σχετικά σύντομα και για τη χώρα θα είναι μια καλή ευκαιρία να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα σε σχέση με το τι σημαίνει ανυπαρξία εξωτερικής πολιτικής, ατολμίας και παθητικής εναπόθεσης της διπλωματικής «ταυτότητας» της χώρας στην Ε.Ε. Φυσικά σε καμιά περίπτωση δε θα έφτανα στις εξωφρενικές "φιλορωσικές" προτάσεις του σερ Βασ. Μαρκεζίνη, ούτε και χρειάζονται τέτοιες υστερικές υπεραντιδράσεις. (Αν και ίσως κατά βάθος απηχούν τις νέες φιλοδοξίες του, σφριγηλού και πάλι, λονδρέζικου City: χρηματιστικές και διπλωματικές.)

Η ελληνική εξωτερική πολιτική απέναντι στις ΗΠΑ τελεί, κατά τη γνώμη μου, κάτω από το βάρος του σχεδίου Ανάν, της υποδοχής του Κλίντον το 1999, του βέτο για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, της συμφωνίας Καραμανλή-Πούτιν για τον αγωγό αερίου και της τρομοκρατίας και της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Γι αυτό και οι Αμερικανοί επιμένουν να μας εμφανίζουν με «επικίνδυνες» φυγόκεντρες τάσεις.

Σήμερα λοιπόν συμβαίνει το εξής αδιανόητο. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αρνείται να χαράξει εξωτερική πολιτική και να πάρει φυσικά την ευθύνη γι αυτό. Θεωρούμε δεδομένη τη φιλοτουρκική πολιτική των ΗΠΑ, καλλιεργούμε μέσα μας για μ ια ακόμη φορά τα «ανάδελφα» αντανακλαστικά, ντροπιασμένοι απ΄ τις συνεχείς κατσάδες των Βρυξελών πασχίζουμε να παραμείνουμε στην ευροζώνη και, ταυτόχρονα, δεν αξιοποιούμε τις διαφορές μεταξύ αγγλοσαξονικής και γαλλογερμανικής «σχολής» για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.
Μετέωρη λοιπόν η χώρα, με επίγνωση ότι κάτι αλλάζει στη διεθνή σκηνή αλλά χωρίς σαφή δικό της προσανατολισμό, παραδομένη στους χειρισμούς της Ντόρας.

Θεωρώ ότι τώρα χρειάζεται να συνέλθουμε και να δούμε τι έχουμε εμείς να προτείνουμε προς πάσα κατεύθυνση, Αμερικανούς, Ρώσους, Ευρωπαίους, Κινέζους με ένα κριτήριο: να είναι επωφελές για τη χώρα. Έχει η Ελλάδα κάποιο διεθνή ρόλο στους νέους συσχετισμούς; Έχουμε πλάνο για τα επόμενα χρόνια ή όχι;

Ίσως η ξαφνική «κόπωση» του Καραμανλή να εκφράζει, ανάμεσα στα άλλα, τη βαθύτερη επίγνωση του αδύνατου να υπάρξει ελληνική εξωτερική πολιτική ή την παραδοχή ότι η Ελλάδα πηγαίνει ολοταχώς στα αζήτητα.
Μόνη ίσως φιλοδοξία της να γίνει μια νοικοκυρεμένη ευρωπαϊκή επαρχία, μια εύτακτη, αξιοπρεπής επαρχία γενικώς. Ίσως αυτό είναι κάτι περισσότερο από «μια κάποια» λύση, για όλα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι…

Θάνος Κωτσόπουλος




Σάββατο 21 Μαρτίου 2009

Πάθη, μάζα, πόλη

Δικαιοσύνη χωρίς αισθηματολογία, χωρίς ηθικολογία, χωρίς ψυχολογία ζητούσε το ’40 ο Σεφέρης, καθώς σκεπτόταν τον Αισχύλο.
Γίνεται άραγε; Μήπως δικαιοσύνη έξω από την ιστορία των παθών είναι αδιανόητη; Και ποια άλλη ιστορία μπορεί να είναι τέτοια έξω από την ιστορία των μαζών;
Όπως θα το ήθελε και ο Κ. Παπαϊωάννου, δεν μπορεί να υπάρξει πολιτισμός χωρίς τη μάζα (θα πτώχευε τουλάχιστον ψυχικά) ούτε επομένως και δικαιοσύνη χωρίς το εξωλογικό, το παθητικό και το απειθάρχητο.
Η δικαιοσύνη, αντίθετα με τη στιγμή εκείνη του Σεφέρη, ίσως έρχεται πιο κοντά στη Δίκη του Παπαϊωάννου, που αναδύεται ως ανεξάρτητη, αιώνια τάξη, όχι όμως πριν ολοκληρώσει τον κύκλο του το Τραγικό.

Η μάζα, στην ιστορικά διαφοροποιημένη και δραστηριοποιημένη μορφή της (συνειδητοποιημένη), για να βρισκόμαστε πάντα κοντά στον Παπαϊωάννου, μετατρέπεται, αναμφισβήτητα, σε κρίσιμο «σώμα» της Πόλης.
Η Πόλη είναι νοητό να αυτοθεσπίζεται και επομένως να ολοκληρώνεται μόνο αφού το πάθος γίνει μάθος, δικαιοσύνη με ασφαλή ισορροπία, με την ησυχία ενός νόμου του σύμπαντος.
Πηγή όμως του μάθους, μας θυμίζει ο Αισχύλος, είναι το πάθος και το πάθος δεν είναι παρά η άλλη όψη της ατομικής ιδιαιτερότητας, του ενός ή του πλήθους αδιάκριτα.
Η ιστορία είναι πάθη ηρώων, ανθρώπων και εθνών αλλά η Πόλη καλείται να ενσαρκώσει το μάθος –τουλάχιστον τη ρητορική του.


Αλλά τότε μήπως είναι το πάσχον σώμα της Πόλης αυτό που την υποστασιοποιεί, που της δίνει το «φυσικό» της λόγο;
Πριν το πάθος υπάρχει μόνο φύση. Μετά το πάθος η φύση έχει γίνει κοινωνική. Μια ιδέα που εμφανίζεται και στον Μαρξ: η επισήμανση του αισχύλειου πάθους, στην προμηθεϊκή του εκδοχή, ως ιδρυτικού γεγονότος του πολιτισμού.


Μήπως όμως κάπου εκεί ακούγονται και οι ψίθυροι του Σπινόζα; Η μάζα του Παπαϊωάννου δεν απηχεί τη μάζα της Θεολογικοπολιτικής Πραγματείας και του μετασχηματισμού του φόβου σε πολιτική συγκρότηση;
Η άρνηση της άρνησης του φόβου, η οικείωση με το ανθρώπινο νόημα του φόβου είναι για τον Παπαϊωάννου ο όρος για να μείνει ανοιχτή και άγρυπνη η Μνήμη.
Η επίγνωση της ανθρώπινης αυτοκαταστροφικής δύναμης, της απαλλαγής από τη θεληματική άγνοια για τους «Δαίμονες της Δύναμης» που περικλείονται στο ανθρώπινο πεπρωμένο, δηλαδή η προειδοποίηση να μην παθητικοποιηθεί η μάζα, ανάγεται σε προϋπόθεση για τη συμφιλίωση του ανθρώπου με την ιστορική και κοινωνική του ύπαρξη.


Ο φόβος αποτελεί ήδη από τον Σπινόζα κρίσιμη έννοια. Όλη η ανθρώπινη ιστορία μπορεί να ερμηνευθεί μέσα απ’ το φόβο που αισθάνονται οι μάζες. Οι πολιτικοί θεσμοί εμφανίζονται ως μέσο απώθησης αυτών των φόβων.
Αλλά οι ίδιοι αυτοί θεσμοί είναι αμφίσημοι. Την ίδια στιγμή που υπάρχουν για την απόκρουση της αυθαίρετης βίας παγιδεύουν τις μάζες στην υποταγή και την οργανωμένη βία. Θεσμοί που επικυρώνουν κοινωνικές ανισότητες και τροφοδοτούν ανταγωνισμούς εξουσίας.
Τον κίνδυνο της Ύβρεως, του εκφυλισμού των ανταγωνισμών σε φανατισμό υπέδειξε ο Σπινόζα, και μας τον θυμίζει ο Μπαλιμπάρ.

Τα πάθη, ατομικά και συλλογικά, δεν εγκλωβίζονται στην επιτήρηση της ηθικολογίας, δεν εξοβελίζονται από το κέντρο της πολιτικής ζωής, το αντίθετο. Τα πάθη, αναπόφευκτα, διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλο στην ηθική και πολιτική πραγματικότητα και αποτελούν την πρώτη προς αέναη ερμηνεία ύλη, την «προϊστορία» κάθε δικαιοπολιτικής κοινότητας.
Τα πάθη, κατά τον Σπινόζα, ανήκουν στους νόμους της φύσης και λειτουργούν ως ακατάλυτη αρχέγονη μνήμη του ανθρώπου ως μέρους της φυσικής τάξης.
Το βαθιά πολιτικό νόημα της σχέσης μνήμης/λήθης, καταλύτης της οποίας είναι ο φόβος, τίθεται και από τον Παπαϊωάννου στο κέντρο των θεωρητικών του αναζητήσεων για τη μάζα. Αξίζει προσοχής.

Θάνος Κωτσόπουλος

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Το κύμα του νέου φασισμού

Σήμερα, όποιος τονίζει εμφατικά την παρουσία και τη διαρκή ενίσχυση του νεοφασισμού στη χώρα μας κινδυνεύει να θεωρηθεί μονομανής. «Ο νεοφασισμός είναι περιθωριοποιημένος, γραφικός και ακίνδυνος» διαβεβαιώνουν καθησυχαστικά όσοι προβαίνουν σε δημόσιες δηλώσεις. Η γνώμη του γράφοντος είναι ότι ο φασισμός αναδύεται πλέον αβίαστα μέσα απ’ το οικείο και συμπλέκεται με το αυτονόητο. Η ταχύτητα της εξάπλωσής του, ενόψει και της οικονομικής κρίσης, είναι απρόβλεπτη.

Μακριά από την παρούσα προσέγγιση να ταυτίσει γενικώς την ακροδεξιά με το νέο φασιστικό φαινόμενο, παρά τις υπόγειες συνάφειές τους. Κάθε απόπειρα να συγκεφαλαιωθούν ποικίλα και ανεξάρτητα μεταξύ τους φαινόμενα (τυφλή βία, ρατσισμός, εθνικιστική υστερία) κάτω απ’ την ταμπέλα μόνο του νεοφασισμού αποτελεί εύκολη κινδυνολογία ή ευφάνταστη συνομωσιολογία.

Υπάρχει βέβαια ένα καλειδοσκοπικό πλήθος ιδεολογικών ρευμάτων και πολιτικών συμπεριφορών με ψήγματα φασιστικής κουλτούρας τα οποία συνολικά συνθέτουν, πιθανότατα, τη σύγχρονη, μεταμοντέρνα εικόνα του νέου φασισμού. Το ζητούμενο είναι αν μέσα σ’ αυτή την ευρύτατη ετερογένεια, την πολυδιάσπαση και την ποικιλότητα υπάρχουν βαθύτερες εκλεκτικές συγγένειες γύρω από ένα ιδεολογικό και πολιτικό πυρήνα. Δυστυχώς, λείπει η πλήρης εμπειρική τεκμηρίωση. Δεν αρκεί η καχυποψία ή η διαίσθηση για να στοιχειοθετήσει σήμα κινδύνου για ένα μεγάλο επερχόμενο φασιστικό κύμα.

Μπορεί οι καθαρόαιμοι και ανοιχτά δηλωμένοι φασίστες να αποτελούν αστείο πολιτικό μέγεθος. Άνοδος του φασισμού όμως δε σημαίνει απλό πολλαπλασιασμό αυτών των γραφικών περιπτώσεων. Ο φασισμός, αυτό το κατεξοχήν ευρωπαϊκό φαινόμενο, τρέφεται πρωτίστως από τη συλλογική άγνοια και εθελοτυφλία για τη φύση του, την οργανωμένη αποσιώπηση ορισμένων ελκυστικών στοιχείων του, από στερεότυπα για το τι είναι ή με τι μοιάζει εξωτερικά (βία, νεαροί σκίνχεντς, ναζιστικά σύμβολα). Ίσα-ίσα, το μεγάλο του πλεονέκτημα είναι η κάλυψη που του παρέχουν τέτοια απλοϊκά σχήματα. Γνωρίζουμε ότι ο φασισμός είναι μαζικός, πολυσυλλεκτικός, ρευστοποιεί τις διαχωριστικές γραμμές και νομιμοποιεί την υπέρβαση του έλλογου. Δεν υπάρχουν λοιπόν ασφαλή διαγνωστικά μέσα, αντίδοτα και αδιαπέραστα τείχη.

Ο ιστορικός φασισμός του μεσοπολέμου αποτελεί πια παρελθόν. Όταν όμως μερικοί αναρωτιούνται πού έχουν πάει οι φασίστες (και τους αναζητούν στα σύγχρονα νεοφασιστικά ή ακροδεξιά κόμματα) παριστάνουν τους αφελείς. Στη δεκαετία του ’80 η περιθωριοποίησή τους ήταν εντονότατη γιατί εμφανίστηκαν σε κραυγαλέα ταύτιση με το φασισμό του μεσοπολέμου και ιδίως το ναζισμό. Παρόμοιο λάθος δεν θα ξανακάνουν. Η ικανότητα του φασισμού έγκειται στην αξιοποίηση των οδυνηρών μαθημάτων που πήρε: κυρίως να αποσυνδέει το βαθύτερο πυρήνα του από τυπικές εξωτερικές εκδηλώσεις. Δεν ενδιαφέρουν λοιπόν τα πολιτισμικά υπολείμματα που θα συναντήσει κανείς στα γκρουπούσκουλα αλλά η κατανόηση της νέας, μετριοπαθούς μεθοδικής, τμηματικής και κοινοβουλευτικής προώθησης του.

Άλλα είναι τα ερωτήματα: τι απέγιναν ο εθνικιστικός μεσσιανισμός, ο ακραίος ριζοσπαστισμός, ο φετιχισμός του κράτους, οι αναγεννητικές επαγγελίες, η επανίδρυση και ηθικοποίηση του κράτους, ο φυλετισμός, τα διαταξικά κινήματα των δήθεν χειραφετημένων παραγωγών οργανωμένα σε ένα ενιαίο εθνικό συνδικαλισμό (κορπορατισμός), η προτεραιότητα της δράσης (ακτιβισμός), ο βιταλισμός, ο αγροτικός κοινοτισμός, η πολιτικοποίηση του χριστιανισμού, του αποκρυφισμού και του παγανισμού, ο ακροαριστερός λαϊκισμός, οι αμεσοδημοκρατικές φαντασιοκοπίες, ο κομμουνιστικός εθνικισμός, ο επαναστατικός συντηρητισμός, η απαξίωση του οίκτου, η λατρεία του ηγέτη, η καταδίκη της υλιστικής και τεχνοκρατικής νεωτερικότητας.

Ο ιστορικός φασισμός χαρακτηριζόταν από τον εκλεκτικισμό του. Συνδύαζε αριστοτεχνικά τα πιο ετερόκλητα ιδεολογικά σπέρματα. Ελάχιστα από τα ποικίλα υλικά της συνταγής του ανήκουν στο σκληρό πυρήνα του και συνιστούν αυτοτελή κίνδυνο. Τα πιο ακραία σήμερα έχουν αποσυρθεί από την κοινή θέα ή τα επικαλούνται μόνο οι κρετίνοι νοσταλγοί τους. Υπάρχει όμως και ένα υπολογίσιμο υπόλοιπο με δυνατότητες μαζικής απήχησης. Ένα υπόλοιπο που καθεαυτό δεν είναι επιλήψιμο. Ίσα-ίσα, σε συνθήκες κρίσης, σύγχυσης, αποτελμάτωσης προσφέρει γόνιμα ερεθίσματα. Μέχρι ποιου σημείου όμως.

Η μεταμοντέρνα εκδοχή του φασισμού χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ευλυγισία. Μπορεί εξίσου επιδέξια να αποκηρύσσει τη βία, να αποδέχεται την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό, να συνδυάζει τον αστικό ελιτισμό με το λαϊκισμό, τον αυταρχισμό με τη δημοψηφισματική δημοκρατία, το αντιρατσιστικό προφίλ με το βιταλισμό και να εναλλάσσει το βιολογικό ρατσισμό με τη ρητορική περί «σύγκρουσης των πολιτισμών» ή τον πολιτισμικό ρατσισμό κλπ., ανάλογα με τις συνθήκες. Ευελιξία και καρτερικότητα που τροφοδοτούνται από τη φαντασίωση της μεγάλης επιστροφής.

Ο ιστορικός φασισμός αντλούσε ψήφους από ένα ευρύτατο εκλογικό φάσμα ενώ στην ταξική σύνθεση των φασιστικών κομμάτων υπήρχε πολύ ψηλή αντιπροσώπευση των εργατών (εργοστασίων και γης), των σπουδαστών και των μεσαίων στρωμάτων. Υποτίθεται ότι τα σύγχρονα νεοφασιστικά κόμματα απευθύνονται ελάχιστα στα μεσοαστικά και υψηλής μόρφωσης κοινωνικά στρώματα αλλά κυρίως σε όλους όσοι αισθάνονται δυσαρεστημένοι, αποξενωμένοι και θιγόμενοι από την παγκοσμιοποίηση, τον κοσμοπολιτισμό, το μεταμοντέρνο φιλελευθερισμό, την κρίση της πολιτισμικής ταυτότητας και τον κοινοβουλευτικό κυνισμό. Αυτό, φυσικά, δεν ισχύει. Η διαταξικότητά του ήταν και παραμένει υπαρκτή.
Συχνά αποδίδεται η νομιμοφροσύνη του νεοφασισμού στη δημοκρατική θωράκιση των ευρωπαϊκών κρατών η οποία απονομιμοποιεί ενδεχόμενες απόπειρες ανοικτής βίας ή πραξικοπημάτων. Ιδίως σε χώρες με νωπές οδυνηρές μνήμες από στρατιωτικά πραξικοπήματα, όπως η Ελλάδα, ο νεοφασισμός δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης της δημοκρατικής νομιμότητας.

Η σχέση νεοφασισμού και ακροδεξιάς (όπως και με πολλές άλλες πολιτικές τάσεις) παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον αλλά και τα περισσότερα προβλήματα. Έτσι κι αλλιώς ήταν χαρακτηριστικό του φασισμού η απόκρυψη της ταυτότητάς του και η ικανότητά του να «μεταμορφώνεται». Από την άλλη, από την εποχή της «Συντηρητικής Επανάστασης» των δεκαετιών του ’80 και ’90, της αμερικανικής μιλιταριστικής παντοδυναμίας, της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, ο νεοφασισμός περιορίστηκε σε ένα παράπλευρο ρόλο μιας αχρείαστης δυναμικής εφεδρείας, ενός φόβητρου που ικανοποιούσε και επιθυμίες της κοινωνίας του θεάματος.

Κατά τα άλλα, ένα μέρος της συντηρητικής νοοτροπίας του φασισμού το υλοποιούσε ο μεταμοντέρνος πραγματισμός. Ένα άλλο μέρος, του «επαναστατικού» του πνεύματος, άρχισε να εκφράζεται σε ακαδημαϊκό επίπεδο ή στη σφαίρα της κριτικής των ιδεών χωρίς να φτάνει σε βαθμό πολιτικοποίησης. Ο καταναλωτισμός, η εξατομίκευση, ο τυπικός εξισωτισμός και το κοινωνικό κράτος αποδυνάμωσαν ακόμη περισσότερο τις προοπτικές του νέου φασισμού.

Απ’ την άλλη, υπάρχουν τα «δυνατά χαρτιά» του μεταμοντέρνου φασισμού. Η «πολιτική ορθότητα» των δεξιών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στο ζήτημα της μετανάστευσης, ο αποτελματωμένος συνδικαλιστικός ρεφορμισμός, η απουσία της αριστεράς, σε συνδυασμό με την έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας καλλιέργησε, ιδίως στα λαϊκά στρώματα, τάσεις ξενοφοβίας, ρατσισμού και αδιεξόδου. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την εκχώρηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σε υπερεθνικούς οργανισμούς, πρόσφεραν ευνοϊκό έδαφος στη νεοφασιστική προπαγάνδα. ( Ένα μερίδιο ευθύνης υπάρχει και στον ευρω-κεντρισμό ως εκδοχή μετα-εθνικισμού.)

Η νεοφασιστική ρητορική έγινε ανεκτή όχι μόνο από τη συντηρητική Δεξιά αλλά και από ευρύτερα συντηρητικά κοινωνικά στρώματα τα οποία αισθάνονται προδομένα από τις ελίτ των διανοουμένων και των πανεπιστημιακών. Την ίδια στιγμή ο νεοφασισμός έχει αποδεχθεί τους καινούργιους όρους, αναγνωρίζοντας ότι έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί η εποχή της «εθνικής καθαρότητας» ή της αμιγώς εθνικής αγοράς εργασίας αρκούμενος στο ρόλο ρυθμιστή των ανοχών αλλά και του άγχους της κοινωνίας απέναντι στους οικονομικούς μετανάστες.

Η επικινδυνότητα του νέου φασισμού απορρέει, κατά τη γνώμη μου, αποκλειστικά από το μόνο ολοκληρωμένο «παράδειγμά» του, τον ιστορικό ιταλικό φασισμό. Ίσως δεν είναι πολύ ακραία η άποψη ότι ο ιταλικός φασισμός υπήρξε θύμα περισσότερο του Χίτλερ και λιγότερο της ιδεολογικής του ανεπάρκειας. Δεν θα γίνει όμως εδώ εκτενέστερη αναφορά στις ρίζες του.
Τις πρώτες σοβαρές αναλύσεις για το φασιστικό φαινόμενο, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’20, έκαναν αριστεροί φιλελεύθεροι στην Ιταλία, (όπως οι Μάριο Μισιρόλι, Τζοβάνι Ζιμπόρντι, κ.ά.), συνδέοντάς τον με την επαναστατική κατάσταση μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Στον Λουίτζι Σαλβατορέλι οφείλεται η φράση ότι «ο φασισμός αντιπροσωπεύει τον ταξικό αγώνα των μικροαστών».
Την ίδια περίοδο (1923) ο Ούγγρος κομμουνιστής Γκιούλα Σας επεξεργαζόταν περαιτέρω τη μαρξιστική θέση της εποχής, ότι ο φασισμός αποτελούσε όργανο της αστικής τάξης στον αγώνα της σε βάρος της εργατικής τάξης, λέγοντας ότι ιδεολογικό του γνώρισμα είναι η διαταξικός εθνικισμός του.
Ο γερμανός Γκ. Σαντομίρσκι, τόνιζε ως ουσιώδη χαρακτηριστικά του φασισμού τον ακραίο εθνικισμό και τη φιλοπόλεμη ροπή του, χωρίς να παραλείπει εν κατακλείδι ότι τελικά ήταν η ίδια η «μπουρζουαζία» χωρίς μάσκα.
Το 1925 ο επίσης Ούγγρος κομμουνιστής Ματίας Ρακόζι δημοσίευσε στην ΕΣΣΔ ένα βιβλίο για το φασισμό στο οποίο υποστήριξε ότι οι φασίστες είναι μικροαστοί εθνικιστές που υπηρετούν τα φιλοπόλεμα σχέδια της αστικής τάξης.
Ο Γκ. Λούκατς αντιμετώπιζε το φασισμό ως «παράλογη» έκφραση της πολιτισμικής κρίσης του καπιταλισμού ενώ το ΚΚ της Ιταλίας έφτανε να θεωρεί ότι από την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία μέχρι το φασισμό υπάρχει ένα «συνεχές».
Ο Γκράμσι και ο Τολιάτι αντιμετώπισαν πιο βαθειά το φασισμό. Από τις αναλύσεις τους αξίζει να τονιστούν δύο κοινά σημεία: (α) ο φασισμός είναι αυθεντικό μαζικό κίνημα και (β) έχει ιδεολογικό πυρήνα: τον ακραίο εθνικισμό και κρατισμό.
Ο αυστρομαρξιστής Ότο Μπάουερ ερμήνευε το φασισμό ως αποτέλεσμα της ανατροπής των παλαιότερων ταξικών ισορροπιών. Η γενική τάση που επικρατούσε στις πρώιμες αναλύσεις των κομμουνιστών ήταν να μην υποτιμάται το φασιστικό φαινόμενο και γι αυτό είχαν την τάση να συμπεριλαμβάνουν στην έννοια του φασισμού ευρύτερες εθνικιστικές και αυταρχικές τάσεις.

Η έντονη ανησυχία των κομμουνιστών για το μέγεθος του φασιστικού φαινομένου έτεινε να απλώνει την καχυποψία τους. Το 5ο Συνέδριο της Κομιντέρν χαρακτήριζε το φασισμό «εργαλείο» του καπιταλισμού. Μέσα από μια τέτοια υπέρ-κριτική αντιμετώπιση ο φασισμός θεωρήθηκε ότι εκφράζει τη δεξιά πτέρυγα του καπιταλισμού ενώ ο «σοσιαλφασισμός» την «αριστερή», σοσιαλδημοκρατική πτέρυγα του καπιταλισμού.
Στην ίδια περίπου γραμμή κινήθηκε και η πλέον γνωστή και «κλασική» διατύπωση του Γκ. Δημητρόφ το 1935: «ο φασισμός αποτελεί την ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών και των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου». Η κοινωνιολογική οξυδέρκεια των τότε κομμουνιστών για το μεγάλο κοινωνικό έρεισμα του φασισμού, το ότι ακόμη δεν είχαν εκδηλωθεί οι θηριωδίες των ναζί, ο κομμουνιστικός «εθνικός» αμυντισμός για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα (την ΕΣΣΔ) και το ότι η κυβέρνηση Μουσολίνι υπήρξε, το 1924, από τις πρώτες ευρωπαϊκές που αναγνώρισαν επίσημα την ΕΣΣΔ παρέχουν, πιθανότατα, τις εξηγήσεις γιατί οι σχέσεις Ιταλίας και ΕΣΣΔ παρέμεναν φιλικές μέχρι το 1935.

Οι νεώτερες, ψυχαναλυτικές, ερμηνείες συνέβαλαν σε μια ακόμη βαθύτερη κατανόηση του φαινομένου αλλά, μολονότι είναι καίριας σημασίας, δεν είναι στις προθέσεις αυτού του κειμένου να τις παρουσιάσει και να τις σχολιάσει.

Ο ευρωπαϊκός νεοφασισμός κεφαλαιοποιείται πάνω σε δύο παράλληλες εξελίξεις: την κρίση πολιτικής νομιμοποίησης και τους πολιτισμικούς όρους του μεταμοντερνισμού. Μολονότι ο νεοφασιστικός λαϊκισμός εδράζεται στο άγχος που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση, η γοητεία του δεν ανάγεται στην οικονομικη ανασφάλεια. Ο νεοφασισμός προσφέρει ψευδολύσεις πολιτικής αντιπροσώπευσης και πολιτισμικής ολοκλήρωσης. Ούτως ή άλλως στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες η οικονομική και εργασιακή ανασφάλεια προσφέρεται για μετάθεση στο πολιτισμικό επίπεδο. Οι αντιθέσεις αυτού του επιπέδου πρέπει να ερμηνεύονται και ως διαστρεβλωμένες αντανακλάσεις οικονομικών αντιθέσεων.

Ο νέος φασισμός θα συγκροτηθεί ως νέα εναλλακτική πολιτική/πολιτισμική ταυτότητα που θα προσφέρεται ως νέο, βιωματικό νόημα για τον κάθε απογοητευμένο από τον κουρασμένο κοινοβουλευτισμό, σε κάθε απαυδισμένο από τη ρηχότητα και την ανοησία του μεταμοντέρνου. Το φαινόμενο της γενικότερης «κόπωσης της νεωτερικότητας» είναι σχετικό με την άνοδο του νέου φασισμού. Η κρίση του ορθολογισμού, της τεχνοκρατίας και η αναζήτηση μιας κοινοτικής θαλπωρής θα προσφέρουν πλούσιο σχετικό υλικό.

Απέναντι στις μετα-υλιστικές αξίες της φασιστικής ακροδεξιάς θα έπρεπε να παρατίθενται οι αντίστοιχες κάποιας αριστεράς. Καθώς η τελευταία δεν αναζητά νέα νοήματα, νέους τρόπους αυτό-επιβεβαίωσης του πολίτη και μια πρόταση πολιτισμικής φυσιογνωμίας αλλά διχάζεται μεταξύ του ρεφορμιστικού μεταμοντέρνου κοσμοπολιτισμού και του ξαναζεσταμένου σταλινισμού, το κενό των εναλλακτικών αξιών και η υπέρβαση της κρίσης εγκαταλείπεται στις φασιστικές συνταγές αυτοάμυνας.

Θάνος Κωτσόπουλος

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

Το τέλος της ανάπτυξης;

Η παλιότερη διάκριση μεταξύ growth, για τις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες, και development, για τις χώρες κυρίως του Τρίτου Κόσμου δε μας αφορά πλέον.
Καθιερώσαμε κι εδώ, στην Ελλάδα, τον όρο «αύξηση της παραγωγής βάσης», για να δηλώσουμε, προφανώς, την ένταξή μας στο κλαμπ των ήδη αναπτυγμένων χωρών.

Αυτό δεν το λέμε μόνοι μας και αυθαίρετα, είναι διεθνώς αποδεκτό. Η Ελλάδα, με κριτήριο το ΑΕΠ κατά κεφαλή, φιγουράρει, μαζί με άλλες 32 χώρες: Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Καναδά, Κύπρο, Τσεχία, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ισλανδία, Χονγκ-Κονγκ, Ιρλανδία, Ισραήλ, Ιταλία, Ιαπωνία, Λουξεμβούργο, Κορέα, Μάλτα, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία, Πορτογαλία, Πουέρτο Ρίκο, Σιγκαπούρη, Σλοβενία, Ισπανία, Σουηδία και Αραβικά Εμιράτα στη λίστα του 5ου «σταδίου» ανάπτυξης (Χαρακτηριστικό του πόσο απλοϊκές είναι αυτές οι κατατάξεις είναι ότι η Ρωσία τοποθετείται στο 4ο στάδιο!).
Μια ταξινόμηση που απηχεί κάπως τη θεωρία των πέντε σταδίων του W. W. Rostow . Δυστυχώς, οι μετρήσεις και οι ταξινομήσεις που κάνουν οι διάφοροι διεθνείς «οίκοι», επιμένουν στη μονομερή, ανεπαρκή και ξεπερασμένη οικονομιστική και νεοφιλελεύθερη μέθοδο της Διεθνούς Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου: το κατά κεφαλήν εισόδημα!

Το θέμα δεν είναι φυσικά τι έχουν συμφωνήσει κάποιοι να νομίζουν αλλά ποιο περιεχόμενο μπορούμε σήμερα να δίνουμε σε παραμέτρους (οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, τεχνολογικές ή πολιτιστικές) που προσδιορίζουν την κοινωνική ανέλιξη μιας κοινωνίας ή σε δεδομένα που καθορίζουν την αύξηση του εισοδήματος και της ευημερίας.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η συζήτηση για την ανάπτυξη ήταν στην ημερήσια διάταξη. Στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών δημιουργήθηκαν πολλοί διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου), η UNCTAD (United Nations Conference on Trade and Development), η UNIDO (United Nations of Industrial Development Organization), η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης (Asian Development Bank), η Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (African Development), η Economic Commission for Latin America and the Carribean, η GATT (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου), η UNESCO (United Nations Education, Scientific and Cultural Organization), ο FAO (Food and Agriculture Organization).
Πολύς ο λόγος για τις φτωχές ή «υπανάπτυκτες» (αργότερα μετονομάστηκαν σε «αναπτυσσόμενες»). Έφτασε μάλιστα να προκύψει και ιδιαίτερος κλάδος τόσο στην οικονομική επιστήμη όσο και στην κοινωνιολογία, η Οικονομική της Ανάπτυξης ή η Κοινωνιολογία της Ανάπτυξης. Ήδη, εντωμεταξύ, υπήρχαν άλλες θεωρίες για την «διαδικασία ιστορικής ανάπτυξης» με διατυπώσεις «νομοτελειών», οι οποίες όμως δεν επαληθεύτηκαν.


Οι προσπάθειες των «οικονομιστικών» θεωριών για την ανάπτυξη οδήγησαν σε αδιέξοδα. Άρχισε να γίνεται προφανές το αυτονόητο, ότι δηλαδή η ανάπτυξη δεν είναι μόνο συνάρτηση μιας οικονομικής διάστασης αλλά επίλυσης ενός ευρύτερου πλέγματος ζητημάτων (κοινωνιολογικών, εθνικών ιδιομορφιών, θρησκείας) κυρίως όμως πολιτικών, πού είχαν σχέση με το πολιτικό σύστημα, την εξουσία, την ταξική διάρθρωση, την αποικιοκρατία και τις νέο-αποικιοκρατικές εξαρτήσεις.

Άλλα κριτήρια ανάπτυξης.
Ως τέτοια έχουν προταθεί: ο σχηματισμός κεφαλαίου μέσω επενδύσεων, ο καταμερισμός της εργασίας, η παρουσία μιας επιχειρηματικής τάξης που αναπτύσσει επιχειρηματικό πνεύμα και αναλαμβάνει κινδύνους, η προσφορά ελεύθερης εργασίας, το αναπτυξιακό κράτος κ.ά. θεωρούνται, ιδίως όταν συνυπάρχουν, ως γενικές προϋποθέσεις ανάπτυξης. Με την πάροδο του χρόνου νέοι παράγοντες κρίνονται αναγκαίοι για την προώθηση της διαδικασίας ανάπτυξης, όπως π.χ. η τεχνολογία, η παιδεία, οι συγκοινωνίες, η υγεία, ο πολιτισμός.


Την ανάπτυξη προσδιορίζει και η εξέλιξη της διάρθρωσης του
εισοδήματος και της απασχόλησης. Στα αρχικά στάδια ανάπτυξης παρατηρήθηκε ένα μεγάλο ποσοστό παραγωγής εισοδήματος από τον πρωτογενή τομέα. Χαρακτηριστικό μεταγενεστέρου σταδίου είναι η αύξηση του ποσοστού του εισοδήματος από τον δευτερογενή τομέα (βιομηχανία) και, τέλος, ενός τρίτου, ανώτερου (ή ανώτατου) σταδίου, ο θρίαμβος των υπηρεσιών (τριτογενή τομέα).
Στην εξέλιξη της ανάπτυξης παρατηρήθηκε συρρίκνωση στον πρωτογενή τομέα σε μονοψήφια ποσοστά, μέχρι και 3-4% του εθνικού εισοδήματος, μείωση του δευτερογενή στο 30-20% και μια σταδιακή αύξηση του τριτογενή τομέα πάνω από 60%. Ανάλογη αναδιάρθρωση παρατηρείται και στην απασχόληση, όπου το ποσοστό των εργαζομένων στον πρωτογενή τομέα (αγρότες), που στα αρχικά στάδια είναι υψηλό, μειώνεται υπέρ του ποσοστού αυτών που απασχολούνται στον δευτερογενή τομέα (βιομηχανικοί εργάτες) και με αυξανόμενη τάση απασχόλησης στον τριτογενή τομέα. Γι' αυτό το λόγο οι πλούσιες χώρες τείνουν να εξελιχθούν σε χώρες υπηρεσιών, η μεταποίηση και η βιομηχανία συγκεντρώνονται στις υπό-ανάπτυξη (αναπτυσσόμενες) χώρες (Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, ασιατικές χώρες), ενώ η γεωργία συρρικνώνεται.


Τα αδιέξοδα της ανάπτυξης
Σήμερα, ένας προβληματισμός για την ανάπτυξη μπορεί να καταλήγει στο ότι έχει φθάσει στα έσχατα όριά της. Δεν υπάρχει ενιαία και επαρκής θεωρία, η εφαρμογή της οποίας θα εξασφάλιζε σε όλες τις χώρες μια ανάπτυξη του τύπου που ακολούθησαν οι μεγάλες και πλούσιες καπιταλιστικές χώρες. Προφανώς. Δεν υπάρχει προοπτική όμως ούτε για το "κλαμπ" των πολύ αναπτυγμένων.
Το οικολογικό πρόβλημα θέτει κρίσιμα ζητήματα. H κατάντια των αναπτυξιακών "θαυμάτων" τύπου Ιρλανδίας ή Ντουμπάι προειδοποιεί. Μέχρι πού θα πάει η ποσοτική μεγέθυνση, μέχρι πότε θα προβάλλεται η θεωρία της αύξησης της πίτας για να φάνε λίγα περισσότερα ψίχουλα οι φτωχοί; Πόση ανάπτυξη αντέχει ο πλανήτης μας;
Η θεαματική ανάπτυξη της τεχνολογίας, ενόσω διατηρείται ο υπάρχον καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει μεν αυξήσει την παραγωγικότητα αλλά προς όφελος των καπιταλιστικών κερδών ενώ ταυτόχρονα, έχει περιορίσει χωρίς εναλλακτικές λύσεις τα φυσικά αποθέματα των πρώτων υλών.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες παρατηρείται αφενός μια πληθοπαραγωγή και αφετέρου μια αδυναμία αύξησης της αγοραστικής δύναμης των πληθυσμών λόγω ανεργίας και καθηλωμένων μισθών. Η εργατική δύναμη πολλαπλασιάζεται με την αύξηση των γεννήσεων, ενώ η τεχνολογία δεν επιτρέπει αύξηση της απασχόλησης ωθώντας τους ανέργους προς τις υπηρεσίες, των οποίων η δυνατότητα δημιουργίας καινούριων θέσεων εργασίας δεν είναι απεριόριστη. Έτσι μια μεγάλη μάζα πληθυσμών (στις φτωχές και στις αναπτυσσόμενες χώρες) πεθαίνει την ίδια στιγμή που μια πληθώρα αγαθών παραμένει αδιάθετη. Η υπάρχουσα καπιταλιστική κρίση υποδηλώνει εκ νέου τα αδιέξοδα αυτά. Φαινομενικά η ποσοτική ανάπτυξη μοιάζει να βρίσκεται στο τέλος της αν την εννοούμε μέσα στις υπάρχουσες συνθήκες (ξέφρενου καπιταλισμού και οικολογικής αδιαφορίας). Πρέπει να αναζητηθεί η ποιοτική ανάπτυξη, η Κοινωνική Λύση. Προφανώς περιθώρια για ρομαντικές και ουτοπικές λύσεις δεν υπάρχουν. Μπορεί όμως και το εύρος και το βάθος των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται να είναι τόσο μεγάλο, ώστε εντός των πλαισίων του μονοπωλιακού καπιταλισμού να είναι επίσης ουτοπικά.
Θάνος Κωτσόπουλος

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Πληροφορίες και σκέψεις για την "ανταγωνιστικότητα"

Το «Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ» δημοσίευσε πρόσφατα την Έκθεσή του για την Παγκόσμια Ανταγωνιστικότητα (2008-2009) και τη νέα κατάταξη των χωρών με κριτήριο τις σχετικές επιδόσεις τους. Σε ένα σύνολο 134 χωρών η Ελλάδα φιγουράρει στην 67η θέση.

Χώρες κάτω από εμάς είναι, με τη σειρά, η Ρουμανία (68η), το Αζερμπαϊτζάν, Βιετνάμ Φιλιππίνες, Ουκρανία, Μαρόκο, Κολομβία, Ουρουγουάη, Βουλγαρία, Σρι Λάνκα, Συρία, κλπ. Αλλά, αμέσως πάνω από εμάς είναι το Καζακστάν (66ο), το Μαυροβούνιο, η Βραζιλία, η Τουρκία, η Ουγγαρία, η Κροατία, το Μεξικό, η Κόστα Ρίκα, ο Παναμάς.
Τις 10 πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν οι ΗΠΑ (1η), η Ελβετία (2η) η Δανία (3η), η Σουηδία (4η), η Σιγκαπούρη (5η), η Φινλανδία (6η), η Γερμανία (7η), η Ολλανδία (8η), η Ιαπωνία (9η) και ο Καναδάς (10ος).

Δεν είναι καθόλου παράξενο ότι οι ΗΠΑ, παρά τη δεινή οικονομική κρίση και το τεράστιο χρέος τους, κρατούν αρκετά χρόνια τώρα την πρώτη θέση. Η επιχειρηματική κουλτούρα, η έμφαση στην καινοτομία, την έρευνα και το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης είναι μερικοί μόνο από τους παράγοντες που εξηγούν το γεγονός. Αντίστοιχα ισχύουν όχι μόνο για τη δεύτερη Ελβετία αλλά και για τις υπόλοιπες 10 πρώτες χώρες: ευνοϊκό θεσμικό και μακροοικονομικό περιβάλλον, σημαντικές επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη, εξαιρετική συνεργασία και σύνδεση παιδείας-παραγωγής, κατοχύρωση των ευρεσιτεχνιών.

Αμέσως κάτω από την Ελλάδα αρχίζει, και ο σκληρός μάλιστα, πυρήνας του Τρίτου Κόσμου (αν και θα βρούμε χώρες όπως τη Μποτσουάνα στην 56η θέση). Η χώρα μας, μολονότι κατατάσσεται στο ανώτερο «στάδιο» ανάπτυξης, το «3», μαζί με τη Φινλανδία και τη Νορβηγία, κ.ά., και όχι στα κατώτερα στάδια που χαρακτηρίζονται ανάλογα ως «1» ή «1,5» ή «2» ή «2,5» πρέπει να ντρέπεται για την ανταγωνιστικότητά της. Άλλη μια πικρή γεύση λοιπόν από τις επιδόσεις μας και το εύλογο και συγχρόνως αφελές ερώτημα «γιατί». Ακόμα και η, λόγω πολλών ομοιοτήτων και αναλογιών, «κολλητή» μας «συμμαθήτρια», η Πορτογαλία καταλαμβάνει την 43η θέση. Το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας είναι ίσως από εκείνα τα πολύ λίγα που, μολονότι οικονομικού χαρακτήρα, θίγουν κατεξοχήν το εθνικό φιλότιμο. Είναι ένα από τα πρωτεύοντα μαθήματα στον εθνικό σχολικό μας έλεγχο. Στη συνέχεια θα δούμε πιο αναλυτικά ποιοι κυρίως λόγοι μας καθηλώνουν τόσο χαμηλά.

Φυσικά, η έννοια του όρου «ανταγωνιστικότητα», [Α] εφεξής, δεν είναι ούτε ιδιαίτερα σαφής ούτε κοινώς αποδεκτή. Καθώς κινείται αναγκαστικά μέσα σ’ ένα περιβάλλον διαρκών συγκρίσεων και δοκιμασιών είναι μια έννοια ρευστή, σχετική και μεταβαλλόμενη. Παλιότερα μας αρκούσε να ορίσουμε την [Α], σε τελική ανάλυση, σαν έκφραση της εμπορικής ικανότητας, ή τη θέση μιας χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Σήμερα, καθώς η [Α] μελετάται και αναλύεται σε μεγαλύτερο βάθος, γίνεται όλο και σαφέστερο ότι με την [Α] εκφράζουμε πολύ περισσότερα πράγματα. Στους περισσότερους ορισμούς της [Α], θα διαπιστώσουμε μια σύγκλιση σ’ ένα δομημένο σύνολο παραγόντων, θεσμικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών που καθορίζουν το επίπεδο παραγωγικής αποτελεσματικότητας μιας χώρας. Έτσι η [Α] σήμερα αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς δείκτες μιας χώρας στο διεθνές περιβάλλον.

Δυστυχώς, σε κάθε ορισμό αυτού του τύπου υπάρχουν μειονεκτήματα. Υπάρχουν ανοιχτά θέματα με την έννοια της «παραγωγικότητας», η οποία κακώς συγχέεται με την ένταση εργασίας ή με την αστική θεωρία ότι όλοι οι συντελεστές της παραγωγής (και όχι μόνο η εργασία) δημιουργούν αξία. Επίσης, για να αξιολογηθεί η [Α], με όρους ελεύθερης αγοράς, πρέπει να κριθεί μέσα σε ένα γνήσια ανταγωνιστικό περιβάλλον. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, ένας τομέας με υψηλή κερδοφορία να καυχηθεί για την ανταγωνιστικότητά του αν είναι ολιγοπωλιακός, μονοπωλιακός ή προστατευμένος. Η αλήθεια είναι ότι η αξιολόγηση της [Α] των χωρών μπορεί να κρύβει περισσότερα απ’ όσα αποκαλύπτει. Όπως, ας πούμε, στην περίπτωση της Κόστα Ρίκα, που διαφημίζεται για τον υψηλό τελικό συντελεστή στην ανταγωνιστικότητά της, βαθμολογία όμως που προκύπτει από ένα συνονθύλευμα αποδεκτών και απαράδεκτων προϋποθέσεων. Δεν πρέπει λοιπόν η αξιολόγηση και η αναζήτηση της ενίσχυσης της [Α] να γίνεται ανεξάρτητα από τις ιστορικές, πολιτισμικές, ηθικές, κοινωνικές και οικονομικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας.

Πριν προχωρήσουμε ίσως χρειάζεται να επισημανθεί και δύο επιπλέον παραδοχές. (α) Η μικρή συνάφεια μεταξύ [Α] και χαμηλού κόστους εργασίας, η οποία έχει γίνει πλέον αποδεκτή από το μεγαλύτερο μέρος των οικονομολόγων. Αυτό για να αποφύγουμε κινδύνους σκληρού νεοφιλελευθερισμού ή κοινωνικού πρωτογονισμού. (β) Οι υπεραπλουστεύσεις περί «τέλειου ανταγωνισμού» οδηγούν σε ένα μονομερή συσχετισμό της [Α] με το μηχανισμό των τιμών. Ακόμα κι ο Σουμπέτερ προειδοποιούσε ότι ο πραγματικός καπιταλιστικός ανταγωνισμός δεν διεξάγεται μέσω των τιμών αλλά μέσω της τεχνολογίας. Ας μη σπεύδουν λοιπόν ορισμένοι να μεταφράζουν την [Α] ως «φτηνό εμπόρευμα-φτηνά μεροκάματα». Η έρευνα επαληθεύει αυτή τη διαπίστωση.

Ένα ακόμη μειονέκτημα στον προσδιορισμό της [Α] είναι η αδυναμία να υπάρξει συνταγή σε σχέση με τις ποικιλόμορφες συνθήκες κάθε χώρας. Πάντα όταν γίνεται αναφορά στην [Α] έχει κανείς την αίσθηση ότι πάνε να συγκριθούν ανόμοια πράγματα. Παρ’ όλα αυτά χρειάζονται κάποια κριτήρια για να μπορούν να γίνουν συγκρίσεις. Τόσο από ευρωπαίους όσο και από αμερικανικούς έχουν γίνει δεκτά διάφορα τέτοια κριτήρια προσδιορισμού της [Α], τα οποία θα ταξινομούσα γενικά σε δύο κατηγορίες: τα "ανθρωποκεντρικά" (κοινωνική ευημερία) και εκείνα των «στυγνών» οικονομικών επιδόσεων. Τα πρώτα συνδέονται με ποσοτικές αλλά κυρίως ποιοτικές αξιολογήσεις και αφορούν στο κατά κεφαλή ΑΕγχΠ, τη διατήρηση της απασχόλησης σε υψηλά επίπεδα, την αύξηση των εισοδημάτων, τις επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο, τις εργασιακές σχέσεις, το περιβάλλον και εντέλει τη γενική ευημερία. Τα δεύτερα είναι ποσοτικά και αφορούν συγκριτικές επιδόσεις της χώρας στο διεθνές εμπόριο (μερίδιο αγοράς, διείσδυση, ισοζύγιο), τιμές πώλησης των αγαθών, κόστος για το κεφάλαιο ή την εργασία, καθυπόταξη της εργασίας στο κεφάλαιο, στρατηγικές επικράτησης έναντι των αντιπάλων. Και εδώ δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές. Όλοι θα προτιμούσαν να στηριχτούν μόνο στους ανθρωποκεντρικούς τομείς που συνδέονται με την [Α]. Ωστόσο, στη σκληρή καπιταλιστική πραγματικότητα, είναι ανέφικτο. Κάθε χώρα, ανάλογα με τις πολιτικές επιλογές της αναλαμβάνει ρίσκα.
Υπάρχει ένα φάσμα προϋποθέσεων – πυλώνων που θέτουν τα διάφορα καπιταλιστικά κέντρα αξιολόγησης για να διευκολύνουν τη μέτρηση και τη σύγκριση της [Α], όπως:


Η εύρυθμη λειτουργία των θεσμών (Κράτος αποτελεσματικό, όχι γραφειοκρατικό, αξιόπιστη κυβέρνηση - καταπολέμηση της διαφθοράς και της ευνοιοκρατίας, διαφάνεια, ασφάλεια, κατοχύρωση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, ιδίως της πνευματικής, ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, εμπιστοσύνη μεταξύ ιδιωτικού-δημοσίου τομέα και καλλιέργεια της κοινωνικής ευθύνης των επιχειρήσεων).
Δίκτυο υποδομών (ποιότητα στο συγκοινωνιακό δίκτυο και τις μεταφορές)
Μακροοικονομική σταθερότητα (έλεγχος του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους, κόστος χρήματος, πληθωρισμός, αποταμίευση)
Επίπεδο εκπαίδευσης (επαγγελματικής, τεχνικής και πανεπιστημιακής, εξειδίκευση, κατάρτιση).
Μέγεθος αγοράς και λειτουργία της (προϋποθέσεις υγιούς εσωτερικού και εξωτερικού ανταγωνισμού, αντιμονοπωλιακή πολιτική, κίνητρα επιχειρηματικότητας)
Προσαρμοστικότητα και συναίνεση στην αγορά εργασίας
Σύστημα υγείας
Λειτουργικό και υγιές χρηματοπιστωτικό σύστημα (υπευθυνότητα τραπεζών, κρατικοί έλεγχοι)
Ετοιμότητα για τεχνολογική προσαρμογή,
Επιχειρηματική κουλτούρα
Επιδόσεις στην καινοτομία.

Υποτίθεται πως ο καλύτερος συνδυασμός των περισσότερων από τους παραπάνω παράγοντες φέρνει και τα καλύτερα αποτελέσματα. Αλλά κάθε χώρα έχει τα ισχυρά χαρτιά της. Η 3η Δανία, π.χ. διακρίνεται κυρίως για τη Νο 1 «ευλύγιστη» αγορά εργασίας της, ενώ η 7η Γερμανία, για το εξαιρετικό δίκτυο υποδομών της, μολονότι έχει από τις χειρότερες επιδόσεις στην ευλυγισία της αγοράς εργασίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται σε πορεία πτώσης αλλά συγκρατείται κυρίως από το ανωτέρου επιπέδου (συγκριτικά) χρηματοπιστωτικό της σύστημα και την ευέλικτη αγορά εργασίας, κ.ο.κ.

Η Ελλάδα παρουσιάζει, όπως κάθε χώρα, το δικό της «κοκτέιλ» επιδόσεων για να δώσει ένα τόσο απογοητευτικό αποτέλεσμα. Η έρευνα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ διαπιστώνει για τη χώρα μας ορισμένους ιδιαίτερα προβληματικούς τομείς οι οποίοι κατεξοχήν ευθύνονται για τη χαμηλή θέση μας στη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Στην κορυφή αυτών των κακών πρακτικών βρίσκεται η αναποτελεσματικότητα της διοίκησης και η γραφειοκρατία. Ακολουθούν κατά σειρά η αστάθεια του φορολογικού συστήματος, η μη ευέλικτη αγορά εργασίας και η διαφθορά. Κακές είναι επίσης οι επιδόσεις μας στην τεχνολογική ετοιμότητα.


Μέσα από τέτοιου τύπου διαπιστώσεις φαίνεται καθαρά ο μονόπλευρος και δογματικά νεοφιλελεύθερος τρόπος με τον οποίο οι διεθνείς οργανισμοί δήθεν αξιολογούν τις χώρες, στην ουσία όμως διατυπώνουν έμμεσες υποδείξεις και πιέσεις.

Θάνος Κωτσόπουλος

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2009

Εθνική συμπεριφορά και σεβασμός στην ιδιότητα του πολίτη

Βασική θέση του κειμένου αποτελεί ότι ο πατριωτισμός και η εθνική αλληλεγγύη είναι έννοιες που μπορούν και πρέπει να είναι νοητές ως συμβατές με τη δημοκρατία, την πολιτική και ατομική ελευθερία, τα κοινωνικά δικαιώματα και το σεβασμό της ετερότητας.
Το δημοκρατικό εθνικό κράτος αποτελεί σήμερα τη μόνη υπαρκτή μορφή οργανωμένης πολιτικής εξουσίας και μπορεί να γίνει δεκτό ως το πλαίσιο και η βασική μονάδα οργάνωσης των κοινωνιών και διεθνούς συνύπαρξης εφόσον λειτουργεί δημοκρατικά, εγγυάται τις ατομικές ελευθερίες και τα κοινωνικά δικαιώματα, ικανοποιεί τον πολίτη.

Κράτος στο οποίο, γενικά, συμπεριλαμβάνεται μια θεμελιώδης εθνική πλειονότητα και ενδεχόμενες εθνικές μειονότητες ή μεμονωμένοι πολίτες διαφορετικής εθνικής ή φυλετικής καταγωγής.
Η σχέση της εθνικής και της κοινωνικής συνείδησης και ιδίως η ιδεοληψία της ταύτισής τους υπήρξε πάντα ένα στοίχημα προκλητικό όσο και επικίνδυνο. Επιζητήθηκε τόσο από τις εθνοκεντρικές όσο και από τις κοσμοπολιτικές προσεγγίσεις η σχέση τους να είναι αμφίδρομη. Ιδίως μάλιστα όπου κράτος, κοινωνία και έθνος δεν συμπίπτουν.

Στο σημείο αυτό μπορεί να τεθεί ως υπόθεση εργασίας η εξής παραδοχή: (α) όσο μικρότερη είναι η απόσταση εξουσίας – λαού (β) όσο περισσότερη είναι η σύμπτωση «εθνικού» και «συλλογικού» συμφέροντος (γ) όσο περισσότερη κοινωνική διαφοροποίηση μπορεί να συμπεριλάβει το εθνικό συμφέρον και τέλος (δ) όσο λιγότερο εκπέσει το κοινωνικό συμφέρον εν ονόματι της εξυπηρέτησης του εθνικού, τόσο το καλύτερο από την άποψη της πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας αλλά και της μεγιστοποίησης του συλλογικού συμφέροντος. Τόσο περισσότερο βελτιστοποιείται η σχέση εθνικής και κοινωνικής συνείδησης, η σχέση μεταξύ εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης.
Ένα ζήτημα είναι κατά πόσο το δίπολο εθνική – κοινωνική αλληλεγγύη ανατροφοδοτείται θετικά ή αρνητικά. Όταν π.χ. η εθνική αλληλεγγύη μετατρέπεται σε φροντίδα μόνο για τους «δικούς μας» και όχι για τους «ξένους» τότε το δίπολο τροφοδοτείται εθνοκεντρικά, αρνητικά. Το ίδιο και για το αντίθετο, όταν, μέσω ενός κοσμοπολιτικού καθωσπρεπισμού, η μέριμνα και η ευαισθησία για τους «ξένους» είναι περισσότερη από εκείνη για τους «δικούς μας». Απ’ την άλλη, θετική ανατροφοδότηση του δίπολου μπορεί να υπάρχει όταν η εθνική και η κοινωνική αλληλεγγύη ισορροπούν, μέσα από την αναγνώριση «της ιδιότητας του πολίτη». Οπότε, η προαγωγή της κοινωνικής αλληλεγγύης λειτουργεί ως προϋπόθεση για την μεγιστοποίηση της εθνικής.

Η επίκληση του πατριωτισμού/εθνικής αλληλεγγύης μπορεί να διολισθήσει (όπως γίνεται συχνά) σε ένα λόγο εθνικιστικό. Το κοινό έχει γίνει , φυσικά, ιδιαίτερα επιφυλακτικό ή και φοβικό απέναντι στην πατριωτική ρητορεία συνδέοντάς την με εθνικιστικές συνδηλώσεις. Ο πατριωτισμός εκλαμβάνεται σαν όχημα του εθνικισμού. Πολλοί φοβούνται ότι η «εθνική αλληλεγγύη» μπορεί εύκολα να εξελιχθεί σε εθνοκεντρισμό, ξενοφοβία και ρατσισμό.
Μπορούμε καταρχήν να δεχτούμε ότι η υιοθέτηση αρχών που εντάσσονται στον ελληνικό και ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό εξασφαλίζει το συνδυασμό πατριωτισμού/εθνικής αλληλεγγύης με ένα φιλελεύθερο –πολιτικά– πρόσημο.

Πολύ περισσότερο, όσο βαθύτερη και κοινωνικά εμπεδωμένη είναι η δημοκρατική διαδικασία και η ενεργός συμμετοχή του πολίτη.
Η ιδιότητα του μέλους μιας χώρας στην Ε.Ε. θεωρητικά, ως ζητούμενο, πρέπει να ενισχύει το δίπολο αυτό. Η πρακτική των ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών αυτό δείχνει. Όχι όμως, δυστυχώς, της Ελλάδας.

Οι περισσότεροι αποδέχονται, θεωρητικά, μια «κόκκινη γραμμή», ένα ανελαστικό όριο του οποίου η παραβίαση ορίζει το θεμιτό μιας «εθνικής αντίδρασης», κατά βάση αμυντικής (π.χ. παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας). Υπάρχουν όμως και ελαστικά όρια, όπως όταν μια χώρα εντάσσεται σε διεθνείς συνασπισμούς ή συσσωματώσεις και συναινεί στην εκχώρηση ορισμένων κυριαρχικών δικαιωμάτων της έναντι σημαντικών ανταλλαγμάτων που προάγουν το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνική ευημερία (όπως π.χ. με την Ε.Ε.). Στην περίπτωση αυτή κρίνεται πολιτικά το ωφέλιμο ή μη αυτών των παραχωρήσεων ενώ (τυπικά) διατηρούνται δικαιώματα της εθνικής κυριαρχίας (π.χ. αρνησικυρία ή έξοδος).
Η διεθνής ιστορία όμως είναι γνωστή σε όλους. Βρίθει περιπτώσεων ωμών αποικιοκρατικού τύπου εκβιασμών που εξαναγκάζουν τις μικρές χώρες να υπονομεύουν τα εθνικά τους συμφέροντα και μονίμως να υποκύπτουν στις ορέξεις ιμπεριαλιστικών κοσμοπολιτικών κέντρων.
Συνεπώς, το κριτήριο του εθνικού συμφέροντος, όπως και του δημοσίου είναι μαχητό τεκμήριο και παραπέμπει σε μεγέθη εμπειρικά, μετρήσιμα. Υπόκειται σε δημοκρατικό, ορθολογικό, πολιτικό έλεγχο. Το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και μετά την παρέλευση των παλαιότερων «θυμικών» αντιδράσεων εναντίον τους, εξακολουθούν να μη πείθουν, ούτε «ορθολογικά», ότι εγγυώνται την «κόκκινη γραμμή» για την Ελλάδα.
Όντως, ο πατριωτισμός και η εθνική αλληλεγγύη πρέπει να νοούνται όσο το δυνατό απαλλαγμένα από αυθορμητισμούς ή μη κριτικές σταθμίσεις. Φυσικά, αυτό είναι δύσκολο αλλά όχι αδύνατο. Μέχρι σήμερα στον τόπο μας έχει γίνει κατάχρηση τόσο του πατριωτισμού όσο και της λήθης του. Οπότε, σημασία έχει να επιδιωχθεί μια νέα αντιμετώπιση. Τα πατριωτικά συναισθήματα είναι ανεκτίμητα. Πρέπει όμως να μην ενεργοποιούνται πριν εξαντληθούν όλα τα περιθώρια της σωφροσύνης και της λογικής. Η εκτίμηση π.χ. πότε η «ψύχραιμη» αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων καταλήγει σε ανοχή ή ενδοτισμό και ποια είναι η καλύτερη αντίδραση θα πρέπει να τίθεται σε δημόσιο διάλογο επιχειρημάτων και όχι σε μια επιφανειακή πατριωτική ρητορεία. Αλλά όλη αυτή η διαδικασία θα πρέπει να καταλήγει στην έκφραση μιας βούλησης η οποία θέτει όρια, μεθοδεύει αντιδράσεις και γίνεται αντιληπτή ως εθνική, συλλογική και στιβαρή. Η Ελλάδα, μετά από μακροχρόνια συγκαταβατικότητα, πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να λέει «ως εδώ».
Απ’ την άλλη πλευρά, πατριωτισμός, ιδιαίτερα σε «πονηρούς καιρούς», όπως είναι η παρούσα στιγμή, δε σημαίνει μόνο αμυντική επαγρύπνηση απέναντι σε εχθρικές επιβουλές αλλά και φροντίδα για πολίτες ικανοποιημένους, αξιοπρεπείς, συμμέτοχους στη διακυβέρνηση της χώρας τους. Εθνική αλληλεγγύη σημαίνει κοινωνική αλληλεγγύη, δηλαδή κράτος πρόνοιας, κοινωνική πολιτική, αναδιανομή του εισοδήματος, φροντίδα της περιφέρειας. Οι λαοί, οι κοινωνίες έχουν ανάγκη την ειρήνη, την ευημερία και τη θεσμική επίλυση των εσωτερικών και εξωτερικών διαφορών. Απορρίπτουν τις εντάσεις και συγκρούσεις μεταξύ λαών οι οποίες τροφοδοτούνται από την έξαρση του εθνικισμού. Αλλά έχουν «κόκκινες γραμμές», έχουν αξιοπρέπεια. Το όριο μεταξύ διεθνιστικής αλληλεγγύης και υπεράσπισης της πατρίδας ήταν πάντα όχι απλώς πολύ λεπτό αλλά μια «σπαζοκεφαλιά», ιδίως για τους διανοούμενους. Ήταν όμως ένα πεπρωμένο για τα «λαϊκά» κοινωνικά στρώματα που ενώ ως «πολίτες» πολύ λίγο απολάμβαναν τα αγαθά του εθνικού «τους» κράτους θυσιάστηκαν απλόχερα για την πατρίδα τους.
Θάνος Κωτσόπουλος

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙ ΘΕΛΕΙ Ο ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Είναι εκείνος που οραματίζεται έναν κόσμο στον οποίο θα αναγνωρίζεται η αξία του κάθε ατόμου, ενός κόσμου που βασίζει την πολιτική διεύθυνση και τις διεθνείς σχέσεις στις ηθικές αρχές και αξίες του ανθρωπισμού.
Απαιτεί για όλους ένα ικανοποιητικό και οπωσδήποτε αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης (διατροφής, στέγασης, ένδυσης, υγείας).
Τοποθετεί την αξία του ανθρώπου πάνω από τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας και της ανθρώπινης ζωής πάνω από οποιοδήποτε άλλο σκοπό.
Διεκδικεί τη γενική, δημόσια και δωρεάν παιδεία την οποία θεωρεί, μαζί με την ελευθερία της τέχνης και της έκφρασης συστατικό στοιχείο της δημοκρατικής συγκρότησης.
Διεκδικεί ίσες ευκαιρίες για όλους και μάχεται για την κατάργηση κάθε είδους κοινωνικής διάκρισης.
Σέβεται τις πεποιθήσεις καθενός, ανέχεται το διαφορετικό και πιστεύει στον δημοκρατικό διάλογο.

Χαρακτηρίζει τον εαυτό του ριζοσπάστη κατά τούτο: επιδιώκει τολμηρές αλλαγές στη νομοθεσία και στο σύστημα διακυβέρνησης προκειμένου να ικανοποιηθούν ανθρώπινες ανάγκες και δεν αρκείται σε μικρές διευθετήσεις που αναπαράγουν τον συντηρητισμό.
Δεν αδιαφορεί ωστόσο για κάθε επιμέρους και μικρή βελτίωση και αντιμετωπίζει ευνοϊκά την προώθηση μεταρρυθμίσεων, σύμφωνα με την αρχή της μετατροπής των αντιθέσεων σε θετικές ενέργειες.
Έχει όμως έναν σαφή μακρόπνοο προσανατολισμό: την κατάργηση του κυριότερου αιτίου γι αυτόν τον μη ανθρώπινο κόσμο, της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Έχει επίγνωση ότι χωρίς σκληρούς κοινωνικούς αγώνες μεταξύ της δημοκρατικής πλειοψηφίας του τίμιου μόχθου και της ολιγαρχικής ελίτ της κερδοσκοπίας δεν θα κερδηθούν ουσιαστικά δικαιώματα και δεν θα κρατηθούν οι κατακτήσεις. Ο ρόλος επομένως της δύναμης: κοινωνικής, πολιτικής και ιδεολογικής πρέπει να αναγνωρίζεται και να θεωρείται προαπαιτούμενο στην αναμέτρηση με την αλόγιστη κερδοφορία. Όσο λιγότερο ισχυρό είναι το ριζοσπαστικό μέτωπο τόσο λιγότερο αυτόνομα μπορούν να καθορίζονται οι επιλογές του.
Μέσα σ’ αυτό πλαίσιο εντάσσεται και το αίτημα της προάσπισης της αυτονομίας του εθνικού χώρου απέναντι στις απειλές που προέρχονται από στρατηγικούς σχεδιασμούς του μεγάλου κοσμοπολιτικού μονοπωλιακού καπιταλισμού σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας, της ιστορίας και της πολιτισμικής ταυτότητας οποιουδήποτε λαού.

Χαρακτηρίζει τον εαυτό του προοδευτικό γιατί αναγνωρίζει ότι τόσο οι μικρές όσο και οι μεγαλύτερες αλλαγές δεν θα ευδοκιμήσουν αν προκληθούν με βίαιες μεθόδους, χωρίς τη συναίνεση της κοινωνίας. Ο προοδευτικός ριζοσπάστης καλλιεργεί συνειδητά τις δυνατότητες φιλίας και συνδιαλλαγής, της εποικοδομητικής κριτικής και των συμπράξεων.
Αυτό δε σημαίνει ότι δεν αποκωδικοποιεί τα μηνύματα της γλώσσας της βίας και ότι δεν διακρίνει αφενός μεν την κατασταλτική κρατική βία και αφετέρου τα ξεσπάσματα των αδικημένων και στερημένων. Αποδέχεται όμως εντέλει τη δημοκρατία και τον διάλογο ως τον μόνο τρόπο για να λύσει η κοινωνία με υπομονή και επιμονή τα προβλήματά της. Πιστεύει με αισιοδοξία στις δυνατότητες τόσο της λογικής όσο και του συναισθήματος να εμπεδώσουν στη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας την ορθότητα και αναγκαιότητα της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ειρηνικής συνύπαρξης και των φιλικών σχέσεων ανθρώπινου και φυσικού κόσμου, αξίες οι οποίες δεν συμβιβάζονται με το καπιταλιστικό σύστημα.
Κατά τούτο οφείλει να βρίσκεται κοντά στο λαό, ούτε ως λαϊκιστής, αλλά ούτε και ως αλαζονική "πρωτοπορία". Η πρόοδος συντελείται με βάση μια συλλογική συνείδηση στη διαμόρφωση της οποίας συνεπιδρούν εποικοδομητικά όχι μόνο ηγετικές δυνάμεις από το πολιτικό, το επιστημονικό ή το καλλιτεχνικό πεδίο αλλά και από την όσο περισσότερο αμεσοδημοκρατική έκφραση των «απλών» πολιτών, της βάσης. Επιδιώκει επομένως τη σταδιακή μείωση της διαμεσολάβησης και την ανάδειξη του πολίτη σε κεντρικό πολιτικό υποκείμενο. Είναι αντίθετος σε ηγεμονικές, δογματικές και γραφειοκρατικές πρακτικές. Απορρίπτει μια κριτική που αφήνει το πεδίο μάχης γεμάτο πτώματα και ένα μοναδικό νικητή.

Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι ο προοδευτικός ριζοσπάστης αναγνωρίζει τον καίριο και καταλυτικό ρόλο της οργανωμένης δράσης. Δεν εγκαταλείπει τη διαμόρφωση της συλλογικής συνείδησης στα ΜΜΕ και τους καθεστωτικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς. Δεν πιστεύει ότι μπορεί να αφήσει τη μοίρα της κοινωνικής αλλαγής στα δοκιμασμένα κοινοβουλευτικά κόμματα (φιλελεύθερα ή σοσιαλδημοκρατικά), πόσο μάλλον όταν αυτά παρουσιάζουν μονολιθική προσαρμογή στις κυρίαρχες συνταγές του νεοφιλελευθερισμού, αλλά ότι χρειάζονται ανεξάρτητες, μη κηδεμονευόμενες από μεγάλα συμφέροντα μορφές οργάνωσης.
Ωστόσο, σ’ αυτή τη συγκυρία, στο δίλημμα «κατασκευή νέων επινοημένων πολιτικών μορφωμάτων» ή «πρωτοβουλιακή αυτοργάνωση» μέσα στο πλαίσιο των θεσμών είναι καλύτερο το δεύτερο. Σε μια στιγμή που τόσο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όσο και στην Ελλάδα, το σύστημα προετοιμάζεται με ανακαινίσεις, νέα σκηνικά, κοστούμια και ρόλους, με απίθανους εθνοσωτήρες γνωστής ή άγνωστης κοπής καλύτερη είναι η δημοκρατική επέμβαση των ίδιων των πολιτών.
Όταν υπάρχουν αιτήματα που προέρχονται και υποστηρίζονται από μαζικές δράσεις, η κριτική στο περιεχόμενό τους έρχεται σε δεύτερη μοίρασε σχέση με το κύριο: την αξία της διεκδικητικής αυτονομίας. Ο ριζοσπαστικός ακτιβισμός έχει αυτή τη στιγμή μια ιδιαίτερη βαρύτητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πλευρές του με σοβαρά μειονεκτήματα. Προέχει όμως η αναζωογόνηση της δημοκρατίας, η επανάκτηση της εμπιστοσύνης στις δυνάμεις που έχει ο λαός.
Από τη στιγμή που δεν υπάρχει ένας πολιτικός φορέας αναμφισβήτητα αποδεκτός και ικανός να εκφράσει και να μετουσιώσει τη νέα κατάσταση ο προοδευτικός ριζοσπάστης θα πρέπει να χρησιμοποιήσει όσο καλύτερα τις διαθέσιμες δυνατότητες. Μόνο η συμμετοχή και οι πρωτοβουλίες των πολιτών και ο δημοκρατικός διάλογος  μπορούν να ανακαλύψουν λύσεις στα πολιτικά αδιέξοδα.  Υπάρχουν ακόμη και παρέες, συντροφιές ανθρώπων που θέλουν με κάποιο τρόπο να πάρουν μέρος στην υπέρβαση της κρίσης. Υπάρχει και η δυνατότητα του καθενός ως ατόμου. Έχει σημασία για όλους η εμπιστοσύνη στη συλλογική γνώση. Πρέπει να μπει ένα τέλος στα ερείπια της κρίσης. Οι γενιές του 21ου αιώνα πρέπει να δείξουν πως η αισιοδοξία τους ανήκει δικαιωματικά γιατί θα την επιβάλλουν.

Θάνος Κωτσόπουλος